skip to Main Content

Γράφει ο  Στέλιος Κούλογλου στο TVXS 11 Φεβ. 2021

Αντώνης Καλογιάννης, ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Σεμνός σαν την καταγωγή του, γλυκός σαν τη φωνή του. Η ζωή του μοιάζει με μυθιστόρημα, απ’ αυτά που μόνο η ταραγμένη ιστορία του τόπου και της αριστεράς μπορούσε να γράψει. Από φτωχός τσαγκάρης, ο Καλογιάννης θα βρεθεί ξαφνικά, χάρις στο μαγικό ραβδί  της τύχης -και της ιστορίας- να μεσουρανεί  στην ελληνική αλλά και τη διεθνή σκηνή.

Στο διαμέρισμά του στην Καισαριανή, την οποία αγάπησε βαθιά και ποτέ δεν πρόδωσε, μου είχε διηγηθεί σε συνέχειες τη ζωή του, για τις ανάγκες μιας σειράς ντοκιμαντέρ («Η άγνωστή αντίσταση κατά της χούντας») και του βιβλίου μου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση». Μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω το μικρό απόσπασμα που ακολουθεί, από τη μεγάλη περιπέτεια. Όλα ξεκίνησαν όταν το 1966  ο Γιάννης Πουλόπουλος, μετά από πιέσεις της Ασφάλειας , αποφάσισε την τελευταία στιγμή να μην πάρει μέρος στην περιοδεία του Μίκη Θεοδωράκη στη Σοβιετική Ένωση:

«Η Καισαριανή, όπως οι περισσότερες ανατολικές συνοικίες, ήταν μια συνοικία από εργάτες, πρόσφυγες. Υπέροχοι άνθρωποι και σαφώς δημοκρατικοί. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ ανδρώθηκε ένα έντονο αντιφασιστικό κίνημα. Αποτέλεσμα ήταν να εκτελεστούν παιδιά, τα καλύτερα παιδιά της γειτονιάς και η σκιά του Σκοπευτηρίου να βαραίνει πάνω μας. Αυτή είναι η Καισαριανή. Φτωχομάνα, συνοικία, με έντιμους ανθρώπους.

Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ακόμα πώς βρέθηκα εγώ στον χώρο του τραγουδιού. Δεν είχα εγώ καμία σχέση με όλα αυτά. Εμείς είχαμε την παρέα μας, έφηβοι, γκομενιάρηδες. Γυρνούσαμε τα Σάββατα σε καμιά ταβερνούλα, εδώ στη Καισαριανή ή στο Παγκράτι.

Πηγαίναμε πέντε-έξι αγόρια τότε αλλά δεν είχαμε λεφτά. Όμως, πονηρά φερόμενοι, δεν λέγαμε «δε θα πάρουμε φαγητό» αλλά λέγαμε ότι «θ’ αρχίσουμε με κρασάκι και κανένα φρουτάκι. Και μετά με τις κιθάρες θα κάνουμε τον κόσμο να τραγουδήσει μαζί μας». Αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι μετά το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο τραγούδι, ερχόντουσαν οι μεζέδες δωρεάν. «Κέρασε τα παιδιά».

Ώσπου λοιπόν στην ορχήστρα αυτή – ποια ορχήστρα δηλαδή; – ήρθε και προσετέθη άλλος ένας, ο οποίος δε τραγουδούσε, μόνο έβριζε. Αυτός ήταν ο Κώστας Βάρναλης. Κι όταν λέγαμε τους «Μοιραίους», μας διόρθωνε τις λέξεις, μας έκοβε, εάν έκανα εγώ κανένα λάθος, «Μεσ’ την υπόγεια την ταβέρνα, μεσ’ τους καπνούς και ..», μου λέει, «Δεν είναι ‘στους καπνούς’. Είναι μεσ’ σε καπνούς». Ή όταν έλεγα «και κάποιος φτυούσε καταγής», σταμάταγε. «Δεν είναι έτσι, έτσι πέστα». .

Εγώ εργαζόμουν σ’ ένα υπόγειο εργοστάσιο υποδημάτων, στη Δεξαμενή, στο Κολωνάκι. Καθόμασταν στον πάγκο που δουλεύαμε, και ήμασταν από τραγούδι σε τραγούδι. Περνούσε, λοιπόν, μια μέρα πάνω απ’ το υπόγειο ο Μίκης, κατέβηκε και μας άκουσε που τραγουδούσαμε. «Ποιος τραγουδάει;» «Αυτός».

Μου λέει, «Άκου να σου πω, εμείς φεύγουμε για τη Σοβιετική Ένωση, με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Πουλόπουλο, για τριάντα συναυλίες, την άλλη βδομάδα. Όταν γυρίσουμε, θέλω να βρεθούμε. Μ’ αρέσει έτσι όπως τραγουδάς, άτσαλα, θέλω να μου κάνεις τα ‘Γράμματα απ’ τη Γερμανία’, του Φώντα Λάδη». «Ο Μήτσος απ’ τα Φάρσαλα» και όλα αυτά τα τραγούδια τότε. Εγώ του λέω, «εντάξει, δεν έχω καμία αντίρρηση». «Πού μένεις;», «Καισαριανή». «Πώς σε λένε;», «Αντώνη».

Δεν λέω «Καλογιάννης». Εγώ νόμιζα ότι ώσπου να γυρίσουν θα είχε ξεχαστεί η συνάντηση. Αλλά την άλλη μέρα το πρωί, όπως κοιμόμουν εγώ -πέντε η ώρα ήταν… πολύ πρωί- ο Μίκης με τον Διδίλη (διευθυντής ορχήστρας του Θεοδωράκη-ΣΣ) είχαν βγει παγανιά, γιατί ο Γιάννης Πουλόπουλος -δεν ξέρω για ποιους λόγους- είχε αθετήσει την υπόσχεσή του ότι θα πάει στη Σοβιετική Ένωση και αυτοί έψαχναν μέσα στα μεσάνυχτα να βρουν τον Αντώνη τον τσαγκάρη απ’ τη Καισαριανή. Με βρήκαν τελικά. Πετάχτηκα πάνω να δω τι συμβαίνει. O Μίκης και ο Διδίλης στο σπίτι μου!

Μου λέει ραντεβού για πρόβα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Του λέω, «εγώ θέλω να πάω στο εργοστάσιο». «Ποιο εργοστάσιο;» λέει, «τι είναι αυτά που λες τώρα;» Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ήταν η ορχήστρα του Μίκη επάνω, – Διδίλης, Καρνέζης, Παπαδόπουλος, Παπαγγελίδης, Πέτσας – και ανέβαιναν διάφορα παιδιά και τραγουδούσαν. Εγώ κρύφτηκα, πίσω από μια κολόνα.

Κάποια στιγμή φωνάζει ο Μίκης, «Ο Αντώνης απ’ τη Καισαριανή ήρθε;». Ήταν περιττό να κρύβομαι και βγαίνω και λέω, «ήρθα». Ανεβαίνω επάνω στο πάλκο, τραγουδώ το πρώτο τραγούδι. «Ποια τραγούδια ξέρεις;», μου λέει. Εγώ τα ήξερα όλα. Όλα. Γιατί πήγαινα στις συναυλίες του Μίκη και είχα μάθει τα τραγούδια. Ήμουν θαυμαστής του μεγάλου Μπιθικώτση. Ανέβηκα επάνω. Είπα τους «Μοιραίους» του Βάρναλη. Είπα την «Μπαλάντα του Αντρίκου». Ήταν τα δυο πρώτα μου τραγούδια που είπα μπροστά σε μικρόφωνο.

Ο Μίκης, λοιπόν, καθόταν στη μέση της αίθουσας, το πάλκο απέναντι, και άκουγε. Από εκεί και πέρα άρχισε, «ξέρεις κι αυτό, ξέρεις κι εκείνο;». Κάποια στιγμή, μετά το τρίτο, πέμπτο τραγούδι, φεύγει απ’ τη θέση του και έρχεται πιο μπροστά. Συνεχίζω εγώ. Μου λέει «Από τη ‘Ρωμιοσύνη’ ξέρεις κάτι;» «Πώς δεν την ξέρω;». «Ξέρεις τη ‘Ρωμιοσύνη’; Αυτό δεν είναι ένα τραγούδι, χασάπικο ή ζεϊμπέκικο κ.λπ.». «Το ξέρω», του λέω. Αρχίζω, λοιπόν, και τραγουδάω. Τότε, ο Μίκης φεύγει, ανεβαίνει επάνω στο πάλκο και αρχίζει πλέον να με διευθύνει.

Αφού τελειώσαμε, μου λέει, «διαβατήριο έχεις;», Λέω, «τι είναι αυτό το διαβατήριο;» Εμένα η διαδρομή μου ήταν Καισαριανή – Ομόνοια. Το πιο μακρύ ταξίδι μου αυτό ήταν. Άντε μέχρι τον Πειραιά, που πήγαινα παιδί για να βλέπω τα πλοία ή τους σταθμούς των τρένων.

Έτσι, λοιπόν τρέχουν να μου βγάλουν διαβατήριο και βρίσκομαι, το Νοέμβρη του 1966 σ’ ένα πλοίο, το «Αρμενία» και ταξιδεύω για την Οδησσό. Πρώτη μου εμφάνιση, στη σάλα Τσαϊκόφσκι της Μόσχας. Έτσι άρχισε. Δώσαμε τριάντα συναυλίες. Να σκεφθεί κανείς ότι στις αφίσες δεν υπήρχε το όνομα «Καλογιάννης». Υπήρχε το όνομα του Πουλόπουλου. Οι γκομενίτσες που έπαιρναν τηλέφωνο τον σταρ, με λέγανε «Giannis..», οι συντρόφισσες ας πούμε.

Όταν εγώ τραγούδησα την πρώτη μου συναυλία στη σάλα Τσαϊκόφσκι, μέσα στον κόσμο ήταν προσωπικότητες που τις έμαθα την άλλη μέρα, όπως ο Νοβικόφ (Στρατάρχης της ΕΣΣΔ-ΣΣ), ο Καμπαλέφσκι (μεγάλη μορφή της ρωσικής μουσικής-ΣΣ), ο δικός μας, ο θαυμάσιος μαέστρος Οδυσσέας Δημητριάδης.

Στο τέλος, ήρθε κάποιος στα καμαρίνια και μου ζητούσε αυτόγραφο. Ήταν ένας κοντούλης, σαν παντοπώλης στην εμφάνιση, ωραιότατος, μάλιστα φορούσε και γραβάτα και του πεταγόταν το κολάρο. Κι ενώ ετοιμάζομαι να του υπογράψω ένα αυτόγραφο πάνω στο πρόγραμμα, ακούω μια φωνή, «Ιερόσυλε τσαγκάρη, σε ποιον πας να υπογράψεις;» Μου φώναζε ο Διδίλης.

Εκείνος στον οποίο πήγαινα να υπογράψω εγώ ήταν ο Χατσατουριάν. Είχα άγνοια. Πού να τον ξέρω εγώ; (Αράμ Ιλίτς Χατσατουριάν, από τους μεγαλύτερους συνθέτες της Σοβιετικής Ένωσης-ΣΣ) Αυτό έλεγε και ο Μίκης, «Μας έσωσε η άγνοιά σου». Μιλούσε δε και λίγα ελληνικά, κι έχω ένα δώρο απ’ αυτόν, ένα δίσκο του, τον «Χορό των σπαθιών», με αφιέρωση επάνω, σε παρτιτούρα. Αυτά τα κειμήλια αγάπησα, αυτές είναι οι καταθέσεις μου στις τράπεζες. Βιβλία με υπογραφές… »

Κράτησα τη ζωή μου ( Επιφάνια 1937 )

Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης 

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, 1962

Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης

 Καλογιάννης: Μου έλεγαν στην ΕΣΑ, γράψε 40 φορές το «Μιλώ»

Γράφει ο  Στέλιος Κούλογλου στο TVXS 13 Φεβ. 2021

 

Ένα χρόνο μετά την μυθιστορηματική αλλαγή της ζωής  του, από τσαγκάρης της Καισαριανής σε τραγουδιστή για τις συναυλίες και τις διεθνείς περιοδείες με τον Μίκη Θεοδωράκη, νέα ανατροπή για τον Αντώνη Καλογιάννη . Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ο Μίκης περνάει στην παρανομία και μετά συλλαμβάνεται. Ο Καλογιάννης αντιμετωπίζει το δίλημμα: να γυρίσει στο τσαγκαράδικο;

«Την 21η του Απρίλη, σ’ ένα διάλειμμα στη μπουάτ, πήγαμε και πήραμε την “Αυγή” απ’ την Ομόνοια, η οποία έγραφε «Να γιατί δε θα γίνει δικτατορία στην Ελλάδα». Τη θυμάμαι την παράσταση εκείνο το βράδυ . Δε θυμάμαι αν ήταν ο Μανδηλαράς, ήταν ο Δημήτρης Χριστοδούλου, η Τζένη Καρέζη και άλλοι άνθρωποι του κινηματογράφου, του θεάτρου, των γραμμάτων. Φεύγουμε χωρίς να πάρουμε χαμπάρι.

Τότε δεν είχαμε όλοι αυτοκίνητα. Είχε ο Λάκης Καρνέζης που θα με πήγαινε σπίτι μου όπως κάθε βράδυ. Φτάνοντας λοιπόν στην Ομόνοια, βλέπουμε ένα σκηνικό με προβολείς, φορτηγά, στρατιωτικούς. Λέω, θα γυρίζουν κανένα φιλμ. Όπου ένας υπολοχαγός, όταν τον ρώτησα «τι συμβαίνει;», βγάζει ένα πιστόλι, το βάζει στο αυτοκίνητο και λέει, «να πάρετε δρόμο, αυτό συμβαίνει».

Ο Λάκης με παρατάει τρομαγμένος στην Πατησίων, στον ΟΤΕ, κι εγώ παίρνω ένα ταξί για να γυρίσω σπίτι, στη Καισαριανή. Και θυμάμαι τον ταξιτζή ο οποίος ρετάριζε, ήταν κεκές. Του λέω, «τι γίνεται; Τι συμβαίνει;». Και μου λέει, «την κά-να-νε οι μπα-γά-ση-δες». «Ποια κάνανε;». «Βλά-κας εί-σαι;» μου λέει, «δι-κτα-τορία». Τηλέφωνα στο σπίτι κομμένα. Γυρίζω σπίτι, όλοι έτοιμοι με το βαλιτσάκι στο χέρι. Είχε ένα ξύλινο βαλιτσάκι ο πεθερός μου, το οποίο ήταν πάντα έτοιμο για φευγιό, για την εξορία. Ποιο μαγαζί; Ποια μπουάτ; Τα κλείσανε.

Μετά από λίγες μέρες, τηλεφωνώ στη Μαρία [Φαραντούρη]. Ώσπου η Μαρία λέει, «θέλω να σας πω κάτι». Και δίνουμε ραντεβού στο σπίτι τού Γιάννη του Διδίλη και μας φέρνει ένα χαρτάκι, το θυμάμαι, και λέει, «Γιάννη, Μαρία, Αντώνη, να φύγετε στο εξωτερικό και να διαδώσετε τη μουσική μας και να πείτε σε όλο τον κόσμο αυτά που συμβαίνουν στη πατρίδα μας». Το χαρτί αυτό το έστειλε ο Μίκης στη Μαρία. Δυστυχώς  χάθηκε.

Πραγματικά, οργανώνουμε μια ορχήστρα. Όταν έκανε πρόβες η Μαρία, εγώ κατέβαινα και φυλούσα την πόρτα για τα περίπολα. Όταν έκανα πρόβα εγώ, κατέβαινε η Μαρία. Όταν κάναμε πρόβα και οι δυο ταυτόχρονα, κατέβαινε η γυναίκα του Διδίλη, και όταν πέρναγε αστυνομικός, μας χτύπαγε το κουδούνι τρεις φορές. Όταν έφευγε δε, μας το χτύπαγε δυνατά μία φορά.

Ο Μίκης μας έστελνε τα απαγορευμένα του τραγούδια όπως τα «Τραγούδια του Αντρέα», πάνω στην ποίηση του Λόρκα, το θαυμάσιο «Πνευματικό Εμβατήριο» του Σικελιανού. Τα έφερνε μια πανέμορφη κοπελίτσα, δεν ξέρω αν θέλει να πω το όνομά της, είναι σήμερα γνωστή Ελληνίδα ηθοποιός.  Καμιά φορά μας τα έφερνε ένας παπάς, πότε ένας ταγματάρχης.

Ερχόντουσαν έτοιμα, με παρτιτούρες και τραγουδισμένα από τον Μίκη, σε μια κασέτα. Μ’ ένα πιάνο ή όταν δεν είχε πιάνο, χτύπαγε το χέρι του και έλεγε «το μέτωπο, τους Έλληνες, πάλι ξανά στη μάχη». Ήρθε το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Σικελιανού. Ήρθε εκείνο το υπέροχο ποίημα που έγραψε η Μαρίνα Χατζηδάκη, η «Κατάσταση Πολιορκίας». Τι ποίηση κι αυτή!

Έρχομαι, λοιπόν, σε συνεννόηση με ανθρώπους της αντιδικτατορικής δράσης στο Παρίσι, και φεύγω πρώτος εγώ,  εγκαθίσταμαι και έρχονται μετά σιγά-σιγά και οι υπόλοιποι. Τελευταία έρχεται η Μαρία Φαραντούρη και αρχίζει να λειτουργεί η ορχήστρα. Μας φιλοξενεί ένας κομουνιστικός δήμος του Παρισιού, στο Υβρί και αρχίζουμε και τραγουδάμε στο εξωτερικό. Τραγουδάμε στην Αγγλία, την Ελβετία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία. Τότε είχαμε κι έναν υπέροχο άνθρωπο παρέα μας, τον Γεράσιμο Σταύρου. Έχουν έρθει κι άλλοι Έλληνες. Ο Χριστοδούλου είναι εκεί, ο Νίκος Κούνδουρος, η Μελίνα έρχεται μαζί μας.

Δώσαμε τεράστιες συναυλίες. Μεγάλοι Γάλλοι καλλιτέχνες μαζί μας. Ο Μουστακί, ο Υβ Μοντάν, η Σιμόν Σινιορέ, ο Πάκο ντε Λουτσία. Οι οπαδοί της χούντας έστηναν διαμαρτυρίες. Μια φορά με την Μελίνα στο Ανόβερο… Εκεί για πρώτη φορά στη ζωή μου φοβήθηκα. Γιατί άρχισαν και έπεφταν οι πέτρες βροχή στο καμαρίνι που ήμασταν μαζί με την Μελίνα. Και να σπάνε τα τζάμια.

Και είχε το θράσος αυτή η μεγάλη κυρία, η Μελίνα, να ανοίξει το μπαλκόνι και να βγει και να τους πει «γιατί φωνάζετε;». Και αυτοί της έλεγαν, «Μπες μέσα, μωρή πουτάνα» «Να σας πω», λέει, «τώρα το μάθατε ότι εγώ είμαι πουτάνα; Εγώ είμαι πουτάνα από μικρό παιδί»!

Στην Ελλάδα, γύρισα το 1972, διότι είχα τον πατέρα μου άρρωστο. Ετοιμαζόμασταν να πάμε με τον Μίκη στην Αυστραλία, για τρεις συναυλίες, είχα βγάλει τα εισιτήρια, αλλά του λέω, «εγώ πάω Ελλάδα, θα δω τον πατέρα μου». Μου λέει, «μην πας». Του λέω, «θα πάω, θέλω να τον δω».

Έρχομαι, πεθαίνει ο πατέρας μου, την επόμενη μέρα που έφθασα. Σα να με περίμενε. Και ξεκινώ να φύγω, να πάω Αυστραλία. Μπαίνω μέσα στο αεροπλάνο να ταξιδέψω, μ’ έναν φίλο μου. Ήξερα ότι με παρακολουθούν.  Και λίγο πριν την απογείωση,  είπαν από τα μεγάφωνα του αεροπλάνου να κατέβω. Και πραγματικά, κατέβηκα και με περίμενε ένα ανοιχτό τζιπ από κάτω, μου πήραν το διαβατήριο, και μου είπαν ειρωνικά, «Τι λέτε; Εμείς χρειαζόμαστε καλούς τραγουδιστές στην Ελλάδα και σεις μας φεύγετε;»

Έτσι έμεινα στην Ελλάδα. Τι δουλειά να κάνω; Να γυρίσω στο τσαγκαράδικο; Τα χέρια μου είχαν πια απαλύνει. Δεν υπήρχαν οι κάλοι και οι ρόζοι απ’ τις τανάλιες. Δεν με θέλανε ούτε οι συνθέτες. Με θέλανε, δηλαδή, αλλά δεν τολμούσαν οι άνθρωποι να δώσουν τον κόπο τους και την εργασία τους σ’ έναν άνθρωπο που μπορεί να του λέγανε «δεν τραγουδάς, απαγορεύεται».

Τότε μου δίνει ο Μούτσης μια δουλειά, την οποία και κάνω, μαζί με την Μοσχολιού. Τον «Συνοικισμό Άλφα». Και άρχισα κι εγώ και έμπαινα στα νυχτερινά κέντρα. Μπουάτ κατά προτίμηση, αργότερα διαφθάρην κι εγώ από τα μεγάλα μαγαζιά της παραλίας.

Τόλμησα ( με τη φιλελευθεροποίηση της χούντας) και είπα μέσα στην μπουάτ, το «Μιλώ» του Αναγνωστάκη. Γι’ αυτό τον λόγο με πιάσανε και με πήγανε στο ΕΑΤ – ΕΣΑ. Και μου λέει εκείνο το γαϊδούρι, ο Αντωνόπουλος, «γράψε μου σαράντα φορές το «Μιλώ»». Στο ανακριτικό έχεις ένα φως από πάνω σου και ακούς τις φωνές αλλά δεν μπορείς να δεις ποιος είναι. Η πλάκα είναι ότι όταν τραγουδάς, τα λόγια σού έρχονται ποταμάκι. Αλλά όταν τα γράφεις, σταματάς.

«Μιλώ, για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων ή των ηττημένων;» Εγώ ήθελα και την ακριβή λέξη του Μανώλη. «Των νικημένων». «Μα ποιοι είναι οι νικημένοι στρατιώτες;» με ρωτούσαν. «Μα αυτό το ποίημα», τους έλεγα, «έχει γραφτεί το 1944». «Και γιατί το λες τώρα;».

«Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή». «Για ποιους τάφους;». «Γιατί με ρωτάς για ποιους τάφους;» του έλεγα. «Τώρα θες να φας ξύλο και μας κάνεις ερώτηση στην απάντηση; Τι μας κάνεις;».

…Μετά μπαίνουν οι δισκογραφικές εταιρίες. Επιλέγουν πια τι θα ειπωθεί, τι δε θα ειπωθεί. Μπαίνουν τα μέσα ενημέρωσης. Υποστηρίζουν κάποια τραγούδια και άλλα δεν τα υποστηρίζουν. Άλλοι έχουν το κουράγιο και τη δύναμη και το κάνουν και άλλοι έχουν συμβιβαστεί με τη σιωπή. Όλα αυτά οδήγησαν το τραγούδι σε στασιμότητα. Και σήμερα; Δεν είμαι απαισιόδοξο άτομο. Καθόλου. Παλεύω και μέσα απ’ τις χειρότερες συνθήκες. Θα δανειστώ ένα στίχο, για να κλείσω: «τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε. Τώρα μας μένουν οι δυσκολίες των πεδιάδων». Το είπε ο Μπρεχτ».

 

Ο Αντώνης μου είχε διηγηθεί σε συνέχειες τη ζωή του, για τις ανάγκες μιας σειράς ντοκιμαντέρ («Η άγνωστή αντίσταση κατά της χούντας») και του βιβλίου μου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση».

Στέλιος Κούλογλου

Back To Top