skip to Main Content

Γράφει ο Μίκης  Θεοδωράκης Δημοσίευση ΒΗΜΑ:  14/04/2002

Με αφορμή την παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής ο συνθέτης προβληματίζεται με ποια μουσική θα πρέπει να μιλήσει σήμερα στους Έλληνες συμπατριώτες του για να τον νιώσουν και να τον τραγουδήσουν.

Ένας ακόμη εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων. Ο ιστορηθείς από τον Θουκυδίδη Πελοποννησιακός πόλεμος. Αποδεικνύει ότι το μικρόβιο του διχασμού είναι συστατικό στοιχείο του Έλληνα σε όλες τις εκφάνσεις και τις κλίμακες της ζωής του και σε όλες τις ιστορικές περιόδους του Ελληνισμού.

Το δραματικό τέλος αυτού του πολέμου μάς είναι γνωστό. Οι Αθηναίοι θα ηττηθούν κατά κράτος… Οι στρατηγοί των νικητών Σπαρτιατών και των συμμάχων τους υπό τον στρατηγό Λύσανδρο συσκέπτονται σε συμπόσιο στη Δεκέλεια για την τύχη των ηττημένων και της πόλης τους. Μια σκέψη τότε πλειοψηφεί. Να ανασκάψουν την πόλη των Αθηνών, να σκοτώσουν όλους τους άνδρες και να πουλήσουν τις γυναίκες. Εκείνη τη στιγμή ένας νέος από τη Φωκίδα αρχίζει να τραγουδά το πρώτο χορικό – την πάροδο – από την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Όλοι μένουν σιωπηλοί και βυθίζονται σε σκέψεις. Με το τέλος του τραγουδιού όλα έχουν αλλάξει:

– Πώς είναι δυνατόν να καταστρέψουμε μια πόλη που γεννά τέτοιους ποιητές; θα πει ο Λύσανδρος. Και όλοι συμφωνούν πλην των Θηβαίων, που όμως μένουν μόνοι.

Έτσι θα σωθεί μεν η Αθήνα, δεν θα εκλείψουν όμως οι συνέπειες της αδελφοκτόνου διαμάχης. Τίποτα πια δεν θα είναι όπως πριν και από την επομένη του τέλους του πολέμου θα αρχίσει ο μακρύς δρόμος της παρακμής του Ελληνισμού.

Δεν θα συμφωνήσει όμως με αυτή τη ροή των γεγονότων ο Αριστοφάνης και σαν ένας Μάγος θα θελήσει να δώσει τη δική του εκδοχή. Μα είναι δυνατόν, θα διερωτηθεί κανείς, η δημιουργική φαντασία ενός Ποιητή να αντιταχθεί στην ψυχρή πραγματικότητα των ιστορικών γεγονότων; Και όμως, μετά το πέρασμα τόσων αιώνων, η βαθιά επιθυμία του Ποιητή για Ειρήνη, μετουσιωμένη σε αθάνατο πνευματικό δημιούργημα, επιβάλλει κάθε φορά και πιο πολύ την πραγματικότητα του Ποιητή επάνω στην πραγματική πραγματικότητα των γεγονότων.

Ετσι ο αδελφοκτόνος Πελοποννησιακός πόλεμος δεν έχει νικητές και ηττημένους. Οι δύο αντιμαχόμενοι στρατοί πετούν τα όπλα, δίνουν τα χέρια, αγκαλιάζονται και ψάλλουν όλοι μαζί τραγούδια για τη Ζωή, για την Αγάπη και την Ειρήνη.

Μάθαμε πως η δύναμη ενός Ποιητή – του Σοφοκλή – έσωσε την Αθήνα από την καταστροφή και τον εξανδραποδισμό. Με τη «Λυσιστράτη» ο Αριστοφάνης προχωρεί ακόμη πιο μακριά. Αντικαθιστά μια πραγματικότητα με μιαν άλλη. Και αυτό που γνωρίζουμε τώρα με βεβαιότητα είναι πως η πραγματικότητα της φαντασίας του Ποιητή είναι ισχυρότερη από την πραγματικότητα την ίδια των γεγονότων. Και εν πάση περιπτώσει κατορθώνει να μας συγκινήσει και να μας πείσει, αν και έχουν περάσει τόσοι και τόσοι αιώνες από την εποχή της δημιουργίας του έργου.

Επειδή η Ιστορία επαναλαμβάνεται με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο, ο Αριστοφάνης και ειδικά η «Λυσιστράτη» είναι πάντα επίκαιροι.

Το δίδαγμά του που μας καλεί σε υπέρβαση της πραγματικότητας όχι για να την αγνοήσουμε αλλά για να την αλλάξουμε, κάνοντάς την πιο ανθρώπινη, είναι επίσης πάντοτε επίκαιρο. Φτάνει αυτή η «υπέρβαση» να εισχωρεί όπως η «Λυσιστράτη» στον πυρήνα εκείνων των αντιθέσεων και των σχέσεων που διαμορφώνουν κάθε φορά τις ιστορικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις… Τότε μόνο η φαντασία του Ποιητή είναι συμβατή με την πραγματικότητα, πράγμα που την κάνει να είναι ωφέλιμη στους ανθρώπους. Ειδικά όταν αισθάνονται αδύναμοι και ανίκανοι να αντιδράσουν υπερασπίζοντας τα αυτονόητα και είναι έτοιμοι να υποταχθούν στο μοιραίο, δηλαδή στις δυνάμεις του Κακού, που αντλούν τη δύναμή τους από την αδυναμία και τη συντριβή των πολλών.

Αυτά τα δύο παραδείγματα που ανέφερα πιο πριν, του Σοφοκλή και του Αριστοφάνη, μας καλούν να σκεφτούμε λίγο επάνω στο είδος της τέχνης εκείνης της εποχής.

Είδαμε έναν νεαρό να τραγουδά την πάροδο από την «Ηλέκτρα» και τους πολεμοχαρείς στρατηγούς να συγκινούνται τόσο πολύ ώστε να αλλάζουν την ίδια την απόφασή τους για το τέλος της Αθήνας. Αλήθεια, τι είδους Ποίηση και τι είδους Μουσική ήταν αυτή που να την τραγουδούν βοσκοί και να συγκλονίζονται όταν την ακούν σκληροτράχηλοι στρατηγοί; Φυσικά όλοι αυτοί είχαν έναν κοινό παρονομαστή. Ησαν όλοι Ελληνες και μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Είχαν ως φαίνεται και την ίδια καλλιτεχνική αγωγή…

Σήμερα, ύστερα από 25 αιώνες, με ποια Ποίηση και με ποια Μουσική θα πρέπει να μιλήσω στους έλληνες συμπατριώτες μου για να με νιώσουν και να με τραγουδήσουν; Φυσικά αυτό το ερώτημα το έθεσα στον εαυτό μου πολύ πιο πριν και έτσι φθάνοντας στη «Λυσιστράτη» μετά την ολοκλήρωση της Τριλογίας μου («Μήδεια», «Ηλέκτρα», «Αντιγόνη») γνώριζα πια πολύ καλά τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω.

Η επικαιρότητα της «Λυσιστράτης» είναι για μένα πολλαπλή. Τα μηνύματα κατά της ανδροκρατίας και υπέρ της Ειρήνης είναι σαφή και ευδιάκριτα… Εκείνο όμως που κυριολεκτικά με ενθουσίασε ήταν το στοιχείο της ομαδικής απογείωσης με κίνητρο την αποχή των γυναικών και την κατάσταση υστερίας των ανδρών.

Και δεν είναι μόνο η κωμική πλευρά, που όπως είναι φυσικό κυριαρχεί, αλλά και ο διονυσιασμός, που συνεχώς γενικεύεται, δυναμώνει, θα έλεγα αφηνιάζει, για να καταλήξει στην ιερατική κορύφωση με σφραγίδα την ψυχική πληρότητα που μόνο ο λυρισμός μπορεί να εκφράσει.

Τελικά η «Λυσιστράτη» αναδεικνύεται όσον αφορά τις προσωπικές μου επιδιώξεις σε ένα έργο πολλαπλών επιδιώξεων… Δεν είναι μόνο η ευκαιρία που μου δόθηκε να δοκιμάσω τα μουσικά μου όπλα επάνω στην αριστοφάνεια πρόκληση αλλά και η ίδια η φύση τόσον του θέματος όσον και του τελικού αποτελέσματος που αναδεικνύει, πιστεύω, τη «Λυσιστράτη» σε ένα έργο πολύ κοντά στον σύγχρονο Ελληνα και από την άποψη της θεματολογίας και από την πλευρά της «λαϊκότητας». Η «Λυσιστράτη» είμαι βέβαιος ότι θα αγκαλιαστεί από το μεγάλο ελληνικό κοινό όσο πολλά από τα προηγούμενα έργα μου, όπως λ.χ. το «Αξιον Εστί» είτε ακόμη και οι διάφοροι κύκλοι τραγουδιών μου… Αν γίνει κάτι τέτοιο, που το εύχομαι με όλη μου την καρδιά, τότε αυτοί που θα την αγαπήσουν θα αρχίσουν να συνηθίζουν τις νέες μουσικές τεχνικές και ηχοχρώματα γλιστρώντας χωρίς να το συνειδητοποιήσουν στην αρχή σε μια νέα αισθητική περιοχή που τη θεωρούσαν ως τώρα ξένη προς τις παραδόσεις τους: την περιοχή της Λυρικής Τραγωδίας.

Με άλλα λόγια ελπίζω πως η «Λυσιστράτη» θα διανοίξει τον δρόμο προς τη «Μήδεια», την «Ηλέκτρα» και την «Αντιγόνη» που, πέρα από τη θεματολογία τους και τον υψηλό ελληνικό λόγο, η μουσική γλώσσα που χρησιμοποιούν δεν είναι τίποτε άλλο παρά το καταστάλαγμα, το απαύγασμα όλων των μουσικών μου που είχαν προηγηθεί, συμπεριλαμβανομένων και των κύκλων τραγουδιών μου, που τόσο οικεία βρίσκονται στις ευαισθησίες του μέσου Ελληνα.

Μεγάλο ρόλο σε όλα αυτά θα παίξει και το ανέβασμα της «Λυσιστράτης», για το οποίο οφείλω να πω ότι η Πολιτιστική Ολυμπιάδα προσέφερε κάθε δυνατό μέσο ώστε ο Γιώργος Μιχαηλίδης να μπορέσει να υλοποιήσει τους οραματισμούς του για μια παράσταση που να ξεφεύγει από όλα τα πρότυπα στα οποία είχαμε συνηθίσει ως τώρα.

Η «Λυσιστράτη» είναι ένα καθαρά ελληνικό έργο, όσο Ελληνας είναι ο Αριστοφάνης, οι μύθοι, τα πρόσωπα, οι εθνικές μας πληγές και τα εθνικά μας όνειρα, οι κωμικές καταστάσεις, ακόμη και οι αθυροστομίες. Οσο ακόμη είναι οι μελωδίες, οι ρυθμοί και τα ηχοχρώματα.

Πάνω σ’ αυτό το υλικό ο Γιώργος Μιχαηλίδης προσπάθησε να «κεντήσει» με κάθε λεπτομέρεια τις αντιδράσεις για την κίνηση των χαρακτήρων και του χορού σε μια πρωτοφανή, ειδικά για τα δεδομένα μιας όπερας, αντιστικτική σύνθεση πλημμυρισμένη από φως, από ευρήματα, από χιούμορ, από μια συνεχή ΕΥΔΙΑ, ψυχική ανάταση και χαρά, που είμαι βέβαιος ότι θα ευχαριστήσει και τελικά θα συναρπάσει το μεγάλο, το πλατύ ελληνικό κοινό.

Σε αυτό το εγχείρημα βοηθήθηκε αποτελεσματικά τόσο από τον Διονύση Φωτόπουλο στον οποίο οφείλεται το σκηνικό και τον Γιώργο Γαβαλά που ανέλαβε τα κοστούμια όσο και από τους μονωδούς και τη χορωδία της Λυρικής Σκηνής με διδασκαλία και διεύθυνση της Φανής Παλαμίδη. Είναι πράγματι ευτύχημα η συνύπαρξη τόσων σπουδαίων καλλιτεχνών που θα προσδώσουν οπωσδήποτε μια μοναδική μουσική διάσταση κατά την εκτέλεση του έργου.

Τέλος, μουσικό θεμέλιο είναι φυσικά η ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής, εμπλουτισμένη με κρουστά και νυκτά όργανα (όπως λ.χ. μπουζούκια και κιθάρες) υπό την εμπνευσμένη και στέρεη καθοδήγηση τόσο του Νίκου Τσούχλου όσο και του ανατέλλοντος νέου αρχιμουσικού Βασίλη Χριστόπουλου.

Δεν θέλησα να προβάλω την τόσο εμφανή εξάλλου πολιτική πλευρά του έργου, που είναι το μήνυμα της συναδέλφωσης και της ειρήνης, γιατί πιστεύω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος σε όλον τον κόσμο που να μην ξέρει ότι η Λυσιστράτη ταυτίζεται με την Ειρήνη. Και έτσι είναι!

Η δική μου συνεισφορά στην προβολή του στοιχείου της συναδέλφωσης γύρω από το ιδανικό της Ειρήνης είναι τα αλλεπάλληλα χορωδιακά φινάλε που μεταβάλλουν σταδιακά τα αντιμαχόμενα πρόσωπα σε Λαό. Σε ένα ενιαίο Λαό που με τη δύναμη του Λόγου και του Μέλους ρίχνει τα μαγικά του δίχτυα μέσα στην αίθουσα, μέσα στο κοινό, επιδιώκοντας να ενωθεί μαζί του. Θίασος, τραγουδιστές, χορός, μουσικοί θέλουν να γίνουν ένα με τους θεατές. Αυτό εξάλλου το επιδιώκει και ο Αριστοφάνης όταν λέει:

Συμπολίτες θεατές

Λόγο κακό δεν έχουμε να πούμε για κανένα

Πολλά καλά θα πράξουμε

– Ισαμε δω τα βάσανα

Κόπιασε στο στρωμένο μας τραπέζι

σαν αδελφός.

Η δική μου συμβολή έγκειται στα δύο τελευταία χορωδιακά φινάλε, στα οποία συμμετέχει και το σύνολο των μονωδών.

Το πρώτο είναι ένα είδος προσευχής με την επίκληση στους θεούς:

Ας είναι καλό το ταξίδι με το πλοίο της Φιλίας.

Αρτεμη, σε καλώ και τον Διόνυσο

τον Δία καλώ και την Ηρα

θεοί και δαίμονες ας έρθουν

κοντά μας για πάντα.

Καλώ τη γλυκιά Αφροδίτη

να μας φέρει καλή ζωή.

Ας ψάλουμε όλοι Παιάνα!

Ξανοίγει μια νέα ζωή

Ειρηνική!

Το άλλο φινάλε και τελευταίο είναι φυσικά ο Υμνος στην Ειρήνη που κατά την άποψή μου δεν θα πρέπει να είναι γενικός και αφηρημένος αλλά να χτυπά στην καρδιά επίκαιρων στόχων, ώστε το έργο να ρίχνει όλο το βάρος του στον αιώνιο αγώνα του Ανθρώπου για το Καλό.

Ρίξτε μες στα Τάρταρα

του πολέμου τη σκιά.

(…) Του πολέμου άρχοντες

ενωμένοι στο κακό

μες στο αίμα των λαών

βουτηγμένοι ως το λαιμό.

Ο στρατός των γυναικών

το φριχτό σας πρόσωπο

ξεσκεπάζει σήμερα

με τούτο το τραγούδι.

Παλεύοντας για την ειρήνη με όπλο τον έρωτα Με τη συμμετοχή μιας πλειάδας καταξιωμένων συντελεστών δίνεται απόψε η παγκόσμια πρεμιέρα της λυρικής κωμωδίας του Μίκη Θεοδωράκη

Η αυλαία μιας φιλόδοξης, διεθνών προδιαγραφών παραγωγής ανοίγει απόψε το βράδυ στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής του Μεγάρου. Ο λόγος για την πολυαναμενόμενη «Λυσιστράτη» του Μίκη Θεοδωράκη που, ενταγμένη στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας 2001-2004, παρουσιάζεται για έξι συνολικά βραδιές (14, 16, 17, 18, 19, 20/4) με τη συνεργασία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τη συμμετοχή μιας πλειάδας καταξιωμένων ελλήνων καλλιτεχνών τόσο από τον λυρικό όσο και από τον θεατρικό χώρο.

Μετά την «Ηλέκτρα», τη «Μήδεια» και την «Αντιγόνη» – τρεις γυναικείες εμβληματικές μορφές της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας – ο συνθέτης ολοκληρώνει την τετραλογία με μια «λυρική κωμωδία», παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Το ενδιαφέρον μάλιστα για το ανέβασμα του νέου έργου του Μίκη Θεοδωράκη υπερβαίνει τα ελληνικά σύνορα καθώς αρκετοί είναι οι ξένοι μουσικοκριτικοί και δημοσιογράφοι που αναμένεται να παρακολουθήσουν την παράσταση.

Το θέμα της αριστοφανικής κωμωδίας – πηγής έμπνευσης του συνθέτη – είναι αιώνιο όσο και η ανθρώπινη φύση: η ειρήνη απέναντι στον πόλεμο, η ζωή και η κορυφαία εκδήλωσή της, ο έρωτας, απέναντι στον θάνατο.

Με πυρήνα το αριστοφανικό κείμενο ο Μίκης Θεοδωράκης αναδεικνύει τους ρόλους της Λυσιστράτης (Δάφνη Ευαγγελάτου/ Τζούλια Σουγλάκου), της Κλεονίκης (Λουντμίλα Σεμτσούκ/ Ιωάννα Φόρτη ), της Μυρίνης (Μαρίνα Βουλογιάννη/ Μάτα Κατσούλη ), της Λαμπιτούς (Αλεξάνδρα Παπατζιάκου/ Αγγελική Καθαρίου) και της Κορυφαίας του Χορού (Μήδεια Ιασωνίδου/ Ευδοκία Χατζηιωάννου ). Ο Δημήτρης Καβράκος και ο Ηλίας Ρόδης είναι οι κορυφαίοι του ανδρικού χορού, Πρόβουλος ο Ζάχος Τερζάκης και ο Δημήτρης Σιγαλός, Κινησίας ο Δημήτρης Τηλιακός και ο Κωστής Ρασιδάκης. Στον ρόλο του Κήρυκα ο Χριστόφορος Σταμπόγλης. Στην πρώτη του συμμετοχή σε όπερα, ο Γιώργος Νταλάρας ερμηνεύει τον ρόλο του Ποιητή-δημιουργού του έργου. Εξαιρετικά ενεργό ρόλο στις παραστάσεις διαδραματίζει η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε διδασκαλία Φανής Παλαμήδη.

Την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής διευθύνουν ο Νίκος Τσούχλος (14, 16, 18, 20/4) και ο νεαρός Βασίλης Χριστόπουλος (17, 19/4).

Το νέο λυρικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη μετά την Αθήνα θα παρουσιαστεί στην Επίδαυρο, στα Ιωάννινα, στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη.

Back To Top