skip to Main Content

Είναι, γνωστό ότι το πρώτο μουσικό έργο -ο χορός και το τραγούδι γεννήθηκε μέσα στις μάζες, από τις μάζες. Είναι επίσης γνωστή η διαδικασία που ακολουθήθηκε σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο, για να οδηγηθούμε από την απλή πρωτογενή μορφή «τραγούδι-χορός» στην κορυφαία πνευ­ματική σύνθεση που είναι η αρχαία ελληνική τραγωδία. Ομολογώ ότι η διαδικασία αυτή στάθηκε για μένα η κυριότερη βάση για τη θεωρητική και πρακτική αντιμετώπιση του προβλήματος «τέχνη-λαός» κατά την περίοδο των τελευταίων δέκα χρόνων (1959-1969). Ο αρχαίος Έλληνας ποιητής-δραματουργός-μουσικός είχε στη διάθεσή του δύο βασικά στοι­χεία: α) τους παραδοσιακούς ύμνους (τραγούδι-χορός) β) το μύθο.

Όμως τα στοιχεία αυτά ο αρχαίος τα χρησιμοποιούσε, κάθε φορά, σαν έναν καμβά, πάνω στον όποιο «κεντούσε» το πρόσωπο και την ψυχή, δηλαδή τα γεγονότα και τις ιδέες της εποχής του. Θέλοντας να βρω τη σύγχρονη αντιστοιχία, διαπίστωσα ότι μπορούμε άνετα να στηριχθούμε κι εμείς τόσο στα δικά μας αντίστοιχα βασικά στοιχεία (τραγούδι-μύθος) όσο και στα αντίστοιχα γεγονότα και τις ιδέες της εποχής μας. H βάση, στη δική μου προσπάθεια, υπήρξε το τραγούδι. Το σύγχρονο ελληνικό λαϊκό, φυσικά.

Η ιστορική περίοδος από το 1940 και δώθε υπήρξε συγκλονιστική για τον ελληνικό λαό. Τα ιστορικά γεγονότα ανασκάλεψαν σε βάθος το έθνος. Όλα διαμιάς άλλαξαν. Οι άνθρωποι φορτώθηκαν με ιστορία. O ψυχισμός δοκιμάστηκε όπως δοκιμάζεται το σίδερο στη φωτιά. O συναισθηματι­σμός φούσκωσε, αληθινός υπόγειος ποταμός. το πάθος πίεζε ασφυκτικά. Έπρεπε να βρεθεί η διέξοδος. Και βρέθηκε με το ελληνικό λαϊκό τραγού­δι, μιας και το έργο των δόκιμων πνευματικών δημιουργών δεν μπόρεσε να περάσει στις μάζες. Είτε γιατί οι μάζες ήταν απροετοίμαστες να το δεχτούν, είτε γιατί το έργο αυτό, στην πλειονότητά του, ήταν πιο κάτω από τις απαιτήσεις των καιρών.

Όμως το σύγχρονο ελληνικό λαϊκό τραγούδι έπασχε από μια βασι­κή αδυναμία. Ήταν ετεροβαρές. Δηλαδή όσο βαθύ και ρωμαλέο ήταν στο μουσικό του μέρος τόσο ρηχό και ανόητο ήταν στο στιχουργικό. Η πρώτη μου προσπάθεια έτεινε προς τη λύση αυτής της αντίφασης. Από όλες τις ελληνικές τέχνες η πλέον προωθημένη ήταν, αναμφισβήτητα, η ποίηση. Τι πιο απλό, λοιπόν, να ενωθούν αυτές οι δύο ακραίες κατακτή­σεις του σύγχρονου ελληνικού πνεύματος; Έτσι γεννήθηκε ο Επιτάφιος, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αυτό το πάντρεμα ανάμεσα στη σύγχρο­νη ελληνική λαϊκή μουσική και τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. από την επιτυχία ή την αποτυχία αυτού του πειραματισμού θα κρινόταν το μέλ­λον της προσπάθειας. Και, φυσικά, με τον όρο «επιτυχία» εννοώ εδώ ένα και μόνο γεγονός, το αν δηλαδή αυτό το νέο έργο θα γινόταν η όχι «τέχνη μαζών».

Ο Επιτάφιος, πάνω στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, μπορούμε να πούμε ότι έγινε «τέχνη μαζών». Επομένως, ένας καινούργιος δρόμος άνοιξε. Που οδηγούσε; Για μένα, οδηγούσε βασικά στην εδραίωση αυτού του νέου είδους, ώστε να μπορούμε να βασισθούμε στη δεδομένη στιγμή σ’ αυτό, προκειμένου να πραγματοποιήσουμε ένα ακόμα βήμα παραπέ­ρα. Προς ποια κατεύθυνση; Μα προς την κατεύθυνση ενός σύγχρονου, σύνθετου μουσικού έργου τέχνης πού, όπως ο Επιτάφιος, θα μπορούσε να αφομοιωθεί δημιουργικά από τις μάζες. Ένας δημιουργικός διάλογος άρχισε.

Όμως ο Επιτάφιος δεν ήταν μόνον οκτώ απλά λαϊκά τραγούδια. Ήταν και κάτι άλλο: α) Ήταν ένας κύκλος τραγουδιών. β) Ήταν ακόμα η καθι­έρωση του λαϊκού τραγουδιστή και του λαϊκού μουσικού οργάνου (μπουζούκι) ως αυθεντικών εκφραστών του γνήσιου ποιητικού πάθους, γ) Ήταν, τέλος, μια νέα μορφή επικοινωνίας με την καθιέρωση της λαϊκής συναυλίας, που έσπαζε τους παραδοσιακούς τρόπους παρουσίασης, ερμη­νείας και επικοινωνίας και έφερνε σε άμεση επαφή τους δημιουργούς και τους ερμηνευτές με τις μάζες.

Έχοντας πάντα ως πρότυπό την αρχαία ελληνική τραγωδία, θεώρησα το έργο αυτής της περιόδου έναν καμβά, πάνω στον όποιο θα μπορούσαν να κεντηθούν το πρόσωπο και οι ιδέες της εποχής μας και ιδιαίτερα τα γεγονότα και οι ιδέες που δοκιμάζουν τον ελληνικό λαό. Θέλησα δηλαδή -τόσο με το έργο όσο και με την προσωπική μου στάση να δώσω μίαν άμεση και ολοκληρωτική αντιστοιχία ανάμεσα στο έργο τέχνης και τη δεδομένη, κάθε φορά, ιστορική στιγμή και πορεία ενός λαού του λαού μας.

Το έργο τέχνης εμπνέεται από το συναισθηματικό, ψυχικό περίσσευ­μα από το συμπιεσμένο πάθος του λαού. Ο λαός μπορεί έτσι να δει κάθε φορά το πρόσωπό του σαν σε καθρέφτη μέσα στο έργο τέχνης. Αυτή η τέχνη είναι τότε μια αληθινή τέχνη μαζών και ως τέτοια πιστεύω ότι λει­τούργησε στη χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία.

Μετά τον Επιτάφιο (1958) ακολούθησαν μια σειρά άλλοι κύκλοι τραγουδιών: Λιποτάκτες (1959), Αρχιπέλαγος (1959), Πολιτεία (1959), Επι­φάνια (Σεφέρης 1960), Ένας όμηρός (Μπήαν, μτφρ. Ρώτας), Μικρές Κυ­κλάδες (Ελύτης 1963), Πολιτεία Β’ (1964), Μαουτχάουζεν (Καμπανέλλης 1966), Ρωμιοσύνη (Ρίτσος 1966), Έξι θαλασσινά φεγγάρια (Γκάτσος 1966), ο Ήλιος και ο Χρόνος (Θεοδωράκης 1967), Μυθιστόρημα (Σεφέρης 1968), Νύχτα θανάτου (Ελευθερίου 1968), Αρκαδία I (Θεοδωράκης 1968), Αρκαδία II (Ελευθερίου 1968), Αρκαδία III (Ελευθερίου 1969), Αρκαδία IV (Κάλβος 1969), Αρκαδία V ( Άγγελος Σικελιανός 1969), Αρκαδία VI (Θεοδωράκης 1969), Αρκαδία VII (Σινόπουλος 1969), Αρκαδία VIII (Αναγνωστάκης 1969), Αρκαδία X (Θεοδωράκης 1969).

Ο «κύκλος» τραγουδιών

Φυσικά, ο κύκλος τραγουδιών δεν αποτελεί μια ιδιαίτερη μουσική φόρμα. Ακολουθεί -πρέπει να ακολουθεί πιστά το ποιητικό κείμενο, που όμως αυτό καθορίζεται από μια ενιαία κεντρική ιδέα. Έτσι, ανάλογα με το βαθ­μό ενότητας του ποιητικού κειμένου, τις επαναλήψεις του ή τις εννοιολογικές του προεκτάσεις καθορίζεται και η μορφή της μουσικής σύνθεσης. ‘Οπωσδήποτε θα πρέπει να υπάρχει μέσα στον κύκλο, σαν ένα μίνιμουμ στοιχείο ενότητας, ένα ενιαίο μουσικό κλίμα, που νομίζω ότι αυτό καθαυτό στοιχειοθετεί τη βάση για τη συγκρότηση ενός καλλιτεχνικού έργου που να στέκει μια βαθμίδα τουλάχιστον πιο ψηλά από την πρωτογενή μορφή τέχνης που είναι το τραγούδι.

Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, η «παιδαγωγική» επίδραση του κύκλου στις μάζες, στη χώρα μας, καθώς τις προετοίμα­σε -και εξακολουθεί να τις προετοιμάζει σταθερά- για τη φυσιολογική αποδοχή μιας ακόμα πιο σύνθετης μουσικής δημιουργίας, όπως μπορεί να είναι το λαϊκό ορατόριο (μετασυμφωνική μουσική), η λαϊκή τραγωδία και το τραγούδι-ποταμός.

 

Πηγή: Θεοδωράκης Μίκης, “το Χρέος”, τομ. 3, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2011 σελ. 1113-15

Back To Top