skip to Main Content

Κεντρική Εκδήλωση Μνήμης Μίκη Θεοδωράκη

Χανιά, Θέατρο Μίκης Θεοδωράκης, Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022, στο Θέατρο Μίκης Θεοδωράκης στο Ενετικό Λιμάνι Χανίων

Γιώργος Αγοραστάκης: Ο Μίκης Θεοδωράκης έρχεται από το μέλλον

Υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν από τη ζωή και είναι σαν να μην έφυγαν ποτέ. Έχεις την αίσθηση ότι υπάρχουν γύρω μας, υπάρχουν μέσα μας. Το πνεύμα τους μας συντροφεύει και βρίσκεται κοντά μας. Ένας τέτοιος είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Το πιο οικείο και αγαπητό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας.

Οι Έλληνες τον βλέπουν και τον αισθάνονται πολύ κοντινό τους, δικό τους άνθρωπο. Πολλοί είναι ταυτισμένοι μόνιμα μαζί του, άλλοι συνδέθηκαν μαζί του περιστασιακά.

Ο Θεοδωράκης ήταν ο άνθρωπος εκείνος που μπήκε στη ζωή των Ελλήνων, που διαμόρφωσε συνειδήσεις. Έχει αγγίξει ανείπωτες ζωές. Πολλοί ήταν οι Έλληνες που μεταμορφώθηκαν από λίγο ως πολύ μέσα απ’ αυτή την εμπειρία.

Εμπνεύστηκε από τους αγώνες και τα πάθη του λαού μας. Έντυσε μουσικά την Ελληνική ιστορία, τις πιο μεγάλες ιδέες και τους ηρωικούς αγώνες του ελληνικού λαού.

Στο έργο του ενσωματώνει τους καημούς της Ρωμιοσύνης, τους πόθους, τα αισθήματα, τις σκέψεις, την περηφάνεια, την αξιοπρέπεια και τον αγώνα ενός ολόκληρου λαού. Με τα τραγούδια του εμπνέει ένα βαθύ συγκινητικό όραμα για μια ανθρώπινη κοινωνία, κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.

Είναι κοινή η διαπίστωση ότι ο Θεοδωράκης είναι ο κορυφαίος του νεοελληνικού πολιτισμού μας, ο Παρθενώνας του, όπως τον έχουν αποκαλέσει.

Ότι με το έργο του συμπυκνώνει τον πολιτισμό και την τέχνη των Ελλήνων διαχρονικά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ότι το έργο του είναι η επιτομή του νεοελληνικού πολιτισμού.

Ήταν ένας άνθρωπος που σημάδεψε την ιστορία του ελληνισμού. Η πλέον εμβληματική φυσιογνωμία στην Ελλάδα, μια μουσική ιδιοφυΐα που καθόρισε εν πολλοίς, τον σύγχρονο πνευματικό και ηθικό μας πολιτισμό. Ο Άνθρωπος που άνοιξε δρόμους στον πολιτισμό μας, τους οποίους συνειδητά ή ασυνείδητα πορευόμαστε.

Για όλα αυτά έχουν μιλήσει, έχουν εκφραστεί και έχουν καταγραφεί χιλιάδες Έλληνες επώνυμοι κι ανώνυμοι, αλλά και οι γίγαντες της παγκόσμιας τέχνης, της λογοτεχνίας και της πολιτικής.

Ίσως δεν υπήρξε κανείς άλλος άνθρωπος στην παγκόσμια ιστορία που να έχει λάβει εν ζωή τόσες τιμές, τόσους διθυραμβικούς επαίνους, που να έχει τύχει τέτοιας πλατιάς αναγνώρισης, ακόμα και από τους ομότεχνούς του, όσο ο Θεοδωράκης.

Παράλληλα όμως, είναι γεγονός ότι ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο πιο γνωστός άγνωστος Έλληνας. Ότι είναι εν πολλοίς μια terra incognita. Οι Έλληνες έχουν επιμέρους γνώση της προσωπικότητας και του έργου του.

Ο Μίκης είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, μια πολυσύνθετη δημιουργική προσωπικότητα, ένας πολυτάλαντος καλλιτέχνης, με πολυμερές και πολυεπίπεδο έργο, μουσικό και συγγραφικό. Ο Γιάννης Ρίτσος τον ονομάζει: «Μίκης Θεοδωράκης: ο πολυτάλαντος, ο πολυδιάστατος, ο πολυσύνθετος, ο πολυδύναμος».

Στην προθήκη του έργου του βρίσκεται βέβαια η μουσική, αλλά δίπλα και πίσω από τη μουσική υπάρχει ένα επιστημονικό υπόβαθρο με μεγάλο εύρος και βάθος. Η προσέγγισή του έργου του αναπόφευκτα υπερβαίνει τον παραδοσιακό τομεακό τρόπο, πρέπει να είναι διεπιστημονική και πολυτομεακή. Να είναι ταυτόχρονα μουσικολογική, φιλοσοφική, αισθητική, φιλολογική, κοινωνιολογική, ιστορική, πολιτική, κ.ο.κ. Ο Μίκης είναι αντικείμενο επιστημονικής έρευνας της ακαδημαϊκής κοινότητας.

Η αξία του -ως εκ τούτων- δεν είναι παρελθοντική και ιστορική, αλλά ζώσα, παροντική και μελλοντική. Δεν ανήκει μόνο σ’ όσους τον έζησαν στο παρελθόν, ανήκει στο μέλλον, έρχεται από το μέλλον. Ανοίγει το δρόμο προς το μέλλον. Αυτός ο δρόμος πρέπει να διανυθεί από τους νεότερους Έλληνες και ειδικά τους επιστήμονες, τους δημιουργούς, τους λογοτέχνες και τους καλλιτέχνες.

Ο Θεοδωράκης αποτελεί ένα πολύτιμο κεφάλαιο, ένα πολιτιστικό απόθεμα, φορτισμένο με πλήθος συμβολικών αξιών, που αφορούν και ανήκουν σε κάθε πολίτη, του τώρα και του μέλλοντος. Είναι μέρος της άυλης κληρονομιάς μας, του πνευματικού και πολιτιστικού μας πλούτου.

Τούτο, βέβαια εν δυνάμει. Από μας εξαρτάται πως θα καταφέρομε να σηκώσομε αυτό το όνομα, με ότι αυτό αντιπροσωπεύει.

Η πρόκληση για μας είναι να φανούμε αντάξιοι αυτής της μεγάλης δωρεάς, αντάξιοι του πνευματικού περιεχομένου της.

Η επισήμανση αυτή -και σ’ ότι αφορά το Μίκη Θεοδωράκη- έχει γενική ισχύ για όλη την Ελλάδα, αλλά πολύ μεγαλύτερη για τον τόπο από τον οποίο ξεκινά η ιστορία του και βρίσκεται η «αιώνια κατοικία του». Γεγονός που τον καθιστά κεντρικό σημείο αναφοράς για το Θεοδωράκη στο μέλλον.

Εμείς εδώ στην Κρήτη επωμιζόμαστε ακόμα μεγαλύτερες ευθύνες και για το λόγο ότι ο ίδιος και το έργο του απηχεί τις αξίες που ανέδειξε η ιστορική Κρήτη και ο πολιτισμός της στο σύνολό της.

Το 2001 στην 60η επέτειο από τη Μάχη της Κρήτης ενώπιον χιλιάδων Κρητικών και άλλων φίλων που είχαν κατακλύσει το Παναθηναϊκό Στάδιο, ο Μίκης Θεοδωράκης, παραλαμβάνοντας τον τίτλο του επίτιμου προέδρου της Παγκρήτιας Ένωσης, βαθύτατα συγκινημένος, είπε: «Ό,τι έγινα, το οφείλω στην Κρήτη».

Βαριά κουβέντα. Δεν ήταν μια φιλοφρόνηση. Ήταν η ουσία του. Εδώ στα εγκαίνια αυτού του θεάτρου το 2017 μας το ξαναείπε και μας το ανέλυσε.

Η ευθύνη μας λοιπόν είναι μεγαλύτερη.

Αφού πρώτα ευχαριστήσω την Αντιπεριφέρεια Χανίων και το Δήμο Χανίων για την συνεργασία και την συμβολή τους σ’ αυτή την μεγάλη διοργάνωση του Φεστιβάλ Χανίων, πρέπει να επισημάνω στην συνέχεια το εξής:

Το τι σημαίνει ο Θεοδωράκης για την Ελλάδα και την Κρήτη έχει αναλυθεί.

Το ερώτημα, τι κάνει η Ελλάδα και η Κρήτη για το Μίκη Θεοδωράκη, μένει αναπάντητο ακόμα.

Αν όσα λέγονται για τον Θεοδωράκη είναι αληθή, τότε συνεπάγονται και υποχρεώσεις. Πρώτα για την Ελληνική Πολιτεία, την Κυβέρνηση, τους Τοπικούς και Περιφερειακούς Φορείς.

Ο ίδιος μας έχει αφήσει γραπτά και προφορικά, τις σκέψεις του, τα όνειρά του, τις επιθυμίες του, τις εντολές του, για τον τόπο του.

Ελπίζω του χρόνου, όλα να έχουν πάρει το δρόμο της υλοποίησης και να μην βρισκόμαστε διαρκώς στις ευχές και τις υποσχέσεις.

Για μας εδώ, που είμαστε τοις κείνου ρήμασι πειθόμενοι, οι εντολές και οι επιθυμίες του, αποτελούν ηθικό καθήκον και υποχρέωση να τα παλέψομε μέχρι τέλους.

Ας είναι Αιωνία η μνήμη του.


Κώστας Γουλιάμος: Ο Μίκης Θεοδωράκης ως Ζώσα Ιστορία & Αρμονία

Αποτελεί ψευδαίσθηση να θεωρούμε αυτή τη μέρα ως μέρα ιστορίας θανάτου.

Κάθε άλλο, αποτελεί ζωντανό χρόνο, μια διάσταση του χρόνου. Κατ` ακρίβεια, η μέρα τούτη -όπως και όλες οι άλλες- είναι το χωροχρονικό συνεχές. Ο συμπαντικός χρόνος. Είναι η αιωνιότητα του Μίμη Θεοδωράκη.

Όπως έλεγε ο ίδιος: “Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και τον θάνατο. Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο ΉΛΙΟΣ και ο ΧΡΟΝΟΣ έγιναν ο κύκλος της ζωής και του θανάτου”.

Σπεύδω επομένως εκ των προτέρων να υπογραμμίσω πως τόσο η ελληνική, η κρητική και η οικουμενική μεγαλοσύνη του Μίκη Θεοδωράκη —είτε αφορά τραγούδια είτε λαϊκά ορατόρια, όπερες και συμφωνική μουσική— όσο η πολιτική και κοινωνική του δράση, αναδύονται από τον πυρήνα ενός εκλεπτυσμένου φιλοσοφικού-στοχαστικού βιώματος: “είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και τον θάνατο. Είμαι ο χρόνος”.

Θα έλεγα δε πως στο σημείο αυτό συναντά και το στίχο του Νίκου Καζαντζάκη στην “Οδύσσεια” : ψευτόνειρο `ναι τα γεράματα και φαντασιά `ναι ο χάρος.

Είναι ως εκ τουτου απαραίτητο να εντοπίσουμε a priori το γεγονός πως αυτός ακριβώς ο βιωματικός στοχασμός αποτελεί την εκκίνηση για την κατανόηση και εμβάθυνση της Συμπαντικής Αρμονίας του Μίκη Θεοδωράκη.

Ουσιαστικά το έργο του Μίκη Θεοδωράκη ενσαρκώνει μια περίπλοκη συμπαντική κοσμο-γεωγραφία επί της οποίας ο βαθύτατος (ανα)στοχασμός του νοηματοδοτεί συνειδητά κοινωνικές, πνευματικές, πολιτισμικές, μουσικές και πολιτικές ιδιότητες και διεργασίες.

Γι` αυτό το λόγο θεωρώ ότι είναι ουσιώδες να τοποθετήσουμε το φαινόμενο Θεοδωράκη στην αληθινή του διάσταση. Να μελετήσουμε σοβαρά -και με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια- τη σύλληψη της συμπαντικής αρμονίας ως τη γενεσιουργό αιτία του συνολικού μουσικού του έργου, όπως και του κοινωνικού και πολιτικού του πράττειν.

Υπογράμμιζε ο ίδιος: «Ζω και υπάρχω μόνο όταν συντονίζομαι με το βασικό Νόμο της Συμπαντικής Αρμονίας, οπότε γίνομαι ένα υπαρκτό και δραστήριο μόριο, καθώς η ατομική και ασήμαντη καμπύλη του χρόνου που μου δόθηκε θα αξιωθεί να ενωθεί με το άπειρο, το ακατανόητο το εν, το γαλάζιο αιθέρα και το βόμβο των σφαιρών».

Αντιλαμβάνεται κανείς πως ο Θεοδωράκης είχε συνδέσει πολύτροπα τη μουσική, τον λόγο και τη δράση του και, συνακόλουθα, τη συνείδησή του με την Συμπαντική Αρμονία. Ομολογώ πως αυτή τη θεμελιώδη κοσμοθεωρία διακρίβωνα όλα τα χρόνια της φιλίας μας, συνειδητοποιώντας και ερμηνεύοντας όχι μόνο τι είναι αλλά , κυρίως, τι ακριβώς σηματοδοτεί και τι σημαίνει η μεγαλοσύνη και η αιωνιότητα του Μίκη για την Ελλάδα, για την Κρήτη για τον κόσμο όλο.  

Μολαταύτα, το συνειδητοποίησα πιο έντονα την περίοδο που αποφασίσαμε να συγγράψουμε τη “Διαλεκτική της Αρμονίας”, το οποίο αποτελεί και το τελευταίο του βιβλίο (2018).  Κι έτσι κατέληξα —έχοντας ως αφετηρία την οντολογική αιώρα των δυνάμεων του νεωτερικού ελληνισμού— σ` έναν συμπληρωματικού χαρακτήρα συλλογισμό: από τον Δ. Σολωμό μάθαμε ως νεότερος ελληνισμός πώς να εκφραζόμαστε, και από τον Μ. Θεοδωράκη πώς να στοχαζόμαστε. Πως να αναδείξουμε ως ελληνισμός -και κατ` επέκταση, ως ανθρωπότητα- την αρμονική διεργασία ως πολύτροπο ενοποιητικό στοιχείο μέσω διανοητικών και δημιουργικών διαδικασιών. Ως προοπτική μοναδικότητας και σύμπνοιας που μπορούν να μετατρέψουν το πολιτικά-κοινωνικά-πολιτισμικά ατέρμονο σε “ενεργοποιημένη αρμονική συνθήκη”. Ως τον οντολογικά θεμελιώδη πυρήνα εξύψωσης πανανθρώπινων αξιών και αρετών.

Ας μην ξεχνάμε πως ο Μίκης, αποδεχόμενος από τη νεανική του ηλικία τις διαχρονικές αξίες της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, υιοθετεί τις θεωρίες του Φιλόλαου περί περάτων και απείρων, του Ηράκλειτου για τον Λόγο, του Αναξίμανδρου για το άπειρο, την Πυθαγόρεια θεωρία των αριθμών που εκτείνονταν σε όλα τα πεδία της εξέλιξης των ιδεών, από τη γνώση και την αισθητική μέχρι τη μουσική και την πολιτική. Θα υποστήριζα δε πως η όλη δημόσια, μουσική και πνευματική αγωγή του Θεοδωράκη απηχεί αυτήν ακριβώς την πυθαγόρεια παράδοση που όχι μόνο συμφιλιώνει τις αντίρροπες αρχές του κάθε όντος, αλλά και που με την αρχή της αρμονίας και της αναλογίας συνενώνει τ’ αντίδρομα στοιχεία: Σημείωνε εμφατικά ο ίδιος «Με απασχολούσε πέρα από τη μουσική, η μεταφυσική, η θρησκεία και η φιλοσοφία. Συνειδητοποιούσα ότι είμαι ένα απειροελάχιστο όμως ενεργητικό μόριο του Σύμπαντος, αφού έχω την ιδιότητα να αντανακλώ δημιουργικά το Νόμο της Συμπαντικής αρμονίας και επομένως να συμμετέχω για όσο διάστημα θα υπάρχω σ’ αυτήν την αέναη κίνηση του διαρκούς αρμονικού γίγνεσθαι».

Εύλογα λοιπόν αντιλαμβανόμαστε πως ο Μίκης αναζητούσε την αέναη κίνηση του διαρκούς αρμονικού γίγνεσθαι σε όλες τις περιόδους του βίου του. Περιόδους σαφώς ιστορικά δύσκολες, συνδεδεμένες αναπόδραστα με πτυχές της κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας, απότοκης αυταρχικών φαινομένων στην μετεμφυλιακή εποχή, με τη συνακόλουθη παρακμή της δημόσιας σφαίρας, την κατάλυση δημοκρατικών θεσμών, την εισαγωγή αλλά και κατίσχυση της εργαλειακής ορθολογικότητας κατά τους μεταπολιτευτικούς χρόνους και, βέβαια, την αγοραία εκδοχή και υποβάθμιση της πολιτικής με την έλευση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και αργότερα, του λεγόμενου ψηφιακού διαφωτισμού.

Όλη αυτό το πολύπτυχο του σύγχρονου αδιέξοδου, ενίσχυσε τον πυρήνα (ανα)στοχασμού του Θεοδωράκη περί συμπαντικής αρμονίας. Έννοια σαφώς αδιαχώριστη από ιδεολογικές συνδηλώσεις, καθώς —άμεσα ή έμμεσα— υποδηλοί την πεμπτουσία μιας γνωσιολογίας, με επίκεντρο το ζήτημα και το ζητούμενο της απελευθέρωσης του ανθρώπου και της κοινωνίας.

Αυτή επομένως η διάσταση της Συμπαντικής Αρμονίας αποτελεί μέγιστο διανοητικό, πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο για την Ελλάδα. Και βέβαια εξηγεί τη μεγαλοσύνη και, συνάμα, την ιδιαιτερότητα του Μίκη Θεοδωράκη, καθότι αποκτά ιδιότητα συνώνυμη του κοινωνικού και πολιτικού ευ πράττειν. Παράλληλα, θέτει -μεταξύ άλλων- στη θέση της παθητικότητας τη δημιουργικότητα και επινοητικότητα. Την οντολογική ενεργοποίηση και δυνητικοποίηση για τη μετάβαση από τη διαφορετικότητα στην μοναδικότητα, όπου πολιτική, μουσική, τέχνη, λόγος κι` αισθητική συντονίζονται με την Συμπαντική αρμονία. Γράφει ο Μίκης: «Ζω και υπάρχω μόνο όταν συντονίζομαι με το βασικό Νόμο της Συμπαντικής Αρμονίας, οπότε γίνομαι ένα υπαρκτό και δραστήριο μόριο, καθώς η ατομική και ασήμαντη καμπύλη του χρόνου που μου δόθηκε θα αξιωθεί να ενωθεί με το άπειρο, το ακατανόητο το εν, το γαλάζιο αιθέρα και το βόμβο των σφαιρών».

Πραγματικά, ο οξυδερκής (ανα)στοχασμός, όσο και η διορατική νεοπυθαγόρεια θεωρία του Θεοδωράκη αναδιατυπώνει ουσιωδώς το σημασιολογικό χαρακτήρα της συμπαντικής αρμονίας, επισημαίνοντας πως «η πεμπτουσία της Γνώσης έγκειται στην αποκάλυψη των αντιθέσεων μέσα στις οποίες γεννήθηκε ο Κόσμος… Όλα τα αντίθετα είναι όμοια. Χάος και Αρμονία, Ζωή και Θάνατος, Μηδέν και Άπειρο αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος»

Τα πάντα απορρέουν από τον συμπαντικό κόσμο. Η αρμονία και το χάος —αντίρροπα στοιχεία— αποτελούν απορροές της συμπαντικής αρμονίας, στην οποία ο συνθέτης αποδίδει ακόμα και πολιτικές διαστάσεις, προτάσσοντας στη συλλογιστική του την οργανική ολότητα των δράσεων και των ιδανικών της ελευθερίας και της δημοκρατίας ως σύνθεση και βίωση της αρμονίας. Ακόμα και η πρόσληψη κάθε πνευματικού έργου —όπως και η σύλληψη κάθε φαινομένου κουλτούρας αλλά και κοινωνικής και πολιτικής δράσης—, απαιτεί και προϋποθέτει την οντολογική εκδοχή της διαλεκτικής της αρμονίας.

Πρόδηλα όλη αυτή η προσέγγιση υποδεικνύει πως έχουμε να κάνουμε με μια διαλεκτική σύλληψη και ερμηνεία, όπου σύμφωνα με σύγχρονους αναλυτές «μετά την πλατωνική διαλεκτική, μετά την μαρξιστική διαλεκτική, αλλά και μετά την αρνητική διαλεκτική του Adorno, έχουμε μια ακόμα, εξίσου πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα εκδοχή της διαλεκτικής: τη διαλεκτική της αρμονίας».

Θεωρώ πως η πολύτροπη διαλεκτική της αρμονίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα ευάγωγο (μολονότι δύσκολο) κίνημα και, συνάμα, ρηξικέλευθο πέρασμα από τη νηπιακή ηλικία της ανθρωπότητας —ήτοι, την περίοδο της λογικής της γνώσης— στην αφετηρία της περιόδου του απολύτως ελεύθερου ανθρώπου. Σε αυτή την νέα πλην κρίσιμη περίοδο, ο Θεοδωράκης επιχειρεί και ενσωματώνει μια φιλοσοφική θεώρηση της ελληνικότητας, όντας πεπεισμένος για την ικανότητα και δυνατότητα της νεοελληνικής πολιτισμικής συνείδησης. Ταυτόχρονα, εκκολάπτει κι’ εμπεδώνει με την τέχνη, το πνεύμα και τη δράση του συνθήκες απεμπλοκής από γνωστες (αυτο)παγιδεύσεις μορφών υποτέλειας, δουλείας και εθελοδουλείας.

Ιδιαίτερα σε μια εποχή «τεχνοφεουδαρχίας», στην οποία κυριαρχεί ο κόσμος του χάους και του μηδενισμού, ο Θεοδωράκης προβάλλει την πεμπτουσία της διαλεκτικής του φιλοσοφίας για την κοινωνία, την πολιτική, τον πολιτισμό και την Ελλάδα ευρύτερα. Η δε θεωρία του βοηθά αποτελεσματικά στην κατανόηση της στάσης του μέσα στον σύγχρονο κόσμο και κυρίως μέσα στη σημερινή Ελλάδα. Ειδικότερα η θέση περί των «κοινοτήτων» στην Τουρκοκρατία ως αδιάπτωτης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα, αλλά και ως ανάχωμα στη σημερινή «διεθνή των αγορών».

Πρόταξε ως ιστορικό υπόδειγμα την ιδιαιτερότητα του νεώτερου ελληνισμού, τονίζοντας ποικιλόμορφα, τη δημοσιονομική όσο και θεσμικοπολιτική ιδιότητα των «κοινοτήτων» στην Τουρκοκρατία.

Ο Μίκης αναγνωρίζει πως η εν λόγω θέση άλλοτε δημιουργεί γέφυρες και άλλοτε συγκρούσεις. Ωστόσο νιώθει το χρέος της σύνθεσης μέσα από τη θέση και την αντίθεση. Νιώθει την ηθική της ευθύνης να διαφυλάξει την ελληνική ιδιαιτερότητά του, διεκδικώντας το δικαίωμα στη συνοχή και στη συνέχεια και, βέβαια, στη διαρκή πλην όμως προοδευτική ανασυγκρότηση και επαναπροσδιορισμό, μέσα σ` έναν κόσμο ψευδεπίγραφης παγκοσμιοποίησης. Εκφράζει την ηθική της πεποίθησης ως απόρροια αντίθεσης στο habitus του οικονομικού ωφελιμισμού και τον συνακόλουθο εργαλειακό λόγο.

Σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο απέναντι στις σύγχρονες παθογένειες αποτελεί για τον Θεοδωράκη η εσωτερική κατάδυση. Κι ακόμα: η απεμπλοκή από τους παραμορφωτικούς φακούς, τις φορμαλιστικές παρανοήσεις και επινοήσεις, όπως και από τους επιλεκτικούς τρόπους ανάγνωσης των πρόσφατων καταθέσεων του αναθεωρητισμού της ιστορίας. Ο ίδιος μάλιστα αντικρούει και αποδομεί το επινοημένο αφήγημα του αναθεωρητισμού. Ο στοχασμός του σχετικά με την «ελληνικότητα» προσφεύγει σε κανόνες και διαχρονικές αξίες και αλήθειες, τέτοιες που υπερβαίνουν τις συνήθεις αποσπασματικές ή/και επιλεκτικές ιστορικές προσεγγίσεις.

Ουσιαστικά θεμελιώνει -μέσω της διαλεκτικής του- την ηθική του διαλόγου. Εν κατακλείδι, δημιουργεί στη βάση επιχειρημάτων τους όρους για μια ορθή μεθοδολογική προσέγγιση ώστε να συλλάβουμε και να πραγματευθούμε το θέμα της πνευματικής και κοινωνικής Ελλάδας ως ζήτημα που δεν ανήκει μόνο στη σφαίρα της επιστήμης του πνεύματος αλλά στην ίδια την ιστορία του πνεύματος.

Αυτή ακριβώς η διορατική οπτική του συνίσταται στο ότι κατανόησε πως ακόμα και οι αιχμηροί παράγοντες κρίσεων περνούν μέσα από τους νόμους της συμπαντικής αρμονίας. Για τον ίδιο πάντως, η διαλεκτική της αρμονίας μπορεί να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση μιας χειραφετικής δράσης, με απελευθερωτική δύναμη και δυνατότητα για την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό και την τέχνη. Για την ίδια τη δημοκρατία, την οποία άγγιζε με όρους αγωνιστικούς και όχι ανταγωνιστικούς.  Άλλη μια πτυχή, παρακαταθήκη για τις σύγχρονες γενιές ώστε να προσεγγίσουν το έργο του ως συστατικό μέρος του χειραφετικού (ανα)στοχασμού της συμπαντικής αρμονίας.

Θεμελιώδης άλλωστε πτυχή που, ως τέτοια, εξηγεί την διάσταση και αναγώριση της οικουμενικής μεγαλοσύνης του Θεοδωράκη. Γιατί o Μίκης είναι επίσης μια οικουμενική προσωπικότητα, και μάλιστα απο τις σημαντικότερες. Ένας Homo Universalis. Γιατί στο βίο του ο Θεοδωράκης «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον» {“και πολιτείες πολλές εγνώρισε, πολλών βουλές ανθρώπων,/κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του,/για να σωθεί κι αυτός παλεύοντας και πίσω τους συντρόφους να φέρει”. }

Έχει πραγματικά βιώσει την ιστορία των λαών ως σύγχρονος νομάς και homo politicus, κατέχοντας -όσο ουδείς άλλος ομότεχνός του- την «καθολικότητα» της πολυμάθιας και του ευ πράττειν μέσα από τις ατελείωτες πνευματικές του ανησυχίες και τους συνεχείς αγώνες του για δημοκρατία, ελευθερία, ειρήνη και δικαιοσύνη.

Ένας κατεξοχήν πνευματικός κοσμογράφος. Μια μουσική ιδιοφυΐα του 20ου & 21ου αιώνα, με έργο τεράστιας πνευματικής και διανοητικής πνοής, μέσα απο το οποίο εμπεδώνονται οι πανανθρώπινες πτυχές της οικουμενικότητας του ελληνικού πνεύματος. Κοντολογίς θα υποστήριζα πως ο Θεοδωράκης συνειδητοποιεί και διαμορφώνει μια νέα πολιτισμική γνωσιολογία οικουμενικής τέχνης και κουλτούρας και, συνάμα, ενός σύγχρονου ουμανισμού με πυρήνα τη διαλεκτική της συμπαντικής αρμονίας. Με άλλα λόγια, συνειδητοποιεί και διαμορφώνει στο έργο του μια νέα πολιτισμική γνωσιολογία οικουμενικής κουλτούρας με πυρήνα την αέναη κίνηση και δράση του αρμονικού γίγνεσθαι στην τέχνη και την κοινωνία. Αυτή ακριβώς είναι η μοναδικότητα και η διαφορετικότητά του έργου και της δράσης του που τον έκαναν να ξεχώριζει απο ομότεχνούς του στο παγκόσμιο πνευματικό περιβάλλον.

Προεκτείνοντας, θα έλεγα πως ο χειραφετικός και διαλεκτικός χαρακτήρας του συνολικού του έργου αποτελεί καθοριστικό πυλώνα στην παγκόσμια ιστορία της δημοκρατικής πράξης, της αγωνιστικής δημοκρατίας, της ελευθερίας, της κριτικής-αναλυτικής φιλοσοφικής σκέψης και της μουσικής σύνθεσης.

Ο Λόγος του – μουσικός και διανοητικός- εκφράζει τα πάθη όλων των Λαών της γης. Ας «ακούσουμε» τη φωνή του: «Ως συνθέτης προσπάθησα να συνενώσω δύο βασικά στοιχεία: την Ελληνικότητα με την Ευρωπαϊκή μουσική κληρονομιά (κυρίως στη συμφωνική μου μουσική) από τη μια μεριά. Κι από την άλλη την εποχή μου, δηλαδή τις ιδέες μου, τον Λαό μου, τα πάθη της εποχής μου δηλαδή τα πάθη όλων των Λαών της γης και την πίστη μου ως Πολίτη στην Δικαιοσύνη, την Ελευθερία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα».

Το βέβαιο είναι πως η θεώρηση του Θεοδωράκη από τη θέση της συμπαντικής αρμονίας αποτελεί εφαλτήριο για τις νέες γενιές προς αναζήτηση νέων τρόπων μουσικής έκφρασης, με στόχο την ευεργετική όσμωση ανάμεσα στην τέχνη, το πνεύμα, την επιστήμη και την κοινωνία.

Η Κρητική διάσταση

Πάντοτε ο Μίκης δρούσε ενάντια στην άνεση του εξοικειωμένου. Ήταν σε ρήξη με κάθε είδος και τύπο φυσικοποίησης του τερατώδους.

Πέραν τούτων, ήθελε και πέτυχε το πνεύμα και η τέχνη του να συναγωνιστούν με τα διαχρονικά επιτεύγματα και τις ανθρώπινες-δημοκρατικές-οικουμενικές αξίες της παράδοσης του ελληνισμού, αποδίδοντας όμως και δημιουργώντας στο έργο του νέους και, κυρίως, πρωτοπορειακούς τρόπους αντίληψης, θέασης, σκέψης και μουσικής έκφρασης, τέτοιους που να επιτρέπουν την «έκρηξη» απροσδόκητων, πλην όμως δημιουργικών διαφορών. Είναι άλλωστε ένας απο τους λόγους που το έργο του απόκτησε τεράστιες διαστάσεις εντός και` εκτός συνόρων.

Η ευκρίνεια, για παράδειγμα, με την οποία αντιλαμβανόταν τον ρόλο της Κρητικής τέχνης και κοινωνικής παράδοσης, είναι ευδιάκριτη σε όλο το δημιουργικό, πνευματικό και πολιτικό του βίο, μετατρέποντας ή/και μετασχηματίζοντας την Κρητική παράδοση σε κινητήρια δύναμη. Καλλιτεχνική και κοινωνική.

Άλλωστε του ταιριάζει ο στίχος του Βιτσέντζου Κορνάρου

Γονέοι που μ’ εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας

επήρα κι απ’ το αίμα σας κι από την αναπνιά σας

Ας μην ξεχνάμε πως εδώ στα Χανιά, πριν απο 70 ακριβώς χρόνια, έγραψε κι` εκτέλεσε τον Χανιώτικο συρτό για πιάνο και ορχήστρα,  που αποτέλεσε εφαλτήριο δημιουργίας για τα έργα της δεκαετίας του ’50.

Κατά πολλές έννοιες, η συγχώνευση στο έργο του Μίκη του χρόνου και τόπου εκφράζεται μέσα απο την εγγενή σύνδεση του μεταιχμιακού περιβάλλοντος που ο Μπαχτίν προσδιόριζε ως «χρονότοπο»: από τη μια, ένας ιδιότυπος “μαγικός ρεαλισμός” που μετέφερε τη γλώσσα/αφηγήσεις τροβαδούρων και ποιητών αλλά και της μουσικής από τα βάθη της λαϊκής Κρητικής παράδοσης. Απο την άλλη, η ενότητα του ανθρώπου με το φυσικό του χώρο.

Σε αυτό το οριακό πεδίο του “χρονότοπου” εντοπίζονται στον Θεοδωράκη ευδιάκριτα θεματικά και συμβολικά πεδία. Αδρομερώς αναφέρω:

➢ το φυσικό και βιολογικό πεδίο: γεωμορφολογικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά

➢ τα κοινωνικο/πολιτισμικά πεδία: κοινωνικοί θεσμοί, ρόλοι, παραδόσεις, δρώμενα, μύθοι, ιδεολογικές- κοινωνικές θέσεις και πεποιθήσεις, αξίες, γλώσσα, οργανική μουσική, συνείδηση κτλ.

➢ Το (δια)προσωπικό πεδίο: διαδικασία ενδοσκόπησης, εμπειρίες, σχέσεις κτλ.

Τα παραπάνω τρία πεδία σχέσης του Μίκη με την Κρήτη και το Πνεύμα της, τα οποία θεωρώ πως συγκροτούν τον “χρονότοπο” του Θεοδωράκη, αποτυπώνονται εμπεριστατωμένα στο βιβλίο “Ο Μίκης Θεοδωράκης και η Κρήτη” που συνέγραψαν ο Αγοραστάκης, η Παπαγεωργίου και ο Καψωμένος. Ειδικότερα ο Αγοραστάκης παρουσιάζει τη γενεαλογία του Μίκη, την διαπαιδαγώγησή του, την σχέση του με την Κρήτη και με την Κρητική Μουσική, αποδεικνύοντας ότι η κρητική ταυτότητα του συνθέτη είναι ισχυρή στη προσωπικότητα και το έργο του.

«Η «άνω Κρήτη» -γράφει ο Αγοραστάκης- είναι η «έσω φωνή» του Θεοδωράκη, που δουλεύει μέσα του ως «κατηγορηματική προσταγή», που τον ωθεί στο κοινωνικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό, κι εθνικό πεδίο και του υπαγορεύει το αγωνιστικό «χρέος»…»

Θα συμπλήρωνα πως ο Μίκης ως πρωτοπόρος συνθέτης, συνεπαρμένος από οράματα της Κρητικής παράδοσης και της ελληνικής κοσμοθεωρίας, μετουσιώνει το την τέχνη και το λόγο του σε πράξη, δίνοντας μάχες για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη. Η εξέγερση και η επανάσταση, η ανατροπή και η αντίσταση έχουν ρίζες στον Κρητικό “χρονότοπο”.

Συμμετείχε σε όλους τους δημοκρατικούς αγώνες τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, ανανεώνοντας διαρκώς τη σχέση του με τον λαό μας αλλά και τους λαούς που τον λάτρεψαν. Ως μαρξιστής ενσωματώνει στο βίο του την ενδέκατη αρχή του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ : δεν ερμηνεύει μόνο τον κόσμο, αλλά θέλει να τον αλλάξει. Υπο αυτή τη σκοπιά είναι μοναδικός – δεν μοιάζει με κανένα άλλο μεγάλο συνθέτη στον κόσμο.

Σε κάθε περίπτωση, η Κρητική διάσταση των πεδίων του “χρονότοπου” με τα συγκεκριμένα πρότυπα και τις αξίες στο έργο του δεν είναι μόνο μοναδικά αλλά και σημαντικά αφού επηρεάζουν βαθύτατα το διανοητικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό γίγνεσθαι εντός κι` εκτός Ελλάδας, κερδίζοντας ταυτόχρονα την παγκόσμια αποδοχή.

Είναι άλλωστε ο συνθέτης που ανακάλυψε τις αισθητικές αξίες της βυζαντινής μουσικής και τόλμησε τη σύζευξη του μοντερνισμού με την παράδοση.

Επαναξιολογώντας τα πεδία της Νεωτερικότητας και του Μοντερνισμού, αμφισβητώντας παράλληλα τις τελεολογίες της Δύσης -όπως λογου χάρην ο αυταρχικός τρόπος με τον οποίο ο δυτικός «ορθολογισμός» επιβλήθηκε στην πατρίδα μας (και όχι μόνο) μέσα από την αποικιοκρατία-, ο Μίκης εμφορούμενος από το πνεύμα της ανανέωσης στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αποτύπωσε με καθαρά προσωπικό και ταυτόχρονα πρωτοπόρο τρόπο, παράλληλες και, ταυτόχρονα, διαφορετικές δυναμικές όσο κι μορφοπλαστικές πτυχές του Λόγου και της μουσικής. Συν τοις άλλοις, απέδειξε πως η γόνιμη μετουσίωση των αισθητικών αξιών της παράδοσης με τα νεωτερικά ρεύματα, μπορεί να αναδείξει την ελληνική τέχνη σε τέχνη οικουμενική.

Πραγματικά, στον Μίκη η ιδιότητα του Επαναστάτη και του Μουσικού, απο πολλές απόψεις είναι αλληλένδετες και ισοδύναμες, καθώς διαθέτει την ιδιοφυία και τη δεινότητα να μετασχηματίζει -μεταξύ άλλων- φορείς του κρητικού, του ελληνικού ύμνου σε χαρά ζωής, κι` εν τέλει σε αέναο αρμονικό γίγνεσθαι. Αυτός ο μετασχηματισμός ή/και συνένωση αναδεικνύει την αρμονία ως μουσικό και φιλοσοφικό πλαίσιο αλλά και τη διαχρονική μοναδικότητα του Μίκη ως Συνθέτη και Διανοητή.

Και καθώς θεωρώ τον Μίκη ως ζώσα ιστορία, ως Χρόνο εν Χρόνω, θα μου επιτρέψετε απόψε, όπως και κάθε μέρα «να βυθιστούμε στο χρόνο του/να κοινωνήσουμε απ’ την αιωνιότητά του.»

Και βέβαια ως μαθητές του να επικοινωνούμε την αρμονία του, το Σύμπαν του, όχι μόνο στον Ελληνισμό αλλά και στα πέρατα του κόσμου.

 

Back To Top