Η ιστορία του έργου και η ιδιαίτερη αγάπη που έτρεφε γι’ αυτό ο Μάνος Χατζιδάκις.
Του Φώντα Τρούσα στην LIFO 14.3.2021
Για την ιστορία τού έργου υπάρχει ξεχωριστό, δισέλιδο, δακτυλογραφημένο κείμενο τού ιδίου του Μίκη Θεοδωράκη στο επίσημο σάιτ του (mikistheodorakis.gr), το οποίον αξίζει να το μεταφέρουμε εδώ. Γράφει ο συνθέτης:
«Στα 1947 βρισκόμουν εξόριστος στην Ικαρία, και τότε για πρώτη φορά ήρθα σε ουσιαστική επαφή με τη λαϊκή μας μουσική. Το πρώτο τραγούδι που άκουσα ήταν ο “Καπετάν Ανδρέας Ζέππος” (σ.σ. πρόκειται για το συρτό του Γιάννη Παπαϊωάννου “Ψαροπούλα” από το 1946), μια μέρα που μας μετέφεραν με καΐκι από τον Άγιο Κήρυκο ως τον Αρμενιστή.
Αμέσως μετά άρχισα να μαζεύω μεθοδικά λαϊκά τραγούδια. Παράλληλα, από την άποψη των σπουδών μου και της πορείας μου μέσα στη συμφωνική μουσική, είχα τελειώσει τις θεωρητικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών, και από το 1944 ως το 1947 είχα γράψει τα πρώτα μου έργα Μουσικής Δωματίου και τα πρώτα γυμνάσματα, για συμφωνική ορχήστρα. Προσπάθησα, έτσι, να συνδυάσω αυτά τα δύο κύρια μουσικά ρεύματα, δηλαδή από την μια μεριά την τεχνική της συμφωνικής μουσικής, όπως την διδασκόμαστε στα ωδεία και την ακούμε στα έργα των συμφωνιστών –ιδιαίτερα τα έργα των διαφόρων εθνικών “σχολών”– και από την άλλη μεριά την λαϊκή μουσική.
Καρπός απ’ αυτή την πειραματική σύζευξη υπήρξε το έργο για ορχήστρα εγχόρδων “Πρελούντιο – Πενιά – Χορός”, γραμμένο στο 1948 στον Εύδηλο Ικαρίας, και κυρίως τα σχέδια από το “Καρναβάλι”, που τ’ άρχισα από το 1947, την επόμενη κιόλας μέρα που άκουσα το τραγούδι του “Ανδρέα Ζέππου”, που είναι και ένα από τα κύρια θέματα του έργου.
Όταν αργότερα, στα 1952, η Ραλλού Μάνου μού ζήτησε για το ελληνικό χορόδραμα να γράψω ένα δεύτερο μπαλέττο –το πρώτο ήταν το “Ορφέας και Ευρυδίκη”, σε κείμενο του Νότη Περγιάλη– σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω το υλικό που είχα μαζέψει πριν τέσσερα χρόνια στην Ικαριά.
Στο ίδιο πρόγραμμα υπήρχαν και δυο έργα του Μάνου Χατζιδάκι. Οι “Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές” και ο “Καραγκιόζης” (σ.σ. “Το Καταραμένο Φίδι”). Η φόρμα του έργου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σειρά από χορούς, γρήγορους ή αργούς, και το μεγαλύτερο βάρος το έριξα στην ενορχήστρωση, ζητώντας εκείνα τα ορχηστρικά χρώματα που να ανταποκρίνονται στο χαρακτήρα του ρυθμικού και μελωδικού υλικού του έργου.
Το “Καρναβάλι” παίχτηκε με τη μορφή της σουίτας-μπαλέττο από την ορχήστρα του Εθνικού Σταθμού και την Κρατική Ορχήστρα με διευθυντή πάντοτε τον Ανδρέα Παρίδη. Σαν μπαλέττο ξαναδόθηκε στα 1958 στο θέατρο Sarah-Bernhardt στο Παρίσι από τα μπαλέττα τής Ludmilla Tchérina με διαφορετικό τίτλο (“Le Feu aux Poudres”), με πρώτους χορευτές την Ludmilla Tchérina και τον Milko Šparemblek (σ.σ. τον Stevan Grebel – ο Milko Šparemblek είχε χορογραφήσει το “Les amants de Teruel”, ένα άλλο μπαλέτο, της ίδιας εποχής, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη) και σκηνοθεσία του Jean Renoir».
Η σουίτα μπαλέτου «Ελληνική Αποκριά / Carnaval» αποτελείται από επτά ή οκτώ μέρη, αναλόγως με το πώς θα εκλάβεις ένα μέρος – αν θα το «σπάσεις», εννοούμε, σε δύο υπομέρη, ή αν θα το θεωρήσεις ως «ενωμένο». Με τη σειρά τα επτά μέρη είναι: 1. Εισαγωγή, 2. Ανδρικός χορός – Μεγάλος χορός (στον «Μεγάλο χορό» παραλλάσσεται η «Ψαροπούλα» του Γιάννη Παπαϊωάννου), 3. Ερωτικός χορός, 4. Ντιβερτιμέντο, 5. Τρεις χοροί του καρναβαλιού (δηλαδή τα «Γαϊτανάκι», «Αλογάκι» και «Γκαμήλα»), 6. Χορός της κοπέλας και 7. Φινάλε.
Η πρώτη εκτέλεση της «Ελληνικής Αποκριάς» συνέβη στις 15 Νοεμβρίου 1953 στην Αθήνα, στο Θέατρο Ορφέας, με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ) να διευθύνει ο Ανδρέας Παρίδης, ενώ ως μπαλέτο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ρώμη, στις 14 Μαρτίου 1954 από το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου (χόρεψαν επίσης η Αγάπη Ευαγγελίδη, ο Γιάννης Μέτσης κ.ά.), με κοστούμια και εικαστικά από τον Σπύρο Βασιλείου, και με τον Ανδρέα Παρίδη να διευθύνει την Ορχήστρα της Όπερας της Ρώμης.
Στην παράσταση του Ορφέα η ΚΟΑ θα απέδιδε έργα: Τσαϊκόφσκυ («Πέμπτη συμφωνία»), Ernest Chausson («Ποίημα»), Maurice Ravel («Τσιγγάνα) και Μίκη Θεοδωράκη («Ελληνική αποκριά»), με το τελευταίο έργο να παρουσιάζεται ως «χορευτική σουίτα».
Ο συνθέτης, κριτικός μουσικής και αργότερα ακαδημαϊκός Πέτρος Πετρίδης (1892-1977) είχε γράψει για την «Ελληνική Αποκριά» στην εφημερίδα Καθημερινή της 22ας Νοεμβρίου 1953, μία σκληρή, αλλά στο βάθος της πολύ ενθαρρυντική κριτική, με βάση τα δεδομένα τής εποχής, προβαίνοντας σε μορφολογικές βασικά παρατηρήσεις – καθώς ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν, ακόμη τότε, ένας νεότατος συνθέτης, χωρίς πολλές ευκαιρίες να παίζονται τα έργα του από συμφωνικές ορχήστρες. Εκείνη η κριτική, την οποία μεταφέρει ο Αστέρης Κούτουλας, στο βιβλίο του «Ο Μουσικός Θεοδωράκης» [Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, 1998], είχε ως εξής:
«Το πρόγραμμα του κ. Παρίδη έκλεισε με την πρώτην εκτέλεσιν ενός ελληνικού έργου, της Ελληνικής Αποκριάς, χορευτικής σουίτας του κ. Μίκη Θεοδωράκη. Μουσική γραμμένη για χορόδραμα (το οποίο δυστυχώς δεν έτυχε να δω) χάνει αξιόλογο μέρος τής εκφραστικής του σημασίας, για τους μη μυημένους στην αντίστοιχη χορογραφία.
Η Εισαγωγή είναι γραμμένη σε λεπτή ιμπρεσιονιστική ατμόσφαιρα, με ορχηστρική παλέτα εξαιρετικής ευστοχίας και λεπτότητας, λαμβανομένης υπ’ όψιν τής νεαράς ηλικίας του συνθέτου.
Ο επακολουθών «Σεβντάς» (σ.σ. «Ανδρικός χορός») με την παθητική, γλυκομίλητη λαλιά του, μεταδίδει θελκτική εντύπωση. Οι μεθεπόμενοι ποικίλοι χοροί, ο μεγάλος, ο ερωτικός κ.λπ., υποπίπτουν σε μακρόσυρτον ομοιομορφίαν, που καθιστά δύσκολον των ξεχωρισμό των διαφόρων κομματιών. Ομοιομορφία θεματική, επανάληψις έμμονος ορχηστρικών ευρημάτων που, επαναλαμβανόμενα κατά κόρον, μειώνουν την αρχική τους δροσερή εμφάνιση.
Ο ρυθμός των τεσσάρων ογδόων (του πρώτου εστιγμένου), του οποίου γίνεται σχεδόν αποκλειστική χρήσις, δεν είναι ούτε τόσο χαρακτηριστικά ελληνικός (εκτείνεται από ανατολικής Μεσογείου μέχρις Ισπανίας και Κούβας), ούτε και τόσο πλούσιος σε εσωτερικά σχήματα ώστε να επενδύση τρεις ή τέσσερις διαδοχικούς χορούς. Προκειμένου περί ελληνικής Αποκριάς, θα ήτο νομίζω ενδεδειγμένο και κάποιο ελληνικό στυλιζαρισμένο χρώμα, ως λ.χ. ο Πετρούσκα του Στραβίνσκυ, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών.
Πρέπει να ανοίξωμεν ευρείαν πίστωσιν στον κ. Θεοδωράκη και προς τούτο θα του υποδεικνύαμεν: να κωφεύση στις ιαχές της γαλαρίας, να μελετήση σοβαρά και βαθιά το ελληνικό τραγούδι, μελωδικό και χορευτικό (γιατί η μελωδική του έμπνευση πλέει κατά την καντάδα), να αποφεύγη την κατάχρησιν των «αρμονικών προόδων» στη συνθετική του εργασία (γιατί αυτές αποτελούν μηχανικό πολλαπλασιασμό και όχι εμπνευσμένη εργασία), να μη θέλγεται υπερβολικά από τη σειρήνα της ενορχηστρώσεως εις βάρος των μουσικών ιδεών.
Πιστεύω ότι κολακευτικότερα λόγια θα προσέφεραν κάκιστην υπηρεσία στον νέον, φερέλπιδα συνθέτην».
Επιρροή, για τον Μίκη Θεοδωράκη, για το μπαλέτο «Ελληνική Αποκριά / Carnaval», δεν θα αποτελούσε μόνον ένα κλασικό, σήμερα, λαϊκό τραγούδι, όπως ήταν η «Ψαροπούλα» του Γιάννη Παπαϊωάννου, όσο κυρίως η αποκριά της παλιάς Αθήνας (με το κλίμα της να μεταφέρεται στη σκηνή από τους Βασίλη Ρώτα και Σπύρο Βασιλείου), μαζί, βεβαίως, με τα λαϊκά έθιμα τού Τριωδίου (έως και την Καθαρή Δευτέρα), όπως ήταν το γνωστό σε όλους χορευτικό δρώμενο γαϊτανάκι (με τον στύλο στο κέντρο, τις δώδεκα κορδέλες που ξεκινούν από την κορυφή του και τα έξι χορευτικά ζευγάρια), το αλογάκι (πάλι χορευτικό, με κάποιο ομοίωμα αλόγου) και η γκαμήλα (ένα ομοίωμα καμήλας από ξύλο, σκεπασμένο με λινάτσες, χαλιά κ.λπ., το οποίο «φοριέται» σε δύο άτομα και γυροφέρνει στους δρόμους).
Ήταν φανερό δηλαδή, πως, μέσω της χορευτικής σουίτας του, ο νεαρός τότε Μίκης Θεοδωράκης, που δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα 30 χρόνια του, επιχειρούσε να ενώσει σ’ ένα σώμα δύο διαφορετικούς «κόσμους», έναν συμφωνικό, ξένο προς τις παραδόσεις μας, κι έναν καθαρά λαϊκό, επιχειρώντας κάτι καινοτόμο, το οποίο, μάλλον δεν είχε εκτιμήσει, όπως θα έπρεπε, ο Π. Πετρίδης στην κριτική του, στην Καθημερινή.
Η μουσική τού έργου «Ελληνική Αποκριά / Carnaval» δεν σταμάτησε να απασχολεί τον Μίκη Θεοδωράκη και τα επόμενα «συμφωνικά» χρόνια του – πριν αρχίσει, εννοούμε, μέσα από τον «Επιτάφιο» (1958), να διαμορφώνει τον ήχο του νεότερου «έντεχνου» ελληνικού τραγουδιού. Και αναφερόμαστε βεβαίως στην μετατροπή τής «Ελληνικής Αποκριάς» σ’ ένα θεατρικό μπαλέτο, για τις ανάγκες των προγραμμάτων της φημισμένης Ludmilla Tchérina.
Εκείνη την εποχή η κορυφαία γαλλίδα χορεύτρια και άλλα πολλά είχε εντάξει στο πρόγραμμά της τρία μπαλέτα. Το ένα ήταν το “Atout Coeur”, στο οποίο δεν είχε συμμετοχή ο Μ. Θεοδωράκης, το δεύτερο ήταν το “Les Amants de Teruel”, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και χορογραφία Milko Šparemblek, που ήταν βασισμένο σε μιαν ιδέα τού βρετανού σκηνοθέτη Michael Powell (ιδέα που θα μετατρεπόταν και σε ταινία την ίδια περίοδο, την πασίγνωστη Luna de Miel ή Honeymoon ή The Lovers of Teruel – εκεί όπου ακούστηκε για πρώτη φορά και το κλασικό “The honeymoon song” από το Marino Marini Quartet) και το τρίτο ήταν το “Le Feu Aux Poudres”, δηλαδή το «Ελληνική Αποκριά / Carnaval», πάλι σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, χορογραφία Paul Goube και σκηνοθεσία του κορυφαίου Ζαν Ρενουάρ (Jean Renoir). Στους βασικούς (χορευτικούς) ρόλους οι Ludmilla Tchérina, Stevan Grebel, Vassili Sulich και Luis Diaz.
Το μπαλέτο είχε φυσικά και σενάριο, γραμμένο από τον Ζαν Ρενουάρ, που αφορούσε σε δύο φανταστικές, γειτονικές χώρες, την Strongolia και την Molivia, που θα έπρεπε να υπερκεράσουν τις διαφορετικές κουλτούρες τους (η πρώτη ήταν μια πειθαρχημένη χώρα, που όμνυε στην αρετή και την λιτότητα, ενώ η δεύτερη ένας επίγειος παράδεισος, με ανθρώπους που ερωτεύονταν, έχοντας άπλετο ελεύθερο χρόνο), ώστε να συνυπάρξουν αρμονικά.
Τα μπαλέτα είχαν παρουσιαστεί με επιτυχία τόσο στο Θέατρο Sarah-Bernhardt στο Παρίσι, το 1958, όσο και στο Cambridge Theatre, στο Λονδίνο (19 Μαρτίου 1959).
Περί το 1964 συμβαίνει η πρώτη δισκογραφική έκδοση τού έργου «Ελληνική Αποκριά / Carnaval». Η ΕΔΑ, το πολιτικό κόμμα τής αριστεράς τής εποχής, αναλαμβάνει να γνωρίσει το συμφωνικό έργο τού Μίκη Θεοδωράκη στον κόσμο. Τα τραγούδια του ήταν πασίγνωστα βεβαίως, αλλά το «σοβαρό» έργο του, υπολειπόταν σε αναγνωρισιμότητα.
Και κάπως έτσι το πρώτο δισκάκι που θα τυπωνόταν προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η «Ελληνική Αποκρηά». Στην πρώτη πλευρά ακουγόταν ο «Μεγάλος χορός» και στην δεύτερη οι δύο από τους τρεις χορούς του καρναβαλιού, το «Γαϊτανάκι» και η «Γκαμήλα».
Όπως μαθαίνουμε από το βιβλίο τού Αλέξη Ζακυθηνού «Δισκογραφία ελληνικής κλασικής μουσικής» [Δωδώνη, 1993] στην ηχογράφηση είχε λάβει μέρος η Συμφωνική Ορχήστρα Εδιμβούργου, υπό τον αρχιμουσικό Colin Davis (ηχογράφηση του 1957). Σημειώνουμε την πληροφορία, από το βιβλίο, επειδή δεν αναγράφεται πάνω στον δίσκο. Φυσικά, το έργο δεν είχε αποτυπωθεί ολόκληρο, στην έκδοση της ΕΔΑ, ήταν όμως μια πρώτη προσπάθεια.
Με την «Ελληνική Αποκριά» ο Μίκης Θεοδωράκης θα καταπιανόταν ξανά πολλά χρόνια αργότερα, το 1987-88, όταν θα ενσωμάτωνε θέματα στο μπαλέτο του “Zorba il Greco”.
Ένας απ’ αυτούς που έτρεφε μεγάλη αγάπη για το συγκεκριμένο έργο τού Μίκη Θεοδωράκη ήταν ο συνάδελφος και φίλος του Μάνος Χατζιδάκις. Δεν είναι παράξενο αυτό, καθώς η «Ελληνική Αποκριά», μαζί με τις «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» και «Το Καταραμένο Φίδι» (αμφότερα του Μ. Χατζιδάκι) βρίσκονταν στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50 στο ρεπερτόριο του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου (όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω).
Ίσως μάλιστα ο Μάνος Χατζιδάκις να είχε επαφή με την «Ελληνική Αποκριά» ήδη από τα πρώτα σχεδιάσματά της, το 1947, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εξόριστος στην Ικαρία και επικοινωνούσε μαζί του μέσω επιστολών. Στο βιβλίο «Μίκης Θεοδωράκης / Οι δρόμοι του Αρχάγγελου / Αυτοβιογραφία / Τόμος Α» [Εκδόσεις Έθνος, 2014] διαβάζουμε:
«Στον Μάνο περιέγραψα το συμφωνικό έργο που είχα στο μυαλό μου, για το “σπίτι με τους σκορπιούς”, δηλαδή το σπίτι μας. Μου έγραψε: “Το σπίτι με τους πεθαμένους” του Ντοστογιέφσκι; Στο μεταξύ αποφάσισα να το κάνω συμφωνικό έργο. Το σπίτι με τους σκορπιούς έγινε ποίημα κι ο “Ζέππος” το πρώτο μέρος στο μελλοντικό μπαλέτο “Ελληνική Αποκριά”».
Όταν ο Μάνος Χατζιδάκις ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων, πολλά χρόνια αργότερα, το 1989, ένα από τα πρώτα έργα που ενέταξε στο ρεπερτόριό της ήταν και το «Ελληνική Αποκριά». Εξάλλου, το πασίγνωστο τραγούδι του «Το πέλαγο είναι βαθύ» (πρώτη εκτέλεση: Νάνα Μούσχουρη), από το 1961, στην εισαγωγική μελωδία του, είναι εμπνευσμένο από ένα μελωδικό μοτίβο της «Γκαμήλας» (από την «Ελληνική Αποκριά»), κάτι που το είχε παραδεχθεί βεβαίως και ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις σημειώνοντας:
«Η “Γκαμήλα”, μες στην οποία υπάρχει το υπέροχο θέμα του σαξοφώνου, που το έκλεψα συνειδητά για να γράψω το τραγούδι μου “Το πέλαγο είναι βαθύ”, πιστεύοντας, όπως ο Στραβίνσκυ, πως… “οι μεγάλοι κλέβουν, ενώ οι μέτριοι μιμούνται”» (από το πρόγραμμα).
Τρία CD με την «Ελληνική Αποκριά / Carnaval», της αυστριακής Intuition Classics (2003), της ευρωπαϊκής Decca (2004) και της ελληνικής Legend Classics (2007)
Έτσι λοιπόν δεν άργησε να παρουσιαστεί το έργο από την Ορχήστρα των Χρωμάτων, πρώτα στη Θεσσαλονίκη (27 Μαρτίου 1990) και αμέσως μετά και στην Αθήνα (28 Μαρτίου 1990). Δυστυχώς δεν υπάρχει επίσημη ηχογράφηση από αυτή την συναυλία, αλλά υπάρχει ένα κείμενο τού Μάνου Χατζιδάκι, από το πρόγραμμα, πολύ ενδιαφέρον, αλλά και πολύ φορτισμένο, έως και ακραία ιοβόλο θα το χαρακτηρίζαμε (σε κάποια σημεία του), καθώς αντανακλά το κλίμα σήψης (σκάνδαλο Κοσκωτά, αυριανισμός κ.λπ.) και την ανάλογη φόρτιση της εποχής. Είναι αυτό:
«Με τον Μίκη Θεοδωράκη –συνομήλικοι– ζήσαμε μια ίδια Ελλάδα, ιδιαίτερα απ’ την Απελευθέρωση και μετά. Η Ελλάδα αυτή είχε τρία πρόσωπα.
Το ένα αποτυπώθηκε στις ταινίες της Finos Films και το γνωρίζετε από την τηλεόραση. Ανεπανάληπτη πνευματική φτώχεια, γελοιότητα σε προθέσεις και επιδιώξεις και επιθεωρησιακής υφής παρατήρηση στα κοινά. Καμία σχέση με τις λαμπρές εξαιρέσεις εκείνου του καιρού.
Το άλλο πρόσωπο ήταν το επίσημο. Αστυνομοκρατία, ανελευθερία, ψευτοηθική και κομπασμός για μια αρχαία κληρονομιά, απ’ την οποία όμως δεν παρουσιάζουμε κανένα σύμπτωμα ή χαρακτηριστικό κληρονόμων.
Το τρίο και αληθινό ίσαμ’ ένα σημείο ήταν η ερωτική μας αλήθεια στις γειτονιές των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης και οι εξαιρετικές πνευματικές μας φυσιογνωμίες, καταδιωκόμενες πότε από την Ασφάλεια και πότε από την κρατούσα επίσημη θέση και άποψη.
Οι κυβερνήσεις μας υπήρξαν πάντα αντιπνευματικές. Κείνο που κυριάρχησε, πέρα από κάθε βούληση των κυβερνώντων, ήταν μια διαφυγούσα ελευθερία στην ευαισθησία μας και στον προαιώνιο ερωτισμό μας. Αυτά δεν ήταν δυνατόν να αστυνομευθούν, ούτε να καθοδηγηθούν από τους παντοδύναμους δημοσιογραφικούς κονδυλοφόρους.
Αυτό το τρίτο ελληνικό πρόσωπο κείνου του καιρού μάς έθρεψε, εμένα και τον Μίκη, εμένα στο Παγκράτι κι εκείνον εξόριστο στην Ικαρία, κι αυτό το πρόσωπο περιείχε η μουσική μας που ήδη είχε ποτιστεί απ’ τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Ρίτσο και κάθε άξιο χλευαζόμενο των καιρών. Ίσαμε που ο τόπος μας απέκτησε τουριστική συνείδηση και γέμισαν τις δύο μεγάλες πόλεις μας οι τυχοδιώκτες της επαρχίας.
Η Αθήνα από πόλη εξακοσίων χιλιάδων έγινε πόλη τεσσάρων εκατομμυρίων. Οι δουλοπάροικοι αποκτήσανε δύναμη, πλούτο και μας επέβαλαν την αισθητική τους και τις πολιτικές τους προτιμήσεις. Αποκτήσανε πολιτικό κόμμα που μας κυβέρνησε μάλιστα επί οκτώ χρόνια, εφημερίδες με την άθλια όψη τού περιεχομένου τους γίναν ποδοσφαιρικοί παράγοντες, κάτοικοι φυλακών που εναλλάσσονται με τα υπουργικά γραφεία σε μια συνεχή πρωτοφανή εξάρτηση, ώσπου τέλος γεννήθηκε ο ναός της Σύγχρονης Ελλάδος που φιλοδοξεί να παραλάβει τα Ελγίνεια και τους Ολυμπιακούς του ’96, ο γυάλινος πύργος Διογένη Παλλάς, ο ναός της Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης.
Καθώς αντιλαμβάνεσθε, η Ελληνική Αποκριά είναι γέννημα μιας περιθωριακής ευαισθησίας, που έμελλε να σφραγίσει τον τόπο εδώ και 40 χρόνια, σε πείσμα των κρατούντων και των εμπόρων.(…)
Οφείλω να ομολογήσω ότι κατέχομαι από ιδιαίτερη συγκίνηση που παρουσιάζω απόψε αυτό το έργο του Μίκη. Είναι ένα κομμάτι από τη ζωή μου».
Τελικά η «Ελληνική Αποκριά / Carnaval» θα ηχογραφηθεί κάποια στιγμή (2005) από την Ορχήστρα των Χρωμάτων, υπό τον Μίλτο Λογιάδη και θα κυκλοφορήσει σε δίσκο ως «Συμφωνική Μουσική Ι / Ελληνική Αποκριά» από την Legend Classics, το 2007.
Είχαν προηγηθεί οι εκδόσεις: α. της αυστριακής Intuition Classics, το 2003, ως “Mikis Theodorakis: Carnaval / Raven”, με την St. Petersburg State Academic Capella Symphonic Orchestra υπό τον Μίκη Θεοδωράκη, ηχογράφηση από το Capella Concert Hall της Πόλης του Αγίου Πέτρου, τον Νοέμβριο του 1995 και β. της ευρωπαϊκής Decca, το 2004, ως “Theodorakis: Zorbas Ballet / Adagio Carnaval”, με την Philharmonia Orchestra υπό τον Charles Dutoit, στην οποία είχαν παρουσιαστεί τρία θέματα από την «Ελληνική Αποκριά» (τα «Ανδρικός χορός», «Χορός της κοπέλας» και «Ερωτικός χορός»).