του Γιώργου Αγοραστάκη
Μια τιμή με το όνομα του Νερούντα δεν μπορεί παρά να είναι μια από τις μέγιστες τιμές για το Μίκη Θεοδωράκη. Η Προεδρία της Χιλής σε αναγνώριση της μεγάλης προσφοράς του Μίκη Θεοδωράκη προς την Χιλή του απένειμε το μετάλλιο Νερούντα.
Ο Θεοδωράκης είχε την οξυδέρκεια να επιλέξει ένα από τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και να κερδίσει την συγκίνηση του ποιητή για τη μελοποίηση του έργου του, αλλά και όλου του κόσμου της Λατινικής Αμερικής και όχι μόνον.
Ο Θεοδωράκης έκανε μια επαναστατική πράξη όπως είχε κάνει προηγούμενα στην Ελλάδα. Μελοποίησε τη μεγάλη ποίηση. Έτσι την έβαλε στο στόμα εκατομμυρίων ανθρώπων, και βοήθησε να διαδοθεί πλατιά το έργο του Νερούντα. Κατάφερε να επικοινωνήσει με το βαθύ πνεύμα του ποιητή και να ντύσει μουσικά το κορυφαίο έργο του.
Η αλήθεια είναι ότι Θεοδωράκης και Νερούντα κινούνται και πιστεύουν σε κοινό τόπο, γιαυτό και το αποτέλεσμα του μελοποιημένου Canto General είχε τόσο μεγάλη επιτυχία. Αυτοί οι δυο ταιριάξανε.
Ο Νερούντα «είναι ο άνθρωπος που ταυτίστηκε με τον κόσμο της δουλειάς, τον πάντα αδικημένο σ’ αυτόν τον πλανήτη. Και όχι με λόγια. Είναι ο ποιητής, που η ποίησή του δεν είναι καμωμένη από λόγια, αλλά από έργα. Ο στίχος του είναι έργο – ποίημα. Το βλέπεις, το πιάνεις στη χούφτα σου, το ακουμπάς στην καρδιά σου κι ακούγεται διπλό τικ – τακ…». γράφει η Δανάη Στρατηγοπούλου που μετέφρασε το έργο του Νερούντα στα Ελληνικά.
Ο Ισπανός ποιητής Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα που γνώρισε πολύ νέο το Πάμπλο Νερούντα παρουσιάζοντας στη Φιλοσοφική Σχολή στη Μαδρίτη, έκανε μια επιτυχεμένη διάγνωση. Είπε ότι «είναι ένας ποιητής πιο κοντά στο θάνατο παρά στη φιλοσοφία- πιο κοντά στον πόνο παρά στη διανόηση, πιο κοντά στο αίμα παρά στο μελάνι.» και ότι «όταν πάει να γίνει τιμωρός και σηκώνει το σπαθί, βρίσκεται ξαφνικά μ’ ένα πληγωμένο περιστέρι ανάμεσα στα δάχτυλα του.»
Ο ίδιος ο Νερούντα τα εξήγησε καλά μ’ ένα ποίημά του αργότερα. Εξήγησε γιατί γράφει αυτή την ποίηση. Νομίζω μαζί εξήγησε και για λογαριασμό του Θεοδωράκη γιατί γράφει αυτά τα τραγούδια που γράφει.
Εξηγώ μερικά πράγματα
του Pablo Neruda
Εξηγώ μερικά πράγματα
Θα με ρωτήσετε: Πού είναι οι πασχαλιές;
και πού η μεταφυσική σκεπασμένη από παπαρούνες
και η βροχή που συχνά χτυπούσε
στις λέξεις σας, γεμίζοντάς τες
με τρύπες και πουλιά;
Θα σας διηγηθώ ό, τι μου συμβαίνει:
Ζούσα σε μια συνοικία
της Μαδρίτης, με καμπάνες,
με ρολόγια, με δέντρα.
Από κει φαινότανε
το κατάξερο πρόσωπο της Καστίλλιας
σαν ένας Ωκεανός από δέρμα.
Το σπίτι μου λεγότανε
το σπίτι των λουλουδιών, αφού παντού
σκάγανε γεράνια: ήταν
ένα όμορφο σπίτι
με σκυλιά και παιδάκια.
Ραούλ, θυμάσαι;
Θυμάσαι, Ραφαήλ;
Φεντερίκο, θυμάσαι;
Κάτω από το χώμα;
Θυμάσαι το σπίτι μου με τα μπαλκόνια, όπου
το φως του Γενάρη έπνιγε τα λουλούδια στο στόμα σου;
Αδερφέ, αδερφέ.
Όλα ήταν δυνατές φωνές, αλάτι εμπορευμάτων,
στοιβάγματα ψωμιού που πάλλεται,
αγορά της συνοικίας μου της Αργουέλιες με το άγαλμα
σαν ένα χλωρό μελανοδοχείο μεταξύ μπακαλιάρων,
το λάδι έφτανε στα κουτάλια,
ένας βαθύς παλμός
ποδιών και χεριών γέμιζε τους δρόμους,
μέτρα, λίτρα, ουσία,
αιχμή της ζωής,
ψάρια στοιβαγμένα,
συναρμογή από στέγες μ’ έναν ήλιο κρύο που
το βέλος κουράζεται,
παράφορο φίλντισι από πατάτες,
ντομάτες που φτάνουν ως τη θάλασσα.
Κι ένα πρωί όλα ήταν φλογισμένα
κι ένα πρωί οι φωτιές
βγαίνανε από τη γη
καταβροχθίζοντας πλάσματα
κι από τότε πυρκαγιά,
μπαρούτι από τότε
κι από τότε αίμα.
Ληστείες με αεροπλάνα και με μαυριτανούς,
ληστείες με δαχτυλίδια και δούκισσες,
ληστείες με μαύρους παπάδες που ευλογώντας
έρχονταν από τον ουρανό για να σκοτώσουν τα παιδιά
και στους δρόμους το αίμα των παιδιών
έτρεχε απλώς σαν αίμα παιδιών.
Τσακάλια που τα τσακάλια θ’ αποκρούανε,
πέτρες που η ξερή αγριαγκινάρα θα δάγκωνε και θα έφτυνε,
φίδια που τα φίδια θα μισούσανε.
Ενάντιά σας έχω δει το νήμα
της Ισπανίας να σηκώνεται
για να σας πνίξει σ’ ένα μόνο κύμα
από περηφάνια και μαχαίρια.
Προδότες.
Κοιτάξτε το νεκρό μου σπίτι,
κοιτάξτε την Ισπανία σπασμένη,
αλλά από κάθε νεκρό σπίτι βγαίνει πύρινο μέταλλο
αντί λουλούδια,
αλλά από κάθε ρωγμή της Ισπανίας
βγαίνει η Ισπανία,
αλλά από κάθε νεκρό παιδί βγαίνει ένα ντουφέκι με μάτια,
αλλά από κάθε έγκλημα γεννιώνται σφαίρες
που θα βρουν μια μέρα τον τόπο
της καρδιάς σας.
Θα με ρωτήσετε λοιπόν γιατί η ποίησή σας
δεν μας μιλάει για τ’ όνειρο, για τα φύλλα,
για τα μεγάλα ηφαίστεια της πατρικής σας γης;
Ελάτε να δείτε το αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτε
το αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτε το αίμα
στους δρόμους!
(Μετάφραση Άννα Βάλβη)
Ο Νερούντα δεν έζησε τον θρίαμβο του μελοποιημένου έργου του. Έφυγε από τη ζωή κάτω από περίεργες συνθήκες, με την ανατροπή και τη δολοφονία του συντρόφου του Προέδρου της Χιλής Αλιέντε. Το όνομά του και το έργο του είναι μια μεγάλη κληρονομιά στη χώρα του. Θα ζει αιώνια.
“Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την άνοιξη να έρθει”. ― Πάμπλο Νερούδα
Κλείνομε αυτή τη μικρή αναφορά με δυo τραγούδια από το General
Μίκης Θεοδωράκης – Πάμπλο Νερούδα
Μαρία Φαραντούρη – Los Libertadores Οι Ελευθερωτές
Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο,
της θύελλας, του λαού το δέντρο.
Απ’ τη γη βγαίνουν οι ήρωές του
όπως απ’ τους χυμούς τα φύλλα,
κι ο άνεμος σπάει τ’ ανταριασμένου
πλήθους το φύλλωμα, ώσπου ο σπόρος
ψωμί στη γη να ξαναπέσει.
Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο
απ’ τους γυμνούς νεκρούς θρεμμένο
νεκρούς δαρμένους, πληγιασμένους,
νεκρούς με μάγουλα μπασμένα,
παλουκωμένους σε κοντάρια,
από φωτιά πυρπολημένους,
πετσοκομμένους με τσεκούρι,
από άλογο διαμελισμένους,
στην εκκλησία σταυρωμένους.
Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο,
που ’χει ολοζώντανες τις ρίζες
ήπιε απ’ τη δυστυχία νίτρο
οι ρίζες του ποτίσαν μ’ αίμα,
και δάκρυα ρούφηξ’ απ’ το χώμα:
τ’ ανέβασε απ’ τα κλαριά του
κυλήσανε μες στον κορμό του.
Βγήκαν αόρατα λουλούδια
πολλές φορές ήταν θαμμένα,
κι άλλες φορές τα πέταλά τους
φεγγοβολάγαν σαν πλανήτες.
Κι ο άνθρωπος πήρε απ’ τα κλωνάρια
τα μεστωμένα τους μπουμπούκια,
σαν να ’ταν ρόδια ή μανόλιες
τα μοίρασε χέρι με χέρι
κι άξαφνα έσκασε το χώμα
και ψήλωσαν μέχρι τ’ αστέρια.
Είναι της λευτεριάς το δέντρο.
το δέντρο γη, το δέντρο νέφος.
Δέντρο ψωμί, δέντρο σαΐτα.
Δέντρο γροθιά και δέντρο φλόγα.
Το πνίγει η άγρια καταιγίδα
τούτης της μαύρης εποχής μας,
όμως αντέχει ο κορμός του
κι ο ρωμαλέος του αγώνας.
Κι είναι φορές που ξαναπέφτουν
χολεριασμένα τα κλαριά του,
στάχτη το πνίγει και σκεπάζει
το αλλοτινό του μεγαλείο:
κι έτσι γυρίσανε τα χρόνια
και βγήκε μέσα απ’ τα μαρτύρια,
ωσότου μυστικό ένα χέρι
και μπράτσα αμέτρητα υψωθήκαν,
ο λαός πήρε πελεκούδια,
έκρυψε κούτσουρα ατόφια,
με τα φιλιά του έβαλε φύλλα
στο διαλυμένο εκείνο δέντρο,
τα σκόρπισε σε χίλια μέρη
και με τις ρίζες του βαδίζει.
Ετούτο ’δω είναι το δέντρο,
του λαού, των λαών του κόσμου,
της λευτεριάς και του αγώνα.
Κοίτα επάνω απ’ τα κλαριά του,
τις νέες άγγιξε αστραπές του,
στις φάμπρικες βύθισ’ το χέρι
εκεί που δένει ο καρπός του,
σκόρπα το φως του κάθε μέρα.
Τούτη τη γη παρ’ τη στα χέρια,
μπες στο χορό αυτής της λάμψης,
πάρ’ το ψωμί σου και το μήλο,
πάρ’ την καρδιά και τ’ άλογό σου
γίνε φρουρός στο σύνορό σου,
στην άκρη εκεί της φυλλωσιάς του.
Για τ’ άνθη πάλεψε που σβήνουν,
χώσου βαθιά σου εχθρού τις νύχτες,
βίγλισε της αυγής το στέμα,
ανάσανε το φως των άστρων,
βάστα το δέντρο αυτό, το δέντρο
στης γης το κέντρο, που ψηλώνει.
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος)
Μίκης Θεοδωράκης – Πάμπλο Νερούδα
Πέτρος Πανδής – America Insurrecta Εξεγερμένη Αμερική (1800)
Η χώρα μας, χώρα πλατιά, ερημωμένη,
ψίθυρους γέμισε και στόματα και μπράτσα.
Πήρε μια ήρεμη φωνή να σιγοκαίει,
κρυφά το ρόδο το παράνομο συνάζει,
ώσπου τραντάχτηκαν, σκεπάστηκαν οι κάμποι
από έναν άγριο καλπασμό κι αχό μετάλλων.
Ήταν η αλήθεια της σκληρή σαν το αλέτρι.
Τη γη διάλυσε, θεμέλιωσε τον πόθο,
καταποντίστηκε η άθλια προπαγάνδα,
μες στην απόκρυφη την άνοιξη βλασταίνει.
Ήταν το άνθος της βουβό, κι απαρνημένο
το συναγμένο φως, ξυλοκοπήθηκε άγρια
η συνεργατική μαγιά και το αιθέριο
φιλί απ’ τα καταχωνιασμένα λάβαρά της,
όμως ανάβλυσε τσακίζοντας τους τοίχους,
κι από τη γη τα δεσμωτήρια ξεριζώνει.
Ένας αγέλαστος λαός έγινε η κούπα
κι άντλησε αυτή από κει ιδέες αποδιωγμένες
και τις μετάδωσε στα πέρατα του κόσμου,
ατσαλωμένες στου λαού τα εργαστήρια.
Kαι μέσα από παλιές σελίδες ξεχασμένες,
βγήκε με τα φτερά της άνοιξης στους δρόμους.
Είναι η ώρα η χτεσινή, τ’ απομεσήμερου ώρα,
ώρα του σήμερα ξανά και της ελπίδας
ανάμεσα σε δυο στιγμές: θανάτου – γέννας,
σε κακοτράχαλη εποχή που πλέει στο ψέμα.
Πατρίδα, σ’ έχουνε γεννήσει ξυλοκόποι,
αβάφτιστα παιδιά, μαστόροι ξυλουργείων,
αυτοί που μες από τα σπλάχνα τους –πετώντας,
σαν τα πουλιά–, δώσανε μια σταγόνα αίμα,
και σήμερα πιο δυνατή ξαναγεννιέσαι,
εκεί που ο δεσμοφύλακας και ο προδότης
πως ήσουν πίστευαν για πάντα ποντισμένη.
Σήμερα απ’ το λαό θα γεννηθείς σαν τότε.
Σήμερα απ’ την καπνιά θα βγεις κι απ’ τη δροσούλα.
σήμερα θα ’ρθεις και τις πόρτες θα τραντάξεις
με χέρια ρημαγμένα, με κομματιασμένη
ψυχή που άντεξε, και με χιλιάδες μάτια
που ο θάνατος ποτέ δεν μπόρεσε να σβήσει,
με εργαλεία ταπεινά,
όπλα κρυμμένα κάτω απ’ τα κουρέλια.
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος)