
Πως να περιγράψει κανείς την φρίκη; Μια αποκαλυπτική συζήτησή μου με το Μίκη Θεοδωράκη και τον Ιάκωβο Καμπανέλλη για το Μαουτχάουζεν
Του Γιώργου Αγοραστάκη
5 Μαΐου – 80 χρόνια από την απελευθέρωση του Μαουτχάουζεν και την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενός πολέμου όπου το ανθρωπόμορφο ναζιστικό τέρας έφτασε στο έσχατο σημείο με την βιομηχανοποίηση του θανάτου.
Με αφορμή την επέτειο ανασύρω από το αρχείο μου μια συζήτησή μου με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, που έγινε στο σπίτι του Μίκη Θεοδωράκη το 2008. Εκεί τους βρήκα μαζί και αξιοποίησα την ευκαιρία να τους θέσω τα ερωτήματά μου για το Μαουτχάουζεν. Παρακάτω μεταφέρω από τις σημειώσεις μου το πνεύμα των τοποθετήσεών τους.
Στην αρχή ρώτησα τον Ιάκωβο Καμπανέλλη: αν τον απασχόλησε το ερώτημα που τέθηκε μετά τον πόλεμο, για το πως θα μπορούσε ο «λόγος» να περιγράψει τις άφατες, τις τραγικές καταστάσεις των ναζιστικών στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας με την βιομηχανική εξόντωση των ανθρώπων και να αποδώσει την φρίκη τους; Και το συναφές, αν θα μπορούσε να αναπαρασταθεί η ζοφερή και τραγική κατάσταση των στρατοπέδων με την μορφή θεατρικών έργων όπως η ελληνική τραγωδία[1];
Ο Καμπανέλλης απάντησε ως εξής:
Πράγματι όπως είπες, το στρατόπεδο Μαουτχάουζεν ήταν μια βιομηχανική εγκατάσταση μαζικής εξόντωσης ανθρώπων. Ο σκοπός μου όμως δεν ήταν να περιγράψω αυτή την βιομηχανία του θανάτου, αυτή τη φρικτή, την ζοφερή κι αδυσώπητη κατάσταση του στρατοπέδου ή την απάνθρωπη βαρβαρότητα των δημίων.
Επέλεξα να δω το θέμα από την ανθρώπινη πλευρά, μέσα από τα μάτια των κρατουμένων, οι οποίοι ζούσαν στο όριο της ζωής, στον προθάλαμο του θανάτου κι αγωνίζονταν καθημερινά να κρατηθούν στη ζωή.
Έχει ειπωθεί ό,τι περνώντας την πύλη του στρατοπέδου ήταν σαν να περνούσες την πύλη της κόλασης, στην οποία απ’ έξω υπήρχε η επιγραφή: «Εσείς που μπαίνετε εδώ, αφήστε έξω κάθε ελπίδα»[2].
Οι κρατούμενοι έβλεπαν ότι ζωή τους στα στρατόπεδα ήταν «προσωρινή», ότι ήταν πολύ σύντομη. Δεν μπορούσαν να ξέρουν για πόσο καιρό θα ζούσαν ή πότε θα τελείωνε ο πόλεμος και θ’ απελευθερωνόταν. Έτσι ήταν πολύ δύσκολο για αυτούς να διατηρήσουν την ελπίδα της ζωής. Αυτήν όμως την ελπίδα χρειαζόταν για επιζήσουν μέρα με τη μέρα.
Για να επιβιώσουν στο στρατόπεδο έπρεπε να βγάλουν από το μυαλό τους τα ερωτηματικά, τα γιατί, γι’ αυτά που ζούσαν κι έβλεπαν. Διαφορετικά κινδύνευαν να τρελαθούν ή να παραιτηθούν από τη ζωή. Κατά κάποιο τρόπο έπρεπε να γίνουν απαθείς, χωρίς να χάνουν την αίσθηση του εαυτού τους, να αντέχουν τα βάσανά τους και να βρίσκουν τον τρόπο να κρατούν το μυαλό τους απασχολημένο κι ενεργό σ’ ένα δικό τους φανταστικό κόσμο. Για παράδειγμα οι «ερωτικές σκέψεις» στο έργο, συντηρούσαν την ελπίδα για τη ζωή. Ήταν ένα αντίδοτο στην καταθλιπτική επικράτεια του θανάτου.
Τώρα σ΄ ότι αφορά το λογοτεχνικό έργο: ο συγγραφέας με το λόγο του, θέλοντας να μεταδώσει την εμπειρία του, προσπαθεί με την βοήθεια αισθητικών μέσων να αναπαραστήσει τα τρομακτικά και ακραία γεγονότα με συμβολικό και έμμεσο τρόπο και να δημιουργήσει μια συναισθηματική σύνδεση με το παρελθόν, που να κρατά ζωντανή τη μνήμη στους νεότερους και να τους προβληματίζει, χωρίς όμως να τους πληγώνει ή να τους απογοητεύει.
Έγραψα το βιβλίο με τις αναμνήσεις μου από το Μαουτχάουζεν με αυτό το πνεύμα ή με αυτή την οπτική. Τα τέσσερα ποιήματα στην συνέχεια ήταν μια συμπερίληψη του βιβλίου και αναφέρονται στα περιστατικά του, τα οποία και έδωσα στον Μίκη για να τα μελοποιήσει.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, έχω την γνώμη ό,τι η βιομηχανική εξόντωση των ανθρώπων, είναι μια απάνθρωπη, μια κτηνώδης κατάσταση, που δεν μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία των ανθρώπινων τραγικών καταστάσεων που πραγματεύεται μια τραγωδία. Έτσι στην περίπτωση των στρατοπέδων εξόντωσης θεωρώ ό,τι δεν θα ταίριαζε μια μορφή θεατρικού έργου όπως η ελληνική τραγωδία.
Ο Θεοδωράκης συνέχισε την συζήτηση ως εξής:
Ετυμολογικά η λέξη «τραγούδι» προέρχεται από τη λέξη «τραγωδία». Εγώ βλέπω τα τραγούδια του Μαουτχάουζεν να είναι μικρές τραγωδίες. Ο ποιητής Καμπανέλλης μετάτρεψε την μεγάλη τραγωδία σε μικρές τραγικές ιστορίες, που έγιναν τραγούδια. Το τραγικό πνεύμα τα διαπερνά. Αναφέρονται σε μια απάνθρωπη κι αδυσώπητη συνθήκη, στα όρια του αφανισμού της ανθρώπινης ύπαρξης, απ’ όπου ξεπηδά ισχυρός ο ανθρωπισμός, συνειδητοποιείται η βαθύτερη αξία της ζωής και καταδικάζεται η βαρβαρότητα κι ο πόλεμος.
Τώρα για τη βιομηχανική μαζική εξόντωση ανθρώπων, αναμφίβολα αποτελεί το πιο συγκλονιστικό γεγονός του πολέμου. Αποτελεί την έσχατη κατάπτωση του ανθρώπου, που σηματοδοτεί τον απανθρωπισμό του ανθρώπου.
Για μένα παραμένει ασύλληπτη κι ακατανόητη η βαρβαρότητα, η θηριωδία των Γερμανών ναζί στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Το πως έφτασε ένας πολιτισμένος λαός σ’ αυτό το έσχατο σημείο, στην βιομηχανική παραγωγή του θανάτου, μου είναι παντελώς ακατανόητο. Το «ολοκαύτωμα» στα ναζιστικά στρατόπεδα και η γενοκτονία των Εβραίων αποτελεί μια ασύλληπτη κτηνωδία, που διαπράχθηκε από μεταμορφωμένα ανθρωποειδή κτήνη εναντίον ανθρώπων που ανήκαν σε άλλη φυλή, έθνος, θρησκεία, ή ιδεολογία.
Αυτά τα κτήνη στα Μαουτχάουζεν, στα Νταχάου και στα Άουσβιτς σκότωσαν την έννοια Άνθρωπος. Σκότωσαν την πίστη στο Άνθρωπο. Κι αυτό είναι κάτι που αφενός δεν μπορεί καμμιά δύναμη στον κόσμο να με κάνει να το συγχωρήσω και αφετέρου με πεισμώνει να αντιδρώ σ΄ ότι γεννά τον πόλεμο και την καταστροφή.
Και για να ‘ρθω στο θέμα της προηγούμενης κουβέντας, για το ρόλο των διανοούμενων, των καλλιτεχνών… Οι διανοούμενοι της δικής μου γενιάς, που έζησαν αυτή την ζοφερή πραγματικότητα του πολέμου, έχομε την ευθύνη να κρατάμε την μνήμη ζωντανή, να μην αφήσομε αυτή την ιστορία να την σκεπάσει η λήθη. Εμείς εδώ, αυτό κάνομε άλλωστε με το έργο μας, όπως και με την στράτευσή μας εναντίον κάθε πολέμου.
Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν
Τέλος στην ερώτησή μου: – Που αποδίδετε και πως εξηγείτε την επιδραστικότητα και την παγκόσμια απήχηση του έργου σας ”Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν”; – Και γιατί αυτό δεν έγινε κατορθωτό για άλλα μουσικά έργα άλλων συνθετών, γραμμένα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το ολοκαύτωμα;
Ο Καμπανέλλης απάντησε ότι: τούτο οφείλεται στην μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη. Εάν δεν υπήρχε αυτή η μουσική, το λογοτεχνικό έργο θα είχε την τύχη των άλλων βιβλίων που μένουν σιωπηλά στα ράφια των βιβλιοθηκών. Ο Μίκης με την μουσική του, του ‘βαλε φτερά, το πέρασε στην καρδιά των ανθρώπων και με τις συναυλίες του το ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο.
Η δική μου συμβολή -πέραν από την λογοτεχνική απόδοση- ήταν η αλήθεια της μαρτυρίας ως κρατούμενος του στρατοπέδου, αλλά και η εστίαση στην ανθρώπινη πλευρά των κρατουμένων με τον αγώνα τους να κρατηθούν στην ζωή και την αξιοπρέπειά τους απέναντι στην απειλή των δημίων τους, απέναντι στον θάνατο.
Ο Θεοδωράκης είπε ότι: και στα τραγούδια του «Μαουτχάουζεν» έκανα ότι έκανα στ’ άλλα τραγούδια μου. Βασίστηκα στην μελωδία. Με την μελοποίηση τόνισα τον ελεγειακό χαρακτήρα, τον τραγικό λυρισμό της ποίησης του Καμπανέλλη. Δημιούργησα απλά κι εκφραστικά τραγούδια με λιτές κι απέριττες μελωδίες, γιατί πιστεύω ότι αυτές μπορούν να αποδώσουν όλη την κλίμακα του συναισθήματος. Στην επιτυχία τους επίσης βοήθησε πολύ η φωνή και η ερμηνεία της Μαρία Φαραντούρη.
Έτσι και στο μελοποιημένο «Μαουτχάουζεν» βρήκα την γραμμή επικοινωνίας με την καρδιά των ανθρώπων. Σας είναι γνωστό ότι η μελωδική μουσική είναι η γλώσσα του συναισθήματος, που μπορεί να διεισδύσει να φτάσει βαθύτερα στο εσωτερικό των ανθρώπων και να μεταφέρει ή να διεγείρει ιδέες ή συναισθήματα.
Εδώ επαναλήφθηκε το παράδοξο, ο κόσμος να τραγουδά θρηνητικά, ελεγειακά τραγούδια. Όπως έγινε πριν με τον «Επιτάφιο», έγινε το ίδιο με το Μαουχάουζεν, σε πιο πλατιά, σε διεθνή βάση. Τα τραγούδια του Μαουτχάουζεν τραγουδήθηκαν -όπως αποδείχτηκε- σε πολλές χώρες από άλλους λαούς, ορισμένοι μάλιστα ίσως δεν γνώριζαν και το περιεχόμενό τους.
Τώρα γιατί δεν συνέβη κάτι παρόμοιο με άλλα μουσικά έργα άλλων συνθετών; Απ’ ότι γνωρίζω πρόκειται στην πλειοψηφία τους για συμφωνικά έργα κυρίως του μοντερνιστικού ρεύματος, με τα οποία οι συνθέτες τους προσπάθησαν να αναπαραστήσουν ηχητικά ή μουσικά την φρικιαστική κατάσταση των στρατοπέδων και του Ολοκαυτώματος[3]. Δεν ήταν μελωδικά τραγούδια για να τραγουδηθούν από τον κόσμο όπως τα δικά μας, ήταν «συμφωνικά έργα» για να ακουστούν και μόνο.
Υποσημειώσεις
[1] Εδώ είχα υπόψη μου τον νομπελίστα συγγραφέα Imre Kertész, επιζώντα του Άουσβιτς, ο οποίος διατύπωσε την θεωρία ό,τι η λογοτεχνική αναπαράσταση των στρατοπέδων συγκέντρωσης και του Ολοκαυτώματος πρέπει να βασιστεί στην αρχαία ελληνική τραγωδία, καθόσον και οι δύο πραγματεύονται κοινά θέματα που σχετίζονται με την ανθρώπινη κατάσταση. Ο Kertész ισχυριζόταν ό,τι η λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος είναι ικανή να αναδείξει την τραγική εικόνα του κόσμου της ηθικής και να εμπλουτίσει την ευρωπαϊκή συνείδηση με ήθη και αξίες, όπως έπραξε «η αρχαία ελληνική ιδιοφυΐα» δημιουργώντας τις τραγωδίες που χρησιμεύουν ως αιώνιο πρότυπο.
[2] «Εσείς που μπαίνετε εδώ, αφήστε έξω κάθε ελπίδα» «lasciate ogne speranza, voi ch’ intrate», είναι η επιγραφή στην «Πύλη της Κόλασης», όπως παρομοιάστηκε η πύλη των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, δανεισμένη από το έργο του Dante Alighieri «Θεία Κωμωδία», (La Divina Commedia) “Canto III”.
[3] Ο Θεοδωράκης στην συνομιλία αναφέρθηκε και σχολίασε παραδειγματικά τα έργα: «Γερμανική Συμφωνία, η Αντι-φασιστική Συμφωνία» (1935) του Hanns Eisler, «Συμφωνία No. 13 – Babi Yar» (1962) του Dmitri Shostakovich, «Ο Επιζών από τη Βαρσοβία» (1947) του Arnold Schoenberg και το «Κουαρτέτο για το τέλος του χρόνου» (1941) του δασκάλου του Olivier Messiaen, γραμμένο στο στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, στο Γκέρλιτζ όπου ήταν κρατούμενος.
Μνημείο στο Μαουτχάουζεν του Μέμου Μακρή
Σχετικές ιστοσελίδες εδώ:
Τριλογία Μαουτχάουζεν – “Το Ολοκαύτωμα, …ένας εφιάλτης χιλιετίας”
Ο Μίκης Θεοδωράκης με το “Μαουτχάουζεν” μέσα στο Μαουτχάουζεν