skip to Main Content

Επετειακή ομιλία στα 80 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, του Νομάρχη Χανίων Γιώργου Κατσανεβάκη στο Διεθνές Συνέδριο “Μίκης Θεοδωράκης”, Χανιά 2005

 

…Πριν 20 εβδομάδες ακριβώς, διοργανώναμε μια σπουδαία Ημερίδα με καταξιωμένους ομιλητές για να τιμήσουμε το συμπυκνωμένο έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη.

Τότε, έκανε σε όλους εντύπωση διαβάζοντας και αναλύοντας το υστερόγραφό του, με τη δωρική του λιτότητα, ένα ποίημα συμπυκνωμένο σε τρεις λέξεις: «Τα άδεια γήπεδα». Ο συνειρμός που βγήκε σε όλους μας ήταν ότι ήθελε να υποδηλώσει ότι το κοινό άθλημα όλων μας, η δημοκρατία, έχει αρχίσει να στερεύει από αθλητές, από αγωνιστές. Είχαν βγει έξω και άρχισαν να απομακρύνονται. Και ίσως είναι και οι ίδιοι, εκείνοι τους οποίους κι ο Μιχάλης Κατσαρός, όχι πριν πολλά χρόνια, κατονόμαζε με την κραυγή του και φώναζε: «Κρατάτε νερό, γιατί το μέλλον μας προμηνύεται άνυδρο».

Σ’ αυτή λοιπόν την ατμόσφαιρα βρισκόμαστε σήμερα, σ’ αυτά τα χρόνια και όλοι μας σ’ αυτό το ερημικό παρόν θα προσπαθήσουμε να δώσουμε την εντύπωση και την εικόνα ότι για ορισμένους όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ορισμένους ελαχίστους, που είναι ικανοί μόνοι τους να γεμίσουν ένα γήπεδο, έναν στίβο της δημοκρατίας, ίσως και το γήπεδο να πέφτει μικρό, να είναι γεμάτο μόνο με την παρουσία τους.

Γιατί είναι ορισμένοι άνθρωποι προικισμένοι από τη φύση, που με ομηρικό άφθιτον κλέος και μένος εξωτερικεύουν τις εσωτερικές τους δυνάμεις για να δώσουν σε όλους τους υπόλοιπους το κουράγιο και τη δύναμη να κατανοήσουν ότι νόημα της ζωής είναι η υπηρέτηση των άυλων αξιών που έχει δημιουργήσει ο ανθρώπινος πολιτισμός στην πορεία του και να δώσει ακόμα με τη δική του παρουσία και συμπεριφορά το κουράγιο και την αισιοδοξία ότι μπορεί μια μέρα ο κόσμος να γίνει καλύτερος.

Γι αυτό λοιπόν, μορφές σαν τον Μίκη Θεοδωράκη που είναι έξω από τις διαστάσεις και του χρόνου και του χώρου, είναι άνθρωποι που έχουν προσωπικότητα οικουμενική, που μπορεί με τη φωτεινότητά τους να φωτίσουν όλους εμάς σε πάρα πολλούς δρόμους.

Αυτές λοιπόν οι πρώτες διαπιστώσεις είναι που δημιούργησαν σε 40 και πλέον επιστήμονες εκφραστές και του χώρου των επιστημών και των τεχνών, την ευθύνη, δέκα μήνες τώρα, να προετοιμάσουμε το παγκόσμιο αυτό Συνέδριο, καταθέτοντας ο καθένας τη δική του άποψη μιας συγκεκριμένης πτυχής του μεγάλου Μίκη και όλοι μαζί να προσπαθήσουμε να δώσουμε την ολιστική εικόνα του ελεύθερου πνεύματος που στη συνείδηση όλων μας λέγεται Μίκης Θεοδωράκης.

Όλοι, φίλοι μου και φίλες, συμφωνούμε ότι ο αυστηρότερος δρόμος και τρόπος για να κρίνει κανείς έναν μεγάλο δημιουργό, είναι τα ελληνικά κριτήρια και κόσκινα, η αυστηρότητα του ορθού λόγου με το συναίσθημα είναι ο μοναδικός δρόμος για να αποδειχθεί αν κάποιος είναι άξιος της δικής μας εκτίμησης, του δικού μας σεβασμού, της δικής μας απεριόριστης εμπιστοσύνης.

Γι αυτό λοιπόν είναι πολλές φορές ευκταίο να κάνει κανείς και να προσπαθεί, ιστορικές συγκρίσεις και να αναζητήσει και μερικές συμπτώσεις για να βγάλει μερικά συμπεράσματα. Ας πάμε μερικά χρόνια πίσω και οδηγούμαστε στον Σεπτέμβριο του κατοχικού 1944, τότε που ένας άλλος μεγάλος Έλληνας, ο ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος, σε ηλικία τότε 37 ετών, τιτλοφορεί ένα γενναίο γραφτό του.

Πολλοί λένε ότι είναι το σημαντικότερο και κορυφαίο του με τα λόγια του τίτλου: «Μπολιβάρ», ένα ελληνικό ποίημα. Το ποίημα αυτό σημαδεύεται και από την προσωπική οδύσσεια του μεγάλου ποιητή. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου στην Αλβανία, αιχμαλωτίστηκε, δραπέτευσε και κατέβηκε με τα πόδια από την Αλβανία στην Αθήνα.

Ένιωσε μέσα του τη διαφορά της αιχμαλωσίας για να νιώσει το μέγεθος της ελευθερίας. Ένιωσε μέσα του ότι η βαρβαρότητα είναι εκείνη που δημιουργεί και κατανοεί στον άνθρωπο την αλληλεγγύη και ότι η υποταγή σ’ αυτή τη βαρβαρότητα του ναζισμού τότε, είναι και η μεγάλη ευθύνη στον άνθρωπο για να εκφράσει τη μεγάλη του αντίσταση.

Το ποίημα αυτό λοιπόν, είναι στο φρόνημα αυτό της αντιστάσεως και σε τελευταία κορυφαία φράση λέει και καταλήγει: «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας».

Ο Μπολιβάρ ήταν ένας απελευθερωτής, προσπάθησε να είναι, της συνολικής Λατινικής Αμερικής, ό,τι ήταν ο Ρήγας Φεραίος για μας, για τα Βαλκάνια, διεθνιστής οικουμενικός που οραματιζόταν τη συνένωση των λαών απέναντι στους Ισπανούς ο ίδιος τότε, για να αποκτήσουν όλοι οι λαοί, ενωμένοι χωρίς διαχωριστικές γραμμές και τείχη, το όραμα της ελευθερίας και της κοινής συμβίωσης με αγάπη μεταξύ τους και με τα ιδανικά που καταξιώνει ο ανθρώπινος πολιτισμός.

Μάλιστα, ο Μπολιβάρ είχε καταφέρει να γίνει και επικεφαλής σε δύο κράτη απ’ αυτά, κατήγετο από τη Βενεζουέλα, από το Καράκας, πέθανε νέος, 47 ετών και παρ’ όλα αυτά, ο Εγγονόπουλος με την αυστηρή ελληνική ποιοτική του φράση, δεν τολμά να πει ότι είναι Έλληνας. Τον αναγνωρίζει ότι είναι παιδί του Ρήγα Φεραίου λίγα χρόνια μετά, ήταν τότε που μεγαλούργησε εκείνος, κι όμως ο θαυμασμός του αλλά και ο σεβασμός στην ελληνικότητα του επιτάσσει να λέει «σαν Έλληνας», έχοντας κατά νου την αλήθεια που είχε πει πολλά χρόνια πριν, από την αρχαιότητα ο Ισοκράτης, ότι «το των Ελλήνων όνομα, μη και το του γένους, αλλά της διανοίας».

Έλληνας είναι εκείνος που εκφράζει την εσωτερική του ελευθερία για να κατανοήσει τον προορισμό του στη ζωή, ως αναζήτηση εσωτερικής φιλοσοφικής δράσης και δυνατότητα να είναι άνθρωπος και πολίτης. Με έντονο λοιπόν υπερεαλισμό, γράφει «σαν» και το υποτάσσει σ’ αυτή τη μεγάλη αλήθεια, αναγνωρίζοντας με δυο λόγια ότι ο Έλλην είναι μια ιδανική μορφή – κορυφή τελειότητας χωρίς εθνικότητα και γεωγραφικούς περιορισμούς.

‘Αλλωστε ο Εγγονόπουλος είναι φειδωλός στα ποιήματά του. Το επίθετο «ωραίος» σπανίως, μία φορά το έχει γράψει σε ένα του ποίημα και ποτέ, πουθενά αλλού. Και μάλιστα σε ανδρικές μορφές, τις παρουσιάζει συνήθως, αν δε δίνει την εικόνα ότι είναι το κεφάλι εκείνου που ζωγραφίζει με γλάστρα, με ρόδα, με τρύπες, είναι τουλάχιστον άμορφο, δεν είναι εύμορφο. Τόσο μεγάλη οικονομία κάνει στη λέξη «ωραίος» και μάλιστα έχοντας επίγνωση ότι η έννοια των ελληνικών λέξεων οφείλει να είναι κυρίαρχη για να κατανοήσουμε και τα γεγονότα και τα επακόλουθα των γεγονότων αυτών.

Γι αυτό λοιπόν, αν κι εμείς προς στιγμήν ακούσουμε τη φωνή του Αντισθένη, 25 αιώνες πριν, που έλεγε «αρχή παιδεύσεως, η των ονομάτων επίσκεψις», να κατανοήσουμε πρώτα τι σημαίνουν οι ελληνικές λέξεις για να μπορούμε μετά με αυτές τις λέξεις να περιγράφουμε συναισθήματα, έννοια, γεγονότα, καταστάσεις.

Και βέβαια, σήμερα το νιώθουμε αυτό περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί δυστυχώς η ελληνική γλώσσα η γνήσια, διδάσκεται στα σχολεία μας ως ξένη γλώσσα, και εννοώ την αρχαία. Και δυστυχώς η ελληνική παιδεία της ελευθερίας έχει υποκατασταθεί από την εκπαίδευση του ωφελιμισμού και της χρηστικότητος. Και ακόμα πιο δυστυχώς, σε μια εποχή που η έννοια του πολίτη στο πλαίσιο της δημοκρατίας έχει υποκατασταθεί από τη λέξη «επιχείρηση» στο πλαίσιο της εμπορικής δημοκρατίας και όχι εκείνης που καταξιώνει τον πολίτη ως ελεύθερο.

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι συνθήκες τώρα είναι εκείνες που δημιουργούν και περισσότερο ευθύνη για να αναδείξουμε εκείνα ακριβώς που έχουμε εμείς κληρονομήσει. ‘Αλλωστε πρόσφατα το έχουμε δει, δυο συντάγματα κυκλοφόρησαν και μάλιστα με τάση επιβολής τους. Το ένα στην Κύπρο και το άλλο στην Ευρώπη αλλά ως αρχές που δεν αναδεικνύουν τον πολίτη, αλλά αναδεικνύουν και έχουν αναφορές στην επιχειρηματικότητα, στη διακίνηση των κεφαλαίων, των υλικών αγαθών και όχι των άυλων αξιών.

Και είμαστε σε μια περίοδο που ακριβώς η ποιότητα της ελληνικότητας είναι το μεγάλο ζητούμενο. Και δυστυχώς, σε μια εποχή που οι πολλοί δεν θα πεθαίνουν ως Έλληνες όπως πέθαιναν στην αρχαιότητα, αλλά απλά ως κάτοικοι μιας περιοχής, είτε λέγεται αυτή Ελλάδα είτε λέγεται οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ευρώπης και το κόσμου.

‘Αλλωστε, αν θυμηθούμε ότι στη γνήσια ελληνική γλώσσα η λέξη «ωραίος» που βγαίνει από τη λέξη «ώρα» που σημαίνει εποχή, υποδηλώνει εκείνον που είναι ώριμος, ολοκληρωμένος, είναι τέλειος κατά πνεύμα και διάνοια, ικανός στο μυαλό και στο σώμα. Είναι και εύμορφος δηλαδή. Αυτός λοιπόν ο ολοκληρωμένος πολίτης που όφειλε να είναι πάντα ο στόχος της ελληνικής παιδείας και να καλλιεργεί τη σκέψη, είναι εκείνο που δεν είναι κυρίαρχο ούτε στην Ελλάδα δυστυχώς στο βαθμό που εμείς θα θέλαμε.

Γιατί στόχος της ελληνικής παιδείας από τότε ήταν η καλλιέργεια της σκέψης για την δημιουργία ανεξάρτητων ανθρώπων και ακόμα και στην ελληνιστική περίοδο. Οι αρετές της, η φρόνηση, η ανδρεία, η εγκράτεια και η δικαιοσύνη, ήταν στοιχεία που ανεδείκνυαν ως υποχρέωση του ανθρώπου ακριβώς αυτή τη μεγάλη του εσωτερικότητα.

Γι αυτό λοιπόν, αυτός είναι και ο λόγος που πρόσφατα μια σπουδαία Ελληνίστρια, η Ζακλίν Ντε Ρομιγί, είπε ότι «όποιος σήμερα σκέφτεται, σκέφτεται ελληνικά έστω και αν δεν το υποπτεύεται». Τόσο μεγάλη είναι, σε υψηλό επίπεδο κορυφής, η ποιότητα της ελληνικής σκέψης και του ελληνικού λόγου. Η ωραιότητα λοιπόν και η ελληνικότητα, είναι έννοιες ποιοτικές που αναδεικνύουν τον άνθρωπο.

Ας πάμε τώρα, φίλοι και φίλες, μια εφηβική δρασκελιά 18 χρόνια μετά, στον Οκτώβρη του ’62, τότε που ο Μίκης Θεοδωράκης, και αυτός συμπτωματικά σε ηλικία 37 ετών, τιτλοφορεί ένα δικό του γενναίο έργο, συμπύκνωμα της μέχρι τότε δικής του προσωπικής οδύσσειας. Αντίσταση, συλλήψεις, ΕΑΜ, δυσκολίες, σπουδές, εξορίες, ως θεατρικό έργο, με τη σπουδαία φράση και τη γενναία φράση για την εποχή εκείνη: «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού».

Το ανεβάζει για πρώτη φορά από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη στο Θέατρο Καλουτά στην Αθήνα. Η μυσταγωγία της παράστασης τότε, για όσους ήμαστε τυχεροί που την παρακολουθούσαμε και μάλιστα εκείνοι που εκούσια την παρακολούθησαν, με τη θέλησή τους, αλλά και οι ελάχιστοι που ακούσια την παρακολούθησαν.

Και εννοώ ότι ως απόρροια του κλίματος της εποχής ήταν και πολλοί που κατ’ εντολήν ήσαν στην αίθουσα για να σημειώνουν τους ομιλητές μετά, στα σχόλια του έργου, για να παίρνουν στοιχεία απ’ όσα έλεγε ο Μίκης στην ανάλυσή του τότε, και κυρίως με ένα κάτωχρο και κάθιδρο βλέμμα και ύφος, να είναι οι ρουφιάνοι που λέγαμε την εποχή εκείνη, στοιχεία όμως, προσέξτε, που η μεταπολιτευτική δημοκρατία μας τα έχει καταρρίψει πλήρης και η Ελλάδα σήμερα, σ’ αυτό μπορούμε να παινευόμαστε, ίσως είναι η κορυφαία χώρα του κόσμου σε ελευθερία έκφρασης από τη Βουλή των Ελλήνων μέχρι το τελευταίο καφενείο της χώρας. Αυτό πραγματικά είναι μια μεγάλη και ουσιαστική κατάκτηση.

Τότε λοιπόν το έργο. Αλλά η γνώση του περιεχομένου και η ανάγνωσή του μετά για όσους είμαστε τυχεροί τότε ως θεατές και ακροατές, βγάζει ορισμένα συμπεράσματα γιατί υποδηλώνει πώς ο Μίκης ξεκίνησε, από πού και με ποιες προϋποθέσεις. ‘Αλλωστε πολλοί Έλληνες στο ίδιο πνεύμα έχουν να υποδηλώσουν την ελληνικότητα όπως την ένιωθε ο Μίκης σε αυτή τη μεγάλη του παράσταση.

Ακόμα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, θέλοντας να τονώσει και να δείξει τη συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας της βυζαντινής με τη σύγχρονη, είχε πει στον ίδιο δεκαπεντασύλλαβο τον ομηρικό, μια μαντινάδα από τις σπουδαιότερες που είπαν οι Κρητικοί: «Σαν είναι ο τράος δυνατός, δεν τονε στένει η μάντρα, ο άντρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα», εννοώντας ότι η ελληνικότητα, η ποιότητα, η ελευθερία η εσωτερική είναι αυτή που θα μας καταξιώσει και όχι η γεωγραφική περιοχή που έχουμε προέλθει ή που έχουμε γεννηθεί.

Προσπάθειά μας λοιπόν είναι να βρούμε τα κριτήρια για να αναγνώσουμε την αλήθεια της πραγματικότητας του Μίκη, την αλήθεια με το α- το στερητικό της λήθης. Εκείνης της αλήθειας που θα μείνει στους αιώνες για πάντα, όπως υπάρχει και σήμερα. Βλέπουμε λοιπόν και πρέπει να βρούμε τη λέξη «τραγούδι» και το «τραγουδώ» με το πρωτόπλαστο νόημά του, όχι «τραγουδώ», αλλά «τραγωδώ», ως εκφραστικό στοιχείο της τραγωδίας.

Το έργο του Μίκη, για όσους το είχαν δει τότε ή το έχουν διαβάσει, στο γραμματικό του περιεχόμενο ανταποκρίνεται πλήρως στον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας, γιατί προκαλούσε φόβο και δέος και έλεος στον ακροατή και στο τέλος, προκαλούσε την κάθαρση, τη λύτρωση, την απελευθέρωση.

Με ευδιάκριτες λοιπόν τις μορφές στο έργο αυτό να διαχέονται, του Ετεοκλή και του Πολυνίκη, ένα βήμα προ της ολοκληρώσεως στην αρχαία τραγωδία, αλλά και την τραγική μορφή της Εκάβης, του Κρέοντα, της Αντιγόνης, του Τειρεσία, όλες αυτές οι μορφές της αρχαίας τραγωδίας μέσα σ’ αυτό το έργο του Μίκη, διαφαίνονται, διαπερνούν και υπομιμνήσκουν τα δικά τους μηνύματα και νοήματα.

Και σε όλο αυτό το κείμενο, το γραπτό του Μίκη, ο Μίκης να είναι με την έννοια, την ελληνικότατη που έλεγε ο Αισχύλος στον Προμηθέα του όταν ήταν δέσμιος της εξουσίας και μάλιστα των τέκνων της εξουσίας, του κράτους και της βίας, στον Καύκασο: «Νιώθω σαν αλυσοδεμένος θεός γιατί έδωσα φιλανθρωπία στους ανθρώπους».

Οι αρχαίοι έλληνες τη φιλανθρωπία την είχαν προνόμιο μόνο των θεών προς τους ανθρώπους. Μεταξύ των ανθρώπων αναγνώριζαν μόνο τη φιλία, στον υπέρτατο φυσικά βαθμό της αγάπης και ταύτισης του ενός φίλου απέναντι του άλλου. Η φιλανθρωπία λοιπόν, η αγάπη του Μίκη, η αλληλεγγύη προς πάντα και σε οποιαδήποτε εποχή, είναι έκδηλη σ’ αυτό το έργο χωρίς διαχωρισμούς και χωρίς προκαταλήψεις.

‘Αλλωστε και ο αφηγηματικός του διθύραμβος υποδηλώνει, για να κατανοήσουμε τον τρόπο που ήταν γραμμένο το έργο, πολύ περισσότερο αυτές τις αξίες. Γιατί στο έργο του δεν ήταν η προδιάθεση του χολυγουντιανού έργου ποιος θα είναι ο νικητής να περιμένουμε να ταυτιστούμε μαζί του. Ούτε νικητής ούτε νικημένος. Νικητής, η ειρήνη και η αγάπη.

Και μάλιστα, η κορυφαία έκφραση της ισότητας περιλαμβάνεται σ’ αυτό το έργο με τη μορφή της μητρικής αγάπης, η ισότητα της μητέρας, τα βλαστάρια, δυο γιους. Η ίση αντιμετώπιση χωρίς προκατάληψη είναι το υπέρτατο εννοιολογικό στοιχείο που μπορούμε όλοι να νιώσουμε ότι αυτή η μητρότητα που δημιουργεί αυτή την ισότητα, είναι κορυφαία σε ελληνική ποιότητα από τις κληρονομιές που έχουμε. Όπως ελληνική αξία είναι, αν θέλετε, και η ιδιότητα που υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα του ρόλου ως κληρονόμου παραδόσεων του παππού και της γιαγιάς.

Θα σας πω κάτι: Ο Μίκης ειδοποίησε ότι δίπλα του θέλει να είναι η γυναίκα του και τα εγγόνια του. Ο παππούς και η γιαγιά στην Κρήτη, προσαγορεύονται με τις λέξεις «ο λάλος» και «η λάλη». Ξέρετε από πού βγαίνουν; Είναι αυτοί που λαλούν στα εγγόνια, γιατί δε μπορούσαν να είναι στα χωράφια, τους θρύλους, τα ανδραγαθήματα, τις ιστορίες, τον πατριωτισμό, την αλληλεγγύη, την αγάπη, όλα εκείνα τα ιστορήματα στα παιδιά.

Η μεγάλη κληρονομιά απ’ τον παππού έρχεται στα εγγόνια και όλοι εμείς με αυτή τη σκέψη που είπε ο Μίκης, σεβαστή φυσικά απόλυτα, είμαστε με αυτό το σκεπτικό παρακατιανοί, κατωμερίτες και πολύ καλά το σκέφτηκε, έτσι είναι. Εγώ δήλωσα εγγονός για να μπορώ να καθίσω δίπλα του, μαζί του.

Όταν λοιπόν βλέπουμε ότι τέτοιες αξίες κληρονομημένες υπάρχουν και μάλιστα αν θέλετε και με μια μικρή μεταφορά -δείτε τους δυο γιους του έργου και αντί για δυο γιους φανταστείτε τους δυο λαούς, τον αμερικανικό και τον ιρακινό λαό. Πόσο ωραίο και υπέροχο είναι το μήνυμα, οι δυο λαοί αυτοί να ενωθούν, να ομονοήσουν, να δουν την κοινή τους μοίρα, τον κοινό τους προορισμό και όχι υποταγμένοι σε δικτατορικές απόψεις και μονοπωλιακές κατακτήσεις που και οι δυο έχουν ξεστρατίσει πλήρως από τον προορισμό που η ζωή η ίδια τους έχει δώσει.

Γιατί δυστυχώς είμαστε σε μια περίοδο που από την αρχαιότητα και μετά, ούτε οι βασιλείς φιλοσοφούν, ούτε οι φιλόσοφοι βασιλεύουν. Δεν υπάρχει ποιότητα πουθενά, δυστυχώς, σε καμία μεγάλη ηγέτιδα δύναμη του κόσμου σήμερα. Και μάλιστα, όταν εξυμνεί ο Μίκης απ’ αυτό το έργο την ελευθερία με την καζαντζάκεια έντασή της και μορφή της, όπως την περιέγραφε ο ίδιος ο Καζαντζάκης.

Τότε όλοι καταλαβαίναμε ότι ο ελληνισμός και η έκφραση «Έλλην» έχει μια ιερότητα μέσα της που πρέπει να τη σεβόμαστε, αλλά πρώτα απ’ όλα πρέπει να τη μελετήσουμε σε γνώση αρετής του Σωκράτη, να την κατανοήσουμε και να αρχίσουμε μετά να είμαστε μαθητές και εκφραστές αυτής της ιδέας.

Μια φορά πριν από τρία χρόνια Σεβασμιότατε Ειρηναίε, σας έκαναν μια τιμητική εκδήλωση στη Γαλλική Σχολή οι μαθήτριές σας. Τότε λοιπόν μια μαθήτρια είπε: «Διαβάζαμε κρυφά τον Καζαντζάκη και ξαφνικά είδαμε σε ένα διάλειμμα τον Ειρηναίο που έκανε μάθημα τότε ως Καθηγητής στη Γαλλική Σχολή, ντραπήκαμε και προσπαθήσαμε να κρύψουμε το βιβλίο. Αυτός μας αντελήφθη και μας ρώτησε: Τι διαβάζετε; Εμείς ντροπαλές και με κόκκινο το πρόσωπο του είπαμε: Καζαντζάκη. Και γυρίζει ο Ειρηναίος και λέει: Και ο Καζαντζάκης ήταν χριστιανός, με τον δικό του τρόπο», υπονοώντας αυτό ακριβώς το στοιχείο, ότι καλλιεργούσε και ανεδείκνυε την εσωτερική ελευθερία που έπρεπε να έχει ο άνθρωπος για να μπορεί να αποδεχθεί μηνύματα ανθρώπινων και πανανθρώπινων αξιών.

Αυτό λοιπόν είναι και σήμερα, που αν ζούσε ο μεγάλος και σπουδαίος τότε απόστολος των εθνών, ο Απόστολος Παύλος, που τότε αδιακρίτως κι εκείνος απευθυνόταν σε Ιουδαίους και Έλληνες, άρρενες και θήλεις, σε δούλους, περιτομή και ακροβιστία, και θα έλεγε και σήμερα, συμπληρώνοντας, σε Αμερικανούς και αντι-αμερικανούς, σε πολεμοκάπηλους και ειρηνιστές, σε ευπατρίδες και ανθρώπους καταχραστές της ψυχής των άλλων, σε τρομοκράτες και σε τρομοκρατούμενους, όλοι αυτοί είναι μια οικογένεια που πρέπει επιτέλους χωρίς διαχωριστικές γραμμές να αποκτήσει μια κοινή γραμμή πλεύσεως στον κοινό προορισμό της ζωής της επίγειας, για να νιώσουν όλοι ότι είναι πολίτες και άνθρωποι με το ελληνικό περιεχόμενο του όρου.

Στα 37 του χρόνια λοιπόν ο Μίκης, αυτοπροσδιόριζε μόνος του τα όρια του δικού του μεγέθους μέσα απ’ αυτό το έργο. Ο ίδιος μέσα του υποθέτω να το γνωρίζει, εμείς τουλάχιστον τότε το κατανοήσαμε. Και μέσα από κει οριοθετούσε και τα καλούπια της ανθρωπιάς του, της δημιουργίας του, αυτό που θα αναλύσουμε εμείς για τρεις μέρες σήμερα και που έχει σχέση με την οικουμενικότητά του, με τον χαρακτήρα του, με τις συμπεριφορές του, με όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητά του, ως άλλοι, να χρησιμοποιήσω πάλι αρχαία έκφραση «ιεροφάντες και δαδούκοι».

Και μεταξύ μας να μεταδώσουμε γνώση όλοι οι σύνεδροι, αλλά και να φωτίσουμε όλους εκείνους που από τα πρακτικά του Συνεδρίου θα χρειαστεί να αναφέρονται πάντα και για πάρα πολλά χρόνια στα πορίσματα αυτής εδώ της μεγάλης μυσταγωγίας.

Για όλοι θα μάθουμε πολλά. Και δεν θα είναι απλά η κατάθεση, το άθροισμα των καταθέσεων των εισηγητών, αλλά η μεγάλη συνισταμένη θα είναι η αλληλοεπιρροή απ’ αυτές όλες τις απόψεις τις επιστημονικές και καλλιτεχνικές, για να σχηματίσουμε όλοι μας την ολιστική εικόνα του Μίκη, του δικού μας, του Θεοδωράκη.

Όλοι μας λοιπόν, ανεξάρτητα από τα συναισθήματα που έχουμε κατά καιρούς νιώσει για τον Μίκη, είναι μερικά που όλοι μας ομονοούμε και συμφωνούμε ότι ο Μίκης μας δείχνει με τη συνολική του στάση, το δρόμο να πάψουμε να είμαστε απλοί κληρονόμοι σχολάζουσας ελληνικής κληρονομιάς. Αλλά να γίνουμε πολίτες του κόσμου, κόσμιοι, κατά την σωκράτεια αντίληψη.

Ξέρετε, μια φορά ρώτησαν τον Σωκράτη και απήντησε, «γιατί λες ότι είσαι από την Αθήνα, αφού οι θεοί έστειλαν το σπέρμα σου σε μια γωνιά ενός σπιτιού; Ή μήπως υπονοείς ότι επειδή οι πρόγονοί σου, οι πατεράδες σου γεννήθηκαν σε άλλα σπίτια, καλύπτεις όλη την Αθήνα και λες ότι είσαι Αθηναίος ή Κορίνθιος; Γιατί δε λες το καλύτερο και το ανώτερο που σε έστειλαν οι θεοί, ότι είσαι κόσμιος;» -δηλαδή πολίτης ολόκληρου του κόσμου, που αυτός είναι και ο ουσιαστικός προορισμός του;

Κόσμιος λοιπόν μας υποδηλώνει ο Μίκης ότι είναι ο προορισμός μας και μάλιστα μας υποδηλώνει με τη συνολική του συμπεριφορά ότι μερικές έννοιες που τις έχουμε συρρικνώσει, καιρός είναι να τις αναβαθμίσουμε. Λέμε, και θα λεχθεί κι εδώ από συνέδρους στο τριήμερο, και λέγεται και πολλές φορές και για πολλούς άλλους σπουδαίους Έλληνες και γενναίους: «Ο Μίκης είναι ένα εθνικό κεφάλαιο».

Ανώτερη έννοια είναι να λέμε ότι ο Μίκης αποτελεί και είναι ένα ελληνικό κεφάλαιο, ούτε διεθνιστικό, ούτε οικουμενικό με τη στενή έννοια, ούτε εθνικό. Αυτό τα καλύπτει όλα, γιατί τέτοια ακριβώς είναι η προσωπικότητά του και ως τέτοια πρέπει εμείς που την κληρονομούμε να την κληροδοτήσουμε και στις επόμενες γενιές.

Ακόμα ο Μίκης μας υποδεικνύει με τη δική του στάση ότι η τραγωδία υπάρχει ως η κορυφαία ανθρώπινη δημιουργία στο χώρο της λογοτεχνίας, της ποίησης, των τεχνών και ποτέ δεν ξεπερνιέται οτιδήποτε βήμα και να κάνει η ανθρωπότητα μετέπειτα και ότι η τραγωδία οφείλει να είναι τουλάχιστον για μας τους Έλληνες η βάση της παιδείας μας και όχι το επιστέγασμα που διδάσκεται πολλές φορές στην τελευταία τάξη και μόνο ως γνωστική αποθήκη ορισμένων αρχαίων ελληνολατρικών αγαθών. Έχουμε λοιπόν εμείς όλη τη διάθεση και πρέπει να αρχίσουμε να γινόμαστε περισσότερο Έλληνες.

Μας έμαθε ακόμα ο Μίκης να διαβάζουμε ποίηση με τη μουσική του, να την κατανοούμε. Πόσοι από μας θα ξέρανε τι σημαίνει «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου; Πόσοι από μας είχαν διαβάσει το «’Αξιον εστί» του Ελύτη»; Πόσοι είχαν εντρυφήσει τα «Επιφάνεια» το Σεφέρη; Και πόσοι αν θέλετε είχαν νιώσει το «Χάθηκα» του Γιάννη Θεοδωράκη στους «Λιποτάκτες», που άλλος έχασε το εγώ του, άλλος τις ενοχές του, άλλος τη συνείδησή του; Κορυφαίες στιγμές ποιήσεως του νεότερου ελληνισμού.

Πόσοι από μας δε χρωστούμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Μίκη που μας έκανε να γίνουμε κι εμείς ποιητές; Γιατί η ποίηση η μεγάλη έφυγε από τα σαλόνια που ήταν της περιωπής, της αριστοκρατίας, της μεγάλης κοινωνίας, της υψηλής και κατέβηκε μέχρι τα αλώνια του αγρότη, του εργάτη, μέχρι το πεζοδρόμιο.

Μια φορά ο Μίκης στον Σύλλογο των Κρητών Σπουδαστών, σε μια διάλεξη, την εποχή εκείνη βέβαια, τη δύσκολη, του ’62-’63, είχε πει και μου έχει μείνει μια φράση: «Ξέρετε πόσο ωραίο θα είναι οι εργάτες στο γιαπί, στο καλούπι, εκεί που καλουπώνουν, να αρχίσουν να μιλούν για Μότσαρτ, για Μπετόβεν, για λαϊκό τραγούδι, να λένε για ποίηση, να λέει ο ένας στον άλλον και να εξηγεί τον Ελύτη, τον Σεφέρη;» Αυτά είναι ελληνικές σκέψεις και αυτά είναι ελληνικά ερεθίσματα που πρέπει στον μέγιστο δυνατό βαθμό να φροντίσουμε να τα δεχτούμε όλοι μας και να τα αποδεχθούμε.

Ακόμα ο Μίκης μας αποκαλύπτει με τη συνολική του στάση ότι το μεγάλο μας ιστορικό πολιτισμικό παρελθόν, είναι σε κάθε χρονική περίοδο και στιγμή και ζωντανό παρόν και άξιο μέλλον. Και αυτό πρέπει να μας κάνει περήφανους. Ιδιαίτερα όταν νοιώσαμε ότι η Ελλάδα υπάρχει αδιατάραχτη σε συνέχεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είτε λέγεται αρχαία Ελλάδα, κλασική, είτε βυζαντινή είτε νεότερη.

Είναι ο Μίκης και έχει πάρει απ’ αυτή την ιστορικότητα τη δική μας, του ελληνισμού, το μεγάλο του προζύμι, την πρώτη ύλη που τη μεταπλάθει σε ποίηση, σε τραγούδι, σε αισθήματα, σε αντίσταση, σε αξίες ελληνικές. Συνολικά όσο ελάχιστοι το έχουν καταφέρει.

Ακόμα ο ίδιος ο Μίκης μας εντυπωσιάζει γιατί με τη συνολική μέχρι τώρα στάση του είναι ένας Έλληνας, μια Ελλάδα ίδια εν κινήσει ο ίδιος. Και όπου πήγε, σε όποιο μέρος του κόσμου, στις σόλες των παπουτσιών του πάντα ο Μίκης αποτύπωνε και μετέδιδε την ελληνική συνείδηση και διαλαλούσε με τον δικό του τρόπο τη ρωμιοσύνη, τις ιδέες και την ομορφιά των προγόνων μας, είτε αυτοί ήταν αρχαίοι, είτε βυζαντινοί είτε νεότεροι όταν -και δυστυχώς συνέβη και συμβαίνει πολλές φορές, πολλοί συνομήλικοί του και ομότεχνοί του, πολλές φορές μηδίζουν με φράγκικα σκουτιά, απαρνούμενοι και την προέλευσή μας και την ελληνικότητά μας, σε ένα δείγμα και πλαίσιο δήθεν μοντέρνου εκσυγχρονισμού.

Αλλά υπάρχει και μια ασθένεια στους παπαγάλους που τη λένε ψιττάκωση. Ο μαϊμουδισμός και η μίμηση μεταδίδονται μολυσματικά και αυτό, η ελληνικότητα που διδάσκει ο Μίκης, είναι και το μοναδικό γιατρικό, να πάψουμε να είμαστε παπαγάλοι και μαϊμούδες πολλές φορές μερικοί από μας, ή σε όλη μας τη ζωή ή σε ορισμένες φάσεις της ζωής μας, ορισμένων άλλων Ευρωπαίων.

‘Αλλωστε και εδώ ένας μεγάλος Έλληνας, ο Πυθαγόρας, είχε δώσει με τον δικό του λόγο ακριβώς το νόημα και τη σχέση που έχει ο ορθός λόγος ο ελληνικός με το αναγκαίο συναίσθημα και όχι ο ξεκομμένος ορθός λόγος. Είχε πει λοιπόν τότε ότι «αριθμητική είναι οι αριθμοί εν στάσει και οι αριθμοί εν κινήσει είναι η μουσική».

Εκεί μέσα κρύβεται η πεμπτουσία του ορθού λόγου και της αρμονίας του συναισθήματος. Παντρεύονται αυτά τα δυο, που πρέπει να συνυπάρχουν. Όχι μόνο ο ορθολογισμός. Γιατί υπάρχει και σήμερα στην Ευρώπη και δικαιολογεί ορισμένες καταστάσεις. Και μάλιστα από πολίτες φιλοπρόοδους, θα λέγαμε. Ή προελεύσεως ιδεολογικής που δεν θα περίμενε κανείς να έχουν τέτοιες απόψεις.

Αυτές λοιπόν οι σκέψεις όλες και το μουσικό συναίσθημα που δημιουργεί η συμπεριφορά του Μίκη, είναι εκείνα όλα τα στοιχεία που εμείς στο Συνέδριο αυτό θα προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε και να αφομοιώσουμε.

‘Αλλωστε ο Μίκης έχει αποκτήσει με τη συνολική του στάση το ελευθέρας να διαλαλεί τις αρχές του ως πολίτης του κόσμου, ως κόσμιος πολίτης, έστω κι αν μερικοί πολλές φορές δυσκολεύονται να κατανοήσουν ορισμένες του κινήσεις ως πολίτη αυτού του τόπου, αυτού του κόσμου.

Ακόμα ο Μίκης έχει καταφέρει με τη στάση του να μας υποδείξει ότι σκοπός στη ζωή μας πρέπει να είναι, να κάνουμε όσο μπορούμε μακρύτερο το ταξίδι του δρόμου του ατομικού ο καθένας για την Ιθάκη του. Να είναι μακρύς ο δρόμος για να είναι αποδοτικός και πλούσιος σε εσωτερικά φυσικά χαρίσματα και αξίες.

Αυτό που εδώ στην Κρήτη το λέμε «λογάρια» και εννοούμε τι έχει η ψυχή μας μέσα, του άρχοντα, του γνήσιου, και όχι φυσικά μόνο υλικά αγαθά αλλά κυρίως τις άυλες αξίες, με εφόδια φυσικά πάντα τη γνώση και την αρετή. Η ζωή λοιπόν είναι ένα ταξίδι που πρέπει να το νιώσουμε με τις δυσκολίες του και να το απολαύσομε με τα όποια αγαθά άυλα μπορεί να ενστερνισθεί ο καθένας από μας στην πορεία αυτή τη μεγάλη.

Ακόμα ο Μίκης μας υπενθυμίζει τέλος, ότι η πρωτόγονη έννοια του Αριστερού είναι -η ετυμολογία της λέξης το λέει «Αριστερός: Εκείνος που προέρχεται εκ των αρίστων», μετά η λέξη συρρικνώθηκε και μετά υποτιμήθηκε. Και αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας στη ζωή μας. Όχι με τη στενή κομματική έννοια.

‘Αριστος οποιοσδήποτε, οπουδήποτε και αν βρίσκεται, και εντός και εκτός κομμάτων αν θέλετε και σε όποιον χώρο. Χώρος του καθενός είναι η κοινωνία του, απ’ την οικογένειά του, την πόλη του, τους φίλους του, τον χώρο που επαγγέλλεται και τον χώρο που αναδεικνύει και αναπτύσσει τη δική του προσωπικότητα.

Δημιουργός ο Μίκης σε όλα. Η ελληνική έννοια λέει: Δημιουργός είναι εκείνος που κάνει έργα για τον δήμο του, να μείνουν, να τον θυμούνται οι μεταγενέστερες γενιές. Και αυτός είναι στόχος. Ο Μίκης δεν έχει ανάγκη από την απόσταση του χρόνου για να αποτιμηθεί το έργο του. Έχει τη μεγάλη ευτυχία και τη μεγάλη τύχη να αποτιμάται εν ζωή το έργο του κα μάλιστα σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου.

Γι αυτό λοιπόν, ο άνθρωπος που σήμερα έχουμε ανάμεσά μας και που οι σύνεδροι όλοι με δέος, συγκίνηση, σεβασμό, αγάπη θα προσπαθήσουμε να αγγίξουμε, να αφηγηθούμε και να περιγράψουμε, είναι ένας άνθρωπος ο οποίος, επιτρέψτε μου την έκφραση, έχει καταφέρει με τον Γολγοθά τον ίδιον τον προσωπικό του, τον υπέροχο, τον ωραίο, να αποκτήσει πατρίδα. Όχι όμως πατρίδα με τη γεωγραφική έννοια, να αποκτήσει πατρίδα του την Ελλάδα, την Ελλάδα της ομορφιάς, της ωραιότητος, της ψυχικής ελευθερίας και του κάλλους, όπως ακριβώς το έχουμε κληρονομήσει και το έχουμε ξεχάσει σε μεγάλο βαθμό από την αρχαία Ελλάδα.

Γι αυτό λοιπόν ο Μίκης κατάφερε μόνος του, με το δικό του έργο να προσαγορεύεται από όλους μας και από τώρα και στο μέλλον: Μίκης, ο ωραίος Έλλην.

Μίκη, χρόνια πολλά και ωραία και ελληνικά.

Back To Top