skip to Main Content

Ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1996)

Η απόφαση σας να μου απονείμετε την ανώτατη διάκριση του Πανεπιστημίου Κρήτης, το χρυσό μετάλλιο, αποτελεί για μένα μια πράξη που με τιμά και με συγκινεί βαθύτατα. Σας ευχαριστώ θερμά.Όσο κι αν αυτό φανεί περίεργο, δεν έχω φτάσει ακόμα στο στάδιο των απολογισμών. Η συγγραφή από μέρους μου των Δρόμων του Αρχάγγελου -εν είδει απομνημονευμάτων- δε γίνεται από διάθεση επιστροφής στο παρελθόν. Ακόμα περισσότερο δεν αποβλέπω στην κριτική απόρριψη είτε δικαίωση προσώπων και πραγμάτων και πολύ περισσότερο του εαυτού μου. Επειδή πιστεύω ότι το συνολικό μουσικό μου έργο είναι πυκνό και περίπλοκο, μιας και συνυπάρχουν όλα τα είδη της μουσικής (που μια κατά τη γνώμη μου αντιδραστική αντίληψη θέλησε να τα χωρίσει σε «έντεχνα» και «λαϊκά»), ένιωσα την ανάγκη να προσφέρω τα αναγκαία κλειδιά, ώστε εκείνος που θα ήθελε να με γνωρίσει ουσιαστικά να μπορέσει ν’ ανοίξει όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του μουσικού μου έργου.

Πράγματι, μπορώ να πω ότι αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στο κρισιμότερο ίσως στάδιο της συνθετικής μου προσπάθειας. Έχω ολοκληρώσει τη σύνθεση της Λυρικής Τριλογίας: Μήδεια, Ηλέκτρα, Αντιγόνη (που με την προσθήκη του Κώστα Καρυωτάκη ίσως στο μέλλον να παρουσιάζεται και ως Τετραλογία) και τώρα βρίσκομαι στο κρίσιμο σημείο του περάσματος αυτού -του καινούριου συνολικού έργου στον ελληνικό λαό.

Η συγκυρία το έφερε έτσι ώστε σε δύο μήνες από σήμερα να παρουσιαστεί η Ηλέκτρα στο Ηρώδειο, εγκαινιάζοντας έτσι τη συνεργασία μου με τον Νίκο Κούνδουρο.

Μπορεί έως τώρα να μην έχουμε συμπέσει στη δημιουργική μας πορεία, όμως, πολύ περίεργο, σε περιόδους που οι μέρες είναι γκαστρωμένες (για να θυμηθώ το φίλο μου Χαρίλαο) βρισκόμαστε μαζί. Δε θα ξεχάσω ποτέ μια βαρκάδα στα ανοιχτά του Αγίου Νικόλα, όταν για πρώτη φορά συζητούσαμε για ένα πολιτικό-πολιτιστικό κίνημα, που λίγο αργότερα έλαβε τη μορφή των Λαμπράκηδων…

Σήμερα έφτασε για μένα η στιγμή να καταστήσω το ελληνικό κοινό κοινωνό του νέου έργου μου: της Λυρικής Τριλογίας.

Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, δεδομένου ότι αυτή τη φορά έχω απομακρυνθεί από όλα τα οικεία ακούσματα με τα οποία κέρδιζα απ’ την πρώτη στιγμή την εμπιστοσύνη του Έλληνα ακροατή. Ακόμα και με το ‘Αξιον Εστί, που αποτελούσε ένα μεγάλο άλμα, λόγοι της παρουσίας συμφωνικής ορχήστρας, μεικτής χορωδίας και προωθημένων τεχνικών μουσικής σύνθεσης, υπήρχε ο λαϊκός τραγουδιστής και τα λαϊκά όργανα, για να τιθασεύσουν ακόμα και τον πιο ακραίο ως προς το λαϊκό ήχο Έλληνα ακροατή.

Στην Τριλογία, ο νέος μύστης της μουσικής μου, όπως θα τον επιθυμούσα και θα τον ήθελα, θα πρέπει να κάνει μια πολύ μεγάλη διανοητική και ψυχική προσπάθεια προκειμένου να αντλήσει την αισθητική του απόλαυση από καινούρια γι’ αυτόν στοιχεία.

Δεν αναφέρομαι τόσο στους μύθους -που είναι λίγο ως πολύ γνωστοί-, όσο στα καθαρώς μουσικά στοιχεία.

Σε πρώτο επίπεδο θα θέσω ασφαλώς τη μελωδία -το μέλος. Γι’ αυτούς που γνωρίζουν το έργο μου, θα είναι σχετικά εύκολο να αναγνωρίσουν την κοινή ρίζα. Σε αντίθεση με ό,τι συνηθίζεται στη Δύση, όπου ανάμεσα σε δύο μελωδίες υπάρχουν πλήθος τεχνολογικά στοιχεία, εγώ, επηρεασμένος από τα μακρόσυρτα βυζαντινά μελίσματα, τα ριζίτικα και τα τραγούδια της τάβλας, αντιμετώπισα το σύνολο της κάθε «όπερας» (ο όρος είναι συμβατικός) σαν ένα συνεχές μέλος, σαν ένα τραγούδι-ποταμό, απ’ την αρχή ως το τέλος.

Φυσικά αυτή η καινούρια μελωδική αντίληψη, παρότι συχνά υπάρχουν και ολόκληρα τραγούδια, δεν μπορεί να έχει σχέση με το πασίγνωστο μελωδικό μου ύφος. Και ίσως αυτό ακριβώς, η ύπαρξη δηλαδή ενός μελωδικού κόσμου με τον οποίο το ελληνικό κοινό με έχει ταυτίσει, να είναι και το μεγαλύτερο εμπόδιο στην καινούρια μου προσπάθεια. Γιατί θα πρέπει τώρα το κοινό -τουλάχιστον αυτό που αγαπά τη μουσική μου- να μάθει πως υπάρχει ένας άλλος Θεοδωράκης, ένας νέος Θεοδωράκης, να τον ανακαλύψει και, αν είναι δυνατό, να δημιουργήσει μαζί του την ίδια στενή σχέση που είχε και με το προηγούμενο έργο του.

Αυτά ως προς το μέλος, το μελωδικό κόσμο.

Από κει και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί μας απομακρύνουν από το γνώριμο χώρο, τα οικεία ακούσματα, τα αγαπημένα, τα δικά μας ηχοχρώματα.

Πρόκειται για την εναρμόνιση, την αρμονία και για την ενορχήστρωση.

Πράγματι, κατά το διάστημα της κυριαρχίας της δογματικής αντίληψης στη βυζαντινή εκκλησία, που δεν επέτρεψε την είσοδο του αρμόνιου στους ορθόδοξους ναούς, και στη συνέχεια της επί τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας, στη Δύση αναπτυσσόταν η τεχνολογία της μουσικής, ενώ στην Ανατολή η μουσική παρέμενε μονόφωνη, με υποτυπώδη αρμονική στήριξη. Επίσης, η ενόργανη μουσική, υστέρα από μια μακρά περίοδο αναζητήσεων, κατέληξε στη δημιουργία αυτού του θαυμαστού ηχητικού οργάνου που είναι η συμφωνική ορχήστρα, ο συμφωνικός ήχος.

Η δική μας αρμονική επανάσταση στο χώρο της λαϊκής μουσικής έγινε μόλις πριν μισό αιώνα, με τα τραγούδια της σχολής Τσιτσάνη. Όπως είναι φυσικό, ο αρμονικός πλούτος δεν μπορούσε παρά να είναι υποτυπώδης. Εμείς της έντεχνης λαϊκής μουσικής, για να μη χάσουμε την επαφή μας με το ευρύ ελληνικά κοινό, κινηθήκαμε μέσα στις ίδιες περίπου αρμονικές προδιαγραφές, με κάποια βήματα προς κάποια τολμηρότερη εναρμόνιση.

Το ίδιο και οι ενορχηστρώσεις έγιναν με βάση τα κυρίαρχα λαϊκά μας όργανα.

Όταν αποφάσισα να χρησιμοποιήσω συμφωνική ορχήστρα, αντίστιξη και χορωδία στο ‘Αξιον Εστί, δίσταζα περίπου τέσσερα χρόνια για να το παρουσιάσω, με το φόβο ότι το κοινό θα μου γύριζε την πλάτη.

Τον ίδιο φόρο, δεν το κρύβω, έχω και τώρα.

Όμως για πόσο καιρό ακόμα θα πρέπει να διστάζουμε; Στο κάτω κάτω όλες αυτές οι τεχνολογικές κατακτήσεις μπορεί να έγιναν στη Δύση, όμως κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να γίνουν αποδεκτές από το ελληνικό κοινό.

Όταν λέω ελληνικό κοινό, δεν εννοώ όλους αυτούς που έχουν πρόσβαση προς τη δυτική μουσική. Και ούτε με ενδιαφέρει σε ποιο βαθμό αυτή η μουσική μπορεί να τους εκφράζει.

Εμείς εδώ ξεκινήσαμε ένα μεγάλο ταξίδι στο χώρο της ελληνικής μουσικής, που έγκαιρα τη δέσαμε σφιχτά με την ελληνική ποίηση, έτσι ώστε να προκύψει μια νέα ποιότητα ελληνικής τέχνης, που να εκφράζει και να συγκινεί το νεοέλληνα.

Σ’ αυτό το κοινό αναφέρομαι. Σ’ αυτό το κοινό στοχεύω.

Η συνεργασία μου στο ανέβασμα της Ηλέκτρας με τον Νίκο Κούνδουρο μπορεί να σημάνει την απαρχή μιας νέας προσπάθειας, που θα φέρει το ευρύ ελληνικό κοινό κοντά στον κόσμο των νέων λυρικών έργων, που σε σχέση με το ‘Αξιον Εστί, το Πνευματικό Εμβατήριο ή το Canto General ανήκουν κι αυτά στα μεγάλα λαϊκά ορατόρια, με τη διαφορά ότι εδώ έχουμε ένα νέο στοιχείο: το δράμα, τα τραγικά πρόσωπα, τις βίαιες συγκρούσεις και την εμφάνιση του αρχαίου χορού με σύγχρονους αισθητικούς τρόπους, που θα πρέπει να τον ταυτίζουν με την πνευματική και ψυχική φόρτιση του Έλληνα θεατή-ακροατή.

Είθε αυτή η πρώτη απόπειρα -το πρώτο ουσιαστικό πείραμα προς την κατεύθυνση μιας λαϊκής λυρικής τραγωδίας- να μας φέρει όλους πιο κοντά στον άφταστο κόσμο των αρχαίων τραγικών και παράλληλα να σημάνει την αποκάλυψη ενός καινούριου νεοελληνικού μουσικού – ποιητικού – δραματικού κόσμου, που να εμπλουτίσει τη συμμετοχή και τη συνεισφορά μας στην εξέλιξη της μουσικής των λαών.

 

Μπορεί η βάση και τα ερεθίσματα των αγώνων μου να είχαν ρεαλιστική αφετηρία, όμως η αντιμετώπιση των προβλημάτων -κοινωνικών και εθνικών- έγινε, από την πλευρά τουλάχιστον τη δική μου, μ’ έναν τρόπο ονειροπόλο, ιδεοκρατικό και καθόλου ρεαλιστικό.

Back To Top