skip to Main Content

2/05/1995: Παγκόσμια πρεμιέρα της Λυρικής Τραγωδίας – Όπερας «Ηλέκτρα» του Μίκη Θεοδωράκη σε λιμπρέτο Σπύρου Ευαγγελάτου από την ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή κατά τη νεοελληνική μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη στο δημοτικό θέατρο του Λουξεμβούργου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Λουξεμβούργο, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης -1995», με την όπερα Βιέλκι του Πόζναν (Opera Wielki of Poznan),

με Director: Marek Weiss-Grzesinski, και conductor: José Maria Florencio jr.

Elektra – Wita Nikołajenko, Klytajmestra – Ewa Werka, Pedagog – Marian Kępczyński

1995-5-2 Λουξεμβούργο, Παγκόσμια πρεμιέρα για την Ηλέκτρα. Έξω από το θέατρο γλυπτό

1995-5-2 Λουξεμβούργο, Παγκόσμια πρεμιέρα για την Ηλέκτρα. Γλυπτό έξω από το θέατρο.


Γράφει η Gail Holst στο “Αρχαίες και σύγχρονες ελληνικές τραγωδίες στις όπερες του Μίκη Θεοδωράκη” για την «Ηλέκτρα» του Μίκη Θεοδωράκη

Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι επίσης μια τραγωδία όπου μια προφανώς αδύναμη ηρωίδα νικάει τις δυνάμεις που την καταπιέζουν. Όπως η Μήδεια, έτσι και η Ηλέκτρα είναι το αδυσώπητο όργανο της εκδίκησης. Ο συνθέτης εξηγεί στις σημειώσεις του για την πρώτη παραγωγή ότι η Ηλέκτρα είναι η εκλεκτή, στην κυριολεξία αυτή που έχει επιλεχτεί από τους νόμους της Συμπαντικής Αρμονίας 8 (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη, Υποαρχείο Κειμένων, Φάκελος 385, 66. Ηλέκτρα, όπερα σε δύο πράξεις βασιμένη στο κείμενο του Ευριπίδη. Μετάφραση: Κ. Γεωργουσόπουλος, λιμπρέτο: Σ. Ευαγγελάτος. Πρώτη παράσταση: 2 – 6 Μαΐου 1995, Λουξεμβούργο – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης).
Ο Χορός του Σοφοκλή μάς δίνει τα κλειδιά του χαρακτήρα της. Είναι μόνη, θρηνεί τον πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα είναι γενναία και καταφρονεί τον θάνατο. Στο τέλος θα θεωρηθεί σοφή και ενάρετη επειδή τήρησε τους νόμους της φύσης και σεβάστηκε τον Δία. Σε αυτή την ερμηνεία της τραγωδίας, ο Χορός για τον Θεοδωράκη αντιπροσωπεύει τον νόμο της φύσης.
Η Ηλέκτρα είναι η πιο δραματική και η πιο δύσκολη όπερα του Θεοδωράκη. Πώς, λοιπόν, εκπληρώνεται το όραμα του συνθέτη να προβάλει ολόκληρο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων και παράλληλα να αντιπροσωπεύσει τους πανανθρώπινους και διαχρονικούς νόμους της αρμονίας και της φύσης; Πριν ακόμα ακουστεί η φωνή της ηρωίδας, αιθέρια μέσα από το παλάτι, οι Μυκήνες έχουν καθιερωθεί μουσικά ως ιερός τόπος. Συγχορδίες που τρεμοπαίζουν σε μια σοβαρή ρυθμική βάση τονίζουν τον υπερφυσικό χαρακτήρα της τραγωδίας που θα παρακολουθήσουμε. Ο Ορέστης στην αρχική του άρια μας λέει ότι θα κάνει προσφορές στον τάφο του πατέρα του. Μετά προσεύχεται στους θεούς του πατρογονικού του σπιτιού. Στην αρχική άριά της (Καθάριο φως κι αγέρα, της γης αδελφέ…) και η Ηλέκτρα θα προσευχηθεί. Στην περίπτωσή της, ένα ορχηστρικό ιντερλούδιο προετοιμάζει την άρια με τη λυρική επίκληση της αυγής. Εδώ ο συνθέτης σκόπιμα τονίζει την κεντρική αντίθεση της όπερας, μεταξύ της κοσμικής αρμονίας της φύσης –που αντιπροσωπεύει η Ηλέκτρα– και της ασυμφωνίας μέσα στο παλάτι.
Ο Χορός στην όπερα έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια πλευρά εκπροσωπεί τις Μυκήνες, μια πόλη πλημμυρισμένη στο αίμα· από την άλλη πλευρά μάς θυμίζει την ομορφιά του ελληνικού τοπίου. Στις σημειώσεις του ο Θεοδωράκης γράφει ότι τόσο η φωνή της Κλυταιμνήστρας όσο και η ίδια η μουσική πρέπει να φαίνεται ότι βγαίνουν μέσα από τη γη. Το τοπίο που περιβάλλει τις Μυκήνες δεν φεύγει από το μυαλό του συνθέτη· θυμίζει αυτό που χάθηκε στον άσχημο κύκλο της εκδίκησης και του θανάτου. Όταν η Κλυταιμνήστρα προσεύχεται στους θεούς η μουσική γίνεται η γέφυρα μεταξύ ουρανού και γης. Αυτή η υψηλή άποψη για τον ρόλο της μουσικής μάς παρέχει το κλειδί να κατανοήσουμε τη σκηνή που ακολουθεί, όπου η Κλυταιμνήστρα απευθύνεται στον Απόλλωνα: «Τώρα μπορείς ν’ ακούσεις τα λόγια μου τα σκεπασμένα, προστάτη Φοίβε..» Η μουσική πρέπει να βγάλει την ένοχη βασίλισσα από το σκοτάδι στο κέντρο της παγκόσμιας αρμονίας.
Στην όγδοη σκηνή, όταν ο παιδαγωγός εξιστορεί τον θάνατο του Ορέστη σε αρματοδρομία, λέει ένα τεράστιο ψέμα, αλλά πρέπει να το πει με απόλυτη πειστικότητα. Τα πάντα κρέμονται από την υποκριτική του ικανότητα και περιγράφει μια αλησμόνητα ζωντανή εικόνα του αγώνα. Κατά τη διάρκεια της αφήγησης η μουσική, περιγράφοντας τον έξαλλο καλπασμό των αλόγων, πετυχαίνει αυτό που δεν μπορούν οι λέξεις, ενώ τα επιφωνήματα του Χορού ακούγονται σαν τρομακτικές πνιχτές κραυγές. Όλα σταματούν μπροστά στο υποτιθέμενο σώμα του Ορέστη. Ο Χορός σμίγει με την αφήγηση του παιδαγωγού θρηνώντας τον «νεκρό» ήρωα μαζί με το πλήθος των θεατών και τραγουδώντας έναν ύμνο βασισμένο σε ένα κρητικό ριζίτικο τραγούδι. Ο Θεοδωράκης περιγράφει τη συγκεκριμένη μελωδία σαν «μωβ σε μαύρο φόντο». Η δεύτερη πράξη αρχίζει με μια ακόμα σκηνή την αυγή. Η αντίθεση μεταξύ της χαράς της Χρυσόθεμης, όταν εκφράζει στην αδελφή της την υποψία ότι ο Ορέστης έχει γυρίσει, και της απόλυτης απελπισίας της Ηλέκτρας δίνεται από το τονικό ύψος των φωνών τους καθώς η φωνή της Χρυσόθεμης, ως καθαρή σοπράνο, «χορεύει» πάνω από τη μέτζο της αδελφής της. Μια παύση στη δράση επιτρέπει στον Χορό να κάνει το πιο σημαντικό σχόλιο στην τραγωδία. Η Ηλέκτρα, λένε, που θρήνησε τον νεκρό πατέρα της ασταμάτητα και τώρα θρηνεί τον αδελφό της, θα κερδίσει διπλά πολύτιμη φήμη για σοφία και αρετή. Σε ένα είδος ημιρετσιτατίβο, τονίζουν ότι η Ηλέκτρα παραδόθηκε στη δυστυχία της προκειμένου να τηρήσει τους νόμους της φύσης και να τιμήσει τον Δία.
Είναι ο Πυλάδης και όχι ο Ορέστης που υπερέχει στο πρώτο μέρος της επόμενης σκηνής. Προσπαθώντας να κρατήσει ξένη την ταυτότητά του, ο Ορέστης απλά κάνει ερωτήσεις. Ο Πυλάδης, αντίθετα, τραγουδάει μια νέα μελωδία, φωτεινή και θριαμβευτική. Αυτή είναι μια υπερβατική στιγμή, σύμφωνα με τη σύλληψη του συνθέτη, όπου η μουσική υπερνικώντας τον πόνο υψώνεται μέχρι να ενωθεί με το κέντρο της παγκόσμιας αρμονίας. Καθώς ο Ορέστης λυπάται την Ηλέκτρα και πείθει τον Πυλάδη να της δώσει την τεφροδόχο (που υποτίθεται ότι περιέχει την τέφρα του), εκείνη τραγουδάει μια άρια με τη χροιά των αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας, όταν κρατούσε στην αγκαλιά της τον Ορέστη παιδί. Αργά, καθώς η γαλήνη της ανάμνησης περνάει, η ορχήστρα προμηνύει την ένταση που κλιμακώνεται με τρίηχα των οποίων γρήγορες συγχορδίες ανεβοκατεβαίνουν, έως την επόμενη κορύφωση όταν, σε μια ξαφνική σιωπή, η Ηλέκτρα συνειδητοποιεί τον απόλυτο όλεθρό της: «Πάει κι ο πατέρας· πέθανα κι εγώ!»
Ο Ορέστης τελικά ξεσηκώνεται και καλεί για δράση, μετά την οποία τα λυρικά ιντερλούδια είναι σύντομα, με την ένταση να διατηρείται χωρίς ανάσα μέχρι το τέλος. Μια τέτοια παύση (ιντερλούδιο) συνοδεύει την αναγνώριση του παιδαγωγού από την Ηλέκτρα, μια από τις κορυφαίες στιγμές της όπερας. Όταν ακούγεται το απόσπασμα «Δεν παίρνει εδώ κανείς» από τον υπέροχο κύκλο τραγουδιών που έγραψε ο Θεοδωράκης για το έργο Ένας Όμηρος, του Brendan Behan(1962), όσοι είμαστε εξοικειωμένοι νιώθουμε μια παράλληλη στιγμή αναγνώρισης, σαν να αγκαλιάζουμε έναν παλιό φίλο, με τη μορφή μιας γνωστής μελωδίας.
Πριν ο Ορέστης συνεχίσει πρέπει να απευθύνουν προσευχή στον Απόλλωνα. Ο παραλληλισμός μεταξύ αυτής της σκηνής και της ιερής ατμόσφαιρας στην αρχή του έργου υπογραμμίζεται με μια σύντομη επιστροφή στο θέμα των Μυκηνών. Η ορχήστρα αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο, καθώς η ένταση αυξάνεται, περιγράφοντας τον φόνο με γρήγορα τρίηχα και εκρήξεις κρουστών. Η Ηλέκτρα είναι τώρα μια λύκαινα που επιθυμεί εκδίκηση. Όλα τα αποθέματα των χάλκινων και έγχορδων της ορχήστρας κραυγάζουν, μαζί με την τρομοκρατημένη μητέρα και την κόρη που ουρλιάζει. Η ένταση της συγκίνησης είναι τόσο μεγάλη που κανείς δεν μπορεί να παρέμβει εκτός από τον Χορό, ο οποίος, με την άριά του «Πόλη και καταραμένη γενιά», μας θυμίζει ότι δεν πρόκειται μόνο για μια προσωπική τραγωδία, αλλά και για την εκπλήρωση μιας αρχαίας κατάρας. Η τελική σκηνή της όπερας αρχίζει με την ταραχή και δυσπιστία του Αίγισθου, όταν βλέπει τη δολοφονημένη του γυναίκα και αντιλαμβάνεται ότι έχει παγιδευτεί. Ο Ορέστης και οι άντρες σύρουν τον Αίγισθο στη σφαγή, ενώ η Ηλέκτρα συμμετέχει στη φρίκη. Παρά τα θετικά λόγια του Χορού στο τέλος, η ορχήστρα συνεχίζει να καλπάζει άγρια σαν να κατευθύνεται στην άβυσσο. Έχει πραγματικά η Ηλέκτρα κάνει ένα βήμα στη λευτεριά; Η φιλόδοξη, συναισθηματικά ταλαντευόμενη μουσική του Θεοδωράκη αφήνει αναπάντητο το ερώτημα.
Back To Top