Το προοδευτικό μαζικό μας Κίνημα ελέγχεται ιδεολογικά και πολιτικά από τα δύο κόμματα της ιστορικής Αριστεράς, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ. Που το καθένα για δικούς του λόγους, επειδή έχουν παραιτηθεί από την προοπτική της ριζοσπαστικής-επαναστατικής αλλαγής με στόχο την Παλλαϊκή Εξουσία στα πλαίσια της κατάκτησης της Εθνικής Ανεξαρτησίας, χτυπούν μετωπικά (όπως έγινε με την Σπίθα) κάθε ιδέα-κίνηση-οργάνωση που θα προσπαθήσει με τα συνθήματα αυτά να δημιουργήσει ένα Μέτωπο Παλλαϊκής Εξουσίας συμπαρασύροντας τις απονευρωμένες μάζες τόσο στους χώρους που ελέγχουν όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο που εξ ίσου πλήττονται από τους ίδιους εχθρούς, είναι θύματα της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής και έξω από μερικές διαφορές αποβλέπουν σε κοινές λύσεις τόσο κοινωνικές όσο και εθνικές.
Στο σημείο της πάλης για το Έθνος υπάρχει μια άτυπη σύμπλευση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο κόμματα με την εκδήλωση ενός καθαρού εθνομηδενισμού από τον ΣΥΡΙΖΑ και από την υποταγή του εθνικού στο ταξικό, που είναι εξ άλλου το κύριο και μοναδικό ιδεολογικό εύρημα των ηγετών του ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια.
Έτσι σε σχέση με τον στόχο «Παλλαϊκό Πανεθνικό Μέτωπο», Κινήματα όπως το ΚΑΠ έχουν να συναντήσουν την ίδια αντίδραση απ’ τα δύο κόμματα ως προς το σκέλος του Εθνικού.
Από τα δύο κόμματα ξεχωρίζει η πολιτική του ΚΚΕ που δεν διαφωνεί απλώς με τη δημιουργία ενός ενιαίου Μετώπου αλλά συνειδητά προσπαθεί με όλα τα μέσα να το διασπά συστηματικά, γεγονός που μας αναγκάζει να δηλώσουμε (έχοντας και τη συσσωρευμένη πείρα των πρόσφατων αγώνων) ότι κάτω από τις συνθήκες αυτές ο εργαζόμενος λαός δεν έχει καμμιά απολύτως ευκαιρία να αναμετρηθεί με το υπάρχον σύστημα εξουσίας, να συγκρουστεί και να νικήσει.
Κι αυτό γιατί κάθε προσπάθεια, απ’ όπου ξεκίνησε -όπως η δική μας- είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων να ακυρωθεί λόγω της διασπαστικής τακτικής του ΚΚΕ και της τακτικής ενός ακραίου βολονταρισμού, που το οδηγεί να βρίσκεται αγωνιστικά μπροστά (χάρη στο ΠΑΜΕ) σε επί μέρους θέματα Πρώτον αποφεύγοντας να τα τοποθετήσει σε ενιαία κοίτη και Δεύτερον αρνούμενο κάθε συνεργασία με οποιαδήποτε δύναμη βρίσκεται έξω από τη δική του επιρροή και έλεγχο.
Έτσι η διάσπαση του κοινού μετώπου επιτυγχάνεται με την ανάδειξη του ΚΚΕ σε πρωτοστάτη της υπεράσπισης του κάθε κλάδου που θα βρεθεί κάτω από τα πυρά της εξουσίας. Με το να υπερασπίζεται όμως αποκλειστικά τον Α κλάδο και αύριο τον Β χωρίς να επιχειρεί να τους τοποθετήσει σε μια κοινή κοίτη διεκδικήσεων σήμερα και εξουσίας στο μέλλον, στην ουσία τους αποδυναμώνει, τους καθιστά σε βάθος χρόνου θύματα των δυνάμεων εξουσίας, καθώς παραμένει ο καθένας μόνος του, τη στιγμή που η ενότητα των θυμάτων είναι η μοναδική ασφαλής και ελπιδοφόρα άμυνά τους απέναντι στις υπέρτερες και συνενωμένες ντόπιες και ξένες δυνάμεις εξουσίας και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς τους. Θα λέγαμε ακόμα ότι αυτές οι επιλεκτικές και θεαματικές επεμβάσεις του ΠΑΜΕ πότε εδώ και πότε εκεί όχι απλώς διασπούν το ενιαίο μέτωπο αλλά το πολυδιασπούν κι αυτό για να έχουν ευκολότερα στο χέρι τα διασκορπισμένα θύματα.
Στο σημείο αυτό το ΚΚΕ προτάσσει τη δική του άποψη για τον μονομερή αγώνα ταξικής πάλης κατά της ελληνικής πλουτοκρατίας. Επομένως με την ευκαιρία και του πρόσφατου Συνεδρίου του είναι ανάγκη να απαντήσουμε σ’ αυτή τη λαθεμένη γραμμή που τελικά το οδήγησε σε τραγική πτώση και στην έναρξη μιας εσωτερικής κρίσης. Χρειαζόμαστε αναλύσεις βασισμένες τόσο σε επιστημονικά όσο και σε πολιτικά επιχειρήματα. Θεωρώ ότι η εφαρμοσθείσα πολιτική, ιδιαίτερα από το 2010 ως το 2011 έχει αναδειχθεί εξ αντικειμένου στον πολυτιμότερο σύμμαχο των δυνάμεων του Μνημονίου οι οποίες πολύ σωστά φοβούνται και υπολογίζουν μόνο τον λαϊκό παράγοντα.
Ποιος όμως το εμπόδισε να μετατραπεί από διασκορπισμένο ρυάκι σε ένα ισχυρό χείμαρρο; Είναι η σεχταριστική πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Την εποχή της διάσπασης του ΚΚΕ (1968) παρατηρήθηκε στον ελληνικό κυρίως χώρο αλλά και στα διεθνή κέντρα με μεγάλη παρουσία των ελλήνων κομμουνιστών (όπως π.χ. στο Παρίσι) ένα από τα βασικά σχίσματα ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες ομάδες κυρίως στον χώρο των στελεχών, όπου φάνηκε η διάσταση ανάμεσα στα οργανωτικά στελέχη και τους διανοούμενους. Οι διαφορές τους υπήρχαν πάντα (δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς) αλλά οι αγωνιστικές συνθήκες θέτοντας άλλες προτεραιότητες προσέδιδαν ένα χαρακτήρα ομαλών και αναγκαίων διαφορών που μάλιστα εμπλούτιζαν το κίνημα. Στη διάσπαση όμως του 1968 ξαναβγήκαν στην επιφάνεια και επηρέασαν βαθειά ακόμα και την πολιτική σκέψη των αντικρουόμενων ομάδων.
Αυτό το χάσμα το εκμεταλλεύτηκε με μαεστρία ο Ανδρέας Παπανδρέου παίζοντας συχνά το παιχνίδι όπως η γάτα με τα ποντίκια καταφέρνοντας τελικά να τους παγιδέψει αμφοτέρους στρέφοντας τον ένα εναντίον του άλλου για να τους έχει και τους δύο μαζί του σε κάθε κρίσιμη στιγμή έως το 1989, όπου σε μια στιγμή απροσδόκητης αναλαμπής οι δύο σύντροφοι απέκτησαν συνείδηση του ιστορικού τους μεγέθους αισθανόμενοι στο βάθος ντροπή καθώς είχαν καταντήσει ανδρείκελα στα χέρια ενός ουσιαστικά πολιτικού απατεώνα, για τον οποίο όμως ο διανοούμενος Κύρκος και ο κομμουνιστής-στέλεχος Φλωράκης είχαν στο βάθος διαφορετικές εκτιμήσεις που φάνηκαν σχεδόν αμέσως ανατινάζοντας την πρόσκαιρη ενότητα των παλιών παλαίμαχων συντρόφων.
Όμως ο Ανδρέας είχε και ένα επί πλέον λόγο να προτιμά τον Κύρκο από τον Φλωράκη, δεδομένου ότι τότε ζούσαμε στην εποχή της μετάβασης προς την κοινωνία της πληροφορίας και της ψυχαγωγίας μέσα στις οποίες αναβαθμίζεται ο ρόλος των διανοουμένων, ένας χώρος που κυριαρχείται από στελέχη της «ρεφορμιστικής» Αριστεράς, ιδιαίτερα στους τομείς της Εκπαίδευσης και του Πολιτισμού.
Έκανε λοιπόν ό,τι είναι δυνατόν να τους σαγηνεύσει και να τους χρησιμοποιήσει είτε στην τηλεόραση είτε στις εκδόσεις (πόσοι άραγε εκδότες βιβλίων δεν έγιναν με άμεση χρηματοδότηση του ΠΑΣΟΚ), Εκδόσεις δίσκων, προγράμματα ψυχαγωγίας και κυρίως στον Τύπο, στον χώρο των δημοσιογράφων κάθε είδους, δηλαδή χώρους στους οποίους πλειοδοτούσαν αριστεροί διανοούμενοι, μέλη και στελέχη του «ρεφορμιστικού» κόμματος της Αριστεράς.
Όλοι αυτοί στην εποχή της μετάβασης εξυπηρέτησαν τις ιδεολογικοπολιτικές ανάγκες κατ’ αρχήν του ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια μεταβλήθηκαν σε αποφασιστικό παράγοντα της ισορροπίας του συστήματος της Νέας Τάξης. Όλη αυτή η μεταλλαγή έχει ήδη στην Ευρώπη χαρακτηριστεί ως «Προδοσία των διανοουμένων». Η Αριστερά αποκτά διεθνιστική και υπερεθνιστική αντίληψη και έτσι προσπαθεί να αντικρούσει από θέσεως ισχύος την παραδοσιακά εθνοκεντρική Δεξιά για τη νέα φάση της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου. Έτσι συνέβη το παράδοξο και πρωτοφανές, οι Δεξιοί-αφεντικά της εποχής της παγκοσμιοποίησης ανακάλυψαν στο προσωπικό των διανοουμένων της Αριστεράς τους καλλίτερους υπηρέτες για την εφαρμογή της πολιτικής τους.
Στην Ελλάδα όπως γίνεται συνήθως, ορισμένοι αριστεροί διανοούμενοι έχουν δημιουργήσει στον ΣΥΡΙΖΑ συνιστώσα που πάει πιο μακριά στην υπερεθνιστική αντίληψη διακηρύσσοντας και εφαρμόζοντας τον εθνομηδενισμό, που κατά τη δική μου αντίληψη αποτελεί την απόλυτη σήψη, ατομική και συλλογική και εγκυμονεί κινδύνους αντίστοιχους με την Χρυσή Αυγή για την ελληνική κοινωνία.
Επίσης πιστεύω ότι αυτή η μετεξέλιξη του «ρεφορμιστικού» κόμματος με την πληθώρα των στελεχών που συμμετέχουν στις διαδικασίες μετάλλαξης με κατεύθυνση την παγκοσμιοποίηση, δεν μπορεί να έχει καμμιά οργανική σχέση με τις παραδόσεις της ιστορικής ελληνικής Αριστεράς, ιδιαίτερα της εποχής της Μήτρας του Αριστερού μας Κινήματος δηλαδή την εποχή του ΕΑΜ.
Όσα στελέχη λόγω ηλικίας εξακολουθούν να βρίσκονται στις γραμμές του, πρέπει να το παραδεχτούν ότι αποτελούν το νεκρό δέρμα του φιδιού για να κρύβει τον ουσιαστικά εντελώς νέο χαρακτήρα αυτού του κόμματος, δημιουργώντας άλλοθι και σύγχυση στον Λαό.
Στο βάθος είμαι βέβαιος ότι τα αντιπροσωπευτικότερα στελέχη γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα πιστεύουν ότι στις σημερινές συνθήκες της μνημονιακής κρίσης θα μπορούσαν να αναλάβουν οι ίδιοι τη δουλειά της ξεπερασμένης Δεξιάς, μιας και αυτοί έχουν ήδη περάσει όπως είδαμε στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης και γι’ αυτό θεωρούν ότι με λίγη κατανόηση από τους Μέρκελ-Σόιμπλε και ΔΝΤ θα περνούσαν τα μέτρα μαλακά και μάλιστα με την ενεργητική στάση των οπαδών τους. Δεν θέτουν θέματα Εθνικής Ανεξαρτησίας, Οικονομικής Αυτοτέλειας, Εθνικής Ασφάλειας και Πατριωτικής Αναγέννησης. Όλα αυτά είναι γι’ αυτούς πράγματα ξεπερασμένα.
Το ζήτημα μιας χώρας χωρίς ανάπτυξη και χωρίς δικό της πλούτο είναι πώς θα σαγηνεύσει τους πιστωτές να μην είναι ανυπόμονοι και άγριοι. Εάν συμφωνηθεί μαζί τους ένα κατώτερο επίπεδο όπως λ.χ. των 400 Ευρώ μηνιαίως, ο λαός θα καταλάβει πως δεν γίνεται διαφορετικά, θα συνηθίσει, θα προσαρμοστεί. Ακόμα και θα συνεργαστεί με τα αφεντικά, φτάνει να τον εκπροσωπούν πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, Λαϊκά, Αγωνιστικά, Αριστερά. Εκπρόσωποι μιας σύγχρονης Αριστεράς, που θα δείξει στην πράξη ότι η συνύπαρξη με τους Σόιμπλε αποτελεί μια ιστορική αναγκαιότητα. Άλλη μια ιστορική πρόκληση απέναντι στο μεγαλύτερο σημερινό κόμμα της ιστορικής Αριστεράς.