Του Μιχάλη Σταθόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, πρώην Υπουργού.
- Οι δύο επικήδειοι
Στην κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη στην Αθήνα εκφωνήθηκαν δύο επικήδειοι, αφενός από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου και αφετέρου από τον Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος Δημήτρη Κουτσούμπα. Και οι δύο επικήδειοι ήταν εξαιρετικοί από άποψη περιεχομένου και επιπλέον ήταν γραμμένοι με λογοτεχνικό οίστρο συνδυαζόμενο με στοχασμό. Αλλά ως προς το περιεχόμενο οι ομιλίες ήταν διαφορετικές. Η Πρόεδρος ανέδειξε τον πανέλληνα Μίκη, τον ενωτικό, τον συμφιλιωτικό, όπως πράγματι ήταν ο Θεοδωράκης. Μια στάση που αποτελούσε βασικό, καίριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Ο Μίκης αγαπούσε και αγωνιζόταν για τον ελληνικό λαό στην ολότητά του, για το ελληνικό έθνος και τις παραδόσεις του, συμπεριλαμβανομένων των βυζαντινών, ιδίως μουσικών, παραδόσεων, που μιλούσαν στις ευαισθησίες του και αποτελούσαν γι’ αυτόν πηγή μουσικών εμπνεύσεων. Και αυτό το χαρακτηριστικό ταίριαζε να το αναδείξει λόγω της θέσης της η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Άλλη είναι η εικόνα του Μίκη στην ομιλία του Δημήτρη Κουτσούμπα. Σ’ αυτήν παρουσιάζεται ανάγλυφος ο ιδεολόγος Μίκης, ο αριστερός Μίκης. Και αυτή η καίρια ιδιότητα του Θεοδωράκη ανταποκρίνεται επίσης στην πραγματικότητα. Αυτήν ταίριαζε να αναδείξει ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ. Δεν είναι δε αυτή η εικόνα του Μίκη καθόλου αντιφατική με την πρώτη, την ενωτική. Γιατί και ένας ιδεολόγος μπορεί (και θα έπρεπε!), διατηρώντας τις δικές του ιδεολογικές απόψεις, αλλά σεβόμενος συγχρόνως τις διαφορετικές ιδεολογίες, να λειτουργεί (ιδίως όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις) και ενωτικά, για να συμβάλει σε αποφόρτιση φανατισμών, σε υπέρβαση ακροτήτων και πολώσεων ή και αμετακίνητων θέσεων (συχνά εν είδει θρησκευτικών δοξασιών), ώστε να εξυπηρετηθεί ειρηνικότερα το συμφέρον της ολότητας.
- Ο αριστερός Θεοδωράκης
Ο Μίκης ήταν πράγματι κομμουνιστής, έχοντας ενστερνιστεί την αντίστοιχη ιδεολογία και τις αρχές που απορρέουν απ’ αυτήν, χωρίς όμως να καθηλώνει το πνεύμα του, πνεύμα ανυπότακτο, σε συγκεκριμένα σχήματα, σε συγκεκριμένες εφαρμογές της ιδεολογίας αυτής. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Ας μη ξεχνάμε (και όμως πολλοί το ξεχνούν), ότι οι ιδεολογίες (όλες οι ιδεολογίες – ακόμη και οι πλατωνικές «ιδέες», ως αξίες, συλληπτές με τον νου) υπάρχουν ανεξάρτητα από την όποια εφαρμογή τους. Βέβαια στη διάρκεια ενός αγώνα και όσο διαρκεί η αγωνιστική φλόγα και ο αγωνιστικός πυρετός δεν υπάρχει συνήθως άνεση για εξέταση της σχέσης ιδεολογίας και των αρχών της με συγκεκριμένα σχήματα και τρόπους εφαρμογής της.
Από τα εφηβικά του χρόνια, όταν στην Κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ, και επί πολλές δεκαετίες, σχεδόν επί μισό αιώνα, ο Μίκης αγωνίσθηκε ως ιδεολόγος αριστερός, διώχθηκε, εξορίσθηκε, βασανίσθηκε (Ικαρία, Μακρόνησος, Ζάτουνα, Ωρωπός). Με τους ίδιους στόχους ο αγώνας του συνεχιζόταν σε ομαλές περιόδους από τα βουλευτικά έδρανα, αρχικά της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) και αργότερα του ΚΚΕ, όταν αυτό στη Μεταπολίτευση αναγνωρίσθηκε. Στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του υπήρξε ανένταχτος, αλλά πάντοτε με παρεμβάσεις στα δημόσια πράγματα της χώρας. Συχνά, ομολογουμένως, οι παρεμβάσεις του και οι εκφραζόμενες απόψεις του προκαλούσαν αντιδράσεις και πολλές φορές ξένιζαν.
- Ο «απολογισμός»
Καίριος όμως και διαφωτιστικός και συνάμα συγκινητικός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο «απολογισμός» του, λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, όπως αυτός εκφράσθηκε με τρόπο λιτό, αλλά πυκνό, στην επιστολή του προς τον Δ. Κουτσούμπα: «Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν από το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για τον λόγο αυτόν θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής». Απολογισμός με πολλή μεν συναισθηματική φόρτιση, αλλά συγχρόνως ορθολογικά και με νοηματικό βάθος διατυπωμένος. Στην επιστολή αυτή ο Θεοδωράκης δηλώνει πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία και συγχρόνως απαντά προκαταβολικά σ’ αυτούς που θα έλεγαν (και είπαν) ότι ο Μίκης ήταν μόνο «ποιητική αδεία» κομμουνιστής. Χρειάζεται πολύ φανατικός αντικομμουνισμός, για να μην μπορεί να καταλάβει κανείς ότι «τα κρίσιμα, τα δυνατά και ώριμα» χρόνια του Μίκη αποτελούν γι’ αυτόν τα «Μεγάλα Μεγέθη» και τα άλλα είναι «λεπτομέρειες που σβήνουν από το μυαλό», ότι αξιώνει να του αναγνωρισθεί αυτό και να γίνει σεβαστό από όλους (τους πολλούς) που έχουν, όπως δικαιούνται, διαφορετική ιδεολογία. Η δήλωση στον «απολογισμό» του ήταν δήλωση ψυχής και δεν έγινε «ποιητική αδεία», δεν ήταν «νεανική αφέλεια» (όπως πάλι από εμπαθή αντικομμουνισμό γράφεται), δεν ήταν ένα «στραβοπάτημα» από τον «ίσιο» δρόμο που, έστω, μπορεί να του συγχωρηθεί επειδή είναι μεγάλος καλλιτέχνης. Ήταν για τον μεγάλο καλλιτέχνη «μεγάλο μέγεθος» στη ζωή του.
Η εκ βαθέων δήλωση του Μίκη, ότι θέλει «να αφήσει αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής», μου θύμισε μια σκηνή από την περίοδο του «ανένδοτου αγώνα» (1961-1963) και συγκεκριμένα από τις διαδηλώσεις της «Νεολαίας Λαμπράκη», της οποίας ηγείτο ο Μίκης, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη (1963). Το κομμουνιστικό κόμμα τότε ήταν απαγορευμένο, παράνομο. Απαγορευμένη, για τον ίδιο σκοπό, φυσικά και η λέξη κομμουνιστής. Υπήρχε μόνο η ΕΔΑ. Σε μια διαδήλωση λοιπόν, όπου είχε επικρατήσει ένταση με την αστυνομία, ο Θεοδωράκης ανέβηκε σε ένα αυτοκίνητο και όρθιος φώναζε δυνατά και επαναλάμβανε, προκαλώντας τους διώκτες του, «είμαι κομμουνιστής, είμαι κομμουνιστής, ελάτε να με συλλάβετε». Αυτός ήταν: Εκπλήσσουσα τόλμη, σε καιρούς χαλεπούς! Φυσικά δεν τόλμησαν να συλλάβουν τον ήδη από τότε διάσημο και δημοφιλή συνθέτη.
- Η σημασία των τριών κειμένων
Επανέρχομαι στους δύο επικήδειους. Αυτοί, μαζί με την επιστολή του Μίκη προς τον Δ. Κουτσούμπα, αποτελούν κατά τη γνώμη μου τρία κείμενα που αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο, συνοπτικά και ισορροπημένα, την πολύπλευρη προσωπικότητα του Μίκη Θεοδωράκη, πέρα βέβαια από την αξιολόγηση του μουσικού του έργου (που ανήκει στους ειδικούς). Τα τρία κείμενα συνιστούν από κοινού μια ενότητα με ιστορική αξία για τη ζωή και τους αγώνες του. Όσοι γνώρισαν, όσοι βίωσαν τη μουσική του, όσοι αφήνονταν να τους συνεγείρει, να τους απογειώνει, να τους συγκινεί η μουσική αυτή και όσοι (από τις νεότερες γενιές) θα τη βιώσουν στο μέλλον με τα ίδια συναισθήματα, θα έχουν πολλά να ωφεληθούν, αν γνωρίσουν τον δημιουργό της απροκατάληπτα και μέσα από τα τρία αυτά κείμενα.