skip to Main Content
Τάσσος

του Γιώργου Αγοραστάκη

Ο Μίκης Θεοδωράκης κατά τη περίοδο της χούντας εξορίστηκε μαζί με την οικογένειά του στην Ζάτουνα. Η Ζάτουνα, είναι ορεινό μικρό χωριό της Αρκαδίας 4 χιλ. δυτικά από τη Δημητσάνας, σε υψόμετρο 1.050 μ. στο οποίο κατοικούσαν τότε περίπου 20 οικογένειες. Εκεί έμειναν από τον Αύγουστο του 1968 έως τον Νοέμβριο του 1969. Ο Θεοδωράκης τέθηκε σε κατ’ οίκον απομόνωση από μια ολόκληρη διμοιρία χωροφυλάκων, η οποία τον επιτηρούσε σε εικοσιτετράωρη βάση. Το μόνο που του επέτρεπαν ήταν να εξέλθει από το σπίτι για τέσσερις ώρες την ημέρα, με συνοδεία δύο αστυνομικών πάντα.

Εκεί στην εξορία και στην απομόνωση ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει πολιτικά και θεωρητικά κείμενα, μουσική και ποιήματα. Συνθέτει 11 κύκλους τραγουδιών με τον τίτλο «Αρκαδίες».

Ο χώρος, το χωριό, τα βουνά τον υποβάλουν στο πνεύμα του ’21. Τούτο φαίνεται από τα ποιήματα και τα τραγούδια που γράφει. Το 1821, η Ζάτουνα ανέδειξε αρκετούς αξιόλογους αγωνιστές. Κορυφαίοι εξ’ αυτών είναι ο ήρωας Στάϊκος Σταϊκόπουλος, πορθητής των κάστρων του Παλαμηδίου του Ναυπλίου και της Ακροκορίνθου, ο σημαιοφόρος και έμπιστος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη Νικόλας Καραχάλιος.

Δύο από τις Αρκαδίες που θα συνθέσει προσκαλούν το επαναστατικό πνεύμα του ’21 -το πνεύμα της ελευθερίας- στο παρόν. Την Αρκαδία IV σε ποίηση Ανδρέα Κάλβου και την Αρκαδία VI σε ποίηση δική του. Στο ίδιο πνεύμα συνθέτει και μια τρίτη, την Αρκαδία V σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού.

«Ελευθερία είναι το χρέος». Ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει στον πίνακα του Δημοτικού Σχολείου της Ζάτουνας (που σήμερα είναι Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη) τον ορισμό της ελευθερίας.

Στην Αρκαδία IV ο Θεοδωράκης μελοποιεί τρεις Ωδές του Ανδρέα Κάλβου το Μάρτιο του 1969. 1/ Τα ηφαίστεια, 2/ Εις Σάμον, 3/ Αι ευχαί.

Τα τραγούδια αυτά ηχογραφήθηκαν το 1971 στο Λονδίνο, με ερμηνευτές την Μαρία Φαραντούρη και τον ίδιο το συνθέτη και κυκλοφόρησαν στο δίσκο «Τα τραγούδια του αγώνα» – Polydor 2393024. Μια δεύτερη ηχογράφηση έγινε το 1974 στην Ελλάδα, από την  Minos MSM 217.

Η επαναστατική ποίηση του Κάλβου ηχεί ως σάλπισμα για τον αγώνα, γι’ αυτό και ο Θεοδωράκης καταφεύγει σ’ αυτήν, για να ενισχύσει το αντιδικτατορικό φρόνημα και να ξεσηκώσει τους Έλληνες κατά της δικτατορίας.

Η Αρκαδία VI σε ποίηση δική του (Μίκη Θεοδωράκη), (Απρίλης 1969) περιλαμβάνει δύο τραγούδια. 1/ Θούριον, 2/ Στον Άγνωστο Ποιητή. Το έργο είναι μια κραυγή προς τους κήρυκες της Ελευθερίας, τους μεγάλους ποιητές Ρήγα Φεραίο, Διονύσιο Σολωμό, Ανδρέα Κάλβο, Κωστή Παλαμά, Νίκο Καζαντζάκη, Άγγελο Σικελιανό.

Το έργο αυτό ηχογραφήθηκε στην Ελλάδα το 1974, από κοινού με την Αρκαδία ΧΙΙΙ από την Minos – MSM. Με ερμηνευτές τη Μαρία Φαραντούρη και το Μίκη Θεοδωράκη.

Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και η Αρκαδία V. Μετά τη μελοποίηση των Οδών του Κάλβου ο Μίκης Θεοδωράκης αποφάσισε να μελοποιήσει το Πνευματικό Εμβατήριο του Άγγελου Σικελιανού. Το «Πνευματικό Εμβατήριο» γράφτηκε από το Σικελιανό το 1948 την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Τα μηνύματά του είναι διαχρονικά.

Το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Θεοδωράκη είναι ένα λαϊκό ορατόριο, ένα τραγούδι ποταμός, το οποίο ανήκει στα Μετασυμφωνικά έργα του συνθέτη. Ο ίδιος ο συνθέτης το παρουσιάζει ως ένα από τα  “έργα-σύμβολα” της προσπάθειάς του για την παλλαϊκή κατάκτηση του έντεχνου τραγουδιού. Είναι το πιο γνωστό και δημοφιλές έργο από τις Αρκαδίες. Είναι ένας πατριωτικός Θούριος που υμνεί όλους τους μεγάλους αγώνες του Ελληνικού λαού από το 1821 και εδώ.

Αρκαδία V (Πνευματικό Εμβατήριο)
(σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού)
Σύνθεση: Φεβρουάριος 1969, Ζάτουνα
1. Σαν έριξα και το στερνό δαυλί
2. Γιγάντιες σκέψες
3. Κι είπα
4. Μοίρα
5. Ομπρός βοηθάτε
6. Ομπρός οι δημιουργοί
7. Σιμώνει ο νέος Λόγος
8. Έτσι, σαν έριξα και το στερνό δαυλί

Ηχογραφήσεις:

1970/ Albert Hall – Λονδίνο, Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης. Γιάννης Θεοχάρης, London Symphony Orchestra, Χορωδία της New Opera London, ανδρική χορωδία Ουαλλών ανθρακωρύχων, διεύθυνση Μίκη Θεοδωράκη, Polydor (France) και Etema (DDR)

2000/ Ελλάδα, Πνευματικό Εμβατήριο – Ζωντανή ηχογράφηση από το ΑΠΘ. Έφη Σταμούλη,   Μακαρία Ψιλιτέλλη, Παναγιώτης Καραδημήτρης, Κώστας Μιχαλακόπουλος, Ορχήστρα   & Χορωδία του ΑΠΘ.

2002/ Ελλάδα, Πνευματικό Εμβατήριο – Ζωντανή ηχογράφηση από το Ηρώδειο –   Minos-Emi. Ανδρέας Κουλουμπής, Γιάννης Κότσιρας, Ιωάννα Φόρτη.   Παίζει η ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» μαζί με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής   της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Πυλαρινού.

2005/ Γερμανία, Αυστρία, Ελλάδα, Resistance – Intuition.   Πνευματικό Εμβατήριο, Ντοκουμέντο σύνθεσης στη Ζάτουνα με το συνθέτη να τραγουδάει και να παίζει πιάνο.

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης στην εξορία, Ζάτουνα 1968

Αρκαδία IV

ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ

Αυγερινέ του ηλίου

ακτίνες τι προβαίνεται

Τάχα αγαπάει να βλέπει

Έργα ληστών,

το μάτι των ουρανίων;

Ω Έλληνες, ω Θείε ψυχέ

Που εις τους μεγάλους

Κινδύνους φανερώνεται

ακάμανον ενέργεια

και υψηλήν φύσιν!

Πως, πως της ταλαιπώρου

Πατρίδας δεν πασχίζετε

να σώσειτε τον στέφανον

Από τα χέρια ανόσια

ληστών τοσούτων;

Είναι πολλά τα πλήθη των

και φοβερά εις την όψιν

αλλ’ ένας Έλλην δύναιται

ένας άντρας γενναίος

να τα σκορπίσει

 

ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ

Όσοι το χάλκαιον χέρι

βαρύ φόβου αισθάνονται,

ζυγόν δουλείας ας έχωσι

θέλει αρετή και τόλμην

η ελευθερία.

Αυτή (και ο μύθος κρύπτει

νουν αληθείας) επτέρωσε

τον Ίκαρον και αν έπεσεν

ο πτερωθείς κι επνίγει

θαλασσωμένος.

Αφ΄υψηλά όμως έπεσε

και απέθανεν ελεύθερος.

Αν γένεις σφάγιον άτιμον

ενός τυράννου,

νόμιζε φρικτόν τον τάφον

 

ΑΙ ΕΥΧΑΙ

Της θαλάσσης καλύτερα

φουσκωμένα τα κύματα

να πνίξουν την πατρίδα μου

ωσάν απελπισμένην

έρημον βάρκα

Στη στεριάς τα νησιά

καλύτερα μια φλόγα

να δω παντού χυμένη

τρωούσα πόλεις δάση

λαούς και ελπίδας

Καλύτερα καλύτερα

διαρκοπισμένοι οι Έλληνες

να τρέχωσι τον κόσμον

με ξαπλωμένη χείρα

ψώμο ζητούντες

Το ξίφος σφίξτε Έλληνες

τα ιμάτια σας σηκώσατε

Ιδού εις τους ουρανούς

προστάτης ο Θεός

μόνος σας είναι

Και αν ο Θεός και τ’ άρματα

μας λείψωσι, καλύτερα

πάλιν να χρεμετίσωσι

‘ς τον Κιθαιρώνα Τούρκων

άγριαι φοράδες.

Παρά… Αι, όσον είναι

τυφλή και σκληροτέρα

η τυραννίς, τοσούτων

ταχυτέρως ανοίγονται

σωτήριοι θύραι

 

Ο δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη – Τα Τραγούδια του Αγώνα


Αρκαδία VI (σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη)

ΘΟΥΡΙΟΝ

Μεγαλοπρεπή βουνά αγκαλιάζουν,
βράχους, γκρεμούς, ανθρώπους, έλατα.
Είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων νικηφόρα,
πτώματα ηρώων εδέχθησαν
και βλαστήμιες γενναίων.
Μένουν τα δέντρα
που σκίασαν τον ύπνο του Πέρδικα
κι ο κούκος που δεν άκουσε
ο Κολοκοτρώνης ήρθε
και φώλιασε στη Ζάτουνα.

Μάταια οι φρουροί μου
προσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι του,
οι χαράδρες το παίρνουν στους ώμους
και γρήγορα τ’ οδηγούν στους ελαιώνες.
Είναι πανύψηλα τα βουνά της Αρκαδίας.
Εξουσιάζουν τις θάλασσες
και το σουραύλι του Πάνα σκεπάζει
τα γρυλίσματα των στρατώνων.
Βόες, ουρακοτάνγκοι, μαϊμούδες
τιβένους φορούν, κρατούν σκήπτρα.
Αρχιεπίσκοποι κι αρχιστράτηγοι “αέρα” φωνάζουν
και υψώνονται πίσω τους πτερά ορνίθων.

Έντρομοι ήρωες εγκταλείπουν τα μάρμαρα,
δραπετεύουν από τους στίχους των ποιητών,
καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου,
στις πηγές του Μαινάλου
μοιράζονται τους ίσκιους με τον κορύδαλο.
Μένουν τα δέντρα
που σκίασαν τον ύπνο του Πέρδικα.
Πού να ‘ν’ θεματοφύλακες
της αντριωσύνης σου πατρίδα.
Όνειρό σας το Θούριο
και τραγούδι σας το ντουφέκι.

ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΙΗΤΗ

Ρήγα Φεραίε σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από τη Γερμανία στην Τασκένδη,
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά,
διασκορπισμένοι οι Έλληνες.

*

Διονύσιε Σολωμέ σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες,
δέροντες και δερόμενοι,
διατάσσοντες και διατασσόμενοι,
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι,
κατέχοντες και κατεχόμενοι,
διηρημένοι οι Έλληνες.

*

Αντρέα Κάλβε σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί,
απορούν τα βουνά και τα έλατα,
οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια,
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου,
σήμερα τόπος θανάτου.

*

Κωστή Παλαμά σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος,
τόση ανδρεία φόβος,
τόση αδυναμία η δύναμη,
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές,
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου,
σήμερα χώρα υποτελών.

*

Νίκο Καζαντζάκη σε σε κράζω.
Κι όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου,
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα και τις σκοπιές,
η μνήμη κατοικεί μέσα στα ληθάρια,
φωλιάζει στα κίτρινα φύλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.

*

Άγγελε Σικελιανέ σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσ’ εσύ πολύμορφο ποτάμι,
τυφλό από το αίμα, κουφό από το δόγκο,
ανήμπορο από το μέγα μίσος και τη μεγάλη αγάπη,
που εξίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
*

Η ψυχή της πατρίδας μου είναι
δυο χειροπέδες σφιγμένες σε δυο ποτάμια,
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας,
ο Αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
*

Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσ’ εσύ μάνα, γυναίκα, κόρη,
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφόβαφεις μ’ αίμα
τα κόκκινα αβγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
*

Αν ποτές να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου,
Πάσχα Ελλήνων.

Άγνωστε Ποιητή σε σε κράζω.


Στην ΑΡΚΑΔΙΑ VΙ ο συνθέτης παραθέτει τις εξής διευκρινήσεις στους στίχους του:

«Είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων νικηφόρα…»

Μετά την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού (1949), οι αντάρτες της Πελοποννήσου περικυκλώθηκαν και εξοντώθηκαν ολοκληρωτικά. Ο αριθμός των θυμάτων υπολογίζεται σε 12.000, που σχεδόν όλοι σφάχτηκαν μέσα σε λίγες βδομάδες.

«Μένουν τα δέντρα που σκίαζαν τον ύπνο του Πέρδικα…»

Ο Πέρδικας (Δημήτρης Γιαννακούρας) ήταν ένας από τους καπετάνιους της Πελοποννήσου κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου (1947-1949). Εκείνο που τον χαρακτήριζε ήταν η τέχνη του αιφνιδιασμού και η εκπληκτική ταχύτητα με την οποία μετακινιόταν από τη μία περιοχή στην άλλη. Πιάστηκε σε ενέδρα και αποκεφαλίστηκε από τις δυνάμεις του Εθνικού Στρατού.

«Κι ο κούκος που δεν άκουσε ο Κολοκοτρώνης…*»

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ήρωας της Επανάστασης του 1821. Δεκάδες τραγούδια του αφιέρωσε η λαϊκή μούσα.

Ο τσοπάνος του χωριού μας, αυτοσχέδιος μουσικός, έπαιζε με το βιολί του και τραγουδούσε συχνά το τραγούδι που μιλάει για τον κούκο που περίμενε ν΄ακούσει την ημέρα με το φως ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης!

Σημάδι πώς δεν αργεί η Λευτεριά!

Όμως ήταν φανερό ότι ο γέρο-τσοπάνος διάλεγε αυτό το τραγούδι γιατί ήθελε να δείξει την αντίθεσή τη με τη Χούντα και τη συμπαράσταση στην Αντίσταση. Έτσι κάθε φορά που έφτανε στο όνομα Θοδωράκης, διπλασίαζε τη φωνή του και μαζί μ΄αυτόν όλοι όσοι τύχαινε να βρεθούν στα πλαϊνά τραπεζάκια χτυπούσαν τα χέρια τους και τα μάτια τους έβγαζαν αστραπές. Πολλού χωροφύλακες-φρουροί κρυφοχαμογελούσαν κάτω από τα μουστάκια τους. Γιατί κι αυτοί στο βάθος μισούσαν τους δικτάτορες. Έτσι , με το κολοκοτρωνέικο τραγούδι, λες και φτάναμε μονομιάς σ΄αυτή την πανεθνική ενότητα, καθώς αγγίζαμε τις ρίζες τις κοινές. Δίναμε γνωριμία και όρκο.

————————————

*ΣΗΜΕΙΩΣΗ αναφέρεται στο δημοτικό:

Όσα βουνά κι αν γύρισα κι όσες κοντοραχούλες,

τον κούκο δεν τον άκουσα, το Μάη για να λαλήσει,

κι ο Θεοδωράκης τον ακούει, τον Αύγουστο τη νύχτα

και λέει στα παλικάρια του και λέει στους συντρόφους:

– Τώρα ο κούκος που λαλεί, λωβά σημάδια δείχνει,

δείχνει σημάδια των κλεφτών και των καπεταναίων…


Αρκαδία V (Πνευματικό Εμβατήριο)

 

Σημειώσεις του συνθέτη στο “Ημερολόγιο της εξορίας” του

Φεβρουάριος 1969

Μιλάει ο Σεφέρης. Ακολουθεί η Συνοδινού. Να ‘ναι τάχατες γλυκοχάραμα;

«Ομπρός οι δημιουργοί». Ακούω την χάλκινη φωνή του Άγγελου Σικελιανού.

Τον βλέπω, γιγάντιο άγγελο, να περνά και να ξαναπερνά. Τον βλέπω να περπατά μέσα στους πολύβουους δρόμους. «Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα». Ο στίχος του Σικελιανού με τυλίγει σ’ ανεμοστρόβιλο.

Έξω χιονίζει. Είμαι μόνος. Οι φρουροί τουρτουρίζουν. Τους φωνάζω.

Μέσα έχω ζεστασιά. Τους κερνώ τσικουδιά, καρύδια και σύκα. Βγάζουν τις χλαίνες.

Κάθομαι στο πιάνο και συνθέτω.

Γουρλώνουν τα μάτια. «Για ξαναπαίχτο…»

Το ξαναπαίρνω από την αρχή και προχωρώ. Κερνώ τσικουδιά. Το χιόνι σκέπασε τις καρυδιές. Σταματώ και γράφω στο χαρτί.

Νυχτώνει.

-Δεν θα πάμε στο καφενείο;

-Παίξε κι άλλο!

Παίζω κι άλλο. Προχωρώ. Γράφω.

Άδειασε το μπουκάλι. Το χιόνι σταμάτησε. Βγαίνουμε ροδοκόκκινοι. Γιομάτοι οινόπνευμα και μουσική. Ανοίγουμε δρόμο στο πάναγνο χιόνι. Μπαίνουμε στο καφενείο.

-Γιάννη, κερνώ όλο τον κόσμο.

-Τι έπαθες, παντρεύεις κανένα; Μου λέει ο Χρόνης.

-Πάντρεψα τη μουσική μου με τον Σικελιανό.

-«Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο», λέει ο φρουρός.

-Τότε κερνώ κι εγώ. Πάμε στου Νικήτα για μεζέ; φωνάζει ο Λάμπης*]

Όμως είμαι ακόμα στην αρχή.

Την άλλη μέρα και την παράλλη μένω κλεισμένος. Οι φρουροί ρωτούν. Ενδιαφέρονται, συζητούν, ανεβαίνουν ν’ ακούσουν.

Κι ο Λάμπης μου κουβαλάει φαΐ. να μην πεθάνω από την πείνα. Με βλέπουν πως δεν είμαι του κόσμου τούτου και με συμπαθούν.

Το χιόνι έχει φτάσει ένα μέτρο.

Ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Ο αέρας είναι κρύσταλλο. Οι φρουροί έχουν ανάψει φωτιά μπροστά στης Φωτεινής.

-Ε, λοιπόν;

-Τέλος!

[*] Ο Ζατουνίτης Λάμπης Μπιτούνης ήταν ο μόνος που με άδεια της χωροφυλακής είχε δικαίωμα να συναναστρέφεται τον Μίκη Θεοδωράκη. : Όλοι οι άλλοι δεν επιτρεπόταν ούτε να τον χαιρετούν…

Από το βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ τόμ. Β’ σελ.144

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ 

Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι,

(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μέσ’ το χρόνο)

στο φωτογώνι της καινούργιας λευτεριάς σου, Ελλάδα,

μου άναλαμπάδιασε άξαφνα ή ψυχή

σαν νάταν όλο χαλκός το διάστημα, ή ως νάχα,

τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου,

όπου, χρόνια,

για την Αιωνιότη έχάλκευσε τους λογισμούς του

και τους κρεμνουσε

ως άρματα στης “Εφεσος το Ναό…

II

Γιγάντιες σκέψεις,

σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα

σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα,

άναβαν στο νου μου,

τι όλη μου καίονταν μονομιάς ή ζωή

στην έγνοια της καινούργιας λευτεριάς Σου, Ελλάδα.

*

Γι’ αυτό δεν είπα:

Τούτο είναι το φως της νεκρικής πύρας μου…

Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα είμαι,

και να, ας καεί σαν δάδα το έρμο μου κουφάρι,

με την δάδα τούτην,

ορθός πορεύοντας, ως με την ύστερη ώρα,

όλες να φέξουν τέλος οι γωνιές της οικουμένης,

ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή,

στο πνεύμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα’.

*

Είπα, και εβάδισα

κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι

στον Καύκασο Σου,

και το κάθε πάτημα μου

ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο,

τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αiματά Σου,

τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταυε στα πτώματα Σου,

γιατί το σώμα, ή όψη μου. όλο μου το πνεύμα

καθρεφτιζόταν, σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.

*

Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη. Ελλάδα,

καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου,

της Λευτεριάς Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου

βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,

καινούργιο Αδάμ της πιο καινούργιας Πλάσης

όπου να πλάσουνε για Σένα μέλλει. Ελλάδα.

ΙΙΙ

Κι είπα:

Το ξέρω, ναι πού κι οι Θεοί Σου,

οι Ολύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,

γιατί τους θάψαμε βαθειά βαθειά, να μην τους βρουν οι ξένοι.

Και το θεμέλιο διπλό στέριωσε κι’ ετριπλοστέριωσε όλο

μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε αποπάνω…

κι’ ακόμα ξέρω πώς για τις σπονδές και το τάμα

του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα, Ελλάδα,

μέρες και νύχτες τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσα τους,

όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα…

*

Μοίρα, κι ή Μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου

κι’ απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργό Αγάπη

να πού ή ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει

ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μέσ’ το αίμα Σου, να πλάσει

τη νέα καρδιά πού χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα, Ελλάδα!

Τη νέα καρδιά πού κιόλας έκλεισα στα στήθη

και κράζω σήμερα μ’ αύτη προς τους συντρόφους όλους.

IV

Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα,

ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο.

Τι, ιδέτε. εκόλλησεν η ρόδα του βαθειά στη λάσπη,

κι α, δετέ χώθηκε τ’ αξόνι του βαθειά μέσ’ το αίμα.

Ομπρός, παιδιά,. και δε βόλει μονάχος ν’ ανέβη ό ήλιος,

σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,

σπρώχτε με στήθος και με γόνα να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.

Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδελφοί του.

 

Ομπρός, αδέλφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,

ομπρός, ομπρός κι ή φλόγα του μας τύλιξε αδελφοί μου.

V

Ομπρός οι δημιουργοί.. Την αχθοφόρα ορμή Σας,

στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ό ήλιος.

Βοηθάτε με κι εμένανε αδελφοί, να μη βουλιάξω αντάμα..

ΤΙ πια ειν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα.

Τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του…

Χίλια καπούλια ταύροι του κρατάν τη βάση,

δικέφαλος αητός. κι απάνω μου τινάζει

τις φτερούγες του και βογγάει ό σάλαγος του,

στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου.

και το μακριά και το σιμά για μένα πια είν’ ένα…

Πρωτάκουστες βαρείες με ζώνουν Αρμονίες, ομπρός, σύντροφοι,

βοηθάτε να σηκωθεί

να γίνει ο ήλιος πνεύμα.

VI

Σιμώνει ό νέος ό Λόγος π’ όλα θα τα βάψη,

στη νέα του φλόγα. νου και σώμα. ατόφιο ατσάλι…

Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου…

παχιά και καρπερά, να μην αφήσουνε τα σώματα μας

να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου

πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι.

Αύριο να βγει ό καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια

τη γη αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη…

Ν’ άνθιση ή δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένη,

και η Άμπελος μας να απλωθεί ως τα πέρατα της οικουμένης…

VII

Έτσι, σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι

(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μέσ’ το χρόνο)

στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα

αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως νάταν

όλο χαλκός το διάστημα ή ως νάχα

τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου,

όπου, χρόνια,

για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του

και τους κρεμνούσε ως άρματα

στης Έφεσος το ναό

ως Σάς έκραζα σύντροφοι.

Back To Top