skip to Main Content

Του Γιώργου Αγοραστάκη

Ο Μιχάλης Κακογιάννης, αναγνωρισμένος διεθνώς και βραβευμένος σκηνοθέτης, πήρε την πρωτοβουλία να μεταφέρει στη Μεγάλη Οθόνη το μυθιστόρημα «Αλέξης Ζορμπάς» του Νίκου Καζαντζάκη. Έγραψε το σενάριο, σκηνοθέτησε την ταινία κι επιμελήθηκε την παραγωγή της, για λογαριασμό της αμερικανικής εταιρίας 20th Century Fox.

Η βασική επιλογή του ήταν να αναθέσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ζορμπά στον Μεξικανοαμερικανό ηθοποιό Anthony Quinn (Άντονι Κουίν). Ο Quinn βραβευμένος ηθοποιός, το 1952 για την ταινία του Elia Kazan «Viva Zapata!» στην οποία συμπρωταγωνιστούσε με τον Marlon Brando και το 1961 για την ταινία «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε» σε σκηνοθεσία J. Lee Thompson, στην οποία συμπρωταγωνιστούσε με τον Gregory Peck και τον David Niven, κίνησε την προσοχή του Κακογιάννη.

Την Άνοιξη του 1964 ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας στα Χανιά. Οι βασικοί συνεργάτες του Κακογιάννη και συντελεστές της ταινίας ήταν οι Μίκης Θεοδωράκης – μουσική, Βασίλης Φωτόπουλος – σκηνικά / κοστούμια, Γουόλτερ Λάσαλι (Walter Lassally) – φωτογραφία και οι βασικοί πρωταγωνιστές οι Άντονι Κουίν (Anthony Quinn) – Ζορμπάς, Άλαν Μπέιτς (Alan Bates) – Διανοούμενος/Συγγραφέας, Λίλα Κέντροβα (Lila Kedrova) – μαντάμ Ορτάνς, Ειρήνη Παπά – χήρα.

Ο Κακογιάννης κατάφερε να δημιουργήσει μια ταινία υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, η οποία είχε παγκόσμια αποδοχή και μεγάλη κυκλοφορία. Οι ξένοι κριτικοί πρόβαλαν το έργο με τα καλύτερα λόγια. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις 17 Δεκεμβρίου 1964, στον κινηματογράφο Sutton της Νέας Υόρκης. Στην Ευρώπη, η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 3 Μαρτίου 1965, στο Theâtre des Champs Elysées στο Παρίσι, με την παρουσία Ελλήνων και Γάλλων πολιτικών, διπλωματών και διασημοτήτων. Τότε την παράσταση έκλεψε στο τέλος, ένα κρητικό χορευτικό συγκρότημα.

1965, Η υποδοχή της Ειρήνης Παπά στο Παρίσι με λύρες

Στην Ελλάδα η επίσημη πρεμιέρα έγινε στο «Αττικόν», στις 15 Μαρτίου του 1965. Στις 19 τ’ Απρίλη του 1965, απονεμήθηκαν τα Όσκαρ. Η ταινία κέρδισε τρία βραβεία: β΄ γυναικείου ρόλου (Λίλα Κέντροβα), καλλιτεχνικής διεύθυνσης (Βασίλης Φωτόπουλος) και φωτογραφίας (Γουόλτερ Λάσαλι), ενώ ήταν υποψήφια και για τα Όσκαρ α΄ ανδρικού ρόλου (Άντονι Κουίν), διασκευασμένου σεναρίου, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας (Μιχάλης Κακογιάννης). Βέβαια, μπορεί στα βραβεία Όσκαρ να υπερίσχυσαν δύο άλλες ταινίες -«My Fair Lady» με 8 νίκες και «Mary Poppins» με 5 νίκες- ο «Ζορμπάς» όμως σημείωσε πολύ μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία. Η ταινία τη χρονιά εκείνη έκανε 25 εκατομμύρια δολάρια εισπράξεις.

Ο Κακογιάννης με τη ταινία συνέβαλε καίρια στην παγκόσμια φήμη του Ζορμπά, και στη διεθνή απήχηση και του μυθιστορήματος του Καζαντζάκη. Εκείνος όμως που τον εκτόξευσε στα ύψη, ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν φίλοι και συνεργάτες. Πριν τον Ζορμπά είχαν συνεργαστεί στη θεατρική επιθεώρηση «Όμορφη πόλη» (1961) και στην ταινία «Ηλέκτρα» (1962). Το 1964 ο Κακογιάννης κάλεσε τον Μίκη Θεοδωράκη να γράψει τη μουσική της ταινίας του Ζορμπά.

1964, ο Μίκης Θεοδωράκης στα γυρίσματα της ταινίας στα Χανιά. Μαζί με τον Μιχ. Κακογιάννη και τον  Αντ.Κουίν

«Κρητικός από τη γέννησή του, γράφει ο Κακογιάννης, ο Θεοδωράκης κατάφερε να εμφυσήσει στην ταινία μια μεγάλη εσωτερική δύναμη κι ένα ρυθμό που να ταιριάζει απόλυτα με το πνεύμα του Ζορμπά».

Το ελευθέριο πνεύμα του Ζορμπά, βρήκε την απόλυτη έκφρασή του στη δύναμη της μουσικής του Θεοδωράκη. Καμιά μουσική στον ελληνικό Κινηματογράφο δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε και δεν έχει καταφέρει ακόμα να ενισχύσει τόσο δυνατά το κεντρικό μήνυμα μιας ταινίας.

Ο δίσκος με το soundtruck της ταινίας περιλαμβάνει 12 κομμάτια-θέματα σε Κρητικούς και λαϊκούς σκοπούς. Κυκλοφόρησε ανεξάρτητα από την ταινία και έγραψε τη δική του ιστορία. Το βασικό μουσικό θέμα, που είναι ο «χορός του Ζορμπά», κατέληξε να γίνει ουσιαστικά συνώνυμο του Ζορμπά, και πιο γνωστό κι από το βιβλίο κι από την ταινία.

Η μουσική της ταινίας μπορεί να μην πήρε το Όσκαρ (αφού δεν ήταν διαγωνιζόμενη), πήρε όμως όλα τα μεγάλα αμερικανικά βραβεία της μουσικής. Το 1965, βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα από τη Hollywood Foreign Press Association και την ίδια χρονιά με το βραβείο Grammy από την Εθνική Ακαδημία Τεχνών κι Επιστημών Ηχογράφησης των ΗΠΑ.

Η μουσική του Ζορμπά έγινε το ισχυρότερο ελληνικό σύμβολο. Έγινε η πιο αναγνωρίσιμη ελληνική μουσική, η «μουσική ταυτότητα» της ιδεατής Ελλάδας. Μέχρι το 2000 είχε περισσότερες από 200 διαφορετικές διασκευές κι εκδόσεις δίσκων, με εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις. Μεταγενέστερα -στην διαδικτυακή περίοδο- οι διασκευές και οι επανεκτελέσεις που παρατηρούνται είναι πολλαπλάσιες και είναι αδύνατη οποιαδήποτε καταγραφή τους.

Η μουσική του «Ζορμπά» ήταν εκείνη που έκανε και τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη διάσημο από τη δεκαετία του ‘60. Ο ίδιος όμως, παρά την τεράστια επιτυχία και διεθνή αναγνώριση που του προσέφερε, ταυτόχρονα θεώρησε την αναγνώριση σαν «μια βαριά πέτρα που ήταν κρεμασμένη γύρω από τον λαιμό του». Και αυτό γιατί δημιούργησε μια διαφορετική εντύπωση για τον ίδιο ως συνθέτη και για το έργο του και εμπόδισε «το διεθνές κοινό να δει τον πραγματικό Θεοδωράκη και τη σημασία του έργου του». Τον ωφέλησε και τον ζημίωσε ταυτόχρονα, αφού διαμόρφωσε μια εικόνα του που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητά του. Υπερίσχυσε η εικόνα του λαϊκού συνθέτη και εξασθένησε του κλασσικού. Έτσι χρειάστηκε στην πορεία να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να ισορροπήσει την κατάσταση.

Αυτός ίσως είναι ένας από τους λόγους που τον ώθησε να κάνει το επόμενο βήμα το 1987, την επόμενη μεταμόρφωση του «Ζορμπά», που ήταν συμφωνική και χορευτική.

1988, Βερόνα, Arena di Verona με το Μπαλέτο Ζορμπάς
Back To Top