skip to Main Content
Τριάντα χρόνια μετά από το βράδυ εκείνο που οι συνταγματάρχες κατέλυσαν τη δημοκρατία στην Ελλάδα, ένας από τους επώνυμους πρωταγωνιστές της αντίστασης κατά της χούντας, ο Μίκης Θεοδωράκης, μιλώντας στο Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων αποτίει φόρο τιμής σε όλους εκείνους τους νέους που βασανίστηκαν και που κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιοι ήταν, και θεωρεί ιστορική αχαριστία το ότι σήμερα δεν τους θυμάται κανείς.

“Σκέφτομαι ότι αυτές οι μέρες οι τόσο κρίσιμες αποσιωπήθηκαν συστηματικά και από τα κόμματα και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτό αποτελεί μία ύβρη θα έλεγα, προς αυτούς τους γενναίους των γενναίων, τους ανώνυμους. Διότι ένα έχω να σας πω, ότι μόνο όσο καιρό ήμουν στην ασφάλεια. επί δύο μήνες κάθε βράδυ βασάνιζαν τέσσερα και πέντε παιδιά. Λοιπόν άμα τα αθροίσετε αυτά θα δείτε ότι πέρασαν εκατοντάδες παιδιά για να μη περάσω μετά στην ΕΑΤ-ΕΣΑ κλπ τα οποία έγιναν πιο γνωστά. Δεν ξέρω ποια παιδιά ήταν αυτά, ποιους βασάνιζαν. Κάποιες δυνάμεις δεν ήθελαν να μαθευτεί αυτή η αλήθεια της αντίστασης και έτσι σε εσάς τους νεότερους υπάρχει ένα κενό μνήμης. Ξέρετε τα κενά μνήμης είναι όπως είναι τα κενά του αέρος, το αεροπλάνο μπορεί να γκρεμιστεί. Ξέρετε τι ήταν όλες αυτές οι ομάδες όπου αγόρια-κορίτσια αγωνίζονταν μέρα νύχτα, διέφευγαν από την ασφάλεια ή πιάνονταν, που βασανίζονταν επί τόπου, που πηγαίνανε μετά στα υπόγεια της ασφάλειας, τους βγάζανε τα νύχια τους… και αυτοί μόνο και μόνο με μία σκέψη: να ξανάρθει δημοκρατία. Και έχουμε δημοκρατία σήμερα. Κανείς δεν τους σκέφτεται αυτούς. Είναι μια αχαριστία ιστορική που την πληρώνουμε σήμερα νομίζω πολύ άσχημα” λέει.

Εκείνη την εποχή η δικτατορία ήταν αναμενόμενη.” Ολοι περιμέναμε ότι κάτι θα έρθει όμως τον τελευταίο καιρό οι δικτάτορες παίζανε με τα νεύρα μας. Κάθε βδομάδα σταμάταγαν τα τηλέφωνα, νομίζαμε ότι γίνεται δικτατορία. Και όταν πια σταμάτησαν μια μέρα τα τηλέφωνα δεν το πίστεψε κανένας. Αλλά ήταν δικτατορία” διηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ηταν μεταξύ 2 και 3 μετά τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου του 1967 όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι του Θεοδωράκη. Η Μαρία Μποσταντζόγλου, η γυναίκα του αείμνηστου Μπόστ, ήταν αυτή που πρώτη τον ειδοποίησε για το πραξικόπημα.” Της είχε τηλεφωνήσει ο Ρένος ο Αποστολίδης λέγοντας ότι βλέπει κίνηση τανκς στο Σύνταγμα και φοβάται για τη ζωή μου. Ετσι αφού έκανα τα απαραίτητα τηλέφωνα και είδα ότι ήταν όλα κομμένα, χαιρέτησα τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και κατά τις τεσσερισήμισι με πέντε βγήκα μες τη νύχτα. Πράγματι βάδισα προς το σπίτι του πατέρα μου που καθόταν στη στροφή της Νέας Σμύρνης. Βρήκα τον πατέρα μου με τον αδελφό μου. Τους είπα ότι έγινε δικτατορία.Δεν με πίστευαν. Εκείνη την ώρα άρχισαν να περνάνε τανκς από τη λεωφόρο. Το πίστεψαν. Κρύφτηκα πρώτα σε ένα σπίτι, μετά σε άλλο σπίτι εκεί κοντά και εν τέλει κάποιος αποφάσισε μέχρι και να με φιλοξενήσει στου Φιλοπάππου” συνεχίζει.

Δυό μόλις μέρες μετά το πραξικόπημα ο Μίκης θεωρεί χρέος του να απευθύνει ένα προσκλητήριο αντίστασης σκεπτόμενος ότι πρέπει να υπάρξει μία φωνή μέσα στον μεγάλο πανικό. Μια φωνή, όπως ο ίδιος λέει, που να σταθεί όρθια και να καταδικάσει τη δικτατορία, να απειλήσει τους δικτάτορες με θάνατο και να καλέσει τους Ελληνες να ενωθούν για να μπορέσουν να οργανωθούν ώστε να απομονώσουν και να διώξουν τη χούντα. Ετσι στις 23 Απριλίου γράφει ένα κείμενο, το οποίο οι άνθρωποι που τον φιλοξενούσαν το βγάζουν σε πολλά αντίγραφα και το αφήνουν κάτω από τις πόρτες τον σπιτιών μαζί με το μήνυμα” Οταν πάρεις το κείμενο αυτό κάνε δέκα αντίγραφα και δώσε και σε δέκα άλλα σπίτια”. Με τη μέθοδο αυτή το ίδιο κιόλας βράδυ το μήνυμα του Θεοδωράκη πήγε σε χιλιάδες σπίτια.

“Μετά κάναμε μικρές κασέτες με τη φωνή μου τις οποίες επίσης μοιράζαμε. Το πρόβλημα ήταν πως θα πάνε στο εξωτερικό. Περνούσε από την Αθήνα ένα ελληνομαθής καθηγητής του πανεπιστημίου της Ζυρίχης ο οποίος είχε έρθει για συνέδριο. Αυτός πήρε μαζί του τις κασέτες και τις έδωσε στον ξένο τύπο. Ετσι στις 25 Απριλίου όλες οι μεγάλες εφημερίδες του κόσμου, ( οι Τάιμς, η Ουμανιτέ, η Μόντ, η Ουνιτά) είχαν σε πρώτη σελίδα το μήνυμα που είχα γράψει στην κασέτα. Και από κει και πέρα μπήκαμε σε μια άλλη πορεία διότι δεν το περίμενε αυτό η χούντα” συνεχίζει την αφήγησή του.

Τα ξένα ραδιόφωνα άρχισαν να μεταδίδουν του μήνυμα του Θεοδωράκη και έτσι όσοι δεν πιάστηκαν προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή μαζί του. Ενας από αυτούς ήταν και ο δημοσιογράφος Γιώργος Βότσης.” Τελικά ήρθαν σε επαφή με μένα και αποφασίσανε τη Μεγάλη Παρασκευή, πρέπει να ήταν τέλη Απριλίου, να δώσουμε όλοι μαζί ένα ραντεβού σε ένα παράνομο σπίτι στην Κυψέλη για να δούμε τι θα κάνουμε. Ηρθαν ο Μανωλάκος, ο νυν πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, ο συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος, ήρθε ο Γιώργος ο Βότσης και άλλοι και έτσι με εισήγηση δική μου δημιουργήσαμε το “Πατριωτικό Μέτωπο” εναντίον της χούντας” προσθέτει ο Μίκης. Το “Πατριωτικό Μέτωπο” έβγαλε αρχικά ένα παράνομο δελτίο και ύστερα προχώρησε στη δημιουργία μικρών ευέλικτων ομάδων οι οποίες θα προχωρούσαν σε τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον στόχων της χούντας και για να την εκφοβίζουν αλλά και για να δώσουν θάρρος στο λαό. Ο Μίκης συνεχίζει την αφήγησή του: “Ετσι ρίξαμε και την πρώτη βόμβα στο Σύνταγμα χωρίς να έχουμε θύματα. Βέβαια αυτά ήταν συμβολικά και είχαν στόχο μόνο τη χούντα και να αναπτερώσουν το ηθικό του λαού. Φτάσαμε ακόμη να κάνουμε μεγάλη συγκέντρωση στην οδό Ερμού, τη λεγόμενη “πεταχτή”. Είχαμε διαλέξει όλες τις μορφές πάλης”.

Το κίνημα φούντωνε ώσπου η χούντα κατάφερε να σπάσει κάποιο κρίκο της οργάνωσης να βασανίσει ορισμένους και να ανακαλύψει η Ασφάλεια και η ΚΥΠ το κρησφύγετο του Θεοδωράκη στο Χαϊδάρι. “Ηταν 16 Αυγούστου του 1967 όταν εισέβαλαν οι ασφαλίτες στο σπίτι. Η ΚΥΠ με έψαχνε στον πλαϊνό δρόμο στην Ιερά Οδό και ευτυχώς που δε με βρήκε διότι, όπως είχα μάθει, είχε εντολή να με σκοτώσει επί τόπου. Η Ασφάλεια όμως διατείνετο ότι αν με σκοτώσουν θα με κάνουν σύμβολο και θεώρησε καλύτερο να με συλλάβουν και να με φθείρουν”. Ετσι ο Μίκης Θεοδωράκης μεταφέρθηκε στην Ασφάλεια όπου κρατήθηκε σε απόλυτη απομόνωση. Οταν έγινε η δίκη του Πατριωτικού Μετώπου αρνήθηκαν να τον προσαγάγουν γιατί ήξεραν τι θα έλεγε, πράγμα που θεωρούσαν επικίνδυνο καθώς υπήρχε ενδιαφέρον από τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία.

“Γι αυτό έκανα απεργία πείνας και ημιθανή με μετέφεραν στο νοσοκομείο του Αγίου Παύλου όπου ήρθε και ο Πατακός και όλοι οι άλλοι για να με περισώσουν. Και αφού σώθηκα πήγα στις φυλακές Αβέρωφ έως ότου τον Μάρτιο του 1968 πήρα αμνηστία. Στις 16 Αυγούστου του ‘ 68 με ξανάπιασαν και με πήγαν στη Ζατουνα. Από κει και πέρα είναι μεγάλο το μαρτυρολόγιο” καταλήγει ο Μίκης Θεοδωράκης.

ΠΗΓΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ


Πώς αποφυλακίστηκε ο Μίκης και γιατί

Την επόμενη ημέρα της καταδίκης του Σάκη Καράγιωργα και των άλλων μελών της “Δημοκρατικής Αμυνας”, 13 Απριλίου 1970, μια είδηση προκαλεί παγκόσμια αίσθηση: Ο Μίκης Θεοδωράκης αφέθηκε ελεύθερος από τη χούντα και βρίσκεται ήδη στο Παρίσι.

Όπως αναφέρεται στα βρετανικά αρχεία ο διάσημος συνθέτης, πολιτικός κρατούμενος τότε, ήταν κλεισμένος στο σανατόριο “Σωτηρία” και δεν ήλπιζε να περιληφθεί στους 332 εκτοπισμένους που θα απολύονταν σύμφωνα με την επαγγελία του Παπαδόπουλου στις 10 Απριλίου.

Ούτε και πίστευε στις φήμες ότι θα χορηγηθεί γενική αμνηστία την 21η Απριλίου. “Ηταν απογοητευμένος και σκεπτόταν να ξεκινήσει απεργία πείνας, το ίδιο απογοητευμένη ήταν και η σύζυγός του Μυρτώ” αναφέρει χαρακτηριστικά έκθεση με ημερομηνία 29 Απριλίου 1970. “Στις 13 Απριλίου, Αμερικανός δημοσιογράφος ειδοποίησε τη Μυρτώ ότι στο ξενοδοχείο “Χίλτον” την περίμενε κάποιος Γάλλος πολιτικός.

Όταν η σύζυγος του Θεοδωράκη έφθασε, είδε να την περιμένει ο Ζαν- Ζακ Σρεμπέρ, εκδότης του γαλλικού περιοδικού Εξπρές και γραμματέας του Ριζοσπαστικού Κόμματος της Γαλλίας. Ο Σρεμπέρ, αναφέρει η έκθεση του Φόρεϊν Οφις, είχε φθάσει στην Αθήνα συνοδευόμενος από τον ελληνομαθή γιατρό Ζεράρ Πιερά, με ιδιωτικό αεροπλάνο και τη φιλοδοξία να πετύχει την αμνήστευση του καθηγητή Σάκη Καράγιωργα και του Ελληνογάλλου δημοσιογράφου Ζαν Σταράκη.

Όμως ο Σρεμπέρ γρήγορα διαπίστωσε ότι αυτή του η φιλοδοξία δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί και στράφηκε στην απελευθέρωση του Θεοδωράκη. Ηταν πολύ πιο εύκολη η απελευθέρωση ενός πολιτικού κρατουμένου από την απελευθέρωση ενός πολιτικού καταδίκου”, αναφέρεται στην έκθεση του βρετανικού υπουργείου. “Γι’ αυτό και ο Σρεμπέρ συνάντησε τη Μυρτώ ενώ περίμενε από στιγμή σε στιγμή να συναντήσει τον Παπαδόπουλο. Η συνάντηση έγινε και το αποτέλεσμα ήταν άμεσο”, γράφει η έκθεση, “έπειτα από λίγες ώρες, έκπληκτοι Ελληνες αλλά και όλος ο κόσμος στο εξωτερικό έμαθαν ότι ο Παπαδόπουλος ενέκρινε την αποφυλάκιση του Θεοδωράκη ο οποίος και αναχώρησε την επόμενη για το Παρίσι με το αεροπλάνο του Σρεμπέρ”.

“Η γαλλική κυβέρνηση όμως “είναι εκνευρισμένη” γιατί ο Σρεμπέρ καρπώθηκε όλη τη δόξα για την απελευθέρωση του Θεοδωράκη, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στις κινήσεις και τις παρεμβάσεις της γαλλικής πρεσβείας στην Αθήνα”, γράφει ο διπλωμάτης Σεκόντε της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα στις 17 Απριλίου σε επιστολή του προς το Φόρεϊν Οφις.

Ο Θεοδωράκης συνεχίζει να απασχολεί το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, όταν τον Ιούνιο του 1970 αποφασίζει να επισκεφθεί το Λονδίνο για να συμμετέχει σε συναυλία στο Ρόγιαλ Αλμπερτ Χολ. “Ο Μίκης Θεοδωράκης έφθασε σήμερα 23 Ιουνίου στο αεροδρόμιο Χίθροου αλλά δεν έχει μαζί του τα απαραίτητα ιατρικά έγγραφα.

Ο γνωστός Έλληνας συνθέτης και κομμουνιστής φημολογείται ότι πάσχει από φυματίωση και το βρετανικό υπουργείο δεν επιθυμεί να του επιτρέψει να παραμείνει στη χώρα, εάν δεν κάνει συγκεκριμένες εξετάσεις” γράφει το έγγραφο του βρετανικού υπουργείου. Σύμφωνα με το έγγραφο ο Θεοδωράκης αρνήθηκε να εξεταστεί, καθώς είχε μαζί του γαλλικές εξετάσεις και ακτινογραφίες, και τελικά ύστερα από διαβουλεύσεις το βρετανικό υπουργείο αποφάσισε ότι “αφού ο συνθέτης είχε επισκεφθεί τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία, ύστερα από την αποφυλάκισή του τον Απρίλιο, χωρίς να έχει αποτελέσει κίνδυνο, θα μπορούσε να επισκεφθεί και τη Βρετανία για μία εβδομάδα έστω και χωρίς εξετάσεις”.

Πηγή: “Ελευθεροτυπία” 02/01/2001

Back To Top