
του Γιώργου Αγοραστάκη

Η ποίηση του Κάλβου ακούγεται σαν ένα μουσικό προσκλητήριο από χάλκινα όργανα. Ξυπνά την ορμή και την έξαρση, στον άνθρωπο που μπαίνει στη μάχη και που περιφρονεί το θάνατο. Εκφράζει την αποστροφή προς τους τυράννους, εκφράζει το αδούλωτο πνεύμα, την αξιοπρέπεια του ελεύθερου Άνθρωπου που αντιστέκεται και παλεύει.
Η φωνή του Κάλβου, διακηρύσσει με αυστηρότητα κι αποφασιστικότητα, το μένος της Ελευθερίας. Μιας ελευθερίας αδιάλλακτης κι ανυποχώρητης μπροστά σε κάθε δουλικό συμβιβασμό, κι υποτακτικότητα.
Η υψηλόφρονη ποίηση του Κάβου εκφράζει ακόμα την περιφρόνηση του θανάτου, μπροστά στο αίτημα της ελευθερίας. Όλο το μεγαλείο της ποίησής του βγαίνει απ’ αυτή την ανώτατη αρετή, που κάνει ικανό τον άνθρωπο ν’ αντιμετωπίσει μ’ αλύγιστο φρόνημα όλες τις δουλείες και τις εναντιότητες της ζωής.
Παρακάτω παρουσιάζομε όλο το ποιητικό έργο του Ανδρέα Κάλβου, τις Ωδές του.
Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ανδρέας Κάλβος (1792 – 1869) (Βιογραφικά στοιχεία)
Η ΛΥΡΑ (1824)
Επίκληση στις Μούσες
Ωδή πρώτη: Ο Φιλόπατρις
Ωδή δευτέρα: Εις Δόξαν
Ωδή τρίτη: Εις Θάνατον
Ωδή τετάρτη: Εις τον Ιερόν Λόχον
Ωδή πέμπτη: Εις Μούσας
Ωδή έκτη: Εις Χίον
Ωδή εβδόμη: Εις Πάργαν
Ωδή ογδόη: Εις Αγαρηνούς
Ωδή ενάτη: Εις Ελευθερίαν
Ωδή δεκάτη: Ο Ωκεανός
ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ (1826)
Ωδή πρώτη: Η Βρεττανική Μούσα
Ωδή δευτέρα: Εις Ψαρά
Ωδή τρίτη: Τα Ηφαίστεια
Ωδή τετάρτη: Εις Σάμον
Ωδή πέμπτη: Εις Σούλι
Ωδή έκτη: Αι Ευχαί
Ωδή εβδόμη: Το Φάσμα
Ωδή ογδόη: Εις την Νίκην
Ωδή ενάτη: Εις τον Προδότην
Ωδή δεκάτη: Ο Βωμός της Πατρίδος

Η ΛΥΡΑ
Οι πρώτες δέκα Ωδές του Ανδρέα Κάλβου εκδόθηκαν στην Γενεύη το 1824.
ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΙΣ ΜΟΥΣΕΣ
Πολυτέκνου Θεάς, ω Μνημοσύνης Ήλθεν η ποθητή ώρα· στολίζουσι |
Ωδή πρώτη
Ο ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ Ω φιλτάτη πατρίς, Χαίρε Αυσονία, χαίρε Της Ζακύνθου τα δάση, Και σήμερον τα δένδρα Το κύμα ιόνιον πρώτον Κι όταν το εσπέριον άστρον Φιλεί το ίδιον κύμα, Ας μη μού δώση η μοίρα μου |
α’
ιβ’
ιγ’
ιδ’
ιε’
ις’
ιζ’
κγ’ |
Ωδή δευτέρα
ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ Έσφαλεν ο την δόξαν Δίδει αυτή τα πτερά· Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον, Ποτέ, ποτέ με δάκρυα Εις τον ηγριωμένον Καθ’ ημέραν κυττάζει Θερμότατον τον πόθον Καθώς από το σπήλαιον Καθώς εις τον χειμώνα Ή καθώς την αυγήν Ούτως τα μύρια τάγματα Περίφημοι ψυχαί Εύφραινε με το αθάνατον Του καρτερού Αιακίδου Καιγώ, καιγώ το σίδηρον Φοβερόν, μυσαρόν Έφθασ’ η ώρα· φύγε, Επί τον Υμηττόν Νέοι, γυναίκες, γέροντες, Ανέβα την αράβιον, Την λάμψιν των οργάνων Νοείς; – Τρέξατε, δεύτε Εάν το ακονίση η δόξα, Τι τρέμεις; την φοράδα Ω δόξα, δια τον πόθον σου |
α’
β’
γ’
δ’
ε’
ς’
ζ’
η’
θ’
ι’
ια’
ιβ’
ιγ’
ιδ’
ιε’
ις’
ιζ’
ιη’
ιθ’
κ’
κα’
κβ’
κγ’
κδ’
κε’ |
Ωδή τρίτη
ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ Εις τούτον τον ναόν, Όλην την Οικουμένην Εδώ σίγα· κοιμώνται Ακούω του λυσσώντος Από τον ουρανόν, Και ένα κρύον φωτίζει Ω παντοδυναμότατε! Ιδού, η πλάκα σείεται… Επυκνώθη· λαμβάνει Ή ζωντανός είσ’ άνθρωπος, -Μη μ’ ερωτάς· το ανέκφραστον Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου, Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε Μειδίασον, χαίρου, φίλε μου, Τι κλαίεις; την κατάστασιν Ναι, κόπος ανυπόφερτος Εδώ ημείς οι νεκροί Σεις οι δειλοί αχνύζετε, Μία και μόνη είναι Υιέ μου, πνέουσαν μ’ είδες· Το πνεύμα οπού μ’ εμψύχωνε Αλλά το φέγγος χάνεται Με την ευχήν μου ύπαγε· Τέκνον μου, χαίρε… – Πρόσμενε Ω φωνή, ω μητέρα, Και συ στόμα οπού εφίλησα Αι, και άπειρος, ας είναι Τώρα, τώρα τα χείλη μου Πού είναι τα ρόδα; φέρετε Κείνος οπού το μέτωπον Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον Εγώ τώρα εξαπλώνω Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα Επάνω εις τον βωμόν Ως απ’ ένα βουνόν |
α’
β’
γ’
δ’
ε’
ς’
ζ’
η’
θ’
ι’
ια’
ιβ’
ιγ’
ιδ’
ιε’
ις’
ιζ’
ιη’
ιθ’
κ’
κα’
κβ’
κγ’
κδ’
κε’
κς’
κζ’
κη’
κθ’
λ’
λα’
λβ’
λγ’
λδ’
λε’ |
Ωδή τετάρτη
ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ Ας μη βρέξη ποτέ Ας το δροσίζη πάντοτε Ω γνήσια της Ελλάδος Σας άρπαξεν η τύχη Αλλ’ αν τις αποθάνη Αφ’ ου εις του πρώτου ανθρώπου Επί το μέγα πρόσωπον Πολλά μεν σκοτεινά· Έλληνες, της πατρίδος Ο Γέρων φθονερός, Από την στάμναν χύνει Αλλ’ ότε πλησιάση Αυτού, αφ’ ου την αρχαίαν Και δακρυχέουσα θέλει |
α’
β’
γ’
δ’
ε’
ς’
ζ’
η’
θ’
ι’
ια’
ιβ’
ιγ’
ιδ’ |
Ωδή πέμπτη
ΕΙΣ ΜΟΥΣΑΣ [α’-γ’]Χαίρετε, ω κόραι, χαίρετε Ούτω υπό τους δακτύλους σας Τώρα, ναι τώρα αστράψατε, Φυλάξατε τους ύμνους Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω, |
δ’
η’
ιγ’
ιδ’
κζ’ |
Ωδή έκτη
ΕΙΣ ΧΙΟΝ [α’-γ’]Τα γαλακτώδη μέλη Όταν τα στήθη αφίλητα, Τώρα χηρεύεις, τώρα Στεναζούσης νυκτός Τι ακαίρως τα βασίλεια Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον Τας λαμπάδας αυτού Ο μιαρός, την μάχαιραν… Ω λαιμοί των αθώων Εκδίκησιν ζητείτε; |
δ’
ε’
ς’
ιβ’
ιγ’
ιδ’
ιε’
ις’
ιζ’
ιη’ |
Ωδή εβδόμη
ΕΙΣ ΠΑΡΓΑΝ Σοβαρόν, υψηλόν εις τα σύννεφα αφίνει ο μέγας αετός και εις τα βαθέα λαγγάδια αφρούς και βράχους. [ε’-ιζ’] |
α’
δ’ |
Ωδή ογδόη
ΕΙΣ ΑΓΑΡΗΝΟΥΣ Ένας Θεός και μόνος Κρέμονται υπό τους πόδας του Αλλ’ η φωνή του ακούεται, Των οσίων τα πνεύματα Ποίος ποτέ του Θεού, και τοιούτοι, εμπρός σας Προτού σας ατιμήσω, Εις ωσάν ο Ήλιος |
α’
β’
γ’
δ’
η’
κα’
κβ’
κγ’ |
Ωδή ενάτη
ΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ [α’-ζ’]Ας έλθη τότε, ας έλθη Μία δύναμις ουράνιος |
η’
θ’ |
Ωδή δεκάτη
Ο ΩΚΕΑΝΟΣ Γη των θεών φροντίδα, Αλλά των μακαρίων Χρυσά, φλογώδη, καίουσι Τώρα εξανοίγει τ’ άνθη Τα μυρισμένα χείλη Εις του σπηλαίου το στόμα Ο αετός αφίνει Αστράπτουσι τα κύματα Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος Σχισμένη υπό μυρίας Ούτως, εάν την δύναμιν Χαίρετε, σεις καυχήματα Κατευοδείτε! – Ορμήσατε Τα δειλά των εχθρών σας Ω επουράνιος χείρα! Ιδού κροτούν, συντρίβουσι Και καταπίνει η θάλασσα Οθωμανέ υπερήφανε, |
α’
ς’
ζ’
η’
θ’
ια’
ιβ’
κδ’
κε’
κς’
κθ’
λα’
λβ’
λγ’
λδ’
λε’
λς’
λζ’ |
ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ
Οι επόμενες δέκα Ωδές του Ανδρέα Κάλβου εκδόθηκαν στο Παρίσι το 1826.
Ωδή πρώτη
Η ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗ ΜΟΥΣΑ [α’-κ’]Αι! των θνητών η ελπίδες Ο Βύρων κείται ως κρίνος |
κα’
κβ’ |
Ωδή δευτέρα
ΕΙΣ ΨΑΡΑ Ερατεινή, γλυκεία Ιδού τα πολυτάραχα Αυτού καμμία κιθάρα Αλλ’ ως, κατά το βράδυ Ούτως τα μεν θηκάρια Κινεί την νήσον. Χίλια Μία βοή σηκώνεται, “Υπέρ γονέων και τέκνων, “Θαλπτήριον της ημέρας “Χαίρετ’, ελπίδες. – Ήλθε “Ω πατρίς, την εκούσιον Επί το μέγα ερείπιον |
α’
ιδ’
ιε’
ις’
ιζ’
ιη’
ιθ’
κ’
κα’
κβ’
κγ’
κδ’ |
Ωδή τρίτη
ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ Χλωρά, μοσχοβολούντα Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν Σκληρά, δειλά αναθρέμματα Έργον ηρώων, αν σφάξητε Είναι πολλά τα πλήθη των Όποιος την δάφνην θέλει ας έκβη αυτός. – Να, βλέπω Παύει ως τόσον ο κρότος Μόνον ακούω το φύσημα Μόνον ακούω την θάλασσαν, Να η κραυγαί και ο φόβος, Στενόν, στενόν το πέλαγος Ω! πώς από τα μάτια μου Έξω από την θαλάσσιον Πετάουν, απομακρύνονται· Κανάρι! – και τα σπήλαια |
α’
β’
κ’
κα’
κη’
κθ’
λ’
λα’
λβ’
λγ’
λδ’
λε’
λς’
λζ’
λη’
λθ’ |
Ωδή τετάρτη
ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ Όσοι το χάλκεον χέρι Αυτή (και ο μύθος κρύπτει Αφ’ υψηλά όμως έπεσε, Εάν φιλοτιμούμεθα |
α’
β’
γ’
κδ’ |
Ωδή πέμπτη
ΕΙΣ ΣΟΥΛΙ Φυσάει σφοδρός ο αέρας, Αφροντίστων ποιμένων Άλλη λαμπρά πανήγυρις Βράχοι υψηλοί, διαβόητοι, Κάθε χέρι, κλαδί· “Μακράν και σκοτεινήν Ούτως εβόουν· συμφώνως Εσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε, “Λείπει ο καιρός. Αν έχης Γνωρίζω την φωνήν σου. Των ποταμών πλατέα Ιδού το Καρπενήσι· Και αντίκρυ τα αναθρέμματα Ως εις χώραν εορτάζουσαν Ούτω και εις το στρατόπεδον Ως τόσον της ημέρας Μητέρα φρονημάτων Συχνά από σε παιδεύονται Τώρα εδώ το πυκνότερον Το πνεύμα ταραγμένον Ακούω, ακούω τον θόρυβον Δάσος βοάει τοιούτως, Να, των σπαθιών ο κρότος Να, πανταχού σηκώνονται Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε Έπαυσ’ η μάχη ολότελα, Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη, Άνομοι, τον σταυρόν Ιδού ανά δεκάδας, Φέρνει σταυρόν και βάϊα Ψυχαί μαρτύρων, χαίρετε· |
α’
β’
γ’
δ’
ε’
ς’
ζ’
η’
θ’
ι’
ια’
ιβ’
ιγ’
ιδ’
ιε’
ις’
ιζ’
ιη’
ιθ’
κ’
κα’
κβ’
κγ’
κδ’
κε’
κς’
κζ’
κη’
κθ’
λ’
λα’ |
Ωδή έκτη
ΑΙ ΕΥΧΑΙ Της θαλάσσης καλήτερα ‘Σ την στεριάν, ‘ς τα νησία Καλήτερα, καλήτερα Παρά προστάτας ‘νάχωμεν. Ημείς δια τον σταυρόν Δια ‘να θεμελιώσητε Και τώρα εις προστασίαν μας Όταν το δένδρον νέον Το ξίφος σφίγξατ’, Έλληνες – Και αν ο θεός και τ’ άρματα παρά… Αι, όσον είναι Δεν με θαμβώνει πάθος |
α’
β’
γ’
δ’
ια’
ιβ’
ιγ’
ιδ’
ιε’
ις’
ιζ’
ιη’ |
Ωδή εβδόμη
ΤΟ ΦΑΣΜΑ [α’-δ’]Βλέπω, βαθιά, μίαν σπίθα· Ελεεινά ναυάγια Ω Ελλάς!… – Ιδού χιλιάδες Κοράσια, ιδού, μητέρες Έχουσι των στεφάνων τους Να, και οι σωροί περνάουσι Ματαίως το ακονισμένον Έρημη τώρα η θάλασσα Εγκρημνισμέναι πόλεις Ζώντα δεν βλέπω· ούτ’ άφησε Μεγάλη, τρομερή, “Εγώ”, φωνάζει, “εγώ Ούτως ειπούσα η δύσφημος, Ελύθη, ελύθη ως όνειρον Ω Ελλάς! – ω πατρίς μου! |
ε’
ς’
ζ’
η’
θ’
ι’
ια’
ιβ’
ιγ’
ιδ’
ιε’
ις’
ιζ’
ιη’
ιθ’ |
Ωδή ογδόη
ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΙΚΗΝ Ον, συ ‘που η φαντασία ‘Σ το μέτωπόν σου πάντοτε Το χέρι οπού τα πέπλα Πετάεις εσύ κ’ επάνω τους Πυκνά, πυκνά ως καλάμια Πού είναι η τόσαι γλώσσαι Πλατύς και σκοτεινός |
α’
β’
γ’
δ’
θ’
ι’
ια’ |
Ωδή ενάτη
ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗΝ Εγύρισε ταις πλάταις του· Τον σταυρόν και τους Έλληνας Τον συντροφεύει ολόμαυρον Ω Βαρνακιώτη· τρέχεις, Αν κοπιασμένος πέσης Το φως εσύ αποφεύγεις Κράζεις την νύκτα, κ’ έρχεται· Αν μαυροφορεμένης Αν της χαράς τον γέλωτα Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες, Αν ήθελες χρυσάφι – Πληγωμένος απ’ ύβριν Μέγα, λαμπρόν εάν ήθελες Σφαλερόν δρόμον, άθλιε, Και καταφρονημένος |
α’
β’
γ’
δ’
ε’
ς’
ζ’
η’
θ’
ι’
ια’
ιβ’
ιγ’
ιδ’
ιε’ |
Ωδή δεκάτη
Ο ΒΩΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ Τρέξατε, αδέλφια, τρέξατε, Ας παύσωσ’ η διχόνοιαι Τρέξατ’ εδώ· συμφώνως Εδώ ας καθιερώσωμεν Εδώ πάντα τα πλούτη μας Κ’ ύστερ’, αφ’ ού συντρίψωμεν Πάντα όσα εις την καρδίαν μας Ούτε η ζωή δεν πρέπει. |
α’
β’
γ’
δ’
ε’
ς’
θ’
ι’ |
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ, εδώ η ποίηση του Κάλβου σε pdf:> Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί