skip to Main Content

Ο Θουκυδίδης στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του, μετά το τέλος, των πολεμικών γεγονότων του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.), παρεμβάλλει τον Επιτάφιό του, τον λόγο που εκφώνησε ο Περικλής στον Κεραμικό, για να τιμήσει τους νεκρούς των μαχών. Ένας λόγος μοναδικός, που περιγράφει το δημοκρατικό πολίτευμα και το φρόνημα των Αθηναίων, που έχει προκαλέσει και προκαλεί το γενικό θαυμασμό από την εποχή που γράφηκε ως σήμερα. Είναι ένας λόγος που διδάσκει ως και σήμερα τη δημοκρατία, την ελευθερία και την αγάπη για την πατρίδα.

Απ’ αυτόν το λόγο ο Μίκης Θεοδωράκης επέλεξε ορισμένα αποσπάσματα, ως αφετηρία για να αναπτύξει την αντιφώνηση του στην τιμητική εκδήλωση Δήμου Χανίων & Πολυτεχνείου Κρήτης στις 4/6/2016. Παραθέτουμε όλο τον Επιτάφιο του Περικλή από το βιβλίο της Γ’ τάξης Γενικού Λυκείου σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου, και υπογραμμίζουμε τα σημεία που αναφέρθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης στην ομιλία του.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, Περικλέους «Επιτάφιος»

34. Τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι οργάνωσαν, κατά την αρχαία συνήθεια, την τελετή της δημοσίας ταφής των πρώτων νεκρών του πολέμου. Η ετοιμασία γίνεται με τον εξής τρόπο. Τρεις μέρες πριν από την τελετή κατασκευάζουν μίαν εξέδρα και αποθέτουν εκεί τα οστά των νεκρών. Ο καθένας, αν θέλει, μπορεί να φέρει ένα αφιέρωμα στον δικό του. Όταν έρθει η στιγμή της εκφοράς, τοποθετούν φέρετρα κυπαρισσένια επάνω σε αμάξια. Ένα φέρετρο για κάθε φυλή. Τα οστά του κάθε νεκρού είναι στο φέρετρο της φυλής του. Ένα όμως φέρετρο το μεταφέρουν κενό. Είναι των αφανών, εκείνων που τα σώματα δεν βρέθηκαν. Στην τελετή πηγαίνει οποίος θέλει, είτε πολίτης είτε ξένος. Πηγαίνουν και οι γυναίκες, συγγενείς, που στέκονται μπροστά στον τάφο και μοιρολογούν. Αποθέτουν τους νεκρούς στο δημόσιο νεκροταφείο που βρίσκεται στο ωραιότερο προάστιο της πόλης. Εκεί θάβουν πάντα τους νεκρούς του πολέμου. Μόνη εξαίρεση έκαναν για όσους έπεσαν στον Μαραθώνα. Αυτούς, για την εξαιρετική τους ανδρεία, έκριναν πως έπρεπε να τους θάψουν στον τόπο της μάχης. Όταν τους σκεπάσει η γη, ένας πολίτης, ξεχωριστός για την αξία του και τα χαρίσματά του, ορισμένος από την Πολιτεία, κάνει τον έπαινο των νεκρών. Έπειτα ο κόσμος φεύγει. Έτσι γίνεται η ταφή. Όσο βαστούσε ο πόλεμος, κρατούσαν την συνήθεια αυτή κάθε φορά που έπρεπε. Για τους πρώτους νεκρούς του πολέμου ορίσαν να μιλήσει ο Περικλής του Ξανθίππου. Όταν ήρθε η στιγμή προχώρησε από το μνημείο, ανέβηκε σ’ ένα ψηλό βήμα για να τον ακούει το συγκεντρωμένο πλήθος και είπε:

35. «Οι περισσότεροι από όσους έχουν μιλήσει από το βήμα αυτό, επαινούν τον νομοθέτη που πρόσθεσε στα άλλα μέρη της τελετής την εκφώνηση λόγου, γιατί θεωρούν πως είναι ωραίο να γίνεται ο έπαινος των νεκρών του πολέμου στην ταφή τους. Εγώ τολμώ να πιστεύω πως άνδρες που δοξάστηκαν με τα έργα τους, με έργα μόνο θα ταίριαζε να τιμηθούν, έργα όπως η δημόσια αυτή ετοιμασία που βλέπετε εδώ, γύρω από τον τάφο τους, και μ’ αυτόν τον τρόπο να μην κινδυνεύει η δόξα πολλών από την εκτίμηση ενός μόνο ανθρώπου, που ίσως υστερήσει, ίσως υπερβάλει. Δύσκολο είναι να μιλήσει κανείς όπως ταιριάζει σε θέμα όπου χρειάζεται κόπος για να γίνει πιστευτή και η απλή αλήθεια. Γιατί ο ευνοϊκός ακροατής, που ξέρει τα πράγματα, θα θεωρήσει τα όσα ακούει κατώτερα από όσα θέλει και περιμένει ν’ ακούσει, ενώ ο ακροατής που δεν τα ξέρει, θα νομίσει, από φθόνο, πως λέγονται υπερβολές αν τύχη κι ακούσει κάτι που είναι ανώτερο από τις δυνάμεις του. Τον έπαινο για τους άλλους τον ανεχόμαστε τόσο μόνο όσο πιστεύομε πως κ’ εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να τον αξίζαμε. Καθετί που είναι ανώτερο μας, από φθόνο, δεν το πιστεύομε. Αφού όμως οι παλιοί θεώρησαν πως η συνήθεια είναι σωστή, πρέπει κ’ εγώ να συμμορφωθώ με τον νόμο και να προσπαθήσω να ικανοποιήσω, όσο μπορώ, την επιθυμία και την προσδοκία του καθενός σας.

36. »Θ’ αρχίσω από τους προγόνους μας. Δίκαιο και σωστό σε τέτοια ώρα να τους κάνομε την τιμή της μνήμης. Γιατί από γενιά σε γενιά οι ίδιοι πάντα έζησαν σ’ αυτή τη γη και χάρη στην ανδρεία τους μας την παράδωσαν ελεύθερη. Έπαινος ταιριάζει στους προγόνους μας, αλλά ακόμα μεγαλύτερος στους πατέρες μας. Εμόχθησαν για να προσθέσουν σ’ εκείνα που κληρονομήσαν την όση εξουσία και δύναμη μας αφήκαν. Αλλά κ’ εμείς οι ίδιοι, όσοι είμαστε σε ώριμη ηλικία, αυξήσαμε την δύναμη της πολιτείας και της δώσαμε απόλυτη αυτάρκεια και σε καιρό ειρήνης και σε πόλεμο. Δεν θα μακρηγορήσω για τα πολεμικά κατορθώματα που μας έδωσαν την σημερινή μας κυριαρχία ούτε για τις επιδρομές, βαρβαρικές η ελληνικές, που αποκρούσαμε εμείς και οι πατέρες μας. Αυτά σας είναι γνωστά και θα τα παραλείψω. Αλλά πριν έρθω στον έπαινο των ανδρείων αυτών, θέλω πρώτα να μιλήσω για τους θεσμούς και τις αρχές που έχομε εφαρμόσει για να προσδώσαμε στην πολιτεία το σημερινό της μεγαλείο, γιατί νομίζω πως σε τέτοια στιγμή ταιριάζει να ειπωθούν αυτά και είναι ωφέλιμο να τ’ ακούσουν όσοι πολίτες η ξένοι είναι συγκεντρωμένοι εδώ.

37. »Το πολίτευμα που έχομε σε τίποτε δεν αντιγράφει τα ξένα πολιτεύματα. Αντίθετα, είμαστε πολύ περισσότερο εμείς παράδειγμα για τους άλλους παρά μιμητές τους. Το πολίτευμα μας λέγεται Δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ασκούν λίγοι πολίτες, αλλά όλος ο λαός. Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μπροστά στον νόμο για τις ιδιωτικές τους διαφορές. Για τα δημόσια αξιώματα προτιμώνται εκείνοι που είναι ικανοί και τα αξίζουν και όχι εκείνοι που ανήκουν σε μια ορισμένη τάξη. Κανείς, αν τύχη και δεν έχει κοινωνική θέση η αν είναι φτωχός, δεν εμποδίζεται γι’ αυτό να υπηρετήσει την πολιτεία, αν έχει κάτι άξιο να προσφέρει. Στη δημόσια ζωή μας είμαστε ελεύθεροι, αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις δεν υποβλέπομε ο ένας τον άλλο, δεν θυμώνομε με τον γείτονα μας αν διασκεδάζει και δεν του δείχνομε όψη πειραγμένου που, αν ίσως δεν τον βλάφτει, όμως τον στενοχωρεί. Αν, ωστόσο, η αυστηρότητα λείπει από την καθημερινή μας ζωή, στα δημόσια πράγματα, από εσωτερικό σεβασμό, δεν παρανομούμε. Σεβόμαστε τους άρχοντες, πειθαρχούμε στους νόμους, και, μάλιστα, σε όσους έχουν γίνει για να προστατεύουν τους αδυνάτους και όσους που, αν και άγραφοι, είναι ντροπή να τους παραβαίνει κανείς.

38. »Με συχνές θυσίες και αγώνες φροντίσαμε να μετριάζαμε τους κόπους της εργασίας και να ξεκουράζουμε το πνεύμα μας. Έχομε ευχάριστη ιδιωτική ο καθένας μας ζωή κ’ η απόλαυση της αποδιώχνει την στενοχώρια. Η έκταση της κυριαρχίας μας είναι τόσο μεγάλη, ώστε μπορούμε και φέρνομε από την πάσα γη τα πάντα κ’ έτσι χαιρόμαστε τα ξένα αγαθά όσο και τα δικά μας.

39. »Και στα πολεμικά πράγματα διαφέρομε από τους εχθρούς μας. Η πόλη μας είναι φιλόξενη για όλους τους ανθρώπους και δεν υπάρχει σε μας νόμος ξενηλασίας που να εμποδίζει τον ξένο να μάθη η να δη κάτι που θα μπορούσε, αν δεν ήταν κρυφό, να ωφελήσει τον εχθρό μας που θα το έβλεπε. Και τούτο, επειδή πιστεύομε περισσότερο στην αξία μας παρά σε μυστικές ετοιμασίες και στρατηγήματα. Και στην ανατροφή, ενώ οι εχθροί μας απ’ τα μικρά τους χρόνια υποβάλλονται στην πιο σκληρή εκγύμναση, εμείς έχομε ευχάριστη ζωή, χωρίς γι’ αυτό να υστερούμε στο να αντιμετωπίζουμε τους ιδίους κινδύνους. Και να η απόδειξη. Ποτέ οι Λακεδαιμόνιοι δεν κάνουν, μόνοι τους, επιδρομές εδώ, στη γη μας. Έρχονται πάντα με τους συμμάχους τους. Ενώ εμείς, μόνοι εισβάλλομε σε εχθρικές χώρες και τις περισσότερες φορές νικούμε εύκολα, σε ξένη γη, εκείνους που υπερασπίζονται τα ίδια τους τα σπίτια. Εχθρός μας κανείς δεν έχει, ως τώρα, αντικρύσει, συγκεντρωμένη, ολόκληρη τη δύναμη μας, αφού εμείς και ναυτικό πρέπει να επανδρώνουμε και στρατό να στέλνουμε σε πολλά μέρη. Αν ο εχθρός συνάντηση κάπου ένα μικρό μέρος της δύναμης μας, καυχιέται, αν νικήσει, πως κατατρόπωσε ολόκληρο τον στρατό μας. Αν νικηθεί, διαδίδει πως βρέθηκε αντιμέτωπος με όλες τις δυνάμεις μας. Αντικρίζουμε τους κινδύνους πρόθυμα κι όχι με βαριά καρδία. Τους αντικρίζουμε από ανδρεία περισσότερο παρά από υπακοή σε κάποιο νόμο και τούτο είναι για μας κέρδος μεγάλο, γιατί δεν θλιβόμαστε από πριν για τις συμφορές που ίσως έρθουν, κι όμως, όταν έρθουν, δεν είμαστε λιγότερο γενναίοι από εκείνους που παιδεύονται αδιάκοπα.

40. »Αυτά είναι, μαζί με πολλά άλλα, που κάνουν θαυμαστή την πόλη μας. Αγαπούμε το ωραίο, αλλά μένομε απλοί και φιλοσοφούμε χωρίς να είμαστε νωθροί. Τον πλούτο μας τον έχομε για να τον χρησιμοποιούμε σε έργα και όχι για να τον καυχιόμαστε. Δεν θεωρούμε ντροπή τη φτώχεια. Ντροπή είναι να μην την αποφεύγει κανείς δουλεύοντας. Οι ίδιοι, εμείς, φροντίζομε και τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και τα δημόσια πράγματα κ’ ενώ ο καθένας μας φροντίζει τις δουλειές του, τούτο δεν μας εμποδίζει να κατέχουμε και τα πολιτικά. Μόνο εμείς θεωρούμε πως είναι όχι μόνον αδιάφορος, αλλά και άχρηστος εκείνος που δεν ενδιαφέρεται στα πολιτικά. Εμείς οι ίδιοι κρίνομε κι αποφασίζομε για τα ζητήματα μας και θεωρούμε πως ο λόγος δεν βλάφτει το έργο. Αντίθετα, πιστεύομε πως βλαβερό είναι το να αποφασίζει κανείς χωρίς να έχει φωτιστή. Διαφέρομε από τους άλλους και σε τούτο. Είμαστε τολμηροί, κι όμως ζυγίζομε καλά την κάθε επιχείρηση μας, ενώ τους άλλους η άγνοια τους κάνει θρασείς κ’ η γνώση αναποφάσιστους. Εκείνοι πρέπει να κρίνονται γενναιότεροι, όσοι ξέρουν καλά ποιό είναι το ευχάριστο και ποιό το φοβερό κι όμως δεν προσπαθούν ν’ αποφύγουν τον κίνδυνο. Και στην διάθεση μας απέναντι στους ξένους διαφέρομε απ’ τους πολλούς, γιατί αποκτούμε φίλους ευεργετώντας τους και όχι περιμένοντας απ’ αυτούς κάποιο καλό. Η φιλία του ευεργέτη είναι πιο σταθερή, γιατί προσπαθεί να διατηρήσει τον δεσμό του με τον άλλο, ενώ εκείνος που χρωστάει χάρη είναι λιγότερο πρόθυμος, θεωρώντας την ευγνωμοσύνη του σαν χρέος κι όχι σαν αίσθημα. Μόνοι εμείς σκορπούμε απλόχερά τις ευεργεσίες μας, όχι από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς, αλλά από φιλελεύθερη γενναιοδωρία.

41. »Με μια λέξη, τολμώ να το πω, η Αθήνα είναι ο δάσκαλος των Ελλήνων και νομίζω πως ο κάθε μας πολίτης θα μπορούσε, με την μεγαλύτερη ευκολία και χάρη, πολλά και αξία έργα να κάνη σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής. Ότι αυτό που λέω δεν είναι ρητορικός κομπασμός, αλλά η αλήθεια η πραγματική, το δείχνει η δύναμη της πολιτείας που, μόνη απ’ όλες τις άλλες πόλεις, είναι ανώτερη από την φήμη της στην ώρα της δοκιμασίας, η μόνη που oι εχθροί της, όταν τους νικήσουμε δεν αγανακτούν επειδή κατατροπώθηκαν από αναξίους, η μόνη που οι σύμμαχοι της δεν μπορούν να πουν ότι έχουν ανάξιο αρχηγό. Την δύναμη μας δεν την αποκτήσαμε με άσημες, αλλά με λαμπρές πράξεις και γι’ αυτό μας θαυμάζουν και θα μας θαυμάζουν πάντα, χωρίς να έχομε ανάγκη από έναν Όμηρο για να τραγουδήσει τις πράξεις μας ούτε από κανέναν άλλο ποιητή που θα μάγευε προσωρινά με τα ωραία του λόγια, αλλά θαρχόταν αργότερα η γνώση της αληθείας να μας ζημιώσει. Η τόλμη μας ανάγκασε την πάσα γη και θάλασσα να μας ανοίξουνε το διάβα και παντού εστήσαμε μνημεία αθάνατα για τα καλά η τα κακά που μας έτυχαν. Για μια τέτοια πατρίδα και για να μην τους την στερήσουν, οι γενναίοι αυτοί σκοτώθηκαν στη μάχη, και, όσοι ζούμε, φυσικό είναι να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε ο,τιδήποτε για χάρη της.

42. »Μίλησα πολύ για την πολιτεία μας, γιατί θέλησα ν’ αποδείξω πως ο δικός μας αγώνας δεν είναι ο ίδιος με τον αγώνα των εχθρών μας που δεν έχουν τίποτε το παρόμοιο με αυτά που ανάφερα, γιατί θέλησα να στηρίξω σε φανερές μαρτυρίες τον έπαινο των γενναίων αυτών. Και είπα τα περισσότερα που είχα να πω, γιατί αυτών που κείτονται εδώ και των ομοίων τους η ανδρεία εστόλισε την πολιτεία με όσα εγώ, υμνώντας την, είπα πως έχει. Λίγοι είναι οι Έλληνες που δεν είναι, σαν και τους γενναίους αυτούς, κατώτεροι από τον έπαινο που τους γίνεται. Νομίζω πως ο θάνατος τους και φανέρωσε και απαθανάτισε την ανδρεία τους. Αν σε άλλα φανερωθεί κανείς κάπως κατώτερος, όμως πεθαίνοντας για την πατρίδα αποκτά το δικαίωμα να κρίνεται μόνο για την παλληκαριά του. Όλοι μαζί, στην κοινή τους προσπάθεια, ωφέλησαν περισσότερο απ’ ότι ίσως έβλαψε ο καθένας χωριστά στην ατομική του ζωή. Από τους γενναίους αυτούς κανείς, αν ήταν πλούσιος, δεν δείλιασε για να σωθεί και να εξακολουθήσει να χαίρεται τον πλούτο του, κανείς, αν ήταν φτωχός, δεν προσπάθησε ν’ αποφύγει την συμφορά για να έχει την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Λογαριάζοντας πως ανώτερο απ’ όλα είναι να τιμωρήσουν τον εχθρό και πως απ’ όλους τους κινδύνους αυτός τον οποίο αντίκριζαν ήταν ο ενδοξότερος, τον αντιμετώπισαν για να εκδικηθούν τους πολεμίους. Μη ξέροντας αν θα επιτύχουν, βασίστηκαν στην ελπίδα, στην μάχη, όμως, απάνω δεν στηρίχθηκαν παρά στον εαυτό τους για να πολεμήσουν. Προτίμησαν ν’ αντισταθούν και να πεθάνουν παρά να δειλιάσουν και να ζήσουν κι απόφυγαν έτσι την ντροπή της καταλαλιάς, θυσιάζοντας την ζωή τους για το έργο που είχαν αναλάβει. Η στιγμή που τους βρήκε το χτύπημα της μοίρας δεν ήταν γι’ αυτούς στιγμή φόβου, αλλά δόξας.

43. «Στάθηκαν αντάξιοι της πολιτείας που τους ανάθρεψε. Όσοι ζούμε, πρέπει να ευχόμαστε να έχομε καλύτερη μοίρα, χωρίς όμως να έχομε γι’ αυτό φρόνημα λιγότερο τολμηρό, όταν αντιμετωπίζουμε τον εχθρό. Δεν πρέπει να περιοριζόμαστε σε λόγια μόνο, για την κοινή ωφέλεια, για την οποία, χωρίς να σας πη κανείς τίποτε που δεν το ξέρετε, θα μπορούσε να μιλήσει πολύ, εξαίροντας πόσο μεγάλο είναι το ν’ αντιστέκεσαι στον εχθρό. Πρέπει να βλέπετε το μεγαλείο της πολιτείας στις καθημερινές της εκδηλώσεις και να συλλογίζεστε πως της το έδωσαν άνδρες γενναίοι που είχαν το αίσθημα του καθήκοντος και μεγάλη φιλοτιμία σε κάθε έργο που αναλάμβαναν. Αν, καμιά φορά, ατυχούσαν σε κάποιο εγχείρημα, δεν στερούσαν όμως την πατρίδα απ’ την ανδρεία τους, γιατί θεωρούσαν πως η ωραιότερη κοινή προσφορά ήταν να θυσιαστούν γι’ αυτήν. Όλοι μαζί της πρόσφεραν τη ζωή τους κι ο καθένας τους λάμβανε αθάνατο έπαινο και δοξασμένο τάφο, όχι τόσο αυτόν όπου κείτονται, όσο την μνήμη εκείνων που θα θέλουν να τους δοξάσουν, γιατί τάφος των μεγάλων είναι η πάσα γη και δεν φανερώνεται από την επιγραφή μιας στήλης στην πατρική τους χώρα. Και στα πιο μακρινά μέρη, η μνήμη τους, άγραφη, μένει ζωηρότερη μέσα στις ψυχές, περισσότερο για την ανδρεία τους παρά για το έργο που έκαναν. Έχοντας αυτούς για παράδειγμα και ξέροντας πως ευτυχία θα πη ελευθερία και ελευθερία σημαίνει ανδρεία, δεν πρέπει να δειλιάζετε μπροστά στους κινδύνους του πολέμου. Δεν είναι αλήθεια πως όσοι δυστυχούν και δεν έχουν ελπίδα μιας καλύτερης μοίρας θυσιάζουν πιο εύκολα τη ζωή τους. Την θυσιάζουν εκείνοι που, αν θελήσουν να την σώσουν αποφεύγοντας το μοιραίο, κινδυνεύουν να πάθουν τον μεγαλύτερο εξευτελισμό αν νικηθούν. Για τους ανδρείους ο εξευτελισμός της δειλίας είναι χειρότερος απ’ τον γενναίο κι αναπάντεχο θάνατο.

44. »Γι’ αυτό και τους γονείς που ήρθαν στην τελετή δεν τους κλαίω τόσο όσο θέλω να τους παρηγορήσω. Ξέρουν πως ανδρώθηκαν για ν’ αντικρύσουν τις πολλές τροπές της ζωής. Αλλά είναι τύχη το να βρει κανείς ένα δοξασμένο τέλος. Είναι δύσκολο, το ξέρω, να σας κάνω να το πιστέψετε, εσάς που η ευτυχία των άλλων θα σας θυμίζει την δική σας πικρά. Μεγαλύτερη λύπη νοιώθει κανείς για ότι είχε κ’ έχασε, παρά για ότι δεν είχε ποτέ. Σε όσους το επιτρέπει η ηλικία, ας τους παρηγορεί η σκέψη πως θ’ αποκτήσουν άλλα παιδιά που θα τους κάνουν να ξεχάσουν εκείνα που έχασαν. Τούτο θα ωφελήσει και την πολιτεία, που θα πλουτίζει με νέα βλαστάρια. Όσοι από σας είστε μεγάλης ηλικίας, ας θεωρείτε κέρδος την ως τώρα ευτυχισμένη σας ζωή και ας εύχεστε πως λίγα είναι τα χρόνια που σας μένουν ακόμα να ζήσετε με παρηγοριά τη δόξα των παιδιών σας. Μόνο η αγάπη για τις τιμές δεν φθείρεται. Στο γήρας, η μεγαλύτερη ευτυχία δεν είναι, όπως λένε, τα χρήματα, αλλά οι τιμές.

45. »Παιδιά και αδελφοί των νεκρών, όσοι βρίσκεστε εδώ, βλέπω για σας δύσκολο τον αγώνα, γιατί όσους δεν υπάρχουν πια είναι πρόθυμος ο καθείς να τους επαινέσει. Αν δείξετε ξεχωριστή ανδρεία, ίσως κριθείτε, όχι εντελώς, αλλά σχεδόν όμοιοι τους. Όσοι ζουν, βλέπουν με φθόνο τους συναγωνιστές τους, ενώ είναι πρόθυμοι να τιμήσουν όσους δεν υπάρχουν πια. Αν πρέπει να μιλήσω και για την αρετή των γυναικών που χήρεψαν, με λίγα λόγια προτροπής θα πω ότι χρειάζεται. Μη φανείτε κατώτερες από την γυναικεία φύση σας. Αυτό είναι η μεγάλη σας δόξα καθώς και το να μην ακούγεται το όνομα σας μεταξύ των ανδρών, είτε για καλό είτε για κακό.

46. »Είπα κ’ εγώ, κατά τον νόμο, τα όσα έκρινα σωστά για την περίσταση. Οι νεκροί τιμήθηκαν με την ταφή και τα παιδιά τους, από σήμερα, θα τ’ αναλάβει η πολιτεία ώσπου να μεγαλώσουν και τούτο είναι στέφανος και βραβείο ωφέλιμο και για τους νεκρούς και για όσους είναι στη ζωή. Εκεί όπου ορίζονται σπουδαία έπαθλα για την ανδρεία, εκεί και υπάρχουν οι άριστοι πολίτες. Τώρα, αφού ο καθένας κλάψει τον δικό του, ας πηγαίνετε».

47. Έτσι έγινε η ταφή εκείνο τον χειμώνα.

Ταυτόν

Back To Top