skip to Main Content

του Γιώργου Αγοραστάκη

Ο Ανδρέας Κάλβος

Η ποίηση του Κάλβου ακούγεται σαν ένα μουσικό προσκλητήριο από χάλκινα όργανα. Ξυπνά την ορμή και την έξαρση, στον άνθρωπο που μπαίνει στη μάχη και που περιφρονεί το θάνατο. Εκφράζει την αποστροφή προς τους τυράννους, εκφράζει το αδούλωτο πνεύμα, την αξιοπρέπεια του ελεύθερου Άνθρωπου που αντιστέκεται και παλεύει.

Η φωνή του Κάλβου, διακηρύσσει με αυστηρότητα κι  αποφασιστικότητα, το μένος της Ελευθερίας. Μιας ελευθερίας αδιάλλακτης κι ανυποχώρητης μπροστά σε κάθε δουλικό συμβιβασμό, κι υποτακτικότητα.

Η υψηλόφρονη ποίηση του Κάβου εκφράζει ακόμα την περιφρόνηση του θανάτου, μπροστά στο αίτημα της ελευθερίας. Όλο το μεγαλείο της ποίησής του βγαίνει απ’ αυτή την ανώτατη αρετή, που κάνει ικανό τον άνθρωπο ν’ αντιμετωπίσει μ’ αλύγιστο φρόνημα όλες τις δουλείες και τις εναντιότητες της ζωής.

 

Παρακάτω παρουσιάζομε όλο το ποιητικό έργο του Ανδρέα Κάλβου, τις Ωδές του.


Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ανδρέας Κάλβος (1792 – 1869) (Βιογραφικά στοιχεία)

Η ΛΥΡΑ (1824)

Επίκληση στις Μούσες
Ωδή πρώτη: Ο Φιλόπατρις
Ωδή δευτέρα: Εις Δόξαν
Ωδή τρίτη: Εις Θάνατον
Ωδή τετάρτη: Εις τον Ιερόν Λόχον
Ωδή πέμπτη: Εις Μούσας
Ωδή έκτη: Εις Χίον
Ωδή εβδόμη: Εις Πάργαν
Ωδή ογδόη: Εις Αγαρηνούς
Ωδή ενάτη: Εις Ελευθερίαν
Ωδή δεκάτη: Ο Ωκεανός

ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ (1826)

Ωδή πρώτη: Η Βρεττανική Μούσα
Ωδή δευτέρα: Εις Ψαρά
Ωδή τρίτη: Τα Ηφαίστεια
Ωδή τετάρτη: Εις Σάμον
Ωδή πέμπτη: Εις Σούλι
Ωδή έκτη: Αι Ευχαί
Ωδή εβδόμη: Το Φάσμα
Ωδή ογδόη: Εις την Νίκην
Ωδή ενάτη: Εις τον Προδότην
Ωδή δεκάτη: Ο Βωμός της Πατρίδος


Χαρακτικό του Τάσσου, από συλλογή για τα Ψαρά

Η ΛΥΡΑ

Οι πρώτες δέκα Ωδές του Ανδρέα Κάλβου εκδόθηκαν στην Γενεύη το 1824.

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΙΣ ΜΟΥΣΕΣ

Πολυτέκνου Θεάς, ω Μνημοσύνης
θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου,
και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα
κ’ ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα
των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.
Εσάς προσμένει η γη μου· εκεί τα σφάγια,
και τ’ άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα,
χιλίους ναούς· τους έκτισαν ανίκητα
της ιεράς Ελευθερίας τα χέρια.

Ήλθεν η ποθητή ώρα· στολίζουσι
την κεφαλήν σεβάσμιον της Ελλάδος
η δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων·
και σεις χρυσά, σεις αμβροσίοδμα ρόδα
του παραδείσου ελικωνίου, συμπλέξατε
σήμερον τον αγνόν στέφανον· μόνη,
αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος,
το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει
η Αρετή· αλλ’ αν η Πιερίδες
την λαμπράν της χαρίσωσιν ακτίνα,
αφθόνητος τιμάται· επαινουμένη
τους επιγείους χορούς τότε δεν φεύγει.

Ωδή πρώτη

Ο ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ

Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
τα χρυσά δώρα!

[β’-ια’]

Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια·
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
με κυριεύει.

Της Ζακύνθου τα δάση,
και τα βουνά σκιώδη,
ήκουον ποτέ σημαίνοντα
τα θεία της Αρτέμιδος
αργυρά τόξα.

Και σήμερον τα δένδρα
και τας πηγάς σεβάζονται
δροσεράς οι ποιμένες·
αυτού πλανώνται ακόμα
η Νηρηίδες.

Το κύμα ιόνιον πρώτον
εφίλησε το σώμα·
πρώτοι οι ιόνιοι Ζέφυροι
εχάιδευσαν το στήθος
της Κυθερείας.

Κι όταν το εσπέριον άστρον
ο ουρανός ανάπτη,
και πλέωσι γέμοντα έρωτος
και φωνών μουσικών
θαλάσσια ξύλα·

Φιλεί το ίδιον κύμα,
οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι,
το σώμα και το στήθος
των λαμπρών Ζακυνθίων
άνθος παρθένων.

[ιη’-κβ’]

Ας μη μού δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
εις την πατρίδα.

 

 

α’

 

 

 

ιβ’

 

 

ιγ’

 

 

ιδ’

 

 

ιε’

 

 

ις’

 

 

ιζ’

 

 

 

κγ’

Ωδή δευτέρα

ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ

Έσφαλεν ο την δόξαν
ονομάσας ματαίαν,
και τον άνδρα μαινόμενον
τον προ τοιαύτης καίοντα
θεάς την σμύρναν.

Δίδει αυτή τα πτερά·
και εις τον τραχύν, τον δύσκολον
της Αρετής, τον δρόμον
του ανθρώπου τα γόνατα
ιδού πετάουν.

Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
έτυχ’ όστις ακούει
της δόξης την παράκλησιν
και δειλιάζει.

Ποτέ, ποτέ με δάκρυα
δεν έβρεξεν εκείνος
των φίλων του το μνήμα,
ούτε το χώμα εφίλησε
των συγγενών του.

Εις τον ηγριωμένον
βαθύν ωκεανόν,
όπου φυσάει με βίαν
και οργίζεται το πνεύμα
της πικράς τύχης·

Καθ’ ημέραν κυττάζει
τους πολλούς των δυστήνων
πνιγομένων θνητών,
και ποίος ποτέ τον ήκουσε
παραπονούντα;

Θερμότατον τον πόθον
εφύτευσας της δόξης
εις την καρδίαν των τέκνων σου
ω Ελλάς, και καλείσαι
μήτηρ ηρώων.

Καθώς από το σπήλαιον
εκβάς ο λέων πληγώνει,
σκοτώνει, διασκορπίζει
τολμηρών κυνηγών
πλήθος Αράβων·

Καθώς εις τον χειμώνα
το νερόν υπερήφανον
του χειμάρρου κυλίεται,
και τα χωράφια χάνονται,
βοσκοί και ζώα·

Ή καθώς την αυγήν
εξαπλώνετ’ ο Ήλιος,
και τ’ άστρα τ’ αναρίθμητα
από το μέγαν Όλυμπον
πάντα εξαλείφει·

Ούτως τα μύρια τάγματα
έχυσεν ο Αράξης,
αλλ’ ω Ασπίς Ελλάδος,
συ επί τους Πέρσας άστραψες,
κ’ έγινον κόνις.

Περίφημοι ψυχαί
τριακοσίων Λακώνων,
ψυχαί αίπου εδοξάσατε
τον Ασωπόν και τ’ άλσος
του Μαραθώνος·

Εύφραινε με το αθάνατον
μέτρον τας Αχαΐδας
χήρας ο θείος Όμηρος,
και το πνεύμα σας άναπτε
το ίδιον μέλος.

Του καρτερού Αιακίδου
την φήμην εζηλεύσατε
(αείμνηστος, θαυμάσιος
ζήλος) και τ’ αίμα εχύσατε
δια την Ελλάδα.

Καιγώ, καιγώ το σίδηρον
γυρεύω· ποίος μού δίδει
τας βροντάς του πολέμου;
ποίος μ’ οδηγεί την σήμερον
εις τον αγώνα;

Φοβερόν, μυσαρόν
θρέμμα σκληράς Ασίας,
Οθωμανέ, τι μένεις;
τι νοείς; τι δεν φεύγεις
τον θάνατόν σου;

Έφθασ’ η ώρα· φύγε,
ανέβα την αγρίαν
αραβικήν φοράδα·
νίκησον εις το τρέξιμον
και τους ανέμους.

Επί τον Υμηττόν
εβλάστησεν η δάφνη,
φύλλον ιερόν, στολίζει
τα ηρειπωμένα λείψανα
του Παρθενώνος.

Νέοι, γυναίκες, γέροντες,
Ελληνικά θηρία,
φιλούσιν, αποσπάουσι
τους κλάδους, στεφανώνουσι
τας κεφαλάς των.

Ανέβα την αράβιον,
Οθωμανέ, φοράδα·
την φυγήν κατεγκρήμνισον·
Ελληνικά θηρία
σε κατατρέχουν.

Την λάμψιν των οργάνων
αρειμανίων ίδε·
άκουσον την βοήν
των θάνατον πνεόντων
ή ελευθερίαν.

Νοείς; – Τρέξατε, δεύτε
οι των Ελλήνων παίδες·
ήλθ’ ο καιρός της δόξης,
τους ευκλεείς προγόνους μας
ας μιμηθώμεν.

Εάν το ακονίση η δόξα,
το ξίφος κεραυνοί·
εάν η δόξα θερμώση
την ψυχήν των Ελλήνων,
ποίος την νικάει;

Τι τρέμεις; την φοράδα
κτύπα, κέντησον, φύγε,
Οθωμανέ· θηρία
μάχην πνέοντα, δόξαν,
σε κατατρέχουν.

Ω δόξα, δια τον πόθον σου
γίνονται και πατρίδος
και τιμής και γλυκείας
ελευθερίας και ύμνων
άξια τα έθνη.

 

 

α’

 

 

β’

 

 

γ’

 

 

δ’

 

 

ε’

 

 

ς’

 

 

ζ’

 

 

η’

 

 

θ’

 

 

ι’

 

 

ια’

 

 

ιβ’

 

 

ιγ’

 

 

ιδ’

 

 

ιε’

 

 

ις’

 

 

ιζ’

 

 

ιη’

 

 

ιθ’

 

 

κ’

 

 

κα’

 

 

κβ’

 

 

κγ’

 

 

κδ’

 

 

κε’

Ωδή τρίτη

ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ

Εις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Χριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος;

Όλην την Οικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας.

Εδώ σίγα· κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα·
σιγά εδώ, μη ταράξης
την ιεράν ανάπαυσιν
των τεθνημένων.

Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν·
κτυπά με βίαν· ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα.

Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη.

Και ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον·
σβησθέν λιβανιστήριον,
κερία σβηστά και κόλυβα
έχει το μνήμα.

Ω παντοδυναμότατε!
τι είναι; τι παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν μου
στέκονται η τρίχες!… λείπει
η αναπνοή μου!

Ιδού, η πλάκα σείεται…
ιδού από τα χαράγματα
του μνήματος εκβαίνει
λεπτή αναθυμίασις
κ’ εμπρός μου μένει.

Επυκνώθη· λαμβάνει
μορφήν ανθρωπικήν.
– Τι είσαι; ειπέ μου, πλάσμα,
φάντασμα του νοός μου
τεταραγμένου;

Ή ζωντανός είσ’ άνθρωπος,
και κατοικείς τους τάφους;
Χαμογελάεις;… αν άφηκας
τον άδην… ή ο παράδεισος
ειπέ μου αν σ’ έχη.

-Μη μ’ ερωτάς· το ανέκφραστον
μυστήριον του θανάτου
μην ερευνάς· τα στήθη,
τα στήθη ‘που σ’ εβύζασαν
εμπρός σου βλέπεις.

Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου,
αγαπητόν μου σπλάγχνον,
ανόμοιος είναι η μοίρα μας,
και προσπαθείς ματαίως
‘να με αγκαλιάσης.

Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε
το πάθος της καρδιάς σου.
Αν η χαρά η ανέλπιστος,
ότι με είδες, βρέχη
τους οφθαλμούς σου·

Μειδίασον, χαίρου, φίλε μου,
μάλλον· αλλ’ αν η πίκρα,
ότι τον ήλιον άφηκα,
τώρα σε κυριεύη,
παρηγορήσου.

Τι κλαίεις; την κατάστασιν
αγνοείς της ψυχής μου·
και εις τούτο το μνήμα
το σώμα μου αναπαύεται
από τους κόπους.

Ναι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· η ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
η χαραί και το μέλι
σας βασανίζουν.

Εδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα
έχομεν ύπνον.

Σεις οι δειλοί αχνύζετε,
όταν τις ψιθυρίση
τ’ όνομα του θανάτου·
αλλ’ άφευκτος ο θάνατος,
άφευκτος είναι.

Μία και μόνη είναι
η οδός, και εις τον τάφον
φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη
αμάχητον με’ χείρα
ωθεί τους ζώντας.

Υιέ μου, πνέουσαν μ’ είδες·
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως.

Το πνεύμα οπού μ’ εμψύχωνε
του Θεού ήταν φύσημα,
και εις τον Θεόν ανέβη·
γη το κορμί μου, κ’ έπεσεν
εδώ εις τον λάκκον.

Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφίνω·
πάλιν θέλω σε ιδείν,
ότε η ζωή σου λείψη,
και τότε μόνον.

Με την ευχήν μου ύπαγε·
άλλο δεν λέγω· θέλω
εις την συνείδησίν σου
τα λοιπά φανερώσειν
ύστερον… χαίρε…

Τέκνον μου, χαίρε… – Πρόσμενε
τον υιόν λυπημένον
μη παραιτήσεις. Έπεσε.
Και μένουν οι οφθαλμοί μου
εις βαθύ σκότος.

Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ’ οπού μ’ εβρέχατε
με γλυκά δάκρυα!

Και συ στόμα οπού εφίλησα
τόσαις φοραίς, με τόσην
θερμοτάτην αγάπην,
πόση άπειρος άβυσσος
μας ξεχωρίζει!

Αι, και άπειρος, ας είναι
κ’ έτι φοβερωτέρα·
εκεί μέσα ατάρακτος
θέλω εγώ συντριφθείν
γυρεύοντάς σας.

Τώρα, τώρα τα χείλη μου
δύνανται ‘να φιλήσουν
του θανάτου τα γόνατα·
‘να στέψω το κρανίον του
δύναμαι τώρα.

Πού είναι τα ρόδα; φέρετε
στεφάνους αμαράντους·
την λύραν δότε· υμνήσατε·
ο φοβερός εχθρός
έγινε φίλος·

Κείνος οπού το μέτωπον
τρυφερών γυναικών
αγκάλιασε, πώς δύναται
εις ανδρικήν καρδίαν
‘να ρίψη φόβον;

Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
είναι; τώρα οπού βλέπω
τον θάνατον με θάρρος,
εγώ κρατώ την άγκυραν
της σωτηρίας.

Εγώ τώρα εξαπλώνω
ισχυράν δεξιάν
και την άτιμον σφίγγω
πλεξίδα των τυράννων
δολιοφρόνων.

Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα
αίματος και δακρύων
καταπατώ· και καίω
της δεισιδαιμονίας
το βαρύ βάκτρον.

Επάνω εις τον βωμόν
της αληθείας, τα σφάγια
τώρα εγώ ρίπτω· μ’ άφθονα
τον λίβανον σωρεύω,
μ’ άφθονα χέρια.

Ως απ’ ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει, καιγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω.

 

 

α’

 

 

β’

 

 

γ’

 

 

δ’

 

 

ε’

 

 

ς’

 

 

ζ’

 

 

η’

 

 

θ’

 

 

ι’

 

 

ια’

 

 

ιβ’

 

 

ιγ’

 

 

ιδ’

 

 

ιε’

 

 

ις’

 

 

ιζ’

 

 

ιη’

 

 

ιθ’

 

 

κ’

 

 

κα’

 

 

κβ’

 

 

κγ’

 

 

κδ’

 

 

κε’

 

 

κς’

 

 

κζ’

 

 

κη’

 

 

κθ’

 

 

λ’

 

 

λα’

 

 

λβ’

 

 

λγ’

 

 

λδ’

 

 

λε’

Ωδή τετάρτη

ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ

Ας μη βρέξη ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίση
το χώμα το μακάριον
‘που σας σκεπάζει.

Ας το δροσίζη πάντοτε
με τ’ αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη·
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ’ άνθη.

Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα· ψυχαί ‘που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον·

Σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιάν σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.

Αλλ’ αν τις αποθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον,
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.

Αφ’ ου εις του πρώτου ανθρώπου
τους οφθαλμούς η πρόνοος
φύσις τον φόβον έχυσε,
και τας χρυσάς ελπίδας,
και την ημέραν·

Επί το μέγα πρόσωπον
της γης πολυβοτάνου,
ευθύς το ουράνιον βλέμμα
βαθυσκαφή εφανέρωσε
μνήματα μύρια.

Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ’ ολίγα τ’ άστρον
το της αθανασίας·
την εκλογήν ελεύθερον
δίδει το θείον.

Έλληνες, της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι·
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
άδοξος τάφος;

Ο Γέρων φθονερός,
και των έργων εχθρός,
και πάσης μνήμης, έρχεται·
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην·

Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης,
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται η πόλεις, χάνονται
βασίλεια, κ’ έθνη·

Αλλ’ ότε πλησιάση
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων.

Αυτού, αφ’ ου την αρχαίαν
πορφυρίδα, και σκήπτρον,
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα.

Και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν, και ειπείν· Τον ένδοξον
λόχον, τέκνα, μιμήσατε,
λόχον Ηρώων.

 

 

α’

 

 

β’

 

 

γ’

 

 

δ’

 

 

ε’

 

 

ς’

 

 

ζ’

 

 

η’

 

 

θ’

 

 

ι’

 

 

ια’

 

 

ιβ’

 

 

ιγ’

 

 

ιδ’

Ωδή πέμπτη

ΕΙΣ ΜΟΥΣΑΣ

[α’-γ’]

Χαίρετε, ω κόραι, χαίρετε
φωναί οπού τα δείπνα
των Ολυμπίων πλουτίζετε
με χορών ευφροσύνας
κ’ εύρυθμον μέλος.

[ε’-ζ’]

Ούτω υπό τους δακτύλους σας
η ελικώνιος λύρα
τρέμει, και τ’ άνθη αμάραντα
της αρετής γεμίζουσι
πάσαν καρδίαν.

[θ’-ιβ’]

Τώρα, ναι τώρα αστράψατε,
ω Μούσαι, τώρα αρπάξατε
την πτερωτήν βροντήν,
κατά σκοπόν βαρέσατε
μ’ εύστοχον χείρα.

Φυλάξατε τους ύμνους
δια τους δικαίους· μόνον
εις αυτούς την ειρήνην,
και τους χρυσούς στεφάνους
εις αυτούς δότε.

[ιε’-κς’]

Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω,
και χαίρουσα πετάει,
πετά η ψυχή μου, ακούω
των λυρών τα προοίμια,
ακούω τους ύμνους.

 

 

 

δ’

 

 

 

η’

 

 

 

ιγ’

 

 

ιδ’

 

 

 

κζ’

Ωδή έκτη

ΕΙΣ ΧΙΟΝ

[α’-γ’]

Τα γαλακτώδη μέλη
των παρθένων της Χίου
πλέον εσύ δεν ραντίζεις,
ω λαμπρόν του Αιγαίου
ιερόν ρεύμα.

Όταν τα στήθη αφίλητα,
θρίαμβος των Χαρίτων,
βράδυ και αυγήν εδρόσιζες,
εκαταφρόνεις τότε
τα ρόδα ηώα.

Τώρα χηρεύεις, τώρα
τους βαρβάρους θαλάμους
υπηρετούν, μιαίνονται
τα κάλλη των παρθένων
θεοειδέων.

[ζ’-ια’]

Στεναζούσης νυκτός
και του βαθέος άδου
τρομεραί θυγατέρες,
εσάς φωνάζω, εσάς
τας Εριννύας.

Τι ακαίρως τα βασίλεια
σκοτεινά κατοικείτε
του ύπνου; ν’ αποσπάσετε
τα δεσμά των ονείρων
τι αργοπορείτε;

Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον
των μεγάλων πτερύγων
φέρετ’, εδώ· κυττάξατε,
σκληράν σας δείχνω κι άνανδρον
καρδίαν τυράννου.

Τας λαμπάδας αυτού
τινάξατε, αυτού ρίψατε
βροχήν πεπυρωμένην,
αυτού, Εριννύες, πετάξατε
χιλίας εχίδνας.

Ο μιαρός, την μάχαιραν…
ανατριχιάζω… τρέμουσι
τα δάκτυλά μου… μίαν
προς μίαν εσύντριψα
τας χορδάς όλας.

Ω λαιμοί των αθώων
παιδιών μας, ω πλευρά
σεβάσμια των μητέρων,
γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα
αθλίως βρεγμέναι!

Εκδίκησιν ζητείτε;
η φωνή σας ηκούσθη.
Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι
τους ληστάς δεν αφίνουν
ατιμωρήτους.

[ιθ’-κε’]
 

 

 

δ’

 

 

ε’

 

 

ς’

 

 

 

ιβ’

 

 

ιγ’

 

 

ιδ’

 

 

ιε’

 

 

ις’

 

 

ιζ’

 

 

ιη’

Ωδή εβδόμη

ΕΙΣ ΠΑΡΓΑΝ

Σοβαρόν, υψηλόν
δόσε τόνον, ω Λύρα·
λάβε αστραπήν, και ήθος
λάβε νοός, υμνούμεν
ένδοξον έργον.

[β’-γ’] […] τας κλαγγάς
εις τα σύννεφα αφίνει
ο μέγας αετός
και εις τα βαθέα λαγγάδια
αφρούς και βράχους.

[ε’-ιζ’]
 

 

α’

 

 

 

δ’

Ωδή ογδόη

ΕΙΣ ΑΓΑΡΗΝΟΥΣ

Ένας Θεός και μόνος
αστράπτει από τον ύψιστον
θρόνον· και των χειρών του
επισκοπεί τα αιώνια
άπειρα έργα.

Κρέμονται υπό τους πόδας του
πάντα τα έθνη, ως κρέμεται
βροχή έτι εναέριος
εν ω κοιμώνται οι άνεμοι
της οικουμένης.

Αλλ’ η φωνή του ακούεται,
φωνή δικαιοσύνης,
και η ψυχαί των ανόμων
ως αίματος σταγόνες
πέφτουν ‘ς τον άδην.

Των οσίων τα πνεύματα
ως αργυρέα ομίχλη
τα υψηλά αναβαίνει,
και εις ποταμούς διαλύεται
φωτός και δόξης.

[ε’-ζ’]

Ποίος ποτέ του Θεού,
ποίος του Ηλίου ωμοίασεν;
διατί βωμούς, θυμίαμα
διατί ζητούν οι μύριοι
τύραννοι, κ’ ύμνους;

[θ’-κ’]

και τοιούτοι, εμπρός σας
εγώ ‘να γονατίσω! –
η γη ας σχισθή, εις το βάραθρον
η βροντή τ’ ουρανού
ας με τινάξη·

Προτού σας ατιμήσω,
ω γόνατά μου. – Ατάρακτον
έχω το βλέμμα, οπόταν
το καταβάσω εις πρόσωπον
ενός τυράννου.

Εις ωσάν ο Ήλιος
λαμπροί! – ναι, φλόγας βέβαια
βλέπω διαδημάτων,
αλλά τας δυστυχίας μας
μόνον φωτίζουν.

 

 

α’

 

 

β’

 

 

γ’

 

 

δ’

 

 

 

η’

 

 

 

κα’

 

 

κβ’

 

 

κγ’

Ωδή ενάτη

ΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ

[α’-ζ’]

Ας έλθη τότε, ας έλθη
‘να σας περικυκλώση
με σκοτεινά, βρονταία,
πεπυκνωμένα σύννεφα
η δυστυχία.

Μία δύναμις ουράνιος
εις την ψυχήν σας δίδει
πτερά ελαφρά, και υψώνεται
λαμπρόν το μέτωπόν σας
υπέρ την νύκτα.

[ι’-ιε’]
 

 

 

η’

 

 

θ’

Ωδή δεκάτη

Ο ΩΚΕΑΝΟΣ

Γη των θεών φροντίδα,
Ελλάς ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα μου,
νύκτα δουλείας σ’ εσκέπασε,
νύκτα αιώνων.

[β’-ε’]

Αλλά των μακαρίων
σταύλων ιδού τα ηώα
κάγκελλα η Ώραι ανοίγουσιν,
ιδού τα ακάμαντα άλογα
του Ηλίου εκβαίνουν.

Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τους δρόμους του αέρος
τα αμιλλητήρια πέταλα·
τους ουρανούς φωτίζουσι
λάμπουσαι η χαίται.

Τώρα εξανοίγει τ’ άνθη
εις τον δροσώδη κόλπον
της γης η αυγή· και φαίνονται
τώρα των φιλοπόνων
ανδρών τα έργα.

Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης· φεύγουσιν
όνειρα, σκότος.

[ι’]

Εις του σπηλαίου το στόμα
ιδού προβαίνει ο μέγας
λέων, τον φοβερόν
λαιμόν τετριχωμένον
βρέμων τινάζει.

Ο αετός αφίνει
τους κρημνούς υψηλούς·
κτυπάουσιν η πτέρυγες
τα νέφη, και τον Όλυμπον
η κλαγγή σχίζει.

[ιγ’-κγ’]

Αστράπτουσι τα κύματα
ως οι ουρανοί, και ανέφελος,
ξάστερος φέγγει ο ήλιος
και τα πολλά νησία
δείχνει του Αιγαίου.

Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση,
ο αλαλαγμός σηκώνεται·
άκουε των πλεόντων
το έια μάλα.

Σχισμένη υπό μυρίας
πρώρας αφρίζει η θάλασσα,
τα πτερωμένα αδράχτια
ελεύθερα εξαπλώνονται
εις τον αέρα.

[κζ’-κη’]

Ούτως, εάν την δύναμιν
ακούσουν των πτερύγων
οι αετοί, το κτύπημα
των βροντών υπερήφανοι
καταφρονούσι.

[λ’]

Χαίρετε, σεις καυχήματα
των θαυμασίων (Σπετζίας,
Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων,
όπου ποτέ δεν άραξε
φόβος κινδύνου.

Κατευοδείτε! – Ορμήσατε
τα συναγμένα πλοία,
ω ανδρείοι· σκορπίσατε
τον στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων.

Τα δειλά των εχθρών σας
πλήθη καταφρονήσατε·
την κόμην πάντα ο θρίαμβος
στέφει των υπέρ πάτρης
κινδυνευόντων.

Ω επουράνιος χείρα!
σε βλέπω κυβερνούσαν
τα τρομερά πηδάλια,
και των ηρώων η πρώραι
ιδού πετάουν.

Ιδού κροτούν, συντρίβουσι
τους πύργους θαλασσίους
εχθρών απείρων· σκάφη,
ναύτας, ιστία, κατάρτια
η φλόγα τρώγει·

Και καταπίνει η θάλασσα
τα λείψανα· την νίκην
ύψωσ’, ω λύρα· αν ήρωες
δοξάζονται, το θείον
φιλεί τους ύμνους.

Οθωμανέ υπερήφανε,
πού είσαι; νέον στόλον
φέρε, ω μωρέ, και σύναξε·
νέαν δάφνην οι Έλληνες
θέλουν αρπάξειν.

 

 

α’

 

 

 

ς’

 

 

ζ’

 

 

η’

 

 

θ’

 

 

 

ια’

 

 

ιβ’

 

 

 

κδ’

 

 

κε’

 

 

κς’

 

 

 

κθ’

 

 

 

λα’

 

 

λβ’

 

 

λγ’

 

 

λδ’

 

 

λε’

 

 

λς’

 

 

λζ’

ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ

Οι επόμενες δέκα Ωδές του Ανδρέα Κάλβου εκδόθηκαν στο Παρίσι το 1826.

Ωδή πρώτη

Η ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗ ΜΟΥΣΑ

[α’-κ’]

Αι! των θνητών η ελπίδες
ως ελαφρά διαλύονται
όνειρα βρέφους· χάνονται
ως λεπτόν βόλι εις άπειρον
βάθος πελάγου.

Ο Βύρων κείται ως κρίνος
υπό το βαθύ κάλυμμα
αθλίας νυκτός· η αιώνιος,
ω λύπη, τον εσκέπασε
μοίρα θανάτου.

[κγ’-κς’]
 

 

 

κα’

 

 

κβ’

Ωδή δευτέρα

ΕΙΣ ΨΑΡΑ

Ερατεινή, γλυκεία
θυγάτηρ, Υπερίονος,
πόσον, ω χρυσοβλέφαρος,
πόσον δεκτή και νόστιμη
φέγγεις, ω ημέρα.

[β’-ιγ’]

Ιδού τα πολυτάραχα
κύματα της θαλάσσης·
ιδού, ιδού των αμώμων
Ψαρών δικαιοτάτων
η τραχείαι πέτραι.

Αυτού καμμία κιθάρα
φθοροποιός, όχι όργια,
όχι κρότος Μαινάδων,
ούτ’ Έρωτος παιγνίδια
τον νουν συγχίζουν.

Αλλ’ ως, κατά το βράδυ
το θερινόν, ανάπτονται
ταχείαι, συχναί η ολύμπιαι
αστραπαί και θαμβώνουσι
τους οδοιπόρους·

Ούτως τα μεν θηκάρια
σωρηδόν ερριμένα
κρύπτουν την γην, τους βράχους·
ο δε σιδηροχάρμης
άφοβος Άρης

Κινεί την νήσον. Χίλια
πολέμου χάλκεα όργανα
βροντούν· εις τον αέρα
των ξίφων μύριαι γλώσσαι
λάμπουν, κλονούνται.

Μία βοή σηκώνεται,
μία μόνη επιθυμία,
και ωσάν ακτίνα ουράνιος,
ως φλόγα εις δάση ευάνεμα
καίει τας καρδίας.

“Υπέρ γονέων και τέκνων,
“υπέρ των γυναικών,
“υπέρ πατρίδος πρόκειται
“και πάσης της Ελλάδος
“όσιος αγώνας.

“Θαλπτήριον της ημέρας
“φως, δια πάντοτε χαίρε·
“και σεις οπού ευφραίνετε
“με φωνήν ηδυόνειρον
“της γης τα τέκνα.

“Χαίρετ’, ελπίδες. – Ήλθε
“της Άγαρ το υπερήφανον
“σπέρμα· επάνω εις τας όχθας
“των Ψαρών, αλαλάζον
“σφόδρα, κατέβη.

“Ω πατρίς, την εκούσιον
“δέξου θυσίαν”… – Αστράπτει. –
Σεισμός πολέμου ακούεται.
Υπό τύμβον υψήνορα
ήρωες κοιμώνται.

Επί το μέγα ερείπιον
η Ελευθερία ολόρθη
προσφέρει δύο στεφάνους·
εν’ από γήινα φύλλα,
κι άλλον απ’ άστρα.

 

 

α’

 

 

 

ιδ’

 

 

ιε’

 

 

ις’

 

 

ιζ’

 

 

ιη’

 

 

ιθ’

 

 

κ’

 

 

κα’

 

 

κβ’

 

 

κγ’

 

 

κδ’

Ωδή τρίτη

ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ

Χλωρά, μοσχοβολούντα
νησιά του Αιγαίου πελάγους,
ευτυχισμένα χώματα
όπου η χαρά κ’ η ειρήνη
πάντα εκατοίκουν·

Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν
κοράσια σας, οπ’ είχαν
ψυχήν ‘σαν φλόγα, χείλη
‘σαν δροσισμένα ρόδα,
λαιμόν ‘σαν γάλα;

[γ’-ιθ’]

Σκληρά, δειλά αναθρέμματα
της ποταπής Ασίας,
έργον ηρώων, ναι, βέβαια,
ποίος το αμφιβάλλει, υπάρχει
το τρόπαιόν σας.

Έργον ηρώων, αν σφάξητε
αδύνατα παιδία·
έργον ηρώων, αν πνίξητε
τας τρυφεράς γυναίκας
και τα γερόντια.

[κβ’-κζ’]

Είναι πολλά τα πλήθη των
και φοβερά εις την όψιν,
αλλ’ ένας Έλλην δύναται,
ένας άνδρας γενναίος
‘να τα σκορπίση.

Όποιος την δάφνην θέλει
αθάνατον της δόξης,
όποιος δάκρυα δια τ’ έθνος του
έχει, δια δε την μάχην
νουν και καρδίαν·

ας έκβη αυτός. – Να, βλέπω
ταχείαι, ως τ’ απλωμένα
πτερά των γερανών,
έρχονται δύο κατάμαυροι
τρομεραί πρώραι.

Παύει ως τόσον ο κρότος
των μουσικών οργάνων·
τ’ αγαρηνά τραγούδια
παύουν και τα υπερήφανα
βλάσφημα μέτρα.

Μόνον ακούω το φύσημα
του ανέμου, οπού περνώντας
εις τα κατάρτια ανάμεσα
και εις τα σχοινία σχισμένος
βιαίως σφυρίζει.

Μόνον ακούω την θάλασσαν,
‘που ωσάν μέγα ποτάμι
ανάμεσα εις τους βράχους
κτυπώντας μυρμυρίζει
γύρω εις τα σκάφη.

Να η κραυγαί και ο φόβος,
να η ταραχή και η σύγχυσις
από παντού σηκώνονται,
και απλώνουν πολυάριθμα
πανία ‘να φύγουν.

Στενόν, στενόν το πέλαγος
ο τρόμος κάμνει· πέφτει
ένα καράβι επάνω
εις τ’ άλλο και συντρίβονται·
πνίγονται οι ναύται.

Ω! πώς από τα μάτια μου
ταχέως εχάθη ο στόλος·
πλέον δεν ξανοίγω τώρα
παρά καπνούς και φλόγας
ουρανομήκεις.

Έξω από την θαλάσσιον
πυρκαϊάν νικήτριαι
ιδού πάλιν εκβαίνουν
σωσμέναι η δύο κατάμαυροι
θαυμάσιαι πρώραι.

Πετάουν, απομακρύνονται·
‘ς το διάστημα του αέρος
χωσμέναι, γίνονται άφαντοι· –
διαβαίνουσαι επαιάνιζον,
κ’ ήκουεν ο κόσμος.

Κανάρι! – και τα σπήλαια
της γης εβόουν, Κανάρι. –
Και των αιώνων τα όργανα
ίσως θέλει αντηχήσουν
πάντα Κανάρι.

 

 

α’

 

 

β’

 

 

 

κ’

 

 

κα’

 

 

 

κη’

 

 

κθ’

 

 

λ’

 

 

λα’

 

 

λβ’

 

 

λγ’

 

 

λδ’

 

 

λε’

 

 

λς’

 

 

λζ’

 

 

λη’

 

 

λθ’

Ωδή τετάρτη

ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ

Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.

Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ’ επνίγη
θαλασσωμένος·

Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος.-
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
φρικτόν τον τάφον.

[δ’-κγ’]

Εάν φιλοτιμούμεθα
‘να την ξαναποκτήσωμεν
μ’ ίδρωτα και με αίμα,
καλόν είναι το καύχημα
της αρχαίας δόξης.

 

 

α’

 

 

β’

 

 

γ’

 

 

 

κδ’

Ωδή πέμπτη

ΕΙΣ ΣΟΥΛΙ

Φυσάει σφοδρός ο αέρας,
και το δάσος κυμαίνεται
της Σελλαιίδος· φθάνουσι
μακράν εδώ, όπου κάθομαι,
μουσικά μέτρα.

Αφροντίστων ποιμένων
στίχοι δεν είναι, ή γάμου,
ή πανηγυριζόντων
νέων γυναικών και ανθρώπων,
μήτε ιερέων.

Άλλη λαμπρά πανήγυρις
την σήμερον εορτάζεται
εις την Ελλάδα· ο άγγελος
χορεύει του πολέμου·
δάφνας μοιράζει.

Βράχοι υψηλοί, διαβόητοι,
βουνά του τετραχώρου,
από σας καταβαίνουσι
πολλοί και δυνατοί
αδάμαστοι άνδρες.

Κάθε χέρι, κλαδί·
κάθε κεφάλι φέρνει
στέφανον· από βράχον
πηδάουν εις βράχον ψάλλοντες
πολέμιον άσμα.

“Μακράν και σκοτεινήν
“ζωήν τα παλληκάρια
“μισούν· όνομα αθάνατον
“θέλουν και τάφον έντιμον
“αντίς δια στρώμα”.

Ούτως εβόουν· συμφώνως
τ’ άρματά τους εβρόνταον
και τ’ άντρα… – Ω δεν ακούω
πλέον παρά τον άνεμον
και τους χειμάρρους –

Εσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε,
ω στρατιώτα· ειπέ μου
και ας μη σε κυνηγήση
βόλι του εχθρού, πού υπήγαν
οι σύντροφοί σου; –

“Λείπει ο καιρός. Αν έχης
“ελαφρά τα ποδάρια,
“και στήθος, ακολούθα με·
“τρέξε και συ μ’ εμένα·
“μας φεύγει η ώρα”. –

Γνωρίζω την φωνήν σου.
Οδήγει. – Οι βράχοι φεύγουσι
τώρα υπό τα πατήματα
συχνά, φεύγουν οπίσω
σπήλαια και δένδρα.

Των ποταμών πλατέα
νερά, βαθέα λαγγάδια,
έρημα μονοπάτια,
δάση, βουνά, χωράφια,
φεύγουν οπίσω.

Ιδού το Καρπενήσι·
αυτού από τα ψηλώματα,
όπου αναμένω, βλέπω
κρυπτόν στεφανωμένων
σύνταγμα ηρώων.

Και αντίκρυ τα αναθρέμματα
του Οσμάν με δίχως τάξιν,
πλην χιλιάδας, χιλιάδας
βλέπω συγκεχυμένων
πεζών και ιππέων.

Ως εις χώραν εορτάζουσαν
συντρέχει μεν ο κόσμος
πολύς, κλαγγάς δε οργάνων,
φωνάς δε ανδρών χαιρόντων
ακούεις και κρότον·

Ούτω και εις το στρατόπεδον
των βαρβάρων ακούεις
κραυγάς, τύμπανα, κτύπους·
όμως ατρέμα ο θάνατος
στέκων τους βλέπει.

Ως τόσον της ημέρας
το φως εγίνηκ’ άφαντον·
τους ουρανούς σκεπάζει
το φοβερόν σου κάλυμμα,
ιερά νύκτα.

Μητέρα φρονημάτων
υψηλών, συνεργέ
ψυχών τολμηροτάτων,
νύκτα ουρανία και σύγχρονε
δικαιοσύνης·

Συχνά από σε παιδεύονται
λαοί άφρονες, άσωτοι·
συχνά και των τυράννων
αλλάζεις την χρυσήν
ζώνην εις στάκτην.

Τώρα εδώ το πυκνότερον
σκότος σου χύσαι. Άνθρωπος
άνθρωπον ας μη βλέπη,
ας μη ‘ξανανοίγη μάτι
χείρα ωπλισμένην.

Το πνεύμα ταραγμένον
των εχθρών της πατρίδος μου
ας πλάσση φοβερούς
γίγαντας, και ας φαντάζεται
παντού μαχαίρας.

Ακούω, ακούω τον θόρυβον
ως αρχομένης μάχης·
κουφοβροντάει τοιούτως,
ότε επάνω εις τους βράχους
ρίχνεται η θάλασσα.

Δάσος βοάει τοιούτως,
οπότε από τα σύγνεφα
σκληρώς το δέρνει ο άνεμος·
ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν
εις τον αέρα.

Να, των σπαθιών ο κρότος
προδήλως τώρα ακούεται·
να, πέφτουν ως ουράνιαι
βρονταί, πολλά, απροσδόκητα
βόλια θανάτου.

Να, πανταχού σηκώνονται
ομού και των νικώντων
και των νενικημένων
η φωναί, τρομερή,
φρικτή αρμονία.

Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε
φύλακες των δικαίων,
της Σελλαιίδος σώσατε
τα τέκνα και τον Μπότσαρην
δια την Ελλάδα.

Έπαυσ’ η μάχη ολότελα,
αναχωρεί και η νύκτα·
ιδού ‘που τ’ άστρα αχνύζουσι,
και οι καθαροί λευκαίνονται
αιθέριοι κάμποι.

Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη,
περνάουν απ’ έμπροσθέν μου
των ψυχών η χιλιάδες·
τα χέρια των ακόμα
στάζουσιν αίμα.

Άνομοι, τον σταυρόν
εχθρόν επήραν· και άγγελος
τους οδηγεί· εις το πρόσωπόν
του λάμπει η καταδίκη,
ρομφαία ‘ς το χέρι.

Ιδού ανά δεκάδας,
πετάουν και των Ελλήνων
τα πνεύματα ελαφρά·
αστράπτουν ως η ακτίνες
του πρώτου ηλίου.

Φέρνει σταυρόν και βάϊα
ο πτερωμένος άγγελος
‘που τους ηγεμονεύει·
ψάλλοντες αναβαίνουσιν
υπέρ τα νέφη.

Ψυχαί μαρτύρων, χαίρετε·
την αρετήν σας άμποτε
‘να μιμηθώ εις τον κόσμον,
και ‘να φέρω την λύραν μου
με ‘σας ‘να ψάλλω.

 

 

α’

 

 

β’

 

 

γ’

 

 

δ’

 

 

ε’

 

 

ς’

 

 

ζ’

 

 

η’

 

 

θ’

 

 

ι’

 

 

ια’

 

 

ιβ’

 

 

ιγ’

 

 

ιδ’

 

 

ιε’

 

 

ις’

 

 

ιζ’

 

 

ιη’

 

 

ιθ’

 

 

κ’

 

 

κα’

 

 

κβ’

 

 

κγ’

 

 

κδ’

 

 

κε’

 

 

κς’

 

 

κζ’

 

 

κη’

 

 

κθ’

 

 

λ’

 

 

λα’

Ωδή έκτη

ΑΙ ΕΥΧΑΙ

Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
‘να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν·

‘Σ την στεριάν, ‘ς τα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
‘να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας·

Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
‘να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες·

Παρά προστάτας ‘νάχωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.

[ε’-ι’]

Ημείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
σταυρόν και αλήθειαν.

Δια ‘να θεμελιώσητε
την τυραννίαν, τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Ελλάδα.

Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλώνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους.

Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν·
εδυναμώθη τώρα,
φθάνει η ισχύς του.

Το ξίφος σφίγξατ’, Έλληνες –
τα ομμάτιά σας σηκώσατε –
ιδού – εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός
μόνος σας είναι.

Και αν ο θεός και τ’ άρματα
μας λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ‘ να χρεμετήσωσι
‘ς τον Κιθαιρώνα Τούρκων
άγριαι φοράδες,

παρά… Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι.

Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ’ ανοικτόν στόμα.

 

 

α’

 

 

β’

 

 

γ’

 

 

δ’

 

 

 

ια’

 

 

ιβ’

 

 

ιγ’

 

 

ιδ’

 

 

ιε’

 

 

ις’

 

 

ιζ’

 

 

ιη’

Ωδή εβδόμη

ΤΟ ΦΑΣΜΑ

[α’-δ’]

Βλέπω, βαθιά, μίαν σπίθα·
πλησιάζει· μεγαλώνεται·
ωσάν κύκλος αμέτρητος,
ως πέλαγος φλογώδες
εμπρός μου απλώθη.

Ελεεινά ναυάγια
πλέουσιν αυτού. Μεγάλον
κορμί. Νεοσπαραγμένον
περνάει, και ως σώμα φαίνεται
μίας βασιλίσσης.

Ω Ελλάς!… – Ιδού χιλιάδες
παιδιών έτι εις τα σπάργανα
περνάουν, κ’ εις κάθε στήθος
ένα μαχαίρι στέκεται
καταχωσμένον.

Κοράσια, ιδού, μητέρες
περνάουν. Έλαμπον πρώτα
τα πλήθη αυτών σαν άστρα·
εχαίροντο, και τ’ άρπαξε
θανάσιμη ώρα.

Έχουσι των στεφάνων τους
μαδημένα τα ρόδα,
γυμνά τ’ άσπρα βυζία τους,
μιασμένα από τα χείλη
αγρίων βαρβάρων.

Να, και οι σωροί περνάουσι
των μαχίμων ανθρώπων,
ένδοξοι ναύται, αείμνηστοι,
ανδρείοι στρατιώται
κ’ ήμερος όχλος.

Ματαίως το ακονισμένον
εγύμνωσαν σπαθί τους·
δάφνας ματαίως εμάζωξαν·
πάσαν ελπίδαν ο άνεμος
έξαφνα επήρε.

Έρημη τώρα η θάλασσα
είναι· και ιδού μακρόθεν,
ως νέφη εις τον ορίζοντα
εσπερινόν, ‘ξανοίγω
γην και νησία.

Εγκρημνισμέναι πόλεις
φαίνονται αυτού, και λείψανα
πύργων, ναών, χωρίων·
άροτρα, βάρκες και άρματα
ημελημένα.

Ζώντα δεν βλέπω· ούτ’ άφησε
καν ένα η σκληρά τύχη
επάνω εις τέτοιον θέατρον,
τ’ έθνους ‘να κλαίη την άωρον
τρισάθλιον μοίραν.

Μεγάλη, τρομερή,
με τα πτερά απλωμένα,
καθώς αετός ακίνητος,
κρέμεται ‘ς τον αέρα
‘ψηλά η Διχόνοια.

“Εγώ”, φωνάζει, “εγώ
“από τον κόσμον έσβησα
“ένα λαόν· και ταύτην
“την γην εξολοθρεύσασα
“τώρα εορτάζω”.

Ούτως ειπούσα η δύσφημος,
χύνει από δύο ποτήρια
αίμα και πορφυρίζονται
πάντες οι ουράνιοι κάμποι,
η γη και η νήσοι.

Ελύθη, ελύθη ως όνειρον
το φάσμα. Καθαρώτατος
ο αέρας καταβαίνει
και δροσίζει τα χείλη μου
και την ψυχήν μου.

Ω Ελλάς! – ω πατρίς μου!
ελπίδων γλυκυτάτων
μήτηρ! σε βλέπω ακόμα
ζώσαν και μαχομένην,
και αναλαμβάνω.

[κ’-κγ’]
 

 

 

ε’

 

 

ς’

 

 

ζ’

 

 

η’

 

 

θ’

 

 

ι’

 

 

ια’

 

 

ιβ’

 

 

ιγ’

 

 

ιδ’

 

 

ιε’

 

 

ις’

 

 

ιζ’

 

 

ιη’

 

 

ιθ’

Ωδή ογδόη

ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΙΚΗΝ

Ον, συ ‘που η φαντασία
φλογώδης των θνητών
‘σαν πτερωμένην βλέπει
παρθένον ‘ς τον αέρα,
ουράνιον έργον·

‘Σ το μέτωπόν σου πάντοτε
άσβεστος λάμπει αστέρας,
ω Νίκη, συσσωρεύονται
τριγύρω σου ματαίως
νύκτες αιώνων.

Το χέρι οπού τα πέπλα
των ουρανών κατέστρωσεν,
από σύγνεφα ολόχρυσα
εκβαίνει, και σού δείχνει
ανδρείους ανθρώπους.

Πετάεις εσύ κ’ επάνω τους
σκορπίζεις φύλλα αμάραντα·
τέρπουν αυτά τους ζώντας,
και τους γενναίως θανόντας
τέρπουν ακόμα.

[ε’-η’]

Πυκνά, πυκνά ως καλάμια
ανεμισμένα εβλέπαμεν
να κινώνται εις τους κάμπους μας
των πολεμίων μας τ’ άρματα,
κ’ έπεσαν όλα.

Πού είναι η τόσαι γλώσσαι
των ακτινοβολούντων
σπαθιών; πού είναι η χείρες
των εχθρών μας αμέτρητοι;
πού τα καυχήματα;

Πλατύς και σκοτεινός
βαθύς έχασκεν κι άφευκτος
ο άδης υποκάτω τους·
εβούλιασαν, εχάθησαν,
εκλείσθη ο τάφος.

[ιβ’-κα’]
 

 

α’

 

 

β’

 

 

γ’

 

 

δ’

 

 

 

θ’

 

 

ι’

 

 

ια’

Ωδή ενάτη

ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗΝ

Εγύρισε ταις πλάταις του·
φεύγει, φεύγει ο προδότης·
αλαμπή σέρνει τ’ άρματα
φαρμακερά, το στήθος του
έγινεν άδης.

Τον σταυρόν και τους Έλληνας
άφησ’ οπίσω, εξάπλωσεν
αδελφικώς την χείρα του
‘ς τους Τούρκους, κ’ επροσκύνησε
βάρβαρον νόμον.

Τον συντροφεύει ολόμαυρον
μέγα εναέριον σύγνεφον·
κρέμεται ακόμα ατίνακτον
αστροπελέκι επάνω του,
κι άγρυπνος μοίρα.

Ω Βαρνακιώτη· τρέχεις,
και ο κτύπος των ποδών σου
αντιβομβεί, ωσάν ‘νάτρεχες
επί τον κούφιον θόλον
βαθείας αβύσσου.

Αν κοπιασμένος πέσης
‘ν’ αναπαυθής ‘ς τα χόρτα,
η τιμωρός συνείδησις
με’ σε πλαγιάζει αλλάζουσα
τα χόρτα εις δράκοντας.

Το φως εσύ αποφεύγεις
της ημέρας, φοβούμενος
μήπως των προδομένων
ανθρώπων σε ‘ξανανοίξουσιν
η μακραί σπάθαι.

Κράζεις την νύκτα, κ’ έρχεται·
αλλά εις το σκότος μέσα
τυλιγμένους φαντάζεσαι
εχθρούς αρματωμένους,
και ως άφρων μένεις.

Αν μαυροφορεμένης
χήρας, αν βρέφους θρήνον
ορφανικόν ακούσης,
τρέμεις, και το ποτήρι σου
πέφτει σχισμένον.

Αν της χαράς τον γέλωτα
ιδής εις φιλικόν
δείπνον περιπετώμενον,
απ’ ίδρωτα θανάτου
στάζουν τα φρύδια σου.

Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες,
προδότα Βαρνακιώτη!
και τι έλπιζες; το θείον
δια τους ομοίους σου τέτοια
δώρα ετοιμάζει.

Αν ήθελες χρυσάφι –
πολύν εις τας βαρβάρους
αγαρηνάς σκηνάς
με’ το σπαθί εις το χέρι
εύρισκες πλούτον.

Πληγωμένος απ’ ύβριν
Ελληνικών στομάτων
αν ήθελες εκδίκησιν –
η καλητέρα εκδίκησις
είναι η συμπάθεια.

Μέγα, λαμπρόν εάν ήθελες
όνομα, και περνώντας
εσύ κάθε οφθαλμός
με’ θαυμασμόν ‘να στρέφεται
παρατηρώντας σε –

Σφαλερόν δρόμον, άθλιε,
εδιάλεξας· οι Έλληνες
‘που επρόδωσας θαυμάζονται
από την οικουμένην
κ’ ήρωες καλούνται.

Και καταφρονημένος
ο Βαρνακιώτης έγινε.-
Γύρευε από την μοίραν σου
κρυπτόν ‘να σου χαρίση
τάφον εις όλους.

 

 

α’

 

 

β’

 

 

γ’

 

 

δ’

 

 

ε’

 

 

ς’

 

 

ζ’

 

 

η’

 

 

θ’

 

 

ι’

 

 

ια’

 

 

ιβ’

 

 

ιγ’

 

 

ιδ’

 

 

ιε’

 

Ωδή δεκάτη

Ο ΒΩΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ

Τρέξατε, αδέλφια, τρέξατε,
ψυχαί θερμαί, γενναίαι·
εις τον βωμόν τριγύρω
της πατρίδος αστράπτοντα
τρέξατε πάντες.

Ας παύσωσ’ η διχόνοιαι
που ρίχνουσι τα έθνη
τυφλά, υπό τα σκληρότατα
νύχια των αγρύπνων
δολίων τυράννων.

Τρέξατ’ εδώ· συμφώνως
τους χορούς ας συμπλέξωμεν,
προσφέρων ο καθένας
λαμπράν θυσίαν, πολύτιμον
εις την πατρίδα.

Εδώ ας καθιερώσωμεν
τα πάθη μας προθύμως·
τ’ άρματα ημείς αδράξαμεν
μόνον δια ‘να πληγώσωμεν
του Οσμάν τα στήθη.

Εδώ πάντα τα πλούτη μας
ας χύσωμεν· εν όσω
γυμνόν σπαθί βαστούμεν,
μας φθάνουσι τα φύλλα
τίμια της δάφνης.

Κ’ ύστερ’, αφ’ ού συντρίψωμεν
τον έχθιστον ζυγόν,
άλλα όχι αβέβαια πλούτη
θέλει μας δώσει πάλιν
η ελευθερία.

[ζ’-η’]

Πάντα όσα εις την καρδίαν μας
είναι ακριβή, δεν πρέπουσιν
εις άνδρας ‘που τρομάζουν
έμπροσθεν εις ανόητον
βάρβαρον σκήπτρον.

Ούτε η ζωή δεν πρέπει.
Τρέξατε, αδέλφια, τρέξατε·
συμμέτρως εχορεύσαμεν,
σύμμετρα ας αποθάνωμεν
δια την πατρίδα.

 

 

α’

 

 

β’

 

 

γ’

 

 

δ’

 

 

ε’

 

 

ς’

 

 

 

θ’

 

 

ι’


ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ, εδώ η ποίηση του Κάλβου σε pdf:> Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί

Back To Top