Από την Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου και κάθε εβδομάδα θα κυκλοφορεί μαζί με το ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ η αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, σε 2 βιβλία – λευκώματα και σε 5 μοναδικά VCD. Ένα μοναδικό ντοκουμέντο, σε εικόνα και ήχο, της παγκόσμιας πορείας, της θυελλώδους ζωής και του πολυσήμαντου έργου του οικουμενικού συνθέτη της Ρωμιοσύνης.
Η καταγραφή αυτή πραγματοποιήθηκε από το 1983 έως το 2008 από τους Γιώργο και Ηρώ Σγουράκη, προκειμένου να υπάρξει η προσωπική μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη, για όσα έζησε στην πολυκύμαντη ζωή του, για το πώς δημιούργησε το καθοριστικό πνευματικό και μουσικό έργο του, το οποίο αναμφίβολα αποτελεί σημείο αναφοράς και τεκμήριο ήθους με τη στάση του σε όσα διαδραματίστηκαν από το 1925 έως σήμερα.
Με την ευκαιρία αυτής της κυκλοφορίας δόθηκε η παρακάτω συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στον Α. Πρέκα στο ΕΘΝΟΣ 13/9/2009
Α. Πρέκας: Όταν μπήκα στη διαδικασία να διαχειριστώ δημοσιογραφικά τον λόγο του Μίκη Θεοδωράκη, διαπίστωσα πως θα τον αδικούσα αν τον «τεμάχιζα» προβάλλοντας προλογικά κάποια κομμάτια…Ολόκληρος ένας χείμαρρος… Τα όσα μου είπε συνιστούν κατά την άποψή μου- παρέμβαση ουσίας για το χθες και το σήμερα της πολιτικής, του πολιτισμού και της κοινωνίας μας. Συμφωνείς ή διαφωνείς μαζί του, δεν μπορεί να μη σε συναρπάσει το εφηβικό πάθος, αλλά και η κατασταλαγμένη σοφία αυτού του οικουμενικού Έλληνα…
ΕΡ: Μπορεί να μοιάζει με ακροβασία της σκέψης, αλλά θα το τολμήσω. Θα ξεκινήσω από αυτό που αφηγείστε σε ένα σημείο της αυτοβιογραφίας σας. Λέτε ότι γυρίσατε από τη Μακρόνησο στο σπίτι σας στον Γαλατά με μια αρρώστια παράξενη, είχατε χάσει τη μνήμη σας και ότι σας έπιαναν κρίσεις επιληπτικές -θα λέγαμε- για μία δεκαετία. Όπως λέτε το περίεργο είναι πως θεραπευτήκατε από τις κρίσεις -έπειτα από δέκα χρόνια- όταν γράψατε τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου… Ασυναίσθητα η κατάσταση στην οποία βρεθήκατε τότε, η εικόνα που περιγράφετε με παραπέμπει στην εικόνα που παρουσιάζει εδώ και χρόνια η Ελληνική -και όχι μόνο- κοινωνία. Απώλεια μνήμης και συνείδησης. Σπασμωδικές κρίσεις – σχεδόν επιληπτικές. Ποιος «Επιτάφιος» λοιπόν, ποια μεγάλη «ποίηση», ποια «έμπνευση» και ποιο όραμα μπορεί να φέρει σήμερα στους λαούς -στην κοινωνία μας- ξανά τη γιατρειά;
– Αναφέρεστε σε δύο ανόμοιες καταστάσεις. Καταρχήν ένα οποιοδήποτε πρόσωπο δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα κοινωνικό σύνολο, δεδομένου ότι στη δεύτερη περίπτωση τα στοιχεία που τη διαμορφώνουν είναι πολύπλοκα και έχουν τα περισσότερα ιστορικά μεγέθη. Αν αναφέρεστε μόνο στις επιφανειακές συμπτώσεις, δηλαδή ψυχική διαταραχή, κρίσεις και πιθανότητες θεραπείας, θα συμφωνήσω μαζί σας στο γεγονός ότι η Ελληνική κοινωνία από το τέλος της χούντας έως σήμερα ζει σε συνθήκες ψυχικής, πνευματικής και πολιτικής-ιδεολογικής ταραχής και σύγχυσης, που οδηγούν τη χώρα στην απώλεια του μεγαλύτερου υλικού και πνευματικού πλούτου που παράγει ο λαός μας.
Για να το δείξω με απλούς αριθμούς, πιστεύω ότι αντίθετα απ’ όσα λέγονται, εάν δεν μπορούμε να πούμε ότι είμεθα πλούσιοι, εντούτοις είμεθα αυτάρκεις σε παραγωγή υλικών και πνευματικών αγαθών, τα οποία όμως με ευθύνη ολιγαρχικών και πολιτικών κύκλων που εκμεταλλεύονται, αν δεν τη δημιουργούν αυτή τη συνεχή και βαθιά σύγχυση και κρίση μέσα στον λαό, χάνονται, σπαταλιούνται και κυρίως κλέβονται, με αποτέλεσμα να θεωρούμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας φτωχό, ανίκανο και καθυστερημένο.
Έτσι αν ο λαός μας παράγει ας πούμε 100, τα μισά τουλάχιστον από αυτά χάνονται από τις κάθε είδους εξουσίες, οικονομικές, πολιτικές και συντεχνιακές, που μαστίζουν τον τόπο.
Εγώ όπως είπατε θεραπεύθηκα πράγματι συνθέτοντας τον «Επιτάφιο». Ποια όμως είναι η συμβολική σημασία αυτής της ενέργειας; Στην περίπτωσή μου ήταν η μετάβαση από τον χώρο της συμφωνικής -ευρωπαϊκής μουσικής στη σύγχρονη Ελληνική μουσική, παντρεμένη με τη σύγχρονη Ελληνική ποίηση. Όχι όμως μια οποιαδήποτε ποίηση, αλλά εκείνη που ήταν εμπνευσμένη από τα σύγχρονα πάθη και τους αγώνες του λαού μας. Επομένως η αντίστοιχη «θεραπεία» θα πρέπει να αναζητηθεί στην πλήρη Ελληνοποίηση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχουν καταδικάσει τον λαό μας στον ρόλο του μεγάλου ασθενούς.
ΕΡ: Όταν ξεκινούσατε εσείς και οι άνθρωποι της γενιάς σας πιστεύατε πως μπορείτε «να αλλάξετε τον κόσμο». Αν ξεκινούσατε τώρα, σε αυτό το σύγχρονο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, της αμερικανικής μονοκρατορίας, της μετατόπισης των αξιών από το «είναι» και «είμαι» στο «έχω», θα μπορούσατε να πείτε το ίδιο; Είναι ρεαλιστικό ένας νέος σήμερα να ξεκινάει με τη φιλοδοξία πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο;
– Όλες οι μεγάλες κοινωνικές και ιστορικές αλλαγές ξεκίνησαν από κάποιον «νέο», που είπε «θέλω να αλλάξω τον κόσμο». Ποιος όμως είναι και πού βρίσκεται αυτός ο «νέος»; Γιατί δεν φτάνει να βρεθεί, αλλά, όπως όλοι μας βρισκόμαστε στον βυθό, θα πρέπει να έχει και τη δύναμη να αναδυθεί στην επιφάνεια και να γεμίσει τα πνευμόνια του με το ζωογόνο οξυγόνο της γνώσης και της θέλησης, ώστε ο ένας να γίνει χιλιάδες, να γίνει ένας λαός ολόκληρος, αποφασισμένος να πάρει τη μοίρα του στα χέρια του και να αλλάξει τη ζωή του.
ΕΡ: Σε αυτόν τον 21ο αιώνα, όπως διαμορφώνεται ή όπως διαβλέπετε πως θα διαμορφωθεί, νομίζετε ότι θα έχουν ζώσα υπόσταση έννοιες όπως π.χ. η Ρωμιοσύνη;
– Η Ρωμιοσύνη δεν είναι απλώς μία έννοια, αλλά μία ιστορική πραγματικότητα. Είναι ο Ελληνισμός που διαθέτει τις βαθύτερες ρίζες από τους περισσότερους λαούς, που δεν παύουν να ανεβάζουν και να προσφέρουν ζωογόνους χυμούς που μόνο οι τυφλοί, οι ανόητοι και οι εχθροί μας δεν βλέπουν. Εμείς οι παλαιότεροι, που είχαμε την τύχη να ζήσουμε σε ώρες δοκιμασίας, αποδείξαμε, νομίζω, ότι είμαστε Έλληνες, σκεφτήκαμε σαν Έλληνες, πράξαμε σαν Έλληνες και σας κληρονομήσαμε μια ελεύθερη πατρίδα, που αν μη τι άλλο είναι περήφανη γιατί δεν έσκυψε το κεφάλι και υπερασπίστηκε έως το τέλος τις μεγάλες ανθρώπινες αξίες.
ΕΡ: Υπήρξατε και εσείς κυνηγημένος από την ίδια σας την πατρίδα. Υπήρξατε μετανάστης και πρόσφυγας. Στην Ελλάδα του 2009 τα φαινόμενα γύρω από τους οικονομικούς μετανάστες -λαθρομετανάστες τους λέμε οι περισσότεροι- παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες. Εσείς πώς θα ορίζατε το πρόβλημα; Υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών δικαιωμάτων, αλλά και της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης;
– Αμερικανοί και Ευρωπαίοι είμαστε υπεύθυνοι, γιατί πήγαμε σε χώρες ειρηνικές και απροστάτευτες, τις βομβαρδίσαμε, τις καταστρέψαμε και τις βυθίσαμε στο πένθος και στην πείνα. Έτσι αυτοί οι μετανάστες, Ασιάτες και Αφρικανοί, δεν μοιάζουν με τους παραδοσιακούς, όπως λ.χ. με μας. Είναι θύματα της δικής μας απληστίας, αδιαφορίας και παθητικής έστω συνενοχής στα εγκλήματα εκείνων που σκοτώνουν για το πετρέλαιο και το χρήμα, από το οποίο επωφελούνται οι λαοί της Αμερικής και της Ευρώπης. Ακόμα και εμείς, με τα πακέτα των Ευρωπαίων με τα οποία ανέβηκε το βιοτικό μας επίπεδο. Όλα αυτά τα χρήματα μυρίζουν αίμα και θάνατο, γιατί ποιος κατασκευάζει τα φονικά όπλα; Μόνο η Αμερική; Εκατομμύρια Ευρωπαίοι εργάτες δουλεύουν στα εργοστάσια του θανάτου, για να πλουτίσουν τις χώρες τους. Παράγουν αεροπλάνα, κανόνια, βόμβες, θωρηκτά, σφαίρες προορισμένες για σάρκες παιδιών και γυναικών στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στον Λίβανο, στην Παλαιστίνη, στη Σομαλία, στο Σουδάν. Πάνω σε λαούς φτωχούς και ειρηνικούς, που δεν μας φταίνε σε τίποτα. Έτσι χωρίς σπίτια, χωρίς αγαθά, χωρίς δουλειά εγκαταλείπουν τις χώρες τους, μόνο και μόνο για λίγο φαΐ. Ακόμα και σκουπίδια. Αυτά τα θύματα, που μπροστά τους νιώθω τον εαυτό μου υπόλογο και ένοχο, είναι για μένα ιερά. Δεν σκέφτομαι αριθμούς, ούτε ποσοστά. Σκέφτομαι μόνο ότι εμείς οι υπεύθυνοι για το κατάντημά τους πρέπει να κάνουμε τα πάντα, να κόψουμε κι από το ψωμί μας ακόμα και όχι να τους θεωρούμε κτήνη όπως γίνεται τώρα, αποδεικνύοντας ότι είμαστε δύο φορές εγκληματίες.
ΕΡ: Βρισκόμαστε στο μέσον μιας προεκλογικής περιόδου, η οποία ξεκίνησε στις 3 του Σεπτέμβρη -επέτειος ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ- και θα λήξει με τις κάλπες στις 4 Οκτωβρίου -ημερομηνία ίδρυσης της Νέας Δημοκρατίας. Αποτιμώντας -όσο πιο επιγραμματικά γίνεται- την 35ετή πορεία ενός εκάστου των δύο αυτών κομμάτων εξουσίας, τι θα λέγατε; Σε σχέση με τη σημερινή ποιότητα της δημοκρατίας μας, τον πολιτικό μας πολιτισμό και τα διαμορφωμένα κοινωνικά μας ήθη;
– Για τα δύο κόμματα εξουσίας έχει κυριαρχήσει τελικά το δόγμα «η Εξουσία για την Εξουσία». Κλείστηκαν στον εαυτό τους θέτοντας το κομματικό πάνω από το εθνικό συμφέρον. Ο λαός δεν είναι γι’ αυτούς παρά ψήφοι για να τους εξασφαλίσουν την κυβερνητική εξουσία, δηλαδή τον έλεγχο του κράτους, της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής, της Παιδείας, του Πολιτισμού κ.λπ. κ.λπ. Το μέσον για να αποκτούν και να διατηρούν τους ψηφοφόρους είναι το ρουσφέτι και κυρίως ο διορισμός στο κράτος και τα διάφορα ελεγχόμενα από το κράτος Ιδρύματα (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΟΣΕ, Ολυμπιακή, ΕΡΤ κ.λπ.). Εκείνος που ελέγχει κομματικά τη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ, την ενημέρωση κ.ά. διαθέτει ένα επιπλέον αβαντάζ για να προωθεί τις δικές του πολιτικές και να σαμποτάρει των άλλων.
Δεν έχει τόση σημασία αν μια πρόταση – ενέργεια – απόφαση – πρωτοβουλία είναι καλή. Και μόνο το γεγονός ότι την προτείνει ο ένας, για τον άλλον είναι κακή. Αδιάφορο αν κάνει καλό στον τόπο.
Με δυο λόγια χωρίσανε την Ελλάδα σε δύο στρατόπεδα… εχθρικά και η «ζωή» του ενός εξαρτάται από τον «θάνατο» του άλλου. Έχουμε λοιπόν πόλεμο διαρκή, σφοδρό, αμείλικτο, γι’ αυτό και το σκάφος ΕΛΛΑΣ πηγαίνει όπου το πάνε οι άνεμοι και τα κύματα, μια και ψηλά στο κυβερνείο οι δύο πλοίαρχοι με τα επιτελεία τους τσακώνονται για τον έλεγχο του σκάφους. Από την άλλη μεριά οι φιλόδοξοι οικονομικοί κύκλοι (φιλόδοξοι για χρήμα, δύναμη και πολιτική επιρροή) τρίβουν τα χέρια τους. Βοηθώντας και εκμεταλλευόμενοι πότε τον έναν και πότε τον άλλον αναλόγως και έχοντας ως βασικό τους όπλο τον έλεγχο της κοινής γνώμης, Τύπος, TV, Ραδιοφωνία, που οι πολιτικοί ταγοί μέσα στην παραζάλη τους τους τα έκαναν… δώρο. Ιδίως την παντοκράτειρα TV. Το εθνικό – πολιτικό μας τοπίο το συμπληρώνουν τα κόμματα της Αριστεράς, περιθωριοποιημένα από τις δικές τους αδυναμίες και λάθη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορώ να έχω ουσιαστικό ενδιαφέρον για ό,τι συμβεί. Δηλαδή για το ποιος θα κερδίσει. Γιατί επιπλέον πιστεύω ότι στο μείζον πρόβλημα της εθνικής μας ανεξαρτησίας και τα δύο μεγάλα κόμματα είναι απολύτως πειθαρχημένα στις αποφάσεις και στις εντολές των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, και μάλιστα σε μια εποχή πρωτοφανούς βαρβαρότητας και περιφρονήσεως του διεθνούς δικαίου και του ΟΗΕ με τα εγκλήματα των Αμερικανών και των συμμάχων τους στη Γιουγκοσλαβία και τη Μέση Ανατολή και τις επικίνδυνες ακόμα και για την εθνική μας ακεραιότητα δραστηριότητες με τον καθαρά ανθελληνικό τους χαρακτήρα στα βόρεια σύνορά μας.
ΕΡ: Μπορεί να φανεί κοινότοπο και παρωχημένο, αλλά λόγω συγκυρίας φρονώ ότι έχει τη σημασία του. Το 1974 η θέση σας «Καραμανλής ή τανκς» προκάλεσε πάταγο αντιδράσεων. Το πολυτάραχο 1989 -«βρώμικο» χαρακτηρίστηκε αργότερα από πολλούς- πήρατε ξεκάθαρη και ενεργητική θέση υπέρ της «κάθαρσης» και της «εθνικής συμφιλίωσης». Στο τέλος μάλιστα γίνατε και υπουργός Επικρατείας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μετανοήσατε για κάποια από αυτές τις επιλογές σας; Και κάτι ακόμα. Πόσο κρίσιμη θεωρείτε πως είναι η παρούσα αναμέτρηση για το μέλλον του τόπου; Ποιο είναι το διακύβευμα και ποιο το ζητούμενο;
– Όταν ανήκει κανείς σε μία από τις δύο «εκκλησίες», όπως λ.χ. στο ΠΑΣΟΚ, είναι δηλαδή ας πούμε «εικονολάτρης», (για να θυμηθούμε λίγο και το Βυζάντιο), είναι φυσικό να αντιμετωπίζει τους «εικονοκλάστες» σαν… προδότες. Και όχι μόνο τους οπαδούς, αλλά και τον καθέναν που θα τολμήσει να ψελλίσει κάτι υπέρ των εικονολατρών για τους μεν ή υπέρ των εικονοκλαστών για τους δε.
Εγώ ανήκω και ανήκα πάντα στη δεύτερη κατηγορία. Δηλαδή δεν υπήρξα οπαδός, αλλά κάποιος… φιλότεχνος που τόλμησε να πει «μου αρέσει αυτή η εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου», φέρ’ ειπείν, μπροστά σ’ έναν μαινόμενο εικονοκλάστη. «Πάρτε τον αμέσως», διατάζει τους φρουρούς, «και μαστιγώστε τον μέχρι θανάτου… Έως ότου αναφωνήσει «Μετανοώ!».
Θέλετε λοιπόν κι εσείς να με κάνετε να αναφωνήσω «Μετανοώ»; Για ποιο πράγμα; Κάποτε με ανάγκασαν στον Εμφύλιο να πολεμώ τον αδελφό μου και ίσως τότε να υπήρχε μια πραγματική αιτία για να το κάνω. Όμως υπέφερα πολύ, γιατί έζησα μέσα σε αυτή τη μεγάλη τραγωδία. Γι ‘ αυτό έδωσα όλες μου τις δυνάμεις για τη συμφιλίωση του λαού και την κατάκτηση της ελευθερίας στις σκέψεις, στις πράξεις και στις επιλογές του καθενός. Και είμαι περήφανος, γιατί συνέβαλα με τις μικρές μου δυνάμεις να εμπεδωθεί η Δημοκρατία, μέσα στην οποία όλοι οι Έλληνες είναι πατριώτες και όλα τα κόμματα είναι πατριωτικά… Αυτοί που τυχόν εξακολουθούν να πιστεύουν ακόμα στα φαντάσματα των εικονολατρών και των εικονοκλαστών, για μένα είναι απλώς γελοίοι.
ΕΡ: Παρά τα θρυλούμενα, με τον Μάνο Χατζιδάκι σας συνέδεαν πολλά κοινά. Σε πολλά υπήρξατε σύμμαχοι, συναγωνιστές και συνοδοιπόροι. Οντες και οι δύο κάτι πολύ περισσότερο από κορυφαίες καλλιτεχνικές προσωπικότητες. Αν και εκείνος ζούσε, πιστεύετε πως υπάρχει κάτι για το οποίο θα σας παρότρυνε -ή θα τον παροτρύνατε- να παρέμβετε, να αναλάβετε πρωτοβουλία. Προς όφελος είτε του Ελληνικού τραγουδιού και των δημιουργών του είτε ευρύτερα του πολιτισμού είτε της κοινωνίας μας.
– Με τον Μάνο Χατζιδάκι όντως υπήρξαμε φίλοι και ίσως να νιώθω περισσότερο από άλλους το γεγονός ότι δεν βρίσκεται σήμερα κοντά μας. Δεν πιστεύω όμως ότι μπροστά στην κομματική πόλωση που απονευρώνει και διαλύει τη χώρα μας θα ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό από το σύνολο του πνευματικού και καλλιτεχνικού μας κόσμου, όπου η αγριότητα της κομματικής αντιπαλότητας και τα σαθρά πολιτικά μας ήθη μας έχουν βάλει στο περιθώριο, μια και τα πνευματικά και πολιτιστικά επίπεδα των κάθε λογής εξουσιαστών έχουν πέσει πολύ χαμηλά. Η παντοκρατορία της πολιτικής έπνιξε προ πολλού το Πνεύμα και την Τέχνη. Κι ακόμα και προπαντός σκότωσε το Ήθος, στο οποίο ο Μάνος απέδιδε πρωταρχική σημασία. Η Ελληνική κοινωνία δεν είναι πια η ίδια. Το αλλοτινό γόνιμο χώμα, μέσα στο οποίο αναπτύσσονταν οι καρποί της έμπνευσης και της σκέψης, έγινε τσιμέντο και άσφαλτος, για να κινούνται απρόσκοπτα τα οχήματα της διαφθοράς και της ρηχότητας, που αποτελούν σήμερα τα είδωλα των οπαδών του κέρδους και του ψεύδους.
ΕΡ: Ο φίλος σας Γιάννης Ρίτσος έλεγε ότι χρωστάει πολλά στη ζωή, επειδή πολύ τον τυράννησε, δίνοντάς του έτσι υλικό για την ποίησή του. Κι εσάς σας τυράννησε η ζωή. Τι πιστεύετε; Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν όλα σας είχαν έρθει «ρόδινα»; Αν δεν είχατε φυλακές, εξορίες, διώξεις, οικονομικές δυσκολίες;
– Νομίζω ότι όλα αυτά στο βάθος είναι σχήματα λόγου. Σε ό,τι με αφορά πιστεύω ότι αν η ζωή μου ήταν «ρόδινη», όπως λέτε, το μουσικό μου έργο θα ήταν πολύ ανώτερο από κάθε άποψη. Το ταλέντο και η έμπνευση βρίσκονται μέσα μας και δεν καθορίζονται από τα εξωτερικά στοιχεία, απλώς επηρεάζονται από αυτά. Ειδικά για το συμφωνικό έργο απαιτείται πλούσιος ελεύθερος χρόνος, άνεση, ηρεμία, αυτοσυγκέντρωση και ένα κοινό ενημερωμένο, μέσα σε συνθήκες ειρηνικές και γόνιμες για τη νοητική του καλλιέργεια και την ανύψωση της ψυχικής ευαισθησίας.
ΕΡ: Ξεκινήσατε γράφοντας συμφωνική μουσική και στραφήκατε προς το τραγούδι κατά τη δεκαετία του ’50, με τον «Επιτάφιο», για συγκεκριμένους λόγους. Μήπως, τελικά, ο Μίκης Θεοδωράκης ήθελε από την αρχή να υπηρετήσει δύο Κυρίους και δεν ήταν τυχαία η επιλογή ως προς το τραγούδι; Είχατε, όταν κάνατε την επιλογή αυτή, στο βάθος βάθος του μυαλού σας πως ένας συνθέτης τραγουδιών είναι πιο δημοφιλής από έναν συμφωνιστή;
– Όχι! Ποτέ μου δεν υπηρέτησα δύο Κυρίους, ούτε το κριτήριό μου υπήρξε η δημοτικότητα. Έγραφα γιατί μου άρεσε να γράφω και να απολαμβάνω πρώτος και βασικά εγώ αυτό που έγραφα. Είτε ένα τραγούδι είτε μια συμφωνική σύνθεση. Άλλωστε η μεγάλη «ψυχική ηδονή» που ένιωθα διαρκούσε όσο διαρκούσε η διαδικασία της γένεσης του έργου. Από εκεί και πέρα μπορώ να πω ότι σπάνια γυρνούσα σε ό,τι ήδη είχα κάνει. Με ενδιέφερε αποκλειστικά αυτή η άγνωστη και αινιγματική εποχή, που ξανοιγόταν μπροστά μου και που με προκαλούσε να την αποκρυπτογραφήσω δημιουργώντας μια νέα σύνθεση. Μονάχα από την εποχή που άρχισα να διευθύνω ο ίδιος τα έργα μου, τότε αυτή η «ψυχική ηδονή» διπλασιάστηκε, γιατί αναπλάθοντας επί σκηνής και μπροστά σε ένα κοινό μια παλιά μου σύνθεση ήταν σαν να τη δημιουργώ εξαρχής και αυτό το συναίσθημα το θεωρώ σαν την πιο μεγάλη δωρεά της ζωής, μια και οι ήχοι που όταν τους συνέθετα βρίσκονταν μόνο μέσα στο κεφάλι μου, τώρα με τη συναυλία ζωντάνευαν, έπαιρναν σάρκα και μορφή, βυθίζοντας το «είναι» μου σε μια απροσμέτρητη ευδαιμονία.
ΕΡ: Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πως η επιλογή των τραγουδιστών που συνεργάζονται με την ορχήστρα σας είναι κάπως πιο «χαλαρή». Από παλιά συνεργαζόσασταν με λαϊκές φωνές, όπως ο Μπιθικώτσης ή ο Καζαντζίδης. Ήταν όμως από διαφορετική τραγουδιστική πάστα. Έχουν αλλάξει σήμερα τα κριτήριά σας, έχουν γίνει πιο «απλά»; Έχει ανάγκη ο Μίκης Θεοδωράκης από έναν σύγχρονο «σταρ» για να τραγουδηθεί;
– Ο «σταρ» δεν αποκαλύπτεται μονομιάς, αλλά γίνεται μέρα με τη μέρα και χρόνο με τον χρόνο. Είναι ίσως το σταρ σύστεμ που σας κάνει να εκτιμάτε ένα τραγούδι ανάλογα με τον σταρ που θα το πει. Εγώ άλλωστε ποτέ μου δεν είχα και δεν πίστεψα στον τραγουδιστή-σταρ. Ο τραγουδιστής μου έπρεπε να είχε ωραία φωνή με ιδιαίτερα γνωρίσματα, να έχει μουσικότητα και ευαισθησία. Και έτσι βάδισα σε όλη μου τη ζωή. Ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, η Φαραντούρη, ο Καλογιάννης, ο Πανδής λ.χ. είχαν για μένα αυτά τα χαρακτηριστικά και γι’ αυτό συνεργάστηκα μαζί τους, όπως και με δεκάδες άλλους, που όλοι τους υπηρέτησαν πιστά τη Μουσική. Όμως το τραγούδι μου είναι έτσι φτιαγμένο, για να το τραγουδάει σωστά και όμορφα ο καθένας και όλοι. Σε παρέες, σε πορείες, σε φυλακές, σε στάδια και σε γήπεδα. Είναι δηλαδή τραγούδι για όλους, για όλες τις φωνές και για όλες τις καρδιές. Για να μην πω και για όλες τις φυλές!
ΕΡ: Είστε εργατικός από τα παιδικά σας χρόνια. Παράδειγμα εργατικότητας, θα έλεγα. Με τι ασχολείστε τώρα, που δεν συνθέτετε πια;
– Αν το ταλέντο είναι η προϋπόθεση, η εργατικότητα είναι ο όρος για να πάρει αυτή η πρώτη ύλη τη μορφή και την αναγκαία πνευματικότητα που θα τη μεταβάλει σε έργο τέχνης. Η μουσική είναι βίωμα και συνεχής προσπάθεια για να γονιμοποιηθεί και να καρποφορήσει. Γιατί η μουσική είναι τέχνη και επιστήμη μαζί, με χιλιάδες κανόνες που για να εφαρμοστούν σωστά χρειάζεται πλήρης ταύτιση της σκέψης με την ψυχή. Της νόησης με το συναίσθημα. Το τραγούδι, δηλαδή το μέλος είναι ο γόνος, το σπέρμα και η βάση για να χτιστεί στο συμφωνικό μουσικό οικοδόμημα που αντιστοιχεί και ικανοποιεί την ανθρώπινη ανάγκη να ταυτιστεί με τους νόμους της αρμονίας, δηλαδή να ολοκληρωθεί σαν πνευματική και ηθική ανθρώπινη οντότητα. Για να γίνει όμως αυτό, δηλαδή για να «χτιστεί» ένα τέτοιο μουσικό έργο, απαιτούνται χιλιάδες ώρες σκληρής εργασίας. Να γιατί απαιτούνται αυτές οι «ρόδινες» συνθήκες ζωής, που τόσο πολύ έλειψαν από τη γενιά μου. Και για τον λόγο αυτόν μπορώ να πω ότι έπρεπε να διπλασιάσω την εργατικότητά μου, ώστε να κερδίζω κάθε φορά τον «χαμένο» καιρό.
ΕΡ: Ποιο τραγούδι τραγουδάει στα ζόρικα ο Μίκης Θεοδωράκης;
– Τα «ζόρικα» διαφέρουν, νομίζω, από άνθρωπο σε άνθρωπο, ανάλογα με τη ζωή του και τις δυσκολίες που συναντά.
Όταν όμως γνωρίζεις τα υπόγεια της Γκεστάπο και το ακάνθινο σύρμα στο νησί του θανάτου, τότε δεν τραγουδάς εσύ, αλλά ολόκληρο το σώμα σου. Ένα τραγούδι δίχως λόγια και δίχως μελωδία, που εκφράζει πιστά τον θάνατο του ανθρώπου…
Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ
To «ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» προσφέρει στους αναγνώστες του την πληρέστερη, τόσο σε διάρκεια όσο και σε περιεχόμενο, κινηματογραφική αυτοβιογραφία του μεγάλου μας συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.
Η μοναδική αυτή έκδοση αποτελείται από δύο βιβλία-λευκώματα 256 σελίδων και μια συλλεκτική κινηματογραφική έκδοση ντοκουμέντων σε πέντε vcd, συνολικής διάρκειας 5 ωρών. Το ντοκουμέντο αυτό στηρίχθηκε στην πολύχρονη κινηματογραφική καταγραφή της ζωής και του έργου του Μίκη Θεοδωράκη από τους Γιώργο και Ηρώ Σγουράκη.
Το λεύκωμα χωρίζεται σε 60 διαφορετικά κεφάλαια και χρονολόγιο, με την πλήρη καταγραφή της ζωής και του έργου του συνθέτη, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα και όλα τα παράλληλα γεγονότα τα οποία διαδραματίζονταν τις συγκεκριμένες περιόδους σε Ελληνικό αλλά και διεθνές επίπεδο. Οι έξι βασικές θεματικές ενότητες είναι οι εξής: Η ζωή του Μίκη Θεοδωράκη, Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, Ελληνική Ιστορία, Ελληνική πνευματική ζωή, Παγκόσμια Ιστορία και Παγκόσμια πνευματική ζωή.
Το λεύκωμα συμπληρώνεται από 650 σπάνιες φωτογραφίες, που καλύπτουν όλο το φάσμα της ζωής και της δράσης του, καθώς και σπάνια ντοκουμέντα χειρόγραφα, πρώτες παρτιτούρες, αυτόγραφα σχέδια, σκίτσα, αφίσες και προσωπικά σημειώματα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
1.95
«…Πήγα στον Πύργο φέρ’ ειπείν, το ’38, έμεινα όλο το καλοκαίρι μέσα. Τι έκανα μέσα; Είχα το βιολί και σιγά σιγά άρχισα να γράφω μουσική. Μετά έναν χρόνο, το επόμενο καλοκαίρι, πάμε στην Τρίπολη. Βγήκα να κάνω βόλτα έξω. Ήμουν 1.95 ύψος. Ο κόσμος μ’ έβλεπε, γελούσαν τ’ άλλα παιδιά… Έμεινα πάλι μέσα. Πάλι έγραφα μουσική. Ίσως το πολύ ύψος μου να έπαιξε έναν ρόλο στην αυτοαπομόνωση, διότι την εποχή εκείνη και ο μέσος όρος του ύψους του Έλληνα ήταν πολύ πιο χαμηλός απ’ ό,τι είναι σήμερα…».
ΚΑΣΣΙΑΝΗ
«Είναι ένα μοτίβο που πρέπει να έγραψα το ’39 – ’40 στην Τρίπολη, και μετά από σαράντα ακριβώς χρόνια στο Παρίσι πάνω σ’ αυτό το ίδιο μοτίβο στήριξα ένα από τα τελευταία μου έργα, την Τρίτη Συμφωνία. Βέβαια στην Τρίπολη έγραψα πολλά έργα για την εκκλησιαστική χορωδία της Αγίας Βαρβάρας, που σ’ ένα διάστημα ήμουν κι εγώ ο μαέστρος της. Έγραψα πολλά Σε υμνούμεν, χερουβικά και μία Κασσιανή, την οποία αναπαλαίωσα, την ξανάγραψα. Η λειτουργία ήταν όνειρο εκείνης της εποχής. Όνειρο το οποίο πραγματοποιήθηκε μετά σαράντα χρόνια».
Η ΜΥΡΤΩ
«…έτσι, σαν διάλειμμα θα το έλεγα, μέσα σ’ όλα αυτά, ήταν η επαφή μου, η σύνδεσή μου με τη Μυρτώ, τη γυναίκα μου τη σημερινή, που τότε ήμαστε και οι δύο πολύ νέοι, εκείνη 17, εγώ 18 χρονών, κι ανάμεσα σ’ όλα αυτά βρίσκαμε λίγο καιρό να πάμε μια βόλτα στου Φιλοπάππου. Ήταν πραγματικά μια άλλη διάσταση, που κυριολεκτικά μας κρατούσε εκείνη την εποχή στην αισιοδοξία, θα λέγαμε, στη ζωή… Άρχισα να γράφω και μουσική για φιλμ. Το δίλημμα μιας ορφανής, την Εύα αργότερα, Το ξυπόλυτο τάγμα και πήρα 15.000 δραχμές και με τις 5.000 προκαταβολή πήγα και γύρεψα τη γυναίκα μου σε γάμο…».
«ΕΙΜΑΙ Ο ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ»
«…Τον Μπιθικώτση τον άκουγα στη Μακρόνησο, γιατί τα παίζανε τα τραγούδια του τα μεγάφωνα, ήταν συνθέτης πολύ γνωστός την εποχή εκείνη ο Μπιθικώτσης, και μ’ άρεσε και η μουσική του και η φωνή του. Και μια μέρα που μας μεταφέρανε από το διερχομένων, μας πηγαίνανε στο Λαύριο και μας είχανε πάνω στα καμιόνια εμάς φορτωμένους, μες στον ήλιο, οι αλφαμίτες κάθισαν στην Κερατέα να φάνε σ’ ένα εστιατόριο και κάποιος φαντάρος ήρθε, λέει ‘Παιδιά διψάτε;’. Και μας έφερε νερό. ‘Είμαι ο Μπιθικώτσης’ λέει, και μας έφερε ένα ποτήρι νερό…».