skip to Main Content

«Ζήτησα να βάλουν στο μπαουλάκι μου μόνο τις νότες μου…»

Δύο από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, η «Πρώτη Συμφωνία» και το «Χτύπα – Χτύπα», που γράφτηκαν στη Μακρόνησο, πυροδότησαν μνήμες για το συνθέτη. Που θυμήθηκε και κατέγραψε, για «TA NEA», το χρονικό των σκληρών εκείνων ημερών της εξορίας, του μαρτυρίου, αλλά και της δημιουργίας:

«Στη μεταγωγή από την Ικαρία στη Μακρόνησο δεν μας άφησαν να πάρουμε πολλά πράγματα μαζί μας», γράφει ο Μίκης. «Μας πιάσανε αιφνιδιαστικά στο πρωινό προσκλητήριο και μας οδήγησαν στο υπόγειο της Χωροφυλακής, στον Εύδηλο. Έπρεπε οι συγκάτοικοί μας να μας φέρουν τα απαραίτητα. Εγώ ζήτησα να βάλουν στο μικρό μου μπαουλάκι μόνο τις νότες μου…

Όταν φτάσαμε στο Μακρονήσι, μας οδήγησαν σ’ ένα χτίσμα πλάι στη θάλασσα και μας είπαν ν’ αφήσουμε τα υπάρχοντά μας για να περάσουν αργότερα από έλεγχο. Στη συνέχεια έπρεπε να στήσουμε τις σκηνές, γιατί η μέρα ήταν βροχερή και φύσαγε δυνατός βοριάς.

Όταν πήγαμε υπήρχαν όλοι κι όλοι δύο Κλωβοί, ο A και ο B, με πεντακόσιους κρατούμενους ο καθένας. Ήταν απομονωμένοι, χωρισμένοι με συρματόπλεγμα ψηλό ως τρία μέτρα. Ανάμεσά τους υπήρχε ένας στενός διάδρομος κι αυτόν ανεβήκαμε για να πάμε πιο ψηλά, όπου θα στήναμε τους δικούς μας κλωβούς, τον Γ και τον Δ. Αφού σημαδεύτηκαν οι θέσεις, μας έδωσαν μια σκηνή για 14 άτομα κι εμείς τώρα θα έπρεπε να τη στήσουμε. H δική μου σκηνή ήταν η E5 στον Δ Κλωβό, πάνω από τον B.

Έπρεπε να καθαρίσουμε το μέρος που θα έμπαινε η σκηνή. Στη συνέχεια να σκάψουμε και να βάλουμε μεγάλες πέτρες κι από πάνω μικρότερες, για την υγρασία. Γύρω γύρω χτίσαμε ένα μικρό τοίχο. Το ίδιο και στο μέσον της σκηνής από την είσοδο ως το άλλο άκρο. Δημιουργήθηκαν έτσι δύο τμήματα που τα γεμίσαμε με κλαδιά και φύλλα και από πάνω βάλαμε τις κουβέρτες. Έπρεπε να βολευτούμε εφτά απ’ τη μια κι άλλοι εφτά απ’ την άλλη πλευρά κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, γιατί η κάθε σκηνή κανονικά ήταν για οκτώ έως δέκα άτομα.

Στη μέση της σκηνής τοποθετήσαμε το κοντάρι. Και μετά μπήξαμε ξύλινα παλούκια για να στερεώσουμε τα σκοινιά. Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν κατεβήκαμε στα μαγειρεία όπου μας δώσανε μια καραβάνα κι ένα κουτάλι. Καθίσαμε στη σειρά για να πάρουμε μια μερίδα ο καθένας φακές και μια φέτα ψωμί. Μετά κοιμηθήκαμε για πρώτη φορά κάτω από την τέντα. Έξω ο αέρας βούιζε και συγχρόνως έμπαινε από παντού, λες και κοιμόμασταν σε μια κουβέρτα πλοίου.

Χαράματα ακούστηκε η σφυρίχτρα και στη συνέχεια εμφανίστηκε ένας χωροφύλακας στο άνοιγμα της τέντας φωνάζοντας «γρήγορα έξω». Ντυθήκαμε και βγήκαμε όπως όπως και τρέξαμε στο πλάτωμα στο μέσον του Κλωβού. Μας βάλανε σε σειρές από τρεις κι αφού μας μετρήσανε, ακούσαμε το πρώτο λογύδριο του Μεράρχου – υπευθύνου για τον Κλωβό μας. Με τις καραβάνες στο χέρι τρέξαμε προς την παραλία όπου υποτίθεται ότι ήσαν τα αποχωρητήρια. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπήρχαν παρά καμιά δεκαριά τρύπες πλάι στη θάλασσα κι έπρεπε τώρα οι δυο χιλιάδες να κάτσουν στην ουρά περιμένοντας τη σειρά τους. Στη συνέχεια άλλη σειρά στα μαγειρεία για μια κουτάλα μαύρο ζουμί που το έλεγαν τσάι κι άλλη μισή φέτα ψωμί. Έτσι άρχισε η πρώτη μας μέρα στο Δ’ Τάγμα.

Πλην όμως άλλα ήταν τα σχέδια του καλού Θεού. Την επόμενη νύχτα και πριν καλά καλά ξημερώσει, άρχισε η θύελλα. Στην αρχή βροντές και αστραπές. Μετά μια βροχή, λες και ήταν ποτάμι. Και τέλος ο άνεμος που όλο ανέβαινε και αγρίευε και ‘κεί κατά το μεσημέρι δίνει μια και σηκώνει ψηλά τη σκηνή και την παίρνει λες και ήταν χαρταετός. Κοιτάμε γύρω μας. Όλες οι σκηνές των νεοφερμένων πετούσαν στον αέρα κι έφευγαν μακριά προς το βουνό. Μόνο οι παλιές κρατούσαν. Και μεις βρεθήκαμε εκτεθειμένοι στη βροχή και στο κρύο. Κολλούσαμε ο ένας πάνω στον άλλο για να ζεσταθούμε. Κι αυτό βάστηξε μέρες και νύχτες πολλές. Εν τούτοις μετά το τέλος κανείς δεν πέθανε ούτε καν αρρώστησε. Μυστήριο οι αντοχές του ανθρώπου.

Όταν κόπασε το κακό, παγωμένοι, πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι κατεβήκαμε στα μαγειρεία με την καραβάνα στο χέρι κι εκεί μας είπαν ότι δεν έχει φαΐ ούτε νερό, γιατί κόπηκαν οι συγκοινωνίες με το Λαύριο και δεν έφτασαν εφόδια… Και τότε είδα το μεγάλο για μένα κακό: Πάνω στα σύρματα που χώριζαν το στρατόπεδο απ’ τη θάλασσα, ήσαν καρφωμένα τα φύλλα με τις νότες μου. Ολόκληρη η Πρώτη Συμφωνία που είχα ολοκληρώσει στην Ικαρία, εκατοντάδες σελίδες, βρίσκονταν κρεμασμένες, σταυρωμένες θα έλεγα όπως ο Ιησούς Χριστός πληρώνοντας για τις δικές μου “αμαρτίες”… Ξεκρέμασα δυο-τρεις, όμως μάταιος ο κόπος, γιατί τις πολλές τις είχε πάρει ο άνεμος.

Έπρεπε λοιπόν να ξαναγράψω από την αρχή το έργο. Πώς όμως; Αφού δεν είχαμε ούτε σκηνή για να προφυλαχτούμε ούτε φαΐ και νερό και – το κυριότερο για την περίσταση – ούτε χαρτί κι ο άνεμος ξανάρχιζε κι η νύχτα έπεφτε απειλητική; Είπα όμως μέσα μου ότι ίσως να ήταν μια ευκαιρία για άσκηση η σύνθεση απ’ την αρχή του έργου χωρίς χαρτί και νότες, μόνο μέσα στο μυαλό να προσπαθήσω να το ξαναστήσω από την αρχή, νότα με νότα και ό,τι προκύψει. Φυσικά ύστερα απ’ τις πρώτες σελίδες, άρχισα να ξεχνώ και τότε αποφάσισα να συνεχίσω με νέες ιδέες, φτάνει να ακολουθούσα τη γενική δομή του έργου. Πρέπει να πω ότι η απόφαση αυτή με λύτρωσε.

Ήμουν λίγο αφηρημένος αλλά γενικά η συμπεριφορά μου ήταν όπως πρώτα, δηλαδή με μεγάλη προθυμία, αφοσίωση και συμμετοχή στην κοινή προσπάθεια να στήσουμε νέες σκηνές, ώστε να εξασφαλίσουμε τις στοιχειώδεις συνθήκες ζωής, δεδομένου ότι κανείς δεν γνώριζε τι μας περίμενε στο μέλλον…»

«Ζούσαμε μ’ έναν ακαθόριστο φόβο»

Παρά τον πολύ κόσμο η επιστροφή από το θέατρο, έγινε χωρίς προβλήματα, σιγά σιγά και σταθερά «Περιμέναμε το μεγάλο κακό. Δεν μπορούσαμε όμως να το προσδιορίσουμε. Έτσι μάθαμε να ζούμε μ’ αυτόν τον ακαθόριστο φόβο μέσα μας. Απ’ όλους ίσως εγώ να ήμουν ο πλέον ευνοημένος, γιατί χάρη στην εγκεφαλική άσκηση που συνέχιζα νύχτα-μέρα, δραπέτευα από την πραγματικότητα και τον φόβο. Έως ότου βρέθηκε το πρώτο χαρτί, στο οποίο χάραξα πεντάγραμμα κι έτσι η Συμφωνία στη μορφή του σπαρτίτο, δηλαδή σε δύο πεντάγραμμα, ξεκίνησε πάλι απ’ την αρχή. Μόλις οι σύντροφοί μου με είδαν να γράφω νότες, τότε άρχισαν να μου ζητούν να τους γράψω «το δικό τους τραγούδι» όπως είχα κάνει στην Ικαρία με το “Θάλασσες μας ζώνουν”.

Δεν θυμάμαι τώρα λεπτομέρειες παρά μόνο τον εαυτό μου να τραγουδώ το “Χτύπα Χτύπα” από σκηνή σε σκηνή. Πολλοί άρχισαν να το τραγουδούν μαζί μου και μια μέρα κατεβήκαμε στον A Κλωβό στη σκηνή των στρατηγών όπως τη λέγαμε κι εκεί η αυτοσχέδια χορωδία μας το τραγούδησε μπροστά στους τιμημένους στρατηγούς του ΕΛΑΣ, τον Σαράφη, τον Μάντακα και τον Αυγερόπουλο. Δεν θυμάμαι να είχα ποτέ ξανά στη ζωή μου τη συγκίνηση που ένοιωσα τότε…

Είχα τελειώσει το δεύτερο μέρος της Συμφωνίας, στο οποίο έδωσα τον τίτλο “Ελεγείο και Θρήνος στον Βασίλη Ζάννο” (παίχτηκε στα 1952 από την ΚΟΑ με μαέστρο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη), όταν στις 26 του Μάρτη, πρωί, ξεχώρισαν 300 από μας (κλάσεις 46 και 47) και μας είπαν να πάρουμε τα πράγματά μας και να πάμε στους φούρνους.

Εδώ θα κάνω μια παρένθεση για να πω ότι είχα βοηθήσει στο χτίσιμο αυτών των φούρνων, στην αρχή σαν βοηθός και στη συνέχεια σαν μάστορας, δηλαδή χτίστης. Ήταν μια δουλειά που μου άρεσε. Δεν ήταν απλή. H επιλογή της πέτρας απαιτούσε φαντασία και τέχνη. Ήταν όμως και θέμα τύχης, ανάλογα με τα υλικά που κουβαλούσαν απ’ το βουνό οι δυστυχισμένοι σύντροφοί μου… Τι να γίνει όμως; Για μια φορά βρέθηκα τυχερός και μπορώ να πω ευτυχής, γιατί πραγματικά καμάρωνα για το έργο μου.

Από ‘κεί λοιπόν, από τους φούρνους, μας βάλαν σε μια σειρά έναν-έναν και πλαισιωμένοι από χωροφύλακες σε πλήρη εξάρτυση, πήραμε το στενό και κακοτράχαλο μονοπάτι πλάι στη θάλασσα με κατεύθυνση προς το B’ Τάγμα. Λίγο πιο πριν, στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη σταματήσαμε και ‘κεί ο επικεφαλής μάς ρώτησε αν θέλουμε να κάνουμε Δήλωση Μετανοίας.

“Εκεί που σας πάμε, σας περιμένει ο θάνατος. Υπογράψτε λοιπόν από τώρα, για να γλιτώσετε τα βασανιστήρια…”.

Πράγματι εδώ και τρεις βδομάδες, κάθε νύχτα πετούσαν έναν βαριά τραυματισμένο απ’ τα μαρτύρια στο συρματόπλεγμα του στρατοπέδου με καρφιτσωμένα στα ρούχα του χαρτιά που έγραφαν “Σας περιμένουμε…”.

«Αρνιόμουν να δεχτώ αυτό που μας περίμενε»

26 Μαρτίου. Στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη, στο δρόμο για τους φούρνους της Μακρονήσου, θυμάται ο Μίκης Θεοδωράκης (στην εξιστόρηση για την «Πρώτη Συμφωνία» του), τους σταμάτησαν για να τους ρώτησαν – ο επικεφαλής – αν θα κάνουν Δήλωση Μετανοίας:

«Όταν τελείωσε ο επικεφαλής, έπεσε μεγάλη σιωπή. Εμένα η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζα ότι ακούγεται σαν τύμπανο. Ο αξιωματικός θύμωσε κι άρχισε να μας βρίζει. Μετά απευθυνόμενος στους χωροφύλακες φώναξε “Βαράτε τους”. Κι αυτοί άρχισαν να μας χτυπούν με τον υποκόπανο των όπλων τους. Εγώ με τον Ροσέτο (μετέπειτα καθηγητή στο Πολυτεχνείο) μείναμε πίσω, όπου έπεφτε το περισσότερο ξύλο, για να προφυλάξουμε τους πιο λεπτούς και αδύνατους. Ήμαστε και οι δύο ψηλοί και δυνατοί. Ντερέκια! Μπαίνοντας απ’ την πύλη στο B’ Τάγμα, παγώσαμε βλέποντας παρατεταγμένους τους φαντάρους από ‘δω κι από ‘κει. Ήταν μια φοβερή σιωπή καθώς περνάγαμε ανάμεσά τους κι όλο λέγαμε μέσα μας “τώρα θα ορμήσουν να μας κατασπαράξουν”. Όμως δεν συνέβη τίποτα. Μόνο ο αέρας βούιζε. H θάλασσα ήταν μανιασμένη και τα σύννεφα γλείφανε τα βράχια. Βγαίνοντας απ’ την άλλη πύλη, μας περίμεναν οι αλφαμίτες του A’ Τάγματος επάνω σε τζιπ. Κρατούσαν χοντρά και μακριά ρόπαλα κι άρχισαν να μας χτυπούν αλύπητα, ενώ συγχρόνως τα τζιπ έπαιρναν ταχύτητα και μας ανάγκαζαν να τρέχουμε. Βάστηξα όσο βάστηξα τρέχοντας και κουβαλώντας τον μπόγο με τα λίγα ρούχα και τα σχέδια της Πρώτης Συμφωνίας προσπαθώντας να αποφύγω τα ρόπαλα. Σε μια στιγμή δίνω μια και τον πετώ στους βράχους. Βλέπω και πάλι τις νότες να τις παίρνει ο αέρας κι άλλες να τις πηγαίνει κατά το βουνό κι άλλες κατά τη θάλασσα. Μόλις και μετά βίας τους είπα ένα βιαστικό “χαίρε” γιατί ξαφνικά είδα το φριχτό θέαμα μπροστά μου. Την χαράδρα με τους λιγοστούς βαθμοφόρους (επικεφαλής ήταν ο υπολοχαγός τότε και μετέπειτα χουντικός στρατηγός Ιωαννίδης) και γύρω-γύρω τις ορδές των εκατοντάδων βασανιστών που κράδαιναν απειλητικά ακόντια μυτερά από μπαμπού, ρόπαλα και αλυσίδες. Τότε ομολογώ ότι δεν με ενδιέφερε πια η Πρώτη Συμφωνία είτε η όποια άλλη μουσική. Ο κόσμος στον οποίο θα έμπαινα σε λίγο δεν είχε χώρο για τέτοιες πολυτέλειες. Ο νους μου αλαφιασμένος αρνιόταν να δεχτεί αυτό που μας περίμενε».

Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ , 01-09-2003 

Back To Top