skip to Main Content

Στo πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ Αθηνών, στο Ηρώδειο, την Τετάρτη 10 Ιουνίου, θα παρουσιασθούν τρεις κύκλοι τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου με τη Λαϊκή Ορχήστρα « Μίκης Θεοδωράκης » στην εορταστική επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή . Στην εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί, θα ερμηνευθούν, ο «Επιτάφιος», η «Ρωμιοσύνη» και «Τα δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», τα έργα που έχουν πλέον ταυτισθεί με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, καθώς πέτυχαν σε κρίσιμες στιγμές να εκφράσουν τη λαϊκή συνείδηση.Έγγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Γιάννη Ρίτσο, τον Ιανουάριο 1995, στο περιοδικό «Ελίτροχος»:

«Στα δύο κορυφαία μου έργα στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ και τη ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ, είχα την αίσθηση ότι η μελωδία ξεπήδησε σαν αρτεσιανό νερό μέσα από τους στίχους. Τι να συνέβαινε άραγε;

Νομίζω ότι η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα σύνορα της ποίησης κι΄ απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της αριστεράς, της εθνικής αντίστασης, της ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της εθνικής αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μία ταυτότητα θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ΄ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μία στην άλλη, ώσπου να πάρουν μία τρίτη διάσταση: το τραγούδι».

– ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ , 1958 (Νένα Βενετσάνου)

  1. Πού πέταξε τ’ αγόρι μου
  2. Χείλι μου μοσκομύριστο
  3. Μέρα Μαγιού
  4. Βασίλεψες, αστέρι μου
  5. Είσουν καλός
  6. Στο παραθύρι στέκοσουν
  7. Νάχα τ’ αθάνατο νερό
  8. Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες

– ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ, 1966 ( Δημήτρης Μπάσης)

  1. Αυτά τα δέντρα
  2. Όλοι διψάνε
  3. Όταν σφίγγουν το χέρι
  4. Τόσα χρόνια
  5. Μπήκαν στα σίδερα
  6. Δέντρο το δέντρο
  7. Ποιος να το πει
  8. Θα σημάνουν οι καμπάνες
  9. Τραβήξανε ψηλά

– ΤΑ ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ, 1971-1973

(Καλλιόπη Βέττα, Αλέξανδρος Χατζής, Τεό Λαζάρου, Νένα Βενετσάνου, Δημήτρης Μπάσης)

  1. Αναβάφτιση (Αλέξανδρος Χατζής)
  2. Κουβέντα μ’ ένα λουλούδι (Καλλιόπη Βέττα, Αλέξανδρος Χατζής, Τεό Λαζάρου)
  3. Καρτέρεμα (Καλλιόπη Βέττα)
  4. Λαός (Νένα Βενετσάνου)
  5. Μνημόσυνο (Δημήτρης Μπάσης)
  6. Αυγή (Καλλιόπη Βέττα, Αλέξανδρος Χατζής, Τεό Λαζάρου)
  7. Δε φτάνει (Καλλιόπη Βέττα)
  8. Πράσινη μέρα (Καλλιόπη Βέττα, Αλέξανδρος Χατζής, Τεό Λαζάρου)
  9. Συλλείτουργο (Καλλιόπη Βέττα)
  10. Το Νερό (Αλέξανδρος Χατζής)
  11. Το Κυκλάμινο (Καλλιόπη Βέττα, Αλέξανδρος Χατζής, Τεό Λαζάρου)
  12. Λιγνά κορίτσια (Καλλιόπη Βέττα, Αλέξανδρος Χατζής, Τεό Λαζάρου)
  13. Τ’ άσπρο ξωκκλήσι (Καλλιόπη Βέττα)
  14. Επιτύμβιο (Αλέξανδρος Χατζής)
  15. Εδώ το φως (Δημήτρης Μπάσης)
  16. Το χτίσιμο (Δημήτρης Μπάσης)
  17. Ο ταμένος (Δημήτρης Μπάσης, Νένα Βενετσάνου, Καλλιόπη Βέττα, Αλέξανδρος Χατζής, Τεό Λαζάρου)
  18. Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαίς (Δημήτρης Μπάσης , Νένα Βενετσάνου, Καλλιόπη Βέττα, Αλέξανδρος Χατζής)

Ένα κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη, με αφορμή τη συναυλία «Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο»

Το «Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο» με συγκινεί ιδιαίτερα, όχι μονάχα γιατί ο Ρίτσος είναι ένας αγαπημένος Ποιητής αλλά και γιατί ήταν ένας στοχαστής που θαύμαζα και ένας πολίτης που μοιράστηκα μαζί του ιδέες, φιλία, αγώνες και δοκιμασίες.Οι τρείς κύκλοι τραγουδιών που θα ερμηνευθούν, Επιτάφιος, Ρωμιοσύνη και Λιανοτράγουδα υπήρξαν και είναι θεμέλια της μουσικής μου, ενώ παράλληλα συνδέθηκαν με κορυφαίες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας, και ίσως γι’ αυτόν τον λόγο τους αγκάλιασε και τους αγάπησε τόσο βαθειά ο Λαός μας.

Οι τρεις αυτοί κύκλοι τραγουδιών – όπως εξ άλλου όλη η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου – είναι πάντοτε επίκαιροι, γιατί αντανακλούν την πνοή και το πνεύμα ενός μεγάλου ποιητή, που σφράγισε με την Τέχνη του και με τους αγώνες του την εποχή του, μια εποχή βαρειά από συγκλονιστικά ιστορικά γεγονότα, που σημάδεψαν για πάντα τον Λαό μας.

Το δυστύχημα για την ανθρωπότητα είναι ότι και πάλι κυριαρχούν οι μαύρες δυνάμεις, δυνατότερες και αγριότερες από ποτέ, που σκορπούν την καταστροφή και τον θάνατο με στόχο τους φτωχούς, τους ανήμπορους και τους αθώους. Έτσι η εικόνα της Μάνας που κρατά στην αγκαλιά της το σκοτωμένο της παιδί, που ενέπνευσε τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο», έχει ξαναγίνει καθημερινό θέαμα. Το ίδιο και οι νεκροί της «Ρωμιοσύνης» και η πάλη για την Λευτεριά και την Αξιοπρέπεια του Ανθρώπου στα «Λιανοτράγουδα».

Εκείνο που έχει αλλάξει είναι η παθητικότητα των μαζών, που δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα ότι μπορεί από στιγμή σε στιγμή από παρατηρητές του πόνου των άλλων να μετατραπούν σε θύματα, μιας και η λογική του πολέμου δεν έχει όρια και φραγμούς. Είναι παράλογη. Κι αλλοίμονο σε όποιον άνθρωπο, κοινωνία, λαό υποτιμήσει αυτή την παράλογη λογική των δυνάμεων του Κακού, που σουλατσάρουν ασύδοτες στην γειτονιά μας.

Γι’ αυτό με τρομάζει το γεγονός ότι τα γενέθλια του Ρίτσου αντιμετωπίζονται στη χώρα μας σαν ένα μουσειακό γεγονός. Το δε κοινό μας έργο -τα τραγούδια μας- το έχουν κατατάξει προ πολλού στο παρελθόν. Λες και εμείς, μαζί με χιλιάδες άλλους, πηγαίναμε από ξερονήσι σε ξερονήσι κάνοντας τουρισμό και όχι με την σκέψη μας σε ένα φωτεινό μέλλον για όλους.

Γι’ αυτό τελειώνω αυτό το σύντομο σημείωμα με την ευχή και την ελπίδα να είναι και να γίνονται όλο και πιο πολλοί αυτοί που θα κατανοήσουν ότι έργα σαν κι αυτά φιλοδοξούν να προσφέρουν μαζί με την Ομορφιά και την Δύναμη της Μνήμης, δηλαδή την αληθινή Ψυχή του Λαού μας, που χίλιες δυο δυνάμεις επιδιώκουν μάταια να την φιμώσουν, να την παραμορφώσουν και αν είναι δυνατόν να την εξαλείψουν από την δύσμοιρη χώρα μας, τη στιγμή που στενάζει κάτω από τα βάρη που την φορτώνουν τα προδομένα μας όνειρα.

Αθήνα, 13.V.2009

Μίκης Θεοδωράκης


Ο Γιάννης Ρίτσος είναι το πρότυπο του Πολίτη-Ποιητή

Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στην εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών

– Ποιοι ήταν οι λόγοι που ως έφηβος ξεχωρίσατε τον Γιάννη Ρίτσο από τους υπόλοιπους ποιητές της γενιάς του σε βαθμό μάλιστα που η «παρέα της Τρίπολης» -όπως έχετε και ο ίδιος πει- τον θεωρούσατε «θεό» σας;Μ.Θ. Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ήταν κάτι το εντελώς καινούριο για μας, γιατί ξεχώριζε από ό,τι είχαμε γνωρίσει και αγαπήσει έως τότε. Και αμφιβάλλω κι αν σήμερα ακόμα ποιητικά έργα όπως η «Εαρινή Συμφωνία», το «Εμβατήριο του Ωκεανού» και «Το τραγούδι της αδελφής μου» είναι γνωστά στο ευρύτερο κοινό. Κατά τη γνώμη μου σε σχέση και σε σύγκριση με την θεωρούμενη ως πρωτοπορία Σχολή του ΄30 με επί κεφαλής τον Γιώργο Σεφέρη, βρισκόταν ένα βήμα πιο μπροστά από την άποψη της εκφραστικής δύναμης και του πρωτότυπου λυρικού λόγου, που έφθανε ως τα σύνορα του σουρεαλισμού χωρίς όμως τις υπερβολές του και την ηθελημένη προβολή του ακατανόητου. Αντίθετα ο βαθύτατος ποιητικός λυρισμός που χαρακτηρίζει και τα τρία αυτά αριστουργήματα κυριαρχείται από έναν άκρατο ανθρωπισμό στα όρια μιας συναισθηματικής, τραυματισμένης αγωνίας. Προσωπικά «έζησα» με τα έργα αυτά πολλές δεκαετίες έως ότου ευτύχησα να οικοδομήσω βασισμένος στα δύο πρώτα και στην «Κυρά των Αμπελιών» την Εβδόμη Συμφωνία μου. Όπως βλέπετε, η εφηβική μου αγάπη και ο θαυμασμός παρέμειναν και παραμένουν πάντα ίδια.

– Πόσο καταλυτική ήταν η δημιουργική «συνάντησή» σας με τον Γιάννη Ρίτσο το 1958, όταν αποφασίσατε να μελοποιήσετε τον Επιτάφιο; Επιδιώκατε αυτό που τελικά συνέβη, δηλαδή, να ανοίξει ο δρόμος για την επαφή του λαού με τη νεοελληνική ποίηση και να γίνει το τραγούδι σας εκφραστής των αγώνων του;

Μ.Θ. Με τον Ρίτσο συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στα 1945 και συνεργαστήκαμε στα πλαίσια των πνευματικών δραστηριοτήτων του ΕΑΜ. Πιαστήκαμε κι οι δύο στα 1947. Εκείνος εξορίστηκε στη Λήμνο κι εγώ στην Ικαρία. Αργότερα μας μετέφεραν στην Μακρόνησο και δεν ξαναϊδωθήκαμε ως το 1960. Τον «Επιτάφιο» μου τον έστειλε στα 1958 στο Παρίσι, όπου και τον μελοποίησα. Φυσικά δεν περιμέναμε να συμβεί αυτό που συνέβη, γιατί τα έργα μας ήταν απαγορευμένα. Έως ότου, στα 1960, οι παντοδύναμες Εταιρίες Δίσκων κατόρθωσαν να υπερβούν τα εμπόδια κι έτσι οι δύο εκδοχές του «Επιτάφιου», η μια του Χατζιδάκι και η άλλη η δική μου μπόρεσαν να φτάσουν μέσα στον Λαό. Από κει και πέρα γνωρίζαμε, ότι όπως είπε τότε και ο Δημήτρης Δεσποτίδης, ιδρυτής του «ΘΕΜΕΛΙΟΥ», η Ελλάδα «θα άναβε σαν ξερό χόρτο» από την φλόγα αυτής της κοινής δημιουργίας.

– Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε εκφράσει το 1961 την αγωνία ότι «η απορφανισμένη γενιά μας… κινδυνεύει να ενταφιαστεί άφωνη, μονίμως υποσχόμενη, ενώ η κλεψύδρα του χρόνου αμείλικτα εξαντλείται”. Τελικά πιστεύετε ότι καταφέρατε να αντιστρέψετε το χρόνο και να μην ενταφιαστεί άφωνη η γενιά εκείνη;

Μ.Θ. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης οργάνωσε την πρώτη συναυλία μου στην Θεσσαλονίκη το θέρος του 1961. Έκτοτε έζησε με αυτή την αναγέννηση του πνεύματος της Αριστεράς που τελικά κυριάρχησε έως την Δικτατορία του 1967. Φυσικά συνέτεινε κι αυτός με την υπέροχη ποίησή του, που είχα την ευτυχία να μελοποιήσω μέσα στην καρδιά της Δικτατορίας προσφέροντας ένα ακόμα όπλο στην Αντίσταση και επιβεβαιώνοντας την δύναμη των κοινών μας ιδεών.

– «Τα δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» δημιουργήθηκαν κατόπιν δική σας παράκλησης προς τον ποιητή όταν και οι δύο βρισκόσασταν στην εξορία, την εποχή της επτάχρονης δικτατορίας. Η άμεση ανταπόκριση του Γ. Ρίτσου στο μήνυμά σας τι φανερώνει για τη σχέση σας;

Μ.Θ. Φανερώνει ότι η σχέση μας παρέμενε πάντοτε δυνατή και δημιουργική.

– Τα 18 αυτά τετράστιχα ωστόσο γράφτηκαν την ίδια εποχή που ο ποιητής ήδη εκφράζει σε άλλα έργα του πικρία και ματαιότητα. Τι δείχνει αυτό το έργο για τη «διαθεσιμότητα» του ποιητή στις «επιταγές των καιρών»;

Μ.Θ. Όλοι οι δημιουργοί έχουν τις φωτεινές και τις μαύρες στιγμές τους. Γιατί πέρα από τον περίγυρο που τους ζώνει (άνθρωποι, γεγονότα, καταστάσεις) έχουν να αντιμετωπίσουν την εσωτερική δαιδαλώδη διαδρομή, που έχει τους δικούς της κανόνες και αναγκαιότητες. Γι’ αυτό αυτές οι «αντιθέσεις» δεν μπορούν να κριθούν με τα συνήθη μέτρα και σταθμά της απλής ανθρώπινης λογικής. Και μόνο το γεγονός ότι ο Ποιητής στεκόταν ακλόνητος στον βράχο του Χρέους, δείχνει τη δύναμη της θέλησης και την προσήλωσή του σ’ αυτά που πίστευε.

– Ποιος είναι για εσάς ο ποιητής Γ. Ρίτσος; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, ο «απαρηγόρητος, παρηγορητής του κόσμου», ο μοναχικός σκεπτικιστής; Τίποτα από τα παραπάνω; Άλλο; ή εξακολουθεί να είναι ο «θεός» σας;

Μ.Θ. Είναι το πρότυπο του Πολίτη-Ποιητή, δηλαδή του ανθρώπου που γνωρίζει το Χρέος του απέναντι στην κοινωνία και την πατρίδα. Επομένως είναι ένα πρότυπο που στις μέρες μας σπανίζει, σε βαθμό που οι πολλοί όχι μόνο δεν το βλέπουν αλλά επί πλέον το αντιμετωπίζουν σαν μια ξεπερασμένη προσωπική ιδιοτροπία. Με το γενικό δόγμα που έχει κατακτήσει την κοινωνία μας σήμερα «ο καθένας για τον εαυτό του», παραδείγματα όπως αυτό του Γιάννη Ρίτσου είναι επόμενο να θεωρούνται όχι μόνο «ξεπερασμένα» αλλά και επικίνδυνα !

23.5.2009


ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ «Το κύμα του “Επιτάφιου” παρέσυρε τα πάντα»

Με αφορμή την συναυλία στο Ηρώδειο για τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου ο μεγάλος συνθέτης μιλάει στο Γιώργο Λιάνη (ΒΗΜΑ – 10 Ιουνίου 2009) για τη μαγική εποχή της μελοποιημένης ποίησης και για τη σχέση του με τον ποιητή.– Τι απομένει σήμερα από τη μάχη του «Επιτάφιου» και από τα δύο στρατόπεδα:Χατζιδάκις, Μούσχουρη, Φιντέλιτι από τη μία, Θεοδωράκης ,Μπιθικώτσης, Χιώτης, Κολούμπια από την άλλη;

«Η μάχη των “Επιτάφιων” έγινε γύρω από ένα καυτό ερώτημα εκείνης της εποχής: Έχουμε το δικαίωμα ως Νεοέλληνες να χρησιμοποιούμε το μπουζούκι και τους λαϊκούς τραγουδιστές και μουσικούς για τη μελοποίηση της “υψηλής” ποίησης, και μάλιστα της “επαναστατικής”, όπως αυτή του Ρίτσου; Μήπως το μπουζούκι δεν ήταν όργανο τούρκικο, όπως δεν ήταν τούρκικοι και οι “δρόμοι” της ρεμπέτικης λαϊκής μουσικής; Η διαμάχη δηλαδή έκρυβε μέσα της εθνικιστικά-πατριωτικά στοιχεία σε μια εποχή που η χώρα μας μόλις έβγαινε από τον Εμφύλιο με νωπές τις πληγές, αναζητώντας την πεμπτουσία της ελληνικότητάς της, ιδιαίτερα στον πνευματικό-καλλιτεχνικό χώρο. Εξάλλου στη διαμάχη Δύσης- Ανατολής η νίκη των εθνικιστικών δυνάμεων με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και γενικά του δυτικού κόσμου είχε θέσει την Ελλάδα από κάθε άποψη στην αγκαλιά της Δύσης. Βέβαια η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, εθεωρείτο χώρα δυτική. Όχι όμως και ο πολιτισμός της και ειδικά τα τραγούδια της, που η αστική μας τάξη τα είχε κατατάξει σε προϊόντα μιας κατώτερης παράδοσης και γι΄ αυτό βλαβερά για το δυτικό κοινωνικό-εθνικό μοντέλο που είχε και έχει ως πρότυπο».

– Η «μάχη του “Επιταφίου”» ήταν εν τέλει πολιτική ή καλλιτεχνική;

« Η διαμάχη είχε στην αρχή καλλιτεχνικό χαρακτήρα, για να εμπλουτισθεί στη συνέχεια με τα στοιχεία που περιγράψαμε, με την προσθήκη ότι η αντίθεση Δύση Ανατολή έπαιρνε όλο και περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή Αριστεράς- Δεξιάς. Όσο για την ερώτηση “τι απομένει σήμερα”, η απάντηση είναι… η κατά κράτος επικράτηση του διδύμου Δύση- Δεξιά σε ό,τι αφορά τον υψηλό ψυχαγωγικό ρόλο του τραγουδιού με το έτερο δίδυμο Ανατολή- Αριστερά να περιορίζεται στο τραγούδι πάντοτε-, όπως και κατά την προ “Επιταφίου” εποχή, στον καθαρά διασκεδαστικό του ρόλο ».

– Πώς υποδέχτηκε τότε η νεολαία το έργο το δικό σου και του Γιάννη Ρίτσου;

«Τι να πω; Εσύ ως φοιτητής τότε γνωρίζεις καλύτερα, αφού, όπως μου έχεις πει, ο “Επιτάφιος” άλλαξε τη ζωή σου».

– Τι δουλειά είχες εσύ, ένας συμφωνιστής, με όλα αυτά που πλημμύρισαν τον τόπο μετά;

«Ως μουσικός τα πάντα τα πήρα από την Ελλάδα πλην της συμφωνικής τεχνικής, με την οποία ολοκληρώθηκα ως δημιουργός και βεβαίως την αναζήτησα στην Ευρώπη. Άλλωστε αυτή υπήρξε η μοναδική πρωτότυπη συνεισφορά της Ευρώπης, δεδομένου ότι όλες οι υπόλοιπες μορφές τέχνης προέρχονται από την Αρχαία Ελλάδα. Ξεκινώντας τη μουσική πορεία μου στηρίχτηκα στο τραγούδι και στην εκκλησιαστική μουσική. Όταν ανακάλυψα τη συμφωνική τέχνη, συνειδητοποίησα ότι με την απόλυτη γνώση της ολοκληρώνεται ο εσωτερικός μουσικός κόσμος μου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τη θεώρησα ως προς την ουσία της διαφορετική (ή ανώτερη) από την τέχνη της τραγουδοποιίας».

– Ο Ρίτσος μου είχε εξομολογηθεί ότι το θεωρούσε ιεροσυλία να έμπαιναν σε λαϊκά κέντρα ο «Επιτάφιος», τα «άγια των αγίων» του λαού μας.

«Έτσι είναι. Και νομίζω ότι το στοιχείο που απώθησε, τόσο τον Ρίτσο όσο και τον Σεφέρη, ήταν η φωνή του Μπιθικώτση και το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη. Τους ήταν αδιανόητο να βλέπουν την ποίησή τους ντυμένη με τα λαϊκά μουσικά ρούχα των τραγουδιών του Τσιτσάνη, που τα άκουγες τότε σε περιθωριακά μουσικά κέντρα προορισμένα για τους φτωχούς εργαζομένους των συνοικιών. Τότε το αφτί των αστών (ακόμη και των αριστερών διανοουμένων) είχε συνηθίσει να ακούει βιολιά, σαξόφωνα και άλλα “ευγενή” μουσικά όργανα. Τις δε φωνές τις ήθελε βελούδινες, απαλές, γλυκερές. Ευρωπαϊκές! Να όμως που το αφτί τελικά συνηθίζει, φθάνει να ξέρεις εσύ με ποιους τρόπους θα το οδηγήσεις να δεχθεί μελωδίες, φωνές και όργανα στην ουσία καθαρά ελληνικά. Το κύμα της αποδοχής του “Επιτάφιου” (και των υπόλοιπων έργων) υπήρξε τόσο πλατύ, βαθύ και ισχυρό, που παρέσυρε ακόμη και τους πιο επιφυλακτικούς, όπως ήταν λ.χ. ο Σεφέρης, που με παρακάλεσε να περάσουμε μια ολόκληρη νύχτα πηγαίνοντας από το ένα λαϊκό κέντρο στο άλλο, για να απολαμβάνει σαν μικρό παιδί το “Περιγιάλι”».

– Τι ρόλο έπαιξε ο Μάνος Χατζιδάκις στον «Επιτάφιο»;

«Χωρίς τον Χατζιδάκι είναι βέβαιον ότι δεν θα έμπαινα τότε στον στίβο του ελληνικού τραγουδιού. Η δε ουσιαστική μας συνύπαρξη είχε για μένα τον χαρακτήρα μιας πράξης συμβολικής και ακόμη πιο πολύ καθοριστικής για μας, αν σκεφτεί κανείς το τι κάναμε και οι δυο μας παράλληλα από ΄κει και πέρα».

– Φαντάζεσαι μια χορωδία αποτελούμενη από σημερινά πολιτικά πρόσωπα να τραγουδά «Επιτάφιο», «Ρωμιοσύνη» και «Άξιον εστί» σήμερα;

«Η χορωδία αποτελεί την αποθέωση της μουσικής αρμονίας. Οι διάφορες φωνές που την απαρτίζουν υπακούουν σε αρμονικούς νόμους που απορρέουν από τη σύνθεση των αντιθέσεων. Αντιθέτως, η σύγχρονη ελληνική Βουλή έγινε πρότυπο κακοφωνίας, δεδομένου ότι οι αντιθέσεις εκεί δεν οδηγούν σε σύνθεση αλλά σε αποσύνθεση».

«Το ΚΚΕ άλλαξε βαθιά τον Ρίτσο»

– Στην τελετή απονομής του Νομπέλ στον Οδυσσέα Ελύτη, οι μισοί Σουηδοί μου έλεγαν ότι το χρωστούσε σε σένα και οι άλλοι μισοί ότι έπρεπε να το μοιραστεί με τον Γιάννη Ρίτσο, που ήταν έξι φορές υποψήφιος.

«Ο Ρίτσος τότε, όπως και εγώ προσφάτως, δεν είχαμε καμία πιθανότητα για Βραβείο Νομπέλ, μιας και, εκτός από κομμουνιστές, ήμασταν και κάτοχοι του Βραβείου Λένιν. Και αυτό γιατί οι ηγετικές ομάδες της Σουηδίας και της Νορβηγίας διαπνέονται από έναν άκρατο αντικομουνισμό».

– Ήταν μεγάλος ποιητής ο Ρίτσος; Αν ναι, γιατί βλέπουμε μεγάλες περιόδους με μερικές και ολικές εκλείψεις του; Το ΚΚΕ τον χρησιμοποίησε ή τον έχει ακόμη στο λαϊκό εικονοστάσιο, όπως κάποτε;

«Θα ήταν ίσως βαρετό και ψυχοφθόρο για την όποια μεγάλη προσωπικότητα να βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο της καθημερινότητας. Άλλωστε δεν το έχει ανάγκη, γιατί γι΄ αυτή σημασία έχει το έργο της να υπάρχει ζωντανό μέσα στους ανθρώπους. Όσο για το ΚΚΕ, γιατί τόση σκληρότητα; Υπάρχουν πολλοί από μας που θυσιάσαμε τα νιάτα μας ακολουθώντας τα ματωβαμένα του λάβαρα. Κάτω από τη σκιά τους διδαχτήκαμε, ψηλώσαμε, ολοκληρωθήκαμε. Στο κάτω-κάτω, το ΚΚΕ είναι μια ιδέα που άλλαξε ριζικά τον λαό και τη χώρα μας, όπως άλλαξε βαθιά τον Γιάννη Ρίτσο, δημιουργώντας για τους απογόνους αυτό το πρότυπο του πολίτη-ποιητή».

Back To Top