Αγαπητοί φίλοι,
Αποτελεί για μένα μεγάλη τιμή η απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας να με αναγορεύσει επίτιμο διδάκτορα.
Πρέπει να πω ότι η ικανοποίηση μου είναι εξίσου μεγάλη, όταν σκέφτομαι πόσο σημαντικά βήματα έχουν γίνει στη χώρα μας, αφού η μουσική έχει τη δική της έδρα σία δύο μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας μας.
Σε μια πανηγυρική τελετή σαν την σημερινή, μου είναι αδύνατο να πω όσα θα ήθελα να αναπτύξω σχετικά με ένα θέμα, τη μουσική, που για μένα υπήρξε το οξυγόνο της ζωής μου.
Θα περιοριστώ λοιπόν σε γενικότητες, προσπαθώντας μέσα σε λίγη ώρα και με λίγα λόγια να ξεδιπλώσω τον πυρήνα της σκέψης μου.
Θέλω να υπενθυμίσω μόνο -για να φωτίσω περισσότερο τις απόψεις μου- ότι κινήθηκα πάντοτε ανάμεσα στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή μουσική, ανάμεσα στο τραγούδι, που εκφράζει βασικά την πρώτη, και στο συμφωνικό έργο, που εκπροσωπεί τη δεύτερη.
Ότι ακόμα, για είκοσι χρόνια, μεταξύ του 1960 και 1980, έστρεψα την πλάτη μου στη μουσική Ευρώπη, για λόγους καθαρά ιδεολογικούς, μουσικούς ιδεολογικούς προπαντός, αλλά και γενικότερους.
Μετά το 1960, επιχείρησα να συγκεράσω αυτούς τους δυο ξεχωριστούς κόσμους, με αποκορύφωμα το λαϊκό ορατόριο ‘Αξίον Εστί. Στην προσπάθεια αυτή έδωσα το όνομα Μετασυμφωνική Μουσική.
Η μουσική, με βασικές μορφές το τραγούδι και το χορό, υπήρξε ανέκαθεν κύρια μορφή αισθητικής έκφρασης ενός λαού. Ο ελληνικός λαός δεν αποτελεί εξαίρεση. Αντιθέτως θα έλεγα ότι οι δυσμενείς για το ελληνικό έθνος ιστορικές συνθήκες, που δε μας επέτρεψαν να ακολουθήσουμε την επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη της Ευρώπης, συνέτειναν ώστε η δημοτική ποίηση και το δημοτικό τραγούδι (και οι δημοτικοί χοροί) να καταστούν η βασική μορφή αισθητικής έκφρασης, πνευματικής διάπλασης και ψυχικής αντοχής του ελληνικού λαού. Οι ρίζες αυτής της μουσικής μας παράδοσης χάνονται στα βάθη των αιώνων. Είναι πράγματι εκπληκτικό το γεγονός ότι οι αρχαίοι μουσικοί τρόποι -δηλαδή οι μουσικές κλίμακες- πέρασαν σχεδόν ατόφιοι στη βυζαντινή μουσική, από κει επηρέασαν την αραβική, την οθωμανική και την τουρκική και φυσικά τη βυζαντινή μουσική και κατέληξαν στα ρεμπέτικα, ενώ οι βυζαντινοί ύμνοι αντανακλώνται σε πολλά λαϊκά μας τραγούδια.
Μια άλλη πλευρά της σημασίας της ελληνικής μουσικής παράδοσης είναι το δέσιμο της με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα αλλά και με την καθημερινή ζωή των Ελλήνων.
Ο ρόλος της ελληνικής δημοτικής ποίησης και μουσικής στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού ήθους, της ελληνικότητας με μια λέξη, υπήρξε καθοριστικός για την ίδια την επιβίωση και στη συνέχεια για την αγωνιστική έξαρση και απελευθέρωση των Ελλήνων. Σε όλους τους μεγάλους εθνικούς αγώνες, από το ’21 έως τη χούντα, η ελληνική μουσική στάθηκε στο πλευρό των Ελλήνων αναπτερώνοντας το ηθικό τους και σμιλεύοντας την πίστη τους στα μεγάλα ανθρώπινα ιδανικά, με πρώτο εκείνο της ελευθερίας.
Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι η ελληνική μουσική, με κύρια έκφραση το τραγούδι, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μονάχα ως μια καθαρά και αποκλειστικά πνευματική μορφή έκφρασης, αλλά να ερευνάται συγχρόνως η πρωτοφανής ταύτιση της με τον ψυχισμό και γενικότερα την ηθική και πνευματική οντότητα του ελληνικού λαού.
Απέναντι σ’ αυτή την εθνική πραγματικότητα, τη γηγενή μουσική μας παράδοση, ήρθε να αντιπαραταχτεί στις αρχές του αιώνα μας ο επιβλητικός κόσμος της ευρωπαϊκής συμφωνικής μουσικής.
Δεν είναι φυσικά ο λαός που την αναζήτησε -άλλωστε και να το ήθελε δε θα το μπορούσε- αλλά η νεαρή και ετερόφωτη αστική τάξη, την οποία θάμπωσε οτιδήποτε προερχόταν από την κεντρική Ευρώπη.
Όλα ξεκίνησαν όταν ορισμένοι πλούσιοι Αθηναίοι ίδρυσαν το Ωδείο Αθηνών στα 1870 και αργότερα τη Συμφωνική Ορχήστρα του, η οποία, έως την περίοδο της γερμανικής κατοχής, ήταν ιδιωτική.
Αυτές οι περίφημες πενήντα εκατό οικογένειες, ιδρυτές και ιδιοκτήτες, δεν ήταν μόνο φανατικοί εραστές της ευρωπαϊκής μουσικής αλλά εξίσου φανατικοί διώκτες της ελληνικής και ειδικά της ελληνικής συμφωνικής μουσικής, που με επικεφαλής τότε τον Μανώλη Καλομοίρη προσπάθησε να κατακτήσει κάποια θέση στη χορεία των λεγόμενων Εθνικών Σχολών, που αναπτύσσονταν σαν μανιτάρια πάνω στον κορμό της γερμανικής μουσικής. Είναι σχεδόν απίστευτο ότι στο καταστατικό της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών υπήρχε άρθρο με το οποίο απαγορευόταν η εκτέλεση ελληνικών συνθέσεων! Και είναι προς δόξαν των υπευθύνων της ελληνικής κοινωνίας, πλουσίων και πολιτικών, το γεγονός ότι αυτή η κακοήθεια τερματίστηκε με τη μετατροπή της Ορχήστρας του Ωδείου σε κρατική, με την υπογραφή του τότε Γερμανού γκαουλάιτερ, ύστερα από εισήγηση του Φιλοκτήτη Οικονομίδη, που υπήρξε και ο πρώτος διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.
Έτσι η νεοσυσταθείσα ορχήστρα, παίζοντας πλέον μπροστά στο ανώνυμο κοινό και ερμηνεύοντας υποχρεωτικά έργα Ελλήνων συνθετών, έγινε το φυτώριο για την άνθηση και διάδοση τόσο της ευρωπαϊκής όσο και της ελληνικής συμφωνικής μουσικής.
Όμως και τότε οι εραστές της συμφωνικής μουσικής -σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό- ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα, όπως συνέβαινε εξάλλου ακόμα και στα ευρωπαϊκά κράτη. Αργότερα, όταν με τη διάδοση των δίσκων και των CD πήρε τις διαστάσεις που όλοι γνωρίζουμε, αυξήθηκε βεβαίως κατακόρυφα η γνωριμία του συμφωνικού έργου και στη χώρα μας, όμως, παρ’ όλα αυτά, οι αληθινοί γνώστες και πάλι αποτελούν μια ελάχιστη μειοψηφία μέσα στο εθνικό μας σύνολο.
Τι συμβαίνει; Η χώρα μας, όπως ήδη αναφέραμε, έμεινε πολύ πίσω σε σχέση με την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κρατών. Ήταν λοιπόν φυσικό και επόμενο να μιμηθούμε τους Ευρωπαίους, ώστε να ελαττωθεί όσο γίνεται η καθυστέρηση. Ανάμεσα λοιπόν στα άλλα, οι ιθύνοντες εισήγαγαν, όπως είδαμε, και τη συμφωνική μουσική, με τη βεβαιότητα ότι ο ελληνικός λαός δεν ήταν απλώς τεχνολογικά αλλά και γενικότερα, ως προς την πεμπτουσία της μουσικής, καθυστερημένος, όπως συνέβαινε και με πολλούς άλλους τομείς της εθνικής μας ζωής.
Ήταν όμως έτσι; Το γεγονός είναι πάντως ότι η νεοεισαχθείσα μουσική μας παιδεία στηρίχτηκε αποκλειστικά στη μάθηση και διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής αλλά και στη βεβαιότητα ότι ο μέσος Έλληνας είναι μουσικά καθυστερημένος και όσοι ασχολούνται αποκλειστικά με την ελληνική δημοτική είτε λαϊκή είτε έντεχνη λαϊκή μουσική είναι μουσικά περίπου υπανάπτυκτοι σε σχέση με τα υψηλά επιτεύγματα της κεντροευρωπαϊκής μουσικής.
Η παρεξήγηση κατά τη γνώμη μου ξεκινά απ’ το γεγονός ότι το μεγάλο πράγματι προβάδισμα των ευρωπαϊκών συνθετών ως προς την τεχνολογική ανάπτυξη -ας το πούμε ως προς τη φόρμα γενικά- θεωρήθηκε εξίσου προβάδισμα και ως προς την ουσία της μουσικής, ως προς το περιεχόμενο.
Είδαμε πιο πριν τη σημασία της μουσικής στη ζωή των Ελλήνων μέσα από το πέρασμα των αιώνων. Μια τέτοια μουσική, που διαδραματίζει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην ψυχική -κυρίως-, όχι μόνο ανάπτυξη, αλλά κυριολεκτικά επιβίωση ενός λαού, μπορεί να είναι κατώτερη από οποιαδήποτε άλλη;
Ο ελληνικός λαός έδωσε, δίνει και ξαναδίνει επ’ αυτού την απάντηση του. Είναι σαν να λέει: «Για μένα μουσική δεν είναι τόσο οι επιβλητικές ηχητικές κατασκευές των Ευρωπαίων, όσο σπουδαίες και μεγαλοφυείς και αν είναι, αλλά αυτή που δονεί τα έγκατα της ύπαρξης μου, που με συγκλονίζει και που με ανασταίνει κάθε φορά που την ακούω ή την τραγουδώ».
Και εδώ έχουμε ένα ακόμα στοιχείο: την ενεργητική συμμετοχή – όταν πρόκειται για ένα είδος τόσο απλό και τόπο οικείο όπως το τραγούδι, σε αντίθεση με την παθητική στάση που επιβάλλουν εκ των πραγμάτων οι συμφωνικές συνθέσεις.
Έτσι λοιπόν, μέσα στον προηγούμενο αιώνα, διαμορφώθηκαν στη χώρα μας και στο χώρο της μουσικής δυο αντίθετοι, σχεδόν εχθρικοί κόσμοι: Οι ευρωπαϊστές και οι ελληνιστές, με τους πρώτους να μονοπωλούν τη μουσική εκπαίδευση και την επιχορηγούμενη από το κράτος μουσική υποδομή, και τους δεύτερους να μονοπωλούν το ενδιαφέρον και προπαντός την αγάπη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Όπως ήδη ανέφερα, η δική μου θέση και προσπάθεια τοποθετείται στο μέσο αυτών των δυο κόσμων. Στην πραγματικότητα υπήρξα γέννημα θρέμμα της ελληνικής πραγματικότητας όπως αυτή διαμορφωνόταν στις ακρότατες πολιτιστικές της εκδοχές -όπως ήταν η ελληνική επαρχία του μεσοπολέμου και της Κατοχής. Και θα μπορούσα να γίνω ένας καθαρά λαϊκός συνθέτης, έχοντας το χάρισμα να γεννώ μελωδίες που οι ρίζες τους τρέφονταν από τους χυμούς της ελληνικής μουσικής μας παράδοσης, γεγονός που τις καθιστούσε αναγνωρίσιμες και στη συνέχεια αποδεκτές από το μεγάλο ανώνυμο κοινό, που κατά κάποιο τρόπο τις θεωρούσε δικές του.
Αν όμως απ’ τη μια μεριά ο εσωτερικός μου κόσμος είχε διαμορφωθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση της πολιτιστικής πραγματικότητας εκείνων των καιρών, από την άλλη η γενική μου παιδεία ξέφευγε από το μέσο όρο του συγκεκριμένου κοινωνικού και πνευματικού περίγυρου και ήταν επόμενο να με οδηγεί σε αναζητήσεις με γνώμονα την κατάκτηση καινούριων μορφών έκφρασης.
Έτσι, από πολύ νωρίς, μία από τις μείζονες προτεραιότητες και φιλοδοξίες της ζωής μου υπήρξε η υπερκάλυψη του χαμένου χρόνου -για την πατρίδα μας- με τη δημιουργία σε όλους τους τομείς μιας καινούριας ελληνικής πραγματικότητας με τη σφραγίδα της γνησιότητας, της αυθεντικότητας, με μια λέξη της ελληνικότητας στην ουσία και στη μορφή, στη θεωρία και στην πράξη.
Έτσι διαφοροποιήθηκα ριζικά από τη δεσπόζουσα αντίληψη εκείνης της εποχής, που μας ήθελε παιδιά ενός κατώτερου θεού, υπανάπτυκτους και μίζερους, καταδικασμένους να ζούμε υπό την σκιάν των πολιτισμένων Ευρωπαίων, με τη σφραγίδα της ψωροκώσταινας στο κούτελο μας.
Από όλες τις προδοσίες που υπέστη διαμέσου των αιώνων ο λαός μας, η πιο σιχαμερή και αποτρόπαια για μένα ήταν αυτή η προδοσία διαρκείας την οποία εφάρμοζαν καθημερινά οι λεγόμενες ηγέτιδες τάξεις από το 1830 έως τις μέρες που -έφηβος πια- μπορούσα να δω και να κρίνω. Ποιο ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της; Η πλήρης άγνοια και περιφρόνηση στις παραδόσεις και σας ικανότητες του ελληνικού λαού και κατά συνέπεια ο απεριόριστος θαυμασμός και επομένως και υποταγή στους πλουσίους, στους δυνατούς και δήθεν πολιτισμένους ξένους.
Έτσι, με βασικό εμπνευστή και καθοδηγητή τους ισχυρούς της χώρας μας, που καλλιεργούσαν συστηματικά αυτό το εθνικό μας κόμπλεξ, πορεύτηκε η δυστυχισμένη χώρα μας σχεδόν έως σήμερα. Και νομίζω ότι τα πολιτικά σχήματα Δεξιά – Κέντρο – Αριστερά – Βενιζελικοί – Λαϊκοί – Κομουνιστές κτλ ήρθαν για να μας μπερδέψουν και ουσιαστικά να συγκαλύψουν την πραγματικότητα, που είναι η διαρκής αντίθεση και πάλη ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο κυρίαρχες αντιλήψεις: μαϊμουδισμός ή πρωτοτυπία. Που γεννά το ερώτημα: Οι Έλληνας είναι ικανοί να πρωτοτυπήσουν; Ή είναι καταδικασμένοι να μιμούνται και να ακολουθούν τους ξένους; Με τη βεβαιότητα ότι είμαστε καταδικασμένοι στη μίμηση, οι δυνατοί της χώρας διαμορφώνουν σχεδόν επί δύο αιώνες τη ζωή του έθνους, οδηγώντας το στις κρίσιμες στιγμές στις ακραίες καταστροφικές συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά.
Έτσι, από πολύ νωρίς, η θέληση μου να προχωρήσω στον τομέα της μουσικής σε μονοπάτια που μονοπωλούσαν ως τότε οι ισχυροί Ευρωπαίοι, χωρίς να μαϊμουδίζω, αντιθέτως, θα έλεγα, με απόλυτη πίστη στην αυθεντικότητα και στην αξία της δικής μας μουσικής παράδοσης, αυτή η θέληση, αυτή η φιλοδοξία έγινε μέρος ενός ευρύτερου οράματος που περιείχε το όλον της εθνικής μας ζωής. Τι θα έκανα άλλωστε εγώ, ένας μοναχικός συνθέτης, μέσα σ’ έναν κόσμο πλήρως αλλοτριωμένο από τις πρακτικές των ισχυρών, που τον ήθελαν φερέφωνο ξένων αντιλήψεων, υποτακτικό ξένων συμφερόντων και καταναλωτή ξένων προϊόντων και εσχάτως υποπροϊόντων;
Και μόνο η τυφλή και αδιαμαρτύρητη προσαρμογή μου στην τρέχουσα πραγματικότητα δε θα σήμαινε τίποτε άλλο από την αυτοαναίρεσή μου.
Πράγματι, η ίδια η ζωή τελικά μας έδειξε ότι η πορεία ενός λαού είναι ενιαία. Όπως ενιαία είναι η ανάπτυξη του στους διάφορους τομείς και όπως ενιαία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται η προσπάθεια του να απαλλαγεί από τις παντός είδους δουλείες, δεσμεύσεις και καταπιέσεις, που τον καταδικάζουν σε γενικευμένο υποβιβασμό και τελικά εξευτελισμό, ώστε από κει πέρα να διεκδικήσει το μέγιστο που, κατά τη γνώμη μου, είναι η ανάδειξη του σε ένα λαό με αυτοτέλεια, πρωτοτυπία, κύρος, με μια λέξη με αυθεντικότητα, προσωπικότητα, που να ξεχωρίζει και να μπορεί να βάζει -όσο μικρός κι αν είναι- την προσωπική του σφραγίδα στην αέναη ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας.
Για να τα πετύχει όλα αυτά ένας λαός, θα πρέπει να είναι ελεύθερος και υπεύθυνος. Επομένως, δεν μπορεί να οραματίζεσαι και να παλεύεις για τη δημιουργία ενός νεοελληνικού καλλιτεχνικού έργου με τη σφραγίδα της πρωτοτυπίας και της αυθεντικότητας, εάν δεν αγωνίζεσαι παράλληλα για την εμπέδωση της ελευθερίας και της υπευθυνότητας σε όλο το πλάτος και το βάθος της εθνικής μας ζωής, μιας και είναι αυτή η πανεθνική βάση που θα σε στηρίζει και είναι αυτή που φιλοδοξείς βασικά να σε αποδεχτεί.
Ακόμα θα έλεγα ότι μονάχα μια τέτοια ιδεολογική θωράκιση, που στην ουσία εκφράζει την περηφάνια και την πίστη στη δική σου παράδοση, στις δικές σου ρίζες, μπορεί να σε εξυψώσει στα επίπεδα των ξένων επιτευγμάτων, ώστε να τα αντιμετωπίσεις από ένα ίδιο επίπεδο, χωρίς κόμπλεξ αλλά και χωρίς αλαζονεία. Να δεις τι ακριβώς το καινούριο εκφράζουν καινούριο εκφράζουν και, αναλόγως, παίρνοντας κάθε θετικό στοιχείο να το αφομοιώσεις με τα δικά σου εκφραστικά μέσα, δημιουργώντας το καθαρά προσωπικό σου έργο, χωρίς τα οποιαδήποτε τεχνολογικά στοιχεία να σε απομακρύνουν από την περιρρέουσα εθνική ευαισθησία.
Στα 1942 και σε ηλικία δεκαεφτά ετών άκουσα την Ενάτη του Μπετόβεν. Έκτοτε η ζωή μου άλλαξε ριζικά. Ένα καινούριο πάθος είχε δημιουργηθεί, η αγάπη μου για τη συμφωνική μουσική, στην οποία αποφάσισα να αφιερώσω εξ ολοκλήρου τη ζωή μου. Εάν ζούσα στη Σαχάρα και αποφάσιζα ξαφνικά να δημιουργήσω έναν παραδεισένιο κήπο με τρεχούμενα νερά και τροπική βλάστηση, το εγχείρημα μου αυτό θα ήταν πολύ πιο ρεαλιστικό από τη φιλοδοξία μου να γίνω συνθέτης και δη εκατό τα εκατό Έλληνας σε μια ελληνική πόλη, την Τρίπολη, όπου δεν υπήρχε παρά μόνο ένα πιάνο και αυτό φυλακισμένο και απρόσιτο σε σαλόνι Ελληνοαμερικανών… Ακόμα και η λέξη «συνθέτης» ήταν άγνωστη στα 999% του ελληνικού λαού.
Εκ των υστέρων, πολλές φορές επιχείρησα να εξηγήσω τι ήταν αυτό που με μια πρώτη ακρόαση-επαφή με ένα κορυφαίο έργο της συμφωνικής μουσικής με έκανε να πιστέψω ότι υπήρχε μέσα μου εν σπέρματι ηχητικό είδωλο ενός αρμονικού κόσμου που, από τη στιγμή που το ερέθισε το άκουσμα της Ενάτης, με καλούσε με όλες του τις δυνάμεις να αποκτήσω τις απαραίτητες μουσικές γνώσεις, ώστε να μπορέσει να εκφραστεί.
Το ερώτημα, ουσιαστικά, παραμένει αναπάντητο. Και αν εξακολουθώ να το θέτω είναι γιατί η περίπτωση μου παραπέμπει αναγκαστικά σε στοιχεία εξωμουσικά, που διαμόρφωσαν τον εσωτερικό μου κόσμο πριν έρθω σε επαφή με την κεντροευρωπαϊκή μουσική.
Και για να πάω πιο μακριά το συλλογισμό μου, πιστεύω ότι μπορεί η συμφωνική μουσική να είναι δημιούργημα της κεντρικής -βασικά γερμανικής- Ευρώπης, όμως οι αρμονικοί κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η σύνθεση του μουσικού έργου βρίσκονται μέσα σε κάθε άνθρωπο, μόνο που για να τους συνειδητοποιήσει χρειάζεται από την πλευρά του ψυχική και πνευματική ευαισθησία και καλλιέργεια.
‘Αλλωστε δε θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το πρώτο ανθρώπινο καλλιτεχνικό-πνευματικό έργο που κωδικοποιεί κατά κάποιο τρόπο, για πρώτη φορά και διαπαντός, την τελειότητα των αρμονικών σχέσεων είναι ο Παρθενώνας, τον οποίο άλλωστε ο Γκαίτε αποκάλεσε «παγωμένη μουσική». Εκεί και τότε καταγράφηκε το αισθητικά ωραίο, για να γίνει έκτοτε η βάση της ελληνικής αισθητικής και στη συνέχεια της αισθητικής του δυτικού κόσμου. Έτσι θα έλεγα ότι το πρώτο συμφωνικό μουσικό έργο υπήρξε ο Παρθενώνας, που για μένα, ένα μυστικιστή από την εποχή εκείνη, ήταν η πιστή αντανάκλαση του κέντρου της συμπαντικής αρμονίας.
Κλείνω το κεφάλαιο αυτό για να περάσω στα συμπεράσματά μου.
Με τη νέα χιλιετία έκλεισα εξήντα χρόνια συνεχούς παρουσίας και ανάμειξης στα γεγονότα που συντάραξαν και διαμόρφωσαν τη χώρα μας. Δε θα αναφερθώ φυσικά στα οράματα και στους αγώνες μου που συνδέονται με τις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Εξήγησα όμως πιο πριν τους βαθύτερους λόγους αυτής της λεγόμενης «πολιτικής» στάσης μου.
Στον τομέα της μουσικής, που μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή, εάν συνόψιζα τη βασική μου πορεία και τούς κύριους στόχους ή εάν, καλύτερα, έθετα το ερώτημα «ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του μουσικού μου έργου», θα απαντούσα:
Πρώτον: Η γεφύρωση του εντέχνου με το λαϊκό.
Δεύτερον: Η μέθεξη του ελληνικού με το ευρωπαϊκό, του μονοφωνικού με το συμφωνικό.
Εκ των υστέρων παρατηρώ ότι οι μετακινήσεις μου από το τραγούδι στο συμφωνικό και τανάπαλιν έγιναν κατά μεγάλα ισόρροπα διαστήματα. Έτσι, από το 1940 έως το 1960, κατά το μεγαλύτερο μέρος ασχολήθηκα με τη συμφωνική μουσική, από το 1960 έως το 1980 με την έντεχνη λαϊκή μουσική και κυρίως με το τραγούδι και, τέλος, από το 1980 έως σήμερα και με τα δύο είδη, με αποκορύφωμα την Τριλογία, τις τρεις λυρικές τραγωδίες Μήδεια, Ηλέκτρα, Αντιγόνη, όπου αποκρυσταλλώνονται όλες οι προηγούμενες τεχνικές.
Ο δρόμος που επέλεξα για να καταλήξω στη σύνθεση συμφωνικών έργων με ελληνικό πυρήνα δεν είναι εκείνος των Εθνικών Σχολών και φυσικά ούτε των οπαδών των ποικιλώνυμων τάσεων: αβανγκάρντ, σύγχρονη είτε ηλεκτρονική μουσική.
Η εμμονή στη μελοποίηση της ποίησης, μέσα σε κύκλους τραγουδιών, ορατόρια, καντάτες, λαϊκές τραγωδίες, συμφωνίες και όπερες, νομίζω ότι συνέζευξε τη μουσική μου όσο με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ελληνικού λόγου, όσο και με τα εσωτερικά νοήματα των ποιητών μας, από τον Αισχύλο έως το νεότερο Διονύση Καρατζά. Έτσι μπορώ να πω ότι η μουσική μου σμιλεύτηκε πάνω στον ελληνικό λόγο.
Παραλλήλως η θητεία μου στο τραγούδι, με τη σύνθεση εκατοντάδων μελωδιών, ίσως κατά βάθος να ήταν μία πολύτιμη άσκηση στον κόσμο του μέλους – που κατά την άποψη μου αποτελεί το σπέρμα για τη γονιμοποίηση του ζωντανού μουσικού έργου.
Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι, από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με το φαινόμενο της συμφωνικής μουσικής, αποφάσισα να γνωρίσω όλα τα μυστικά της συμφωνικής τέχνης, πράγμα που επιτυγχάνεται μόνο με τη συνεχή σπουδή, τη σε βάθος ανάλυση των έργων των δασκάλων και την πλήρη γνώση και κατάκτηση των τεχνικών της σύνθεσης κι όλα αυτά ως το απαραίτητο θεωρητικό θεμέλιο για να χτίσεις το δικό σου θεωρητικό και τεχνικό οικοδόμημα, το δικό σου μουσικό έργο. Έτσι, όταν βρέθηκα στο Παρίσι, ανέπτυξα το δικό μου σύστημα σύνθεσης, που το ονόμασα «Τετράχορδα» και που πάνω του βασίζονται τα κύρια έργα εκείνης της περιόδου, όπως το Piano Concerto, το μπαλέτο Αντιγόνη, η Τρίτη Σουίτα, η Τρίτη Συμφωνία, η Δεύτερη Συμφωνία και άλλα.
Ως αποτέλεσμα των όσων προείπα, που με δυο λόγια δείχνουν τη θέλησή μου να στηριχτώ εξίσου στην ελληνική όσο και την ευρωπαϊκή μουσική, δηλαδή και στα δυό μου πόδια, ήρθε το γεγονός της αποβολής μου, στην ουσία και στην πράξη, από τους οπαδούς και των δύο … παρατάξεων. Για τους πρώτους είμαι αιρετικός, γιατί θαυμάζω και εφαρμόζω τις τεχνικές της ευρωπαϊκής μουσικής, για τους δεύτερους επίσης θεωρούμαι αιρετικός, γιατί θαυμάζω και γράφω κι εγώ ο ίδιος έργα έντεχνης λαϊκής ελληνικής μουσικής.
Θα νόμιζε κανείς ότι με το πέρασμα του χρόνου το χάσμα αυτό θα έκλεινε. Το αντίθετο συμβαίνει στην πραγματικότητα. Η αντίθεση γίνεται όλο και περισσότερο σφοδρή, ο φανατισμός των μεν και των δε οξύνεται και, εάν ήταν στο χέρι των λεγόμενων «ειδικών» και των δύο πλευρών, ευχαρίστως θα έθαβαν με τιμές τη μουσική μου, όπως εξάλλου επιχειρούν να το κάνουν –ευτυχώς ανεπιτυχώς- τόσα χρόνια και αυτοί αλλά και άλλοι πολλοί.
Έτσι πιστεύω ότι θα περάσει πολύς καιρός για να μπουν οι συνθέσεις μου λ.χ. στα ευρωπαϊζοντα ελληνικά ωδεία είτε πανεπιστημιακές σχολές, όπως θα περάσει επίσης πολύς χρόνος έως ότου οι φανατικοί της λαϊκής μουσικής είτε οι ψαλτάδες της βυζαντινής παράδοσης επιτρέψουν στα τραγούδια και στα εκκλησιαστικά έργα μου να μπουν στους χώρους που ελέγχουν. Συμβαίνει λοιπόν αυτό το παράδοξο: απ’ τη μια μεριά οι Έλληνες, κατά πλειοψηφία, εκτιμούν και αγαπούν το έργο μου, πολλοί έστω και με διαίσθηση, ενώ απ’ την άλλοι οι μονόποδες και μονόφθαλμοι με φθονούν και με διώκουν, επειδή ακριβώς προχωρώ με δυο πόδια και βλέπω με δυο μάτια.
Είναι πια βέβαιο ότι δε θα δω -τουλάχιστον εγώ- να πραγματοποιούνται αυτά που οραματίστηκα, αυτά για τα οποία πάλεψα. Η Ελλάδα είναι σκληρή χώρα, αυτό είναι ιστορικά βεβαιωμένο, ιδιαίτερα για τα δικά της τα τέκνα και ειδικά για όσα απομακρύνονται από τη ρουτίνα, το κοπάδι.
Όμως εμένα, που ανήκω σ’ αυτούς που επέλεξαν να ζυμωθούν μέσα στην Ελλάδα, έτσι που να μπορέσουν να γίνουν ψυχή τε και σώματι Ελλάδα, η κατάσταση αυτή, με τις αντιθέσεις, τα πάθη, τους φανατισμούς και τις συγκρούσεις, με γοητεύει. Ακόμα και όταν εισπράττω πίκρα, υπάρχουν πια μηχανισμοί μέσα μου που την κάνουν γλύκα. Όχι, δεν πρόκειται να με απογοητεύσουν, ό,τι κι αν κάνουν.
Άλλωστε δική μου επιλογή υπήρξε να μην εμπιστευτώ τη ζωή μου σε κανενός είδους κατεστημένες συντεχνίες, κόμματα, παρεούλες, εξαπτέρυγα. Και πέτυχα, νομίζω, το καλύτερο, το ανώτερο και οπωσδήποτε το πιο διαχρονικό: να εμπιστευτώ τη μουσική μου στην καρδιά των ανθρώπων και ανάμεσα τους, πρώτο των πρώτων, στην καρδιά του Έλληνα.