skip to Main Content

Ο Μίκης Θεοδωράκης απαντά στις ερωτήσεις του Πάνου Τσεκούρα για τον επαναστατικό και ποιητικό Θεοδωράκη, Γενάρης 2007

  1. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Ποίηση είναι αυτάρκης μορφή Τέχνης και αντιτίθενται στη μελοποίησή της. Εσείς εμπράκτως έχετε διαφωνήσει. Γιατί;

Μ.Θ. Πρόκειται για μια συζήτηση που ξεκίνησε μετά τις πρώτες μελοποιήσεις («Επιτάφιος», «Επιφάνια», «Άξιον Εστί») και που έληξε με τις παρεμβάσεις των ποιητών, που εκτός των άλλων ήσαν αυτοί που με παρότρυναν να μελοποιήσω τους στίχους τους. Άρα κάτι περισσότερο θα πρέπει να εγνώριζαν για το αν απειλείται η «αυτάρκεια» της τέχνης τους.

Εν πάση περιπτώσει εγώ ξεκίνησα από το 1937 να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια στηριζόμενος πάντοτε σε στίχους ποιητών όπως οι Σολωμός, Βαλαωρίτης, Παλαμάς, Πολέμης, Δροσίνης, Χατζόπουλος, Μαβίλης, Γρυπάρης κλπ. Έως το 1942 είχα συνθέσει έτσι τα πρώτα εκατό και πλέον τραγούδια μου. Στα 1958 με τον «Επιτάφιο» απλώς επανήλθα σε κάτι που εγώ προσωπικά όχι μόνο το εύρισκα … φυσιολογικό αλλά και αναγκαίο.

Μιλώντας τώρα γενικώτερα για την ενότητα Ποίησης και Μέλους (μουσικής) υπενθυμίζω ότι πρόκειται για βασικό γνώρισμα της μουσικής μας παράδοσης ξεκινώντας από την αρχαία Αθήνα και φτάνοντας έως το δημοτικό μας τραγούδι μέσω της βυζαντινής μουσικής.

Σχετικά με την παραπάνω άποψη σας παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Αρχιμανδρίτη «Στιγμές μ’ ένα Μύθο», που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».

«Μελετώντας τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων μένει κανείς κατάπληκτος με τις ομοιότητες που εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα και με το σήμερα. Κι αυτό χάρη στην αντοχή της να παραμένει η ουσία της αναλλοίωτη μέσα από τους αιώνες, προσαρμοζόμενη κάθε φορά στις νέες ιστορικές συνθήκες. Με άλλα λόγια παρατηρούμε μια θαυμαστή συνέχεια και ενότητα ανάμεσα στην αρχαία μουσική, τη βυζαντινή, τη δημοτική και την σύγχρονη λαϊκή μουσική.

Κατ’ αρχήν δεν αλλάζει η βάση της μουσικής δηλαδή οι μουσικές κλίμακες οι λεγόμενες τροπικές (από τους αρχαίους μουσικούς «τρόπους») ή Modal όπως τις ονομάζουν στη δύση. Οι κλίμακες άρχισαν να διαμορφώνονται από την εποχή των Πυθαγορείων και όπως είπαμε, ονομάστηκαν «τρόποι». Περνώντας στο Βυζάντιο, ενώ παρέμειναν οι ίδιοι, άλλαζε μόνο το όνομά τους και βαφτίστηκαν «ήχοι». Στη συνέχεια το δημοτικό μας τραγούδι στηρίχτηκε κι αυτό στους βυζαντινούς «ήχους». Τέλος με το ρεμπέτικο τραγούδι μας ήρθαν στον αιώνα που πέρασε ελαφρώς αλλοιωμένοι με ένα νέο όνομα: «Δρόμοι». Έτσι «τρόποι», «ήχοι» και «δρόμοι» αποτελούν μια συνέχεια 26-27 αιώνων, με τους Έλληνες να στηρίζουν τη μουσική τους επάνω στις ίδιες κλίμακες και να τραγουδούν στην ίδια γλώσσα.

Θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι η αντίληψη που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες για τη μουσική δεν είχε καμμιά σχέση με αυτή των δυτικοευρωπαίων. Γι’ αυτούς ο όρος «μουσική» είχε πολύ ευρύτερο περιεχόμενο και αναφερόταν σε ένα είδος τέχνης που ήταν συνδυασμός Λόγου, Μελωδίας και Κίνησης. Η αλληλοεπίδραση της Ποίησης και της Μουσικής ήταν τόσο ζωντανή για τους Έλληνες, ώστε η εσωτερική συνένωση της τέχνης του ήχου και της ποίησης να αποτελεί την ουσιαστική έννοια της μουσικής. Μουσική επομένως ήταν μια πρωταρχική και αδιάλυτη ενότητα Μουσικής και Λόγου. Με άλλα λόγια δεν νοείτο μουσική χωρίς αυτή την αξεδιάλυτη συνένωση Ποίησης και Μελωδίας. Και θεωρούσαν ότι μόνο αυτή η μουσική προσδιορίζει τον άνθρωπο σαν ένα ον που συγχρόνως σκέπτεται, αισθάνεται και πράττει. Που τον ορίζει ολοκληρωτικά. Δηλαδή ήταν μια ασύγκριτα πιο καθολική δύναμη απ’ αυτό που εμείς οι δυτικοθρεμμένοι ονομάζουμε σήμερα «Μουσική τέχνη».

Κορυφαίο παράδειγμα για την άποψη αυτή των αρχαίων υπήρξαν οι τραγωδίες, όπου ο ίδιος ο συγγραφέας έγραφε συγχρόνως με το κείμενο και τη μουσική του. Δηλαδή ήταν και συνθέτης.

Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και στο Χριστιανικό Βυζάντιο, όπου συνυπήρχαν η κοσμική με την εκκλησιαστική μουσική, της οποίας δείγματα χάρη στη συνέχεια της εκκλησίας, έφτασαν ως τις μέρες μας. Εκεί μπορούμε να βρούμε απαράμιλλα παραδείγματα συνένωσης Λόγου και Μουσικής σε πάμπολλα έργα. Προσωπικά θεωρώ ως ένα από τα κορυφαία την «Λειτουργία εις Κεκοιμημένους» του Ιωάννη του Δαμασκηνού, του οποίου το ποιητικό κείμενο αποτελεί μια από τις κορυφαίες κατακτήσεις της ελληνικής γραμματείας.

Όπως είναι γνωστό, οι βυζαντινοί αποκλείοντας από τον χώρο της εκκλησίας τα μουσικά όργανα, βοήθησαν άθελά τους ώστε να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στον Λόγο και τη Μουσική, την Ποίηση και τη Μελωδία, γεγονός που απομάκρυνε τους Έλληνες από την δυτική μουσική, η οποία βασιζόταν όλο και πιο πολύ στην οργανική μουσική, που κατέληξε στις συμφωνικές ορχήστρες, έτσι που όταν λέμε «δυτική μουσική» να εννοούμε κυρίως τη συμφωνική μουσική.

Κατά το διάστημα της Οθωμανικής κατοχής οι Έλληνες άρχισαν να καλλιεργούν το δημοτικό τραγούδι, όπου φαίνεται ότι ο ίδιος ανώνυμος δημιουργός του κάθε έργου είναι συγχρόνως ποιητής και μελωδός. Τα τραγούδια αυτά μπορούμε να τα κατατάξουμε σε δυο κατηγορίες: Στα χορευτικά και σε κείνα στης τάβλας, όσα δηλαδή τα τραγουδούσαν γύρω από το τραπέζι. Έτσι με τα χορευτικά προστίθεται το τρίτο στοιχείο, δηλαδή η Κίνηση, ο Χορός, που όπως είδαμε, καθόριζε τη μουσική των αρχαίων. Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται στα δημοτικά μας τραγούδια είναι απλώς όργανα συνοδείας και πάρα πολύ σπάνια παίζουν κύριο ρόλο. Όχι πάντως με τον τρόπο των δυτικών. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμιστεί η μεγάλη αξία των ποιητικών κειμένων, η οποία εκθειάστηκε από όσους ξένους έτυχε να τα γνωρίσουν. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι και στο δημοτικό τραγούδι υπάρχει η ίδια ενότητα ανάμεσα στον Λόγο, στη Μουσική και στην Κίνηση στα πρότυπα της έννοιας που έδιναν οι Αρχαίοι στη Μουσική.

Η κυριαρχία του δημοτικού τραγουδιού συνεχίζεται και μετά την Επανάσταση του 1821, όπου μάταια η αναδυόμενη αστική τάξη προσπαθεί να επιβάλει στον ελληνικό λαό την δυτική μουσική. Η μόνη δυτικότροπη μουσική που έχει απήχηση είναι η επτανησιακή με τις καντάδες, που το βασικό της νέο μουσικό στοιχείο είναι ότι προβάλλεται η ευρωπαϊκή αντίληψη για τις μουσικές κλίμακες, μιας και οι Ευρωπαίοι είχαν από αιώνες εγκαταλείψει τις ελληνικές μουσικές κλίμακες τις επονομαζόμενες τροπικές (Modal), για να περάσουν στις τονικές (Tonal) μείζονα και ελάσσονα. Μαζί με την καθιέρωση αυτών των κλιμάκων εισάγεται και η Αρμονία με την διαδοχή των συγχορδιών, πράγμα άγνωστο έως τότε τόσο στην αρχαία όσο και στην βυζαντινή και τη δημοτική μουσική. Όλα αυτά αρχίζουν να συμβαίνουν από το τέλος του 19ου αιώνα και μετά. Τότε θα κάνει την εμφάνισή της η ρεμπέτικη μουσική, η οποία θα επαναφέρει τις ελληνικές μουσικές κλίμακες, που ονομάζει όπως είπαμε «δρόμους». Η ιδιαιτερότητα αυτών των «δρόμων» είναι ότι μας συνδέουν με το Βυζάντιο μέσω των αραβικών και τούρκικων μουσικών κλιμάκων, όπως εκείνοι τις πήραν από το Βυζάντιο, για να τους δώσουν το δικό τους χρώμα. Γι’ αυτό και οι «δρόμοι» έχουν ξένα ονόματα, αραβικά και τούρκικα. Πρόκειται δηλαδή για μια μουσική που μας ήρθε απ’ την ανατολή και που ξεκίνησε περιθωριακά, όχι πια στην ύπαιθρο αλλά στα αστικά κέντρα που άρχισαν τότε να δημιουργούνται και ιδίως στον Πειραιά που ήταν η μεγάλη είσοδος των ξεριζωμένων από την Μικρά Ασία. Όπως όμως θα δούμε, η μουσική αυτή βγήκε από τα αρχικά στενά της πλαίσια, για να κατακτήσει τελικά ευρύτατα στρώματα του ελληνικού λαού. Δεν το έκανε όμως μόνη της αλλά δια μέσου μιας σειράς λαϊκών συνθετών, που ξεκίνησαν μεν από την ρεμπέτικη μουσική δηλαδή έγραψαν κι εκείνοι πάνω σε «δρόμους», όμως γρήγορα δέχτηκαν την ευρωπαϊκή επίδραση αποδεχόμενοι τις ευρωπαϊκές μουσικές κλίμακες, τις δύο τονικές ματζόρε-μινόρε (μείζων – ελάσσων) μαζί με την αρμονία τους δηλαδή τις συγχορδίες που χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή μουσική. Μπορεί να εγκαταλείφθηκαν οι ελληνικές κλίμακες, όμως παρέμειναν οι μελωδικές επιδράσεις του Βυζαντίου και της δημοτικής μουσικής εμπλουτισμένες από τις καντάδες όσο και από τα ευρωπαϊκά ακούσματα, τα οποία λόγω της δισκογραφίας και της ραδιοφωνίας είναι πλέον διαδεδομένα κυρίως στα αστικά κέντρα.

Σ’ αυτό το στάδιο της λαϊκής μουσικής δεν μπορούμε να πούμε ότι τηρείται πιστά ο αρχαίος κανόνας μουσικής για την ισότητα ανάμεσα στον Λόγο και στην Μουσική. Οι μελωδίες εδώ υπερέχουν κατά πολύ, ενώ συχνά η στιχουργία είναι απλοϊκή. Την ισορροπία αυτή ανάμεσα στην Ποίηση και τη Μελωδία θα έρθει να αποκαταστήσει η εμφάνιση της έντεχνης λαϊκής μουσικής, η οποία θα γενικεύσει και θα επεκτείνει ορισμένα γνωρίσματα της ευρωπαϊκής μουσικής όπως είναι η Αρμονία (ακόμα και η Αντίστιξη) και η χρήση των ηχοχρωμάτων οργανικών συνόλων δηλαδή μικρών έως μεγάλων συμφωνικών ορχηστρών. Ένα ακόμα σοβαρό στοιχείο είναι και η χρήση της Χορωδίας. Παρ’ όλα όμως αυτά τα δάνεια από την ευρωπαϊκή μουσική, όχι μόνο δεν αλλοιώνεται αλλά αντιθέτως εδραιώνεται η ισότιμη σχέση της Ποίησης με τη Μουσική δίνοντας στη Μουσική την έννοια που της έδιναν οι Αρχαίοι, οι Βυζαντινοί και οι δημιουργοί του Δημοτικού μας τραγουδιού. Ότι δηλαδή για τους σύγχρονους Έλληνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, Μουσική είναι η πρωταρχική και αδιάλυτη ενότητα Μουσικής και Λόγου, Ποίησης και Μουσικής, που σε ορισμένους χορούς όπως είναι ο ζεϊμπέκικος και ο χασάπικος, συνοδεύεται και από την Κίνηση.

Η λέξη «τραγούδι» χάνεται στα βάθη των αιώνων και ανάγεται στη λατρεία του Διόνυσου, που τον αποκαλούσαν και Τράγο. Πρόκειται λοιπόν για τις Ωδές στον Τράγο-Διόνυσο από τις οποίες προέκυψε η αρχαία ελληνική Τραγωδία. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι το διονυσιακό πνεύμα παραμένει στις μέρες μας ζωντανό χάρη στην ύπαρξη του καθαρού ελληνικού τραγουδιού. Τέτοια αντιστοιχία δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Και γι’ αυτό οι δυτικοί των οποίων τα καθημερινά τραγούδια είναι βασικά ελαφρά, με την έννοια της διασκέδασης,, είναι αδύνατον να κατανοήσουν τη σημασία και την αξία του δικού μας τραγουδιού. Άλλωστε δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη σε ξένη γλώσσα. Αυτή η ιδιαιτερότητα δεν μένει φυσικά στη λέξη αλλά προχωρεί σε βάθος, στον ψυχικό κόσμο του Έλληνα και στη βαθειά του σχέση με το ελληνικό τραγούδι: το σύγχρονο, το λαϊκό, το δημοτικό τραγούδι και με τους εκκλησιαστικούς ύμνους που συνεχίζει να ακούει στις εκκλησίες. Πρόκειται με δυο λόγια για έναν άλλο πολιτισμό σε σχέση με την Ευρώπη και την Ανατολή, έναν πολιτισμό που όπως είδαμε πάει σε βάθος χρόνου και μας χρεώνει ως νεοέλληνες με την υποχρέωση της αυτογνωσίας και το καθήκον να σκύψουμε σοβαρά και δημιουργικά πάνω από την κληρονομιά μας.»


Επειδή θεωρώ την Μελοποίηση της Ποίησης ως την σημαντικώτερη επίτευξη στον τομέα του νεοελληνικού πολιτισμού, που δεν αφορά μόνο την Τέχνη αλλά ευρύτερα το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας με την ανύψωση του μορφωτικού, του πολιτιστικού κι ακόμα του ιδεολογικο-πολιτικού της επιπέδου (βλ. δεκαετία του ΄60 και αντιχουντικού αγώνα) πιστεύω ότι η σημερινή αναμόχλευση αυτής της παλιάς διαμάχης γίνεται εκ του πονηρού.

Δεν έχει φυσικά τόσο αισθητικά αλλά κυρίως κοινωνικά-πολιτικά κριτήρια και αφετηρίες. Γιατί γίνεται από εκείνους που θέλουν το τραγούδι μόνο σαν μορφή διασκέδασης και ιστορικής λήθης και όχι σαν ένα αισθητικό επίτευγμα που βοηθά το πλατύ κοινό να ψυχαγωγείται και παράλληλα μέσω της αληθινής ποίησης να ανεβάζει το μορφωτικό-πολιτιστικό του επίπεδο, να ακονίζει την ιστορική του μνήμη και έτσι να συντελεί στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων και υπεύθυνων πολιτών.

Θα πρέπει επίσης να υπενθυμίσω ότι η μελοποίηση της ποίησης στήριξε την προσπάθειά μου πέρα από το απλό τραγούδι για τη δημιουργία αυθεντικών ελληνικών μεθόδων μουσικής σύνθεσης βασισμένων σε μουσικές φόρμες όπως ο Κύκλος Τραγουδιών, το Λαϊκό Ορατόριο, η Λαϊκή Τραγωδία και τέλος η Λυρική Τραγωδία με τον συνδυασμό Μέλους και Συμφωνικής Μουσικής με πρότυπο το «Άξιον Εστί». Αυτή η προσπάθεια που βρήκε απήχηση βασικά στο πλατύ κοινό μέσα και έξω από την χώρα μας πολεμήθηκε και πολεμάται από τα μουσικά κατεστημένα που μένουν προσηλωμένα στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Δεν αποκλείεται λοιπόν αυτή η υπεράσπιση της καθαρής ποίησης από την «εισβολή» τη δική μας να προέρχεται και απ’ αυτούς τους κύκλους.

  1. Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην Ποίηση και τη στιχουργική;

Μ.Θ. Καμμία σχέση. Η αληθινή ποίηση «πνευματοποιεί» το κείμενο και το εκτινάσσει σε σφαίρες πέραν του επιστητού και του πεπερασμένου. Η απλή στιχουργική εκφράζει το συναίσθημα και γι’ αυτό όταν γίνεται τραγούδι μας αγγίζει τόσο άμεσα. Προσωπικά δεν βρίσκω αντίθεση ανάμεσα στα δύο είδη τραγουδιού που προκύπτουν από έναν απλό είτε έναν ποιητικό στίχο. Φτάνει στη δεύτερη περίπτωση να συνδυάζει το υψιπετές με το άμεσο-συγκινησιακό που περικλείει μέσα του ο κάθε άνθρωπος, ακόμα και ο απλός. Αλήθεια, ποιος δεν συγκινείται και συγχρόνως δεν αισθάνεται ψυχική και πνευματική ανάταση από στίχους όπως

– Κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας

– Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν

– Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγο

– Άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

– Δακρυσμένα μάτια, νυσταγμένοι κήποι, όνειρα κομμάτια

– Στ’ανοιχτά του πέλαγου με καρτέρεσαν

κλπ. κλπ.

  1. Η μελοποίηση ενός ποιήματος παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες από τη μουσική ένδυση στίχων, οι οποίοι έχουν γραφεί για να μελοποιηθούν;

Μ.Θ. Εξαρτάται από τον συνθέτη. Εγώ λ.χ. για να μελοποιήσω έναν στίχο θα πρέπει όταν τον διαβάζω να ακούω την μουσική που υπάρχει μέσα του. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει συχνά. Όταν όμως συμβεί, από κει και πέρα καταγράφω απλώς την μελωδία. Όμως υπάρχει και μια άλλη ερμηνεία. Δηλαδή η μουσική υπάρχει ήδη μέσα μου και ο στίχος όταν έρχεται στην κατάλληλη ώρα, απλώς την διαμορφώνει και την φέρνει στα μέτρα του.

  1. Η μουσική διδασκαλία των ερμηνευτών είναι διαφορετική, πιο απαιτητική;

Μ.Θ. Προσπαθώ να τους δείξω την δική μου άποψη ερμηνείας και γι’ αυτό οι πρόβες μου είναι εξαντλητικές. Είμαι πολύ απαιτητικός και αυστηρός με την προϋπόθεση φυσικά ότι έχω να κάνω με κάποιον ή κάποια που διαθέτει μεγάλα και γνήσια προσόντα και προ παντός ισχυρή προσωπικότητα που θα αφομοιώσει πλήρως τα δικά μου διδάγματα, ώστε να τα κάνει απολύτως δικά του.

  1. Με ποια κριτήρια επιλέξατε τους ποιητές, αλλά και τα έργα των οποίων μελοποιήσατε;

Μ.Θ. Πρώτον της ποιότητας και δεύτερον τις πνευματικές και ψυχικές μου ταυτίσεις.

  1. Η συναισθηματική σας φόρτιση είναι μεγαλύτερη, όταν μελοποιείτε Ποίηση;

Μ.Θ. Η διαδικασία σύνθεσης μουσικής διέρχεται όλα τα στάδια μιας οποιασδήποτε βιολογικής γένεσης. Δηλαδή σύλληψη, επώαση, κύηση. Πρόκειται για ένα υπερβατικό φαινόμενο, μυστηριακό και συχνά ψυχικά επώδυνο έως την στιγμή της «λύτρωσης». Περιέργως αφορά έως σήμερα κατά κανόνα το ανδρικό γένος και σπανιώτατα έχει μεγάλη βιολογική διάρκεια. Το ίδιο συμβαίνει και κατά την διαδικασία της μελοποίησης ενός ποιήματος με τη διαφορά ότι ο Λόγος ως στοιχείο λογικής πρέπει να υποταγεί πλήρως στην υπερλογική διαδικασία που χαρακτηρίζει την ψυχικοπνευματική έξαρση των συνθηκών της έμπνευσης.

  1. Στην εποχή μας υπάρχει ανάγκη και < χώρος> για ανάλογα εγχειρήματα;
    Γιατί δεν βλέπουμε σήμερα να μελοποιείται Ποίηση, αν εξαιρέσουμε κάποιες αποσπασματικές προσπάθειες;

Μ.Θ. Σε όλες τις εποχές η πραγματική μελοποίηση της Ποίησης απετέλεσε ένα σπανιώτατο φαινόμενο. Γιατί μελοποίηση δεν σημαίνει να βάζεις νότες σε λέξεις και σε φράσεις αλλά απόλυτη ταύτιση Μέλους και Λόγου.

  1. Τό κλίμα της εποχής πόσο επηρεάζει τη δημιουργικότητα και την έμπνευση ενός συνθέτη; Τι συνέβη τότε; Τι συμβαίνει σήμερα;

Μ.Θ. Το κοινωνικό κλίμα δεν διαφέρει σε τίποτα από το φυσικό κλίμα. Έτσι όπως στο δεύτερο οι καρποί είναι ανάλογοι των καιρικών συνθηκών, το ίδιο και στο πρώτο οι πνευματικοί καρποί αντιστοιχούν στις κοινωνικές ιδιαιτερότητες της κάθε εποχής και περιοχής. Το τι συνέβαινε χτες και προχτές και το τι συμβαίνει σήμερα ειδικά στη χώρα μας, αποτελεί αντικείμενο έρευνας. Ένα πάντως είναι βέβαιο: ότι στις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μια ριζική στροφή προς την τεχνολογία που επέφερε νέους τρόπους ζωής, νέες αντιλήψεις, νέα ήθη και νέες προτιμήσεις εις βάρος της Τέχνης και δη της ζωντανής.

  1. Οι ιστορικές συνθήκες σε ποιο βαθμό απετέλεσαν το υπόβαθρο της έμπνευσής σας;

Μ.Θ. Στον βαθμό που βίωνα τα ιστορικά γεγονότα.

  1. Ποιές ήταν οι δικές σας προσλαμβάνουσες από την ιστορία των επαναστάσεων; Είχατε κάποια πρότυπα, σας συγκινούσε κάποια συγκεκριμένη εξέγερση;

Μ.Θ. Νομίζω ότι στο βάθος του ανθρώπινου χαρακτήρα υπάρχει ως συστατικό του στοιχείο η διαρκής επανάσταση με την έννοια ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να κάνει συνεχώς άλματα προς τα εμπρός. Αυτό σημαίνει να μπορείς να κόβεις τις ρίζες σου και να συγκρούεσαι με το άγνωστο που είναι μπροστά σου και σου φράζει τον δρόμο. Φυσικά η προσπάθεια γίνεται ακόμα πιο δύσκολη, αν πέρα από τα φυσικά εμπόδια κάποιοι άλλοι ορθώσουν μπροστά σου και νέα δικά τους εμπόδια. Τότε η σύγκρουση γίνεται αιματηρή και θανατηφόρα. Και τότε αυτό το ονομάζουμε επανάσταση. Όταν βρέθηκα κι εγώ μπροστά σ’ αυτά τα φτειαχτά από τους «κακούς» ανθρώπους εμπόδια, θεώρησα τις επαναστάσεις αυτές δικές μου. Και φυσικά τις ενστερνίστηκα, γιατί τις θεώρησα ως μέρος της δικής μου πορείας προς τα εμπρός. Στη συνέχεια όμως τις ξεπέρασα, από τη στιγμή που κατά τη γνώμη μου έχαναν τη σημασία τους και εξελισσόταν σε νέο κατεστημένο, δηλαδή σε νέο φράγμα και εμπόδιο στην πορεία προς τα εμπρός. Κι αυτό δυστυχώς συμβαίνει σχεδόν με όλες τις επαναστάσεις, γιατί βάζοντας κάθε φορά έναν συγκεκριμένο στόχο, όταν νομίσουν ότι τον κατακτούν, μεταβάλλονται σε νέα εμπόδια που φράζουν τη συνέχιση της πορείας προς τα εμπρός, αυτό που ονόμασα διαρκή επανάσταση και που αν σταματήσει, ο αληθινός άνθρωπος θα είναι νεκρός.

  1. Το μουσικό σας έργο κατά πόσον επηρέασε τη νεολαία και την επαναστατική της έκφραση εκείνη την περίοδο; Θυμάστε συγκεκριμένα περιστατικά;

Μ.Θ. Με ρωτάτε να σας περιγράψω την ιστορία της ζωής μου. Όμως γι’ αυτό χρειάστηκαν τόμοι ολόκληροι αρκετά γνωστοί νομίζω για όσους θέλησαν να μελετήσουν μαζί με τη ζωή μου και την ιστορία της χώρας μας, μιας και αυτά τα δύο συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.

  1. Το πολιτικό τραγούδι στις ημέρες μας , αφ’ ενός δεν έχει εκφραστές, αφ’ ετέρου ούτε ακροατές, παρά μόνον σε επετείους ή σε διαδηλώσεις. Ευθύνεται η εποχή γι’ αυτό; Γιατί;

Μ.Θ. Πολιτικό τραγούδι με την έννοια που έδιναν λ.χ. οι Γερμανοί δεν υπήρξε ποτέ στη χώρα μας παρά μόνο κατά τις περιόδους της ξένης κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου.

Στην περίπτωσή μου νομίζω ότι επειδή εγώ υπήρξα πολιτικά επιστρατευμένος κατά την περίοδο των δημοκρατικών αγώνων (δεκαετία του ΄60) και κατά την εποχή της Χούντας (1967-74) θεωρήθηκαν τα τραγούδια μου πολιτικά. Ίσως, θα έλεγα, να ήταν μερικά από τα «Τραγούδια του Αγώνα».

Δεν είναι λοιπόν το «πολιτικό» τραγούδι που δεν ακούγεται σήμερα αλλά όλη η «σοδειά» των τραγουδιών από τον Χατζιδάκι έως σήμερα. Σας αφήνω να ανακαλύψετε εσείς τους λόγους.

Όσον αφορά τις διαδηλώσεις και τις επετείους, είναι οι μόνες στιγμές που η μάζα βγαίνει από τον λήθαργο στον οποίο την έχουν ρίξει και καθώς νοιώθουν κάποια έξαρση, γυρίζουν στην γνησιότητα του τραγουδιού μας.

Ας αλλάξουμε λοιπόν τους όρους και από πολιτικό ας μιλάμε για γνήσιο, εάν θέλουμε να μένουμε κοντά στην πραγματικότητα.

  1. Γονιμοποιήσατε τη συμφωνική μουσική με λαϊκά όργανα, όπως το μπουζούκι. Ποιος ήταν ο στόχος αυτού του πρωτοποριακού εγχειρήματος;

Μ.Θ. Την προσπάθειά μου μετά το 1960 («Επιτάφιος») την ονόμασα περίοδο Έντεχνης Λαϊκής Μουσικής. Για το θέμα αυτό έχω ήδη γράψει εκατοντάδες σελίδες. Μέσα στα πλαίσια αυτής της κατεύθυνσης εξηγείται η συνύπαρξη του συμφωνικού με τον λαϊκό ήχο.

Back To Top