skip to Main Content

Η ποίηση της επανάστασης

Σολωμός Διονύσιος (Ζάκυνθος 1798 – Κέρκυρα 1857)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ

ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

Η ΤΡΕΛΛΗ ΜΑΝΝΑ

ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

ΑΝΘΟΥΛΑ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

ΓΑΛΗΝΗ

H HMEPA THΣ ΛAMΠPHΣ

O ΠOPΦYPAΣ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΚΟΥ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΦΑΝΗΣ

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Η ΨΥΧΟΥΛΑ

Η ΞΑΝΘΟΥΛΑ

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ


ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ

1

Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη

που με βία μετράει τη γη.

2

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

3

Εκεί μέσα εκατοικούσες

πικραμένη, εντροπαλή,

κι ένα στόμα ακαρτερούσες,

“έλα πάλι”, να σου πεί.

4

‘Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,

κι ήταν όλα σιωπηλά,

γιατί τα ‘σκιαζε η φοβέρα

και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5

Δυστυχής! Παρηγορία

μόνη σού έμενε να λες

περασμένα μεγαλεία

και διηγώντας τα να κλαις.

6

Και ακαρτέρει και ακαρτέρει

φιλελεύθερη λαλιά,

ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι

από την απελπισιά,

7

Κι έλεες: “Πότε, α, πότε βγάνω

το κεφάλι από τσ’ ερμιές;”.

Και αποκρίνοντο από πάνω

κλάψες, άλυσες, φωνές.

8

Τότε εσήκωνες το βλέμμα

μες  στα κλάιματα θολό,

και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,

πλήθος αίμα ελληνικό.

9

Με τα ρούχα αιματωμένα

ξέρω ότι έβγαινες κρυφά

να γυρεύεις εις τα ξένα

άλλα χέρια δυνατά.

10

Μοναχή το δρόμο επήρες,

εξανάλθες μοναχή·

δεν είν’ εύκολες οι θύρες

εάν η χρεία τες κουρταλεί.

11

‘Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,

αλλ’ ανάσαση καμμιά·

άλλος σου έταξε βοήθεια

και σε γέλασε φρικτά.

12

΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου

οπού εχαίροντο πολύ,

“σύρε να ‘βρεις τα παιδιά σου,

σύρε”, έλεγαν οι σκληροί.

13

Φεύγει οπίσω το ποδάρι

και ολογλήγορο πατεί

ή την πέτρα ή το χορτάρι

που τη δόξα σού ενθυμεί.

14

Ταπεινότατη σου γέρνει

η τρισάθλια κεφαλή,

σαν πτωχού που θυροδέρνει

κι είναι βάρος του η ζωή.

15

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει

κάθε τέκνο σου με ορμή,

πού ακατάπαυστα γυρεύει

ή τη νίκη ή τη θανή.

16

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

17

Μόλις είδε την ορμή σου

ο ουρανός που για τσ’ εχθρούς

εις τη γη τη μητρική σου

έτρεφ’ άνθια και καρπούς,

18

εγαλήνεψε· και εχύθει

καταχθόνια μια βοή,

και του Ρήγα σού απεκρίθη

πολεμόκραχτη η φωνή.

19

΄Ολοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν

χαιρετώντας σε θερμά,

και τα στόματα εφωνάξαν

όσα αισθάνετο η καρδιά.

20

Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια

του Ιονίου και τα νησιά,

κι εσηκώσανε τα χέρια

για να δείξουνε χαρά,

21

μ’ όλον πού ‘ναι αλυσωμένο

το καθένα τεχνικά,

και εις το μέτωπο γραμμένο

έχει: “Ψεύτρα Ελευθεριά”.

22

Γκαρδιακά χαροποιήθει

και του Βάσιγκτον η γη,

και τα σίδερα ενθυμήθει

που την έδεναν κι αυτή.

23

Απ’ τον πύργο του φωνάζει,

σα να λέει σε χαιρετώ,

και τη χήτη του τινάζει

το λιοντάρι το Ισπανό.

24

Ελαφιάσθη της Αγγλίας

το θηρίο, και σέρνει ευθύς

κατά τ’ άκρα της Ρουσίας

τα μουγκρίσματα τσ’ οργής.

25

Εις το κίνημα του δείχνει,

πως τα μέλη ειν’ δυνατά·

και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει

μια σπιθόβολη ματιά.

26

Σε ξανοίγει από τα νέφη

και το μάτι του Αετού,

που φτερά και νύχια θρέφει

με τα σπλάχνα του Ιταλού·

27

και σ’ εσέ καταγυρμένος,

γιατί πάντα σε μισεί,

έκρωζ’ έκρωζ’ ο σκασμένος,

να σε βλάψει, αν ημπορεί.

28

΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι

πάρεξ που θα πρωτοπάς·

δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι

στες βρισιές οπού αγρικάς·

29

σαν το βράχο οπού αφήνει

κάθε ακάθαρτο νερό

εις τα πόδια του να χύνει

ευκολόσβηστον αφρό·

30

οπού αφήνει ανεμοζάλη

και χαλάζι και βροχή

να του δέρνουν τη μεγάλη,

την αιώνιαν κορυφή.

31

Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,

οποιανού θέλει βρεθεί

στο μαχαίρι σου αποκάτου

και σ’ εκείνο αντισταθεί.

32

Το θηρίο π’ ανανογιέται

πως του λείπουν τα μικρά,

περιορίζεται, πετιέται,

αίμα ανθρώπινο διψά·

33

τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,

τα λαγκάδια, τα βουνά,

κι όπου φθάσει, όπου περάσει,

φρίκη, θάνατος, ερμιά·

34

Ερμιά, θάνατος και φρίκη

όπου επέρασες κι εσύ·

ξίφος έξω από τη θήκη

πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

35

Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει

της αθλίας Τριπολιτσάς·

τώρα τρόμου αστροπελέκι

να της ρίψεις πιθυμάς.

36

Μεγαλόψυχο το μάτι

δείχνει πάντα οπώς νικεί,

κι ας ειν’ άρματα γεμάτη

και πολέμιαν χλαλοή.

37

Σου προβαίνουνε και τρίζουν

για να ιδείς πως ειν’ πολλά·

δεν ακούς που φοβερίζουν

άνδρες μύριοι και παιδιά;

38

Λίγα μάτια, λίγα στόματα

θα σας μείνουνε ανοιχτά.

για να κλαύσετε τα σώματα

που θε νά ‘βρει η συμφορά!

39

Κατεβαίνουνε, και ανάφτει

του πολέμου αναλαμπή·

το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,

λάμπει, κόφτει το σπαθί.

40

Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη;

Λίγα τα αίματα γιατί;

Τον εχθρό θωρώ να φύγει

και στο κάστρο ν’ ανεβεί.

41

Μέτρα! Ειν’ άπειροι οι φευγάτοι,

οπού φεύγοντας δειλιούν·

τα λαβώματα στην πλάτη

δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν.

42

Εκεί μέσα ακαρτερείτε

την αφεύγατη φθορά·

να, σας φθάνει· αποκριθείτε

στης νυκτός τη σκοτεινιά!

43

Αποκρίνονται και η μάχη

έτσι αρχίζει, οπού μακριά

από ράχη εκεί σε ράχη

αντιβούιζε φοβερά.

44

Ακούω κούφια τα τουφέκια,

ακούω σμίξιμο σπαθιών,

ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,

ακούω τρίξιμο δοντιών.

45

Α, τι νύκτα ήταν εκείνη

που την τρέμει ο λογισμός!

΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει

πάρεξ θάνατου πικρός.

46

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,

οι κραυγές, η ταραχή,

ο σκληρόψυχος ο τρόπος

του πολέμου, και οι καπνοί,

47

και οι βροντές και το σκοτάδι

οπού αντίσκοφτε η φωτιά,

επαράσταιναν τον ΄Αδη

που ακαρτέρειε τα σκυλιά·

48

Τ’ ακαρτέρειε. Εφαίνον’ ίσκιοι

αναρίθμητοι, γυμνοί,

κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,

βρέφη ακόμη εις το βυζί.

49

‘Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει,

μαύρη η εντάφια συντροφιά,

σαν το ρούχο οπού σκεπάζει

τα κρεβάτια τα στερνά.

50

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι

επετιούντο από τη γη,

όσοι ειν’ άδικα σφαγμένοι

από τούρκικην οργή.

51

Τόσα πέφτουνε τα θερι-

σμένα αστάχια εις τους αγρούς·

σχεδόν όλα εκειά τα μέρη

εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.

52

Θαμποφέγγει κανέν’ άστρο,

και αναδεύοντο μαζί,

ανεβαίνοντας το κάστρο

με νεκρώσιμη σιωπή.

53

‘Ετσι χάμου εις την πεδιάδα,

μες στο δάσος το πυκνό,

όταν στέλνει μίαν αχνάδα

μισοφέγγαρο χλωμό,

54

εάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια

τα κλαδιά μουγκοφυσούν,

σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,

οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

55

Με τα μάτια τους γυρεύουν

όπου είν’ αίματα πηχτά,

και μες στα αίματα χορεύουν

με βρυχίσματα βραχνά·

56

και χορεύοντας μανίζουν

εις τους ΄Ελληνες κοντά,

και τα στήθια τους εγγίζουν

με τα χέρια τα ψυχρά.

57

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει

βαθειά μες στα σωθικά,

όθεν όλη η λύπη βγαίνει,

και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

58

Τότε αυξαίνει του πολέμου

ο χορός τρομακτικά,

σαν το σκόρπισμα του ανέμου

στου πελάου τη μοναξιά.

59

Κτυπούν  όλοι απάνου κάτου·

κάθε κτύπημα που εβγεί

είναι κτύπημα θανάτου

χώρις να δευτερωθεί.

60

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·

λες κι εκείθενε η ψυχή

απ’ το μίσος που την καίει

πολεμάει να πεταχθεί.

61

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε

μες στα στήθια τους αργά,

και τα χέρια όπου χουμάνε

περισσότερο ειν’ γοργά.

62

Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι,

ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·

γι’ αυτούς όλους το παν είναι

μαζωμένο αντάμα εκεί.

63

Τόση η μάνητα κι η ζάλη,

που στοχάζεσαι μη πως

από μία μεριά και απ’ άλλη

δεν είναι ένας ζωντανός.

64

Κοίτα χέρια απελπισμένα

πώς θερίζουνε ζωές!

Χάμου πέφτουνε κομμένα

χέρια, πόδια, κεφαλές,

65

και παλάσκες και σπαθία

με ολοσκόρπιστα μυαλά,

και με ολόσχιστα κρανία,

σωθικά λαχταριστά.

66

Προσοχή καμία δεν κάνει

κανείς, όχι, εις τη σφαγή·

πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,

φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;

67

Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο,

πάρεξ όταν ξαπλωθεί;

Δεν αισθάνονται τον κόπο

και λες κι είναι εις την αρχή.

68

Ολιγόστευαν οι σκύλοι,

και “Αλλά”, εφώναζαν, “Αλλά”,

και των Χριστιανών τα χείλη

“φωτιά”, εφώναζαν, “φωτιά”.

69

Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο,

πάντα εφώναζαν “φωτιά”,

και οι μιαροί κατασκορπιούντο,

πάντα σκούζοντας “Αλλά”.

70

Παντού φόβος και τρομάρα

και φωνές και στεναγμοί·

παντού κλάψα, παντού αντάρα,

και παντού ξεψυχισμοί.

71

Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι

εις τ’ αυτιά δεν τους λαλεί.

‘Ολοι χάμου εκείτοντ’ όλοι

εις την τέταρτην αυγή.

72

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη

και κυλάει στη λαγκαδιά,

και το αθώο χόρτο πίνει

αίμα αντίς για τη δροσιά.

73

Της αυγής δροσάτο αέρι,

δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο

στων ψευδόπιστων το αστέρι·

φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!

74

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

75

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι·

δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά

εις τους πλάτανους, δεν λάμπει

εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά.

76

Εις τον ήσυχον αιθέρα

τώρα αθώα δεν αντηχεί

τα λαλήματα η φλογέρα,

τα βελάσματα το αρνί.

77

Τρέχουν άρματα χιλιάδες

σαν το κύμα εις το γιαλό,

αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες

δεν ψηφούν τον αριθμό.

78

Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε

και ξανάλθετε σε μας·

τα παιδιά σας θελ’ ιδείτε

πόσο μοιάζουνε με σας.

79

‘Ολοι εκείνοι τα φοβούνται

και με πάτημα τυφλό

εις την Κόρινθο αποκλειούνται

κι όλοι χάνουνται απ’ εδώ.

80

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου

πείνα και θανατικό,

που με σχήμα ενός σκελέθρου

περπατούν αντάμα οι δυο·

81

και πεσμένα εις τα χορτάρια

απεθαίνανε παντού

τα θλιμμένα απομεινάρια

της φυγής και του χαμού.

82

Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,

που ότι θέλεις ημπορείς.

εις τον κάμπο, Ελευθερία,

ματωμένη περπατείς.

83

Στη σκια χεροπιασμένες,

στη σκια βλέπω κι εγώ

κρινοδάχτυλες παρθένες

οπού κάνουνε χορό.

84

Στο χορό γλυκογυρίζουν

ωραία μάτια ερωτικά,

και εις την αύρα κυματίζουν

μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

85

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει

πως ο κόρφος καθεμιάς

γλυκοβύζαστο ετοιμάζει

γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.

86

Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,

το ποτήρι δεν βαστώ·

φιλελεύθερα τραγούδια

σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

87

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

88

Πήγες εις το Μεσολόγγι

την ημέρα του Χριστού,

μέρα που άνθισαν οι λόγγοι

για το τέκνο του Θεού.

89

Σου ‘λθε εμπρός λαμποκοπώντας

η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,

και το δάκτυλο κινώντας

οπού ανεί τον ουρανό,

90

“σ’ αυτό”, εφώναξε, “το χώμα

στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!”.

Και φιλώντας σου το στόμα

μπαίνει μες στην εκκλησιά.

91

Εις την τράπεζα σιμώνει,

και το σύγνεφο το αχνό

γύρω γύρω της πυκνώνει

που σκορπάει το θυμιατό.

92

Αγρικάει την ψαλμωδία

οπού εδίδαξεν αυτή·

βλέπει τη φωταγωγία

στους Αγίους εμπρός χυτή.

93

Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν

με πολλή ποδοβολή,

κι άρματ’, άρματα ταράζουν;

Επετάχτηκες εσύ!

94

Α, το φως που σε στολίζει,

σαν ηλίου φεγγοβολή,

και μακρίθεν σπινθηρίζει,

δεν είναι, όχι, από τη γη.

95

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη

χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·

φως το χέρι, φως το πόδι,

κι όλα γύρω σου είναι φως.

96

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,

τρία πατήματα πατάς,

σαν τον πύργο μεγαλώνεις,

κι εις το τέταρτο κτυπάς.

97

Με φωνή που καταπείθει

προχωρώντας ομιλείς:

“Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη,

ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

98

Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:

“Εγώ ειμ’ ‘Αλφα, Ωμέγα εγώ·

πέστε, που θ’ αποκρυφθείτε

εσείς όλοι, αν οργισθώ;

99

Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,

που, μ’ αυτήν αν συγκριθεί

κείνη η κάτω οπού σας έχω,

σαν δροσιά θέλει βρεθεί.

100

Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,

τόπους άμετρα υψηλούς,

χώρες, όρη από τη ρίζα,

ζώα και δέντρα και θνητούς.

101

Και το παν το κατακαίει,

και δεν σώζεται πνοή,

πάρεξ του άνεμου που πνέει

μες στη στάχτη τη λεπτή””.

102

Κάποιος ήθελε ερωτήσει:

Του θυμού Του εισ’ αδελφή;

Ποιος είν’ άξιος να νικήσει

ή με σε να μετρηθεί;

103

Η γη αισθάνεται την τόση

του χεριού σου ανδραγαθιά,

που όλην θέλει θανατώσει

τη μισόχριστη σπορά.

104

Την αισθάνονται και αφρίζουν

τα νερά, και τ’ αγρικώ

δυνατά να μουρμουρίζουν

σαν ρυάζετο θηριό.

105

Κακορίζικοι, πού πάτε

του Αχελώου μες στη ροή

και πιδέξια πολεμάτε

από την καταδρομή

106

να αποφύγετε; Το κύμα

έγινε όλο φουσκωτό·

εκεί ευρήκατε το μνήμα

πριν να ευρείτε αφανισμό.

107

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει

κάθε λάρυγγας εχθρού,

και το ρεύμα γαργαρίζει

τες βλασφήμιες του θυμού.

108

Σφαλερά τετραποδίζουν

πλήθος άλογα, και ορθά

τρομασμένα χλιμιντρίζουν

και πατούν εις τα κορμιά.

109

Ποίος στο σύντροφον απλώνει

χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·

ποίος τη σάρκα του δαγκώνει

όσο που να νεκρωθεί.

110

Κεφαλές απελπισμένες,

με τα μάτια πεταχτά,

κατά τ’ άστρα σηκωμένες

για την ύστερη φορά.

111

Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη

του Αχελώου νεροσυρμή-

το χλιμίντρισμα και οι κρότοι

και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

112

Έτσι ν’ άκουα να βουίξει

τον βαθύν Ωκεανό,

και στο κύμα του να πνίξει

κάθε σπέρμα αγαρηνό!

113

Και εκεί πού ‘ναι η Αγία Σοφία

μες στους λόφους τους επτά,

όλα τ’ άψυχα κορμία,

βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114

σωριασμένα να τα σπρώξει

η κατάρα του Θεού,

κι απ’ εκεί να τα μαζώξει

ο αδελφός του Φεγγαριού.

115

Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,

κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά

μ’ αργό πάτημα ας πηγαίνει

μεταξύ τους και ας μετρά.

116

Ένα λείψανο ανεβαίνει

τεντωτό, πιστομητό,

κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει

και δεν φαίνεται, και πλιο

117

και χειρότερα αγριεύει

και φουσκώνει ο ποταμός·

πάντα, πάντα περισσεύει·

πολύ φλοίσβισμα και αφρός.

118

Α, γιατί δεν έχω τώρα

τη φωνή του Μωυσή;

Μεγαλόφωνα την ώρα

οπού εσβιούντο οι μισητοί,

119

το Θεόν ευχαριστούσε

στου πελάου τη λύσσα εμπρός,

και τα λόγια ηχολογούσε

αναρίθμητος λαός.

120

Ακλουθάει την αρμονία

η αδελφή του Ααρών,

η προφήτισσα Μαρία,

μ’ ένα τύμπανο τερπνόν

121

και πηδούν όλες οι κόρες

με τσ’ αγκάλες ανοικτές,

τραγουδώντας, ανθοφόρες,

με τα τύμπανα κι εκειές.

122

Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη

που με βία μετράει τη γη.

123

Εις αυτήν, είν’ ξακουσμένο,

δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·

όμως, όχι, δεν είν’ ξένο

και το πέλαγο για σε.

124

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει

κύματ’ άπειρα εις τη γη,

με τα οποία την περιζώνει,

κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

125

Με βρυχίσματα σαλεύει

που τρομάζει η ακοή·

κάθε ξύλο κινδυνεύει

και λιμνιώνα αναζητεί.

126

Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη

και το λάμψιμο του ηλιού,

και τα χρώματα αναδίνει

του γλαυκότατου ουρανού.

127

Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,

στην ξηράν εσύ ποτέ·

όμως όχι δεν είν’ ξένο

και το πέλαγο για σέ.

128

Περνούν άπειρα τα ξάρτια,

και σαν λόγγος στριμωχτά

τα τρεχούμενα κατάρτια,

τα ολοφούσκωτα πανιά.

129

Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,

και αγκαλά δεν είν’ πολλές,

πολεμώντας, άλλα διώχνεις,

άλλα παίρνεις, άλλα καις.

130

Μ’ επιθυμία να τηράζεις

δύο μεγάλα σε θωρώ,

και θανάσιμον τινάζεις

εναντίον τους κεραυνό.

131

Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,

και σηκώνει μια βροντή,

και το πέλαο χρωματίζει

με αιματόχροη βαφή.

132

Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι

και δεν μνέσκει ένα κορμί·

χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,

που σε πέταξαν εκεί.

133

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι

με τσ’ εχθρούς τους τη Λαμπρή,

και τους έτρεμαν τα χείλη

δίνοντάς τα εις το φιλί.

134

Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε

τώρα πλέον δεν τες πατεί,

και το χέρι οπού εφιλήστε

πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.

135

‘Ολοι κλαψτε· αποθαμένος

ο αρχηγός της Εκκλησιάς·

κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος

ωσάν να ‘τανε φονιάς!

136

‘Εχει ολάνοικτο το στόμα

π’ ώρες πρώτα είχε γευθεί

τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα·

λες πως θε να ξαναβγεί

137

η κατάρα που είχε αφήσει,

λίγο πριν να αδικηθεί,

εις οποίον δεν πολεμήσει

και ημπορεί να πολεμεί.

138

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει

εις το πέλαγο, εις τη γη,

και μουγκρίζοντας ανάβει

την αιώνιαν αστραπή.

139

Η καρδιά συχνοσπαράζει.

Πλην τι βλέπω; Σοβαρά

να σωπάσω με προστάζει

με το δάκτυλο η θεά.

140

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη

τρεις φορές μ’ ανησυχιά·

προσηλώνεται κατόπι

στην Ελλάδα, και αρχινά:

141

“Παλληκάρια μου, οι πολέμοι

για σας όλοι είναι χαρά,

και το γόνα σας δεν τρέμει

στους κινδύνους εμπροστά.

142

Απ’ εσάς απομακραίνει

κάθε δύναμη εχθρική,

αλλά ανίκητη μια μένει

που τες δάφνες σας μαδεί.

143

Μία, που όταν ωσάν λύκοι

ξαναρχόστενε ζεστοί,

κουρασμένοι από τη νίκη,

αχ, το νου σάς τυραννεί.

144

Η Διχόνοια που βαστάει

ένα σκήπτρο η δολερή

καθενός χαμογελάει,

“πάρ’ το”, λέγοντας, “και συ”.

145

Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει

έχει αλήθεια ωραία θωριά·

μην το πιάστε, γιατί ρίχνει

εισέ δάκρυα θλιβερά.

146

Από στόμα οπού φθονάει,

παλληκάρια, ας μην πωθεί,

πως το χέρι σας κτυπάει

του αδελφού την κεφαλή.

147

Μην ειπούν στο στοχασμό τους

τα ξένη έθνη αληθινά:

“Εάν μισούνται ανάμεσό τους

δεν τους πρέπει ελευθεριά”.

148

Τέτοια αφήστενε φροντίδα·

όλο το αίμα οπού χυθεί

για θρησκεία και για πατρίδα

όμοιαν έχει την τιμή.

149

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε

για πατρίδα, για θρησκειά,

σας ορκίζω, αγκαλισθείτε

σαν αδέλφια γκαρδιακά.

150

Πόσο λείπει, στοχασθείτε,

πόσο ακόμη να παρθεί·

πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,

πάντα εσάς θ’ ακολουθεί.

151

Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,

καταστήστε ένα Σταυρό

και φωνάξετε με μία:

“Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ!

152

Το σημείον που προσκυνάτε

είναι τούτο, και γι’ αυτό

ματωμένους μας κοιτάτε

στον αγώνα το σκληρό.

153

Ακατάπαυστα το βρίζουν

τα σκυλιά και το πατούν

και τα τέκνα του αφανίζουν,

και την πίστη αναγελούν.

154

Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη

αίμα αθώο χριστιανικό,

που φωνάζει από τα βάθη

της νυκτός: Να εκδικηθώ.

155

Δεν ακούτε, εσείς εικόνες

του Θεού, τέτοια φωνή;

Τώρα επέρασαν αιώνες

και δεν έπαυσε στιγμή.

156

Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος

σαν του Άβελ καταβοά·

δεν ειν’ φύσημα του αέρος

που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

157

Τι θα κάμετε; Θ’ αφήστε

να αποκτήσομεν εμείς

λευθεριάν, ή θα την λύστε

εξ αιτίας πολιτικής;

158

Τούτο ανίσως μελετάτε

ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:

Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,

και κτυπήσετε κι εδώ!””.

Η Ελευθερία κατά σχεδιογράφημα Γ. ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ

ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α’

Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου, και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω’ κ’ ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι ‘ς το μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο ‘ς το νερό που αναβράζει’ ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι’ αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό’ εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψι, βροντή, και αστροπελέκι’ και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάνω δέηση, και ιδού μες’ ‘ς την καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κ’ εσβενότουνε’ και με φωνή, που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε’

 

Το χάραμα επήρα

Του Ήλιου το δρόμο,

Κρεμώντας τη λύρα

Τη δίκαιη ‘ς τον ώμο,

Κι’ απ’ όπου χαράζει

Ως όπου βυθά,

 

Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.

 

Παράμερα στέκει

Ο άντρας και κλαίει’

Αργά το τουφέκι

Σηκώνει, και λέει’

Σε τούτο το χέρι

Τι κάνεις εσύ;

Ο εχθρός μου το ξέρει

Πως μου είσαι βαρύ.

Της μάνας ω λαύρα!

Τα τέκνα τριγύρου

Φθαρμένα και μαύρα,

Σαν ίσκιους ονείρου’

Λαλεί το πουλάκι

‘Σ του πόνου τη γη,

Και βρίσκει σπειράκι,

Και μάννα φθονεί.

Γροικούν να ταράζη

Του εχθρού τον αέρα

Μιαν άλλη, που μοιάζει

Τ’ αντίλαλου πέρα’

Και ξάφνου πετειέται

Με τρόμου λαλιά’

Πολληώρα γροικειέται

Κι’ ο κόσμος βροντά.

Αμέριμνον όντας

Τ’ Αράπη το στόμα

Σφυρίζει, περνώντας

‘Σ του Μάρκου το χώμα’

Διαβαίνει, κι’ αγάλι

Ξαπλώνετ’ εκεί,

Που εβγήκ’ η μεγάλη

Του Μπάϊρον ψυχή.

Προβαίνει και κράζει

Τα έθνη σκιασμένα.

Και ω πείνα και φρίκη!

Δε σκούζει σκυλί!

Και η μέρα προβαίνει,

Τα νέφια συντρίβει’

Να, η νύχτα που βγαίνει,

Κι αστέρι δεν κρύβει.

Σχεδίασμα Β, απόσπασμα 9 Και ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ήθελε πεις ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοικαι, μέσα τους λόγια λένε Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει· Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνονται οι στοχασμοί τους· Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους. Αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν.Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·/Γλυκιά κι ελεύθερ’ η ψυχή σα να ‘τανε βγαλμένη, Κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.

 

ΑΠΟ ΤΟ Β’ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ

I

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

II

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,

κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

……………………………………………………………………..

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

 

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,

έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

 

που ευώδιασε τον ύπνο της μεσα στον άγριο κρίνο·

το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.

 

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·

η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.

 

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:

«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».

III

«Σάλπιγγα, κοψ’ του τραγουδιού τα μάγια με τή βία,

γυναικός, γέροντος, παιδιού, μήν κόψουν την αντρεία».

Χαμένη, αλίμονο, κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·

αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και καθ’ ηχώ ξυπνάει;

Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,

κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·

και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,

τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο,

βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,

τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·

τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,

τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.

IV

Μόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Αράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το Χάρο, λέει των Ελλήνων: «Μπαίνει ο εχθρικός στόλος». Το πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδεί τα φιλικά καράβια. Τότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μεσ’ από τα καράβια. Μετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμει πολλή ώρα.

V

. . . . . . . . . . Στην πεισμωμένη μάχη

σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οί βράχοι,

 

και τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,

κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν εβγούν τ’ αστέρια.

Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,

κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε:

«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς, μολύβι,

πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι».

VI

– «Κρυφή χαρά ΄στραψε σ΄ εσέ· κάτι καλό ΄χει ο νους σου·

πες, να το ξεμυστηρευτείς θες τ’ άδελφοποιτού σου;».

-«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ’ το λέω:

Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.

Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα.

Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη τής είπε: “Όχι, παιδί μου· άφησε να ‘μπει η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε”.

Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο.

Και η πρώτη είπε: “Και το αεράκι μας πολεμάει”.

Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της.

Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ’ ονειρό της.

Και μία είπε: “Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποιά μικρά, ποιά μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή”.

Και μία δεύτερη είπε:

Εγώ ‘δα δάφνες. – Κι εγώ φως …………………………

– Κι εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.

Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πού ΄χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: “Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα”. Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγυρίσαν με αγάπη το παιδί της πού ‘χε ξεψυχήσει.

Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερη ώρα.

Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος;».

VII

Εχαμογέλασε πικρά κι ολούθενε κοιτάζει·

κι ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν:

-«Εκεί ‘ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·

με τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός τού κόπου χάμου.

Φωνή ‘πε: “Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος·

στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος·

παλληκαρά και μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!

Άκου, νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου!

Τούτος, αχ, που ‘ν’ ο δοξαστός κι η θεϊκιά θωριά του;

Η αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του”.

Έριξε χάμου τα χαρτιά με τσ’ είδησες του κόσμου

η κορασιά τρεμάμενη …………………………..

Χαρά της έσβιε τη φωνή που ‘ν’ τώρα αποσβημένη·

άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη!

Εδώ ‘ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,

πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι εγ’ όλη την πνοή μου·

τα λίγα απομεινάρια της πείνας και τσ’ αντρείας,

………………………………………………………………….

που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα,

γκόλφι να τα ‘χω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα.

Δρόμο αστραφτά να σχίσω τους σ’εχθρούς καλά θρεμμένους,

σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους·

να μείνεις, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·

η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.

Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,

όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες».

VIII

Και συχνά του ‘π’ η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του:

«Κάμποι, βουνά καρπόφορα, και λίμνη ωραία και πλούσια,

μάνα καλή παληκαριών, και κάμε τη δική σου.

Αιώνια ήθελ’ ήτανε ο πόνος κι η ντροπή μου!».

IX

Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά· όλα τ’ αστέρια βγάνει·

ολονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.

Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·

τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.

Αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·

τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.

Γλυκειά κι ελεύθερ’ η ψυχή σα να ‘τανε βγαλμένη,

κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.

XII

Ιδού, σεισμός και βροντισμός, κι εβάστουναν ακόμα,

που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα·

κι εσκίστη αμέσως, κι έβαλε στης Μάνας τα ποδάρια,

της πείνας, του μαρτύριου τα λίγα απομεινάρια·

τ’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,

τα γόνατα και τα σπαθιά τα ‘ματοκυλισμένα.

 

ΑΠΟ ΤΟ Γ’ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ

I

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,

κι αν στο κρυφό μυστήριο ζούν πάντα τα παιδιά σου

με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια,

τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,

που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια

(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Βαϊώνε!

Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα·

ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,

που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα!

Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,

κι ευθύς εγώ τ’ ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;

Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

II

Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,

και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σαν πληθύνουν,

ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.

«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου!

Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι,

κι αλιά, σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν!

Αθάνατή ‘σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ήσυχάζεις;».

Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τουτά ‘π’ ο ξένος ναύτης.

Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,

και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους

ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.

(Παραλλαγή)

Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,

κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ’ άστρα,

ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.

Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,

το πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:

«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου!

Πέλαγο μέγ’, αλίμονο, βαρεί το καλυβάκι·

σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν!

Αθάνατή ‘σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;».

IV

Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος,

από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα,

ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα

τα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τή σημαία,

που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει

παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας.

Κι ο ουρανός καμάρωνε, κι η γη χεροκροτούσε·

κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,

κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:

«Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή, κι αγία!».

V

Και τώρα δα, τ’ αράθυμο πάτημ΄ αργοπορώντας,

κατά το κάστρο το μικρό πάλε κοιτά, και σφίγγει,

σφίγγει στενά τη σπάθα του στο λαβωμένο στήθος,

που μέσα αγρίκα την ψυχή μεγάλη και τη θλίψη.

VI

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,

κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,

και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους

ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.

Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,

χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,

και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,

κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,

τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.

Έξ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κυμα.

Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι άσπρο,

ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,

με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,

που ‘χ’ ευωδίσει τσ’ ύπνους της μεσα στον άγριο κρίνο.

– «Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες;».

– «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,

ουδ’ όσο καν η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,

γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,

μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,

κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!».

VIII

«Άγγελε, μόνο στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;

Στ’ όνομ’ Αυτού που σ’ τα ‘πλασε, τ’ αγγειό τσ’ ερμιάς τα θέλει.

Ιδού που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,

χωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!

Τα θέλω γω, να τα ‘χω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,

εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες».

XII

Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες

γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν

μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,

ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·

και γγιζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.

Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.

Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων

δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν

εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.

Τουφέκια τούρκικα, σπαθιά

το ξεροκάλαμο περνά.

 

O ΠEIPAΣMOΣ

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,

κι η φύσις ήβρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,

και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους

ανάκουστος κιλαηδισμός και λιποθυμισμένος.

Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,

χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,

και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,

κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,

τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.

Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.

Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι άσπρο,

ακίνητ’ όπου κι αν ιδής, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,

με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,

που ‘χε ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.

Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ‘δες

Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,

ουδ’ όσο καν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,

γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,

μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,

κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

 

 Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

 

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

περπατώντας η δόχα μονάχη

μελετά τα λαμπρά παλικάρια

και στην κόμη στεφάνι φορεί

γενωμένο από λίγα χορτάρια

που είχαν μείνει στην έρημη γη.

Νικολάου Γύζη, Η Δόξα των Ψαρών

Η ΤΡΕΛΛΗ ΜΑΝΝΑ

Ή το κοιμητήριο.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

Τώρα που η ξάστερη

Νύχτα μονάχους

Μας ηύρε απάντεχα,

Και εκεί ‘ς τους βράχους

Σχίζεται η θάλασσα

Σιγαλινά·

Τώρα που ανοίγεται

Κάθε καρδία

‘Σ την λύπη, ακούσετε

Μίαν ιστορία,

Που την αισθάνονται

Τα σωθικά.

Σε κοιμητήριο

Είναι στημένα

Δύο κυπαρίσσια

Αδελφωμένα,

Που πρασινίζουνε

Μέσ’ ‘ς τους σταυρούς.

Όταν μεσάνυχτα

Καταβουΐζουν

Οι άνεμοι, αν τά βλεπες

Πώς κυματίζουν,

Έλεες πως κράζουνε

Τους ζωντανούς.

Δύο αδέλφια δύστυχα

Κοιμούνται κάτου

Τον ανεξύπνητον

Ύπνον θανάτου,

Κ’ έχασε η μάννα τους

Τα λογικά.

Τα μαύρα! επαίζανε

Εκεί οπού στέκει

Ο πύργος· κ’ έπεσε

Τ’ αστροπελέκι,

Κι’ άψυχα τ’ άφησε,

Τα θλιβερά

Ροδοστεφάνωτα

Ασπροεντυμένα

Τα κατεβάσανε

Αγκαλιασμένα

Μέσα εις την ύστερη

Αλησμονιά.

Δεν άκουες βάβυσμα

Χαμένου σκύλου·

Πουλιού δεν άκουες

Λάλημα, ή χείλου,

Η κλωνοφλίφλισμα

Να πνέη τερπνά·

Νερομουρμούρισμα,

Οπού αναβρύζει,

Και τ’ς επιτύμβιαις

Πέτραις δροσίζει,

Μόλις αντίσκοβε

Τη σιγαλιά.

Θανής δεν έμνεσκαν

Άλλα σημεία,

Πάρεξ του λίβανου

Η μυρωδία,

Οπού εχυνότουνε

‘Σ την ερημιά.

(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας).

Στέκει, μυρίζεται

Εις τον αέρα,

Και συλλογίζεται, —

Μαύρη μητέρα! —

Σαν κάτι να θελε

Να θυμηθή.

‘Σ τον τοίχο σύρριζα

Σκύφτει, κυττάει,

Γλυκολυπούμενη

Χαμογελάει

Κατά τα εντάφια

Χόρτα πικρά.

Κατά τα σύγνεφα,

Κατά τ’ αστέρια,

Τρεμομανιάζοντας

Ρίχτει τα χέρια,

Και κλαίει και ρυάζεται

Τρομαχτικά.

Της πέφτουν έπειτα,

Και ληθαργίζει,

Και πάλε αρχίναε

Να τριγυρίζη

Το περιτείχισμα

Πασπατευτά.

Γύριζε, γύριζε,

Τέλος εμπαίνει

‘Σ το σημαντρήριο,

Και τ’ αναιβαίνει,

Τα ίχνη αλλάζοντας

Σπουδαχτικά.

Ήτον ‘ς την άλαλη

Τη μοναξία

Στρογγυλοφέγγαρη

Φωτοχυσία,

Σαν τη λαμπρόπλαστη

Πρωτονυχτιά·

Όμως η δύστυχη,

Ξεφρενωμένη,

Κυττάζει ολόγυρα

Τετρομασμένη,

Πράχνει τα σήμαντρα,

Κράζει σφιχτά.

Γλήγορα ας φύγουνε

Απ’ τα λαγκάδια

Κεια τα φριχτότατα

Πυκνά σκοτάδια·

Αχ! με πλακώνουνε

Μέσ’ ‘ς την καρδιά.

Γλήγορα ας φύγουνε,

Δεν τα πομένω,

Μοιάζουνε, μοιάζουνε.

Με το σχισμένο

Ρούχο, που σκέπασε

Τα δυο παιδιά.

Γκλαν, γκλαν, τα σήμαντρα

Της εκκλησίας,

Γκλαν, γκλαν, οι αντίλαλοι

Της ερημίας

Αποκρινόντανε

Φριχτά φριχτά.

Από την έρημη

Αναφωνήτρα,

Που ναι εις τους δύστυχους

Παρηγορήτρα,

Είχαν δυο ξέμετρα

Τα δυο παιδιά·

Τα χω ‘ς τον κόρφο μου,

Και τα φυλάω·

Με αυτά τα ξέμετρα

Θε να μετράω

Τα δυο τους μνήματα

Καθημερνά.

Γκλαν, γκλαν, τα σήμαντρα

Της εκκλησίας,

Γκλαν, γκλαν, οι αντίλαλοι

Της ερημίας

Αποκρινόντανε

Φριχτά φριχτά.

Βραχνό το ψάλσιμο·

Τα κεριά αχνίζουν

Του νεκροκρέβατου

Τα ξύλα τρίζουν

Αργά τα σήμαντρα,

Και τρομερά.

Ναι, ναι, απεθάνανε·

Μέσα ‘ς το σκότο

Τα κατεβάσανε, —

Ακούω τον κρότο, —

Τα κατεβάσανε

Βαθιά βαθιά.

Γκλαν, γκλαν, τα σήμαντρα

Της εκκλησίας,

Γκλαν, γκλαν, οι αντίλαλοι

Της ερημίας

Αποκρινόντανε

Φριχτά φριχτά

Γιατί τινάζετε

Πάνω τους χώματα;

Μη, μη σκεπάζετε

Τα μικρά σώματα

Που αποκοιμήθηκαν

Γλυκά, γλυκά.

Αύριο θα κόψουμε

Κάτι λουλούδια.

Αύριο θα ψάλουμε

Κάτι τραγούδια,

Εις την πολύανθη

Πρωτομαγιά.

Γκλαν, γκλαν, τα σήμαντρα

Της εκκλησίας

Γκλαν, γκλαν, οι αντίλαλοι

Της ερημίας

Αποκρινόντανε

Φριχτά φριχτά·

Γκλαν, γκλαν, παράδερνε

Με τα γλωσσίδια,

Κ’ εματαρχίναε,

Κ’ έλεε τα ίδια,

Ως οπού εβράχνιασε

Θανατερά.

Να, που δροσόβολη

Αύρα ξυπνάει,

Και ψιθυρίζοντας

Μοσχοβολάει

Από τα αρώματα

Τα αυγερινά·

‘Σ τα φύλλα επέρναε

Και της καρδίας,

Σαν τα κινήματα

Της φαντασίας

Που ζωγραφίζουνε

Την ευτυχιά·

Εκείν’ η δύστυχη

Τραυάει την άχνα,

Βαθιά τα αισθάνθηκε

Μέσα ‘ς τα σπλάχνα,

Αχ! κ’ εκατέβηκε

‘Σ την ερημιά.

Με λύπη εγκάρδια

Εθεωρούσε

Όλα τα μνήματα,

Και τα μετρούσε

Με τ’ αργό κίνημα

Της κεφαλής.


ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

 

Η Δόξα δεξιά συντροφεύει

τον άντρα, που τρέχει με κόπους

της Φήμης τους δύσβατους τόπους,

και ο Φθόνος του στέκει ζερβά,

με μάτια, με χείλη πικρά.

 

Αλλ’ όποτε η μοίρα του γράψει

τον δρόμον του κόσμου να πάψει,

η Δόξα καθίζει μονάχη

στην πλάκα του τάφου λαμπρή,

και ο Φθόνος αλλού περπατεί.

 

Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει

η Δόξα λαμπράδες γιομάτη.

Κλεισμένο για πάντα το μάτι,

οπούχε πολέμου φωτιά. –

Ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!

 

Σοφοί λεξιθήρες μακρύα,

μη λάχη σας βλάψω τ’ αυτία.

Τρεχάτε στα μνήματα μέσα,

και ψάλτε με λόγια τρελλά –

ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!

 

Το λείψανο, πούχε γλυτώσει

ο Πρίαμος με θρήνους, με δώρα,

εγύριζε οπίσω την ώρα

που πέφτει στην όψι της γης

το φως το γλυκό της αυγής.

 

Εβγήκαν μαζί της θλιμμένης

Τρωάδας απ’ όλα τα μέρη

γυναίκες, παιδάκια και γέροι,

θρηνώντας, να ιδούν το κορμί

που χάνει γι’ αυτούς την ψυχή.

Κλεισμένο δεν έμεινε στόμα

απάνου στου Μάρκου το σώμα.

 

Απέθαν’ απέθαν’ ο Μάρκος.

Μια θλίψη, μια άκρα βοή,

και θρήνος και κλάψα πολλή.

 

Παρόμοια ηχώ θα λαλήσει,

του κόσμου την ύστερη μέρα,

παντού στον καινούργιον αέρα.

Παρόμοια στους τάφους θα εμβεί

να κάμει καθένας να εβγεί.


ΑΝΘΟΥΛΑ

Αγάπησέ με, Ανθούλα μου, γλυκειά χρυσή μου ελπίδα

Καθώς κ’ εγώ σ’ αγάπησα την ώρα που σε είδα

Είχες τα μάτια σου γυρτά ‘ς τα πράσινα χορτάρια,

Κ’ η λύπη σού τα στόλιζε με δυο μαργαριτάρια.

Τη μάνα σου θυμούμενη εδάκρυζες, Ανθούλα,

Γιατί ‘ς τον κόσμο σ’ άφησε μονάχη κι’ ορφανούλα.

Α, ναι, φυλάξου, αγάπη μου, του κόσμου από την πλάνη,

Όπου με λόγια δολερά τόσα κοράσια χάνει.

Που πας μονάχη κι έρημη, αθώα περιστερούλα;

Βρόχια πολλά σου σταίνουνε’ έλα μαζί μου, Ανθούλα.


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου,

Και της ομορφιάς θεά’

Μου εφαινότουν οπώς ήμουν

Μετ’ εσένα μία νυχτιά.

‘Σ ένα ωραίο περιβολάκι

Περπατούσαμε μαζί,

Όλα ελάμπανε τ’ αστέρια,

Και τα κύτταζες εσύ.

Εγώ τσώλεα’ πέστε, αστέρια,

Είν’ κανέν’ από τ’ εσάς,

Που να λάμπη από κει απάνου

Σαν τα μάτια της κυράς;

Πέστε αν είδετε ποτέ σας

‘Σ άλλη, τέτοια ωραία μαλλιά,

Τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,

Τέτοια αγγελική θωριά;

Τέτοιο σώμα ωραίον οπ’ όποιος

Το κυττάζει ευθύς ρωτά’

Αν ειν’ άγγελος εκείνος,

πως δεν έχει και φτερά;

Κάθε φίλημα, ψυχή μου,

Όπου μώδινες γλυκά,

Εξεφύτρωνε άλλο ρόδο

Από την τριανταφυλλιά.

Όλη νύχτα εξεφυτρώσαν,

Ως οπού λάμψεν η αυγή,

Που μας ηύρε και τους δυο μας

Με την όψη μας χλωμή.

Τούτο είν’ τ’ όνειρο, ψυχή μου’

Τώρα στέκεται εις εσέ,

Να το κάμης ν’ αληθέψη,

Και να θυμηθείς για με.


ΓΑΛΗΝΗ

 

Δεν ακούεται ούτ’ ένα κύμα

εις την έρμη ακρογιαλιά,

Λες και η θάλασσα κοιμάται

μες της γης την αγκαλιά.


Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε

της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,

σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε

τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη,

και από εκεί κινημένο αργοφυσούσε

τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,

που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα

«γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόραις

όλοι, μικροί, μεγάλοι ετοιμασθήτε,

μέσα στις εκκλησιές τες δαφνοφόραις

με το φως της χαράς συμμαζωχθήτε,

ανοίξατε αγκαλιές ειρηνοφόραις

ομπροστά στους Αγίους, και φιληθείτε,

φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,

πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι.

Δάφναις εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,

και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μαννάδες,

γλυκόφωνα, κοιτώντας ταις ζωγραφι-

σμέναις εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες,

λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι

από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες,

κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,

οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.


O ΠOPΦYPAΣ

“Kοντά ‘ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,

π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα

κι εκεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη

κι εκεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.

Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου                 5

κι α δεν είν’ ώρα για τ’ αστρί θε να συρθεί και νά ‘βγει.

(Xιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα !).

Πουλί πουλάκι που λαλείς μ’ όλα τα μάγια πόχεις,

ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,

καλό δεν άνθισε στη γη, στον ουρανό, κανένα.                          10

Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο !

Aλλ’ αχ, αλλ’ αχ, να μπόρουνα σαν αστραπή να τρέξω,

ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος

με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου !”.

Kι η φύσις όλη τού γελά και γένεται δική του.

Eλπίδα, τον αγκάλιασες και του κρυφομιλούσες

και του σφιχτόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις.

Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.

 

Aλλ’ απαντούν τα μάτια του τρανό θεριό πελάγου

κι αλιά, μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι !

Kοντά ‘ν’ εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου·

αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βαθιά νερά κι εβγήκε

κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,

κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,

έτσι κι ο νιος ελεύτερος, μ’ όλες τες δύναμές του,

της φύσης από τσ’ όμορφες και δυνατές αγκάλες,

οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,

ευτύς ενώνει στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,

την τέχνη του κολυμπιστή και την ορμή της μάχης.

Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει:                 30

Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.

 

Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,

όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό της νιότης,

άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΚΟΥ

Να μία βοσκούλα στο βουνό πού κάθεται και κλαίει

Και τα παράπονα ή σπηλιά γλυκά τα ματαλέει:

Εψές μου απέθανε ό βοσκός, και τέσσεροι στον ώμο

Μου τον επήραν τέσσεροι στον ύστερο του δρόμο.

Βραχνόφωνα ό καλόγερος ανάδευε τα χείλα’

Του νεκροκρέβατου συχνά ετρίζανε τα ξύλα.

θυμουμαι πού έκαθόμαστε αντάμα εκεί στη βρύση’

Ποιος άπ’ εμάς, ελέγαμε, περσότερο θα ζήση ;

Και λέγοντας: Ποιος άπ’ εμάς περσότερο θά ζήση;

‘Φθύς κατ’ εμάς έβούιξε φριχτά το Ποιος θα ζήση.

Τότε ό ήγαπημένος μου έστέναξε άπ’ τα στήθη,

Και τούπα ; Τι έχεις στην καρδιά ; Κι’ αυτός δεν μ’ άπεκρίθη.

Δυστυχισμένη συντροφιά! Που το χαρούμεν’ άνθι

Της νιότης μας της τρυφερής ογλήγορα έμαράνθη.

Ώ θάνατε, λυπήσου με, λυπήσου με και φθάσε”

Ένα αναστέναγμα γλυκό μου φαίνεται πώς θάσαι.

Μούπανε πώς μεσάνυχτα τον βάνουνε στο μνήμα

Κι’ έξέδωκα το ρούχο μου για το στερνό του εντύμα.

Φωνάζω, σκούζω δυνατά στον τάφο του γυρμένη,

Μα δεν ακούνε τες φωνές στον τάφο οι πεθαμένοι.

Κείνοι πού θα με θάψουνε, ακόμη αν μ’ άγαποΰνε,

Ας βάλουνε τα χέρια μας νεκρά ν’ αγκαλιασθούνε.


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΦΑΝΗΣ

Πες μου, θυμάσαι, αγάπη μου, εκείνη την παιδούλα,

Οπούχε στα ξανθά μαλλιά νεοθέριστη μυρτούλα;

Οπούχε σαν παρθενικό τραντάφυλλο το στόμα,

Πούχε τα μάτια γαλανά σαν τ’ ουρανού το χρώμα;

Πού προς το βράδυ πάντοτε μονάχη έπερπατούσε,

Κι’ είχε κοντά της εν’ αρνί πού την άκολουθούσε;

Πού καθισμένη έβρίσκαμε στο έρμο περιγιάλι,

Και λυπηρά έτραγούδαε της άνοιξης τα κάλλη;

“Αχ! το τραγούδι ακλούθαε, κοιτάζοντας το κύμα

Με τόση λύπη, πού έλεγες οπώς εκοίταε μνήμα.

Τη μαύρη! την απάντησα το χάραμα στο δρόμο,

Άλλα την κόρη τέσσεροι την είχανε στον ώμο·

Χυμένα ήταν σ’  όλο της το λείψανο πού ευώδα

Γιούλια, μοσκούλες και γαντσιές, τραντάφυλλα και ρόδα.

Σβημένα ήταν τα μάτια της πού φέγγαν σαν αστέρια,

Και με κορδέλες κόκκινες δεμένα είχε τα χέρια.

“Αχ! κατεβάζοντας τηνε οι τέσσεροι άπ’ το βράχο,

Κανείς δεν την ακλούθαε πάρεξ το αρνί μονάχο,

Και μαραμένα ήτανε τα ανθηρά στολίδια,

Πού κάθε αυγή του έμάζωνε και του έπλεκεν ή ίδια.

Τ’ αρνί μόνον ακλούθαε, μπέ μπέ, μπέ μπέ φωνάζει,

Πάντα μπέ μπέ, πάντα μπέ μπέ, και την παιδούλα κράζει.

Με το κουδούνι στο λαιμό εις τους γκρεμούς περπάτει’

Ντιν ντιν κουδούνιζε κοντά εις το στερνό κρεβάτι.

Ετούτη είναι, κόρη μου, ή όμορφη παιδούλα,

Οπούχε στα ξανθά μαλλιά νεοθέριστη μυρτούλα.


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ

XVIII

Εκύτταα, κ’ ήτανε μακρυά ακόμη τ’ ακρογιάλι·

Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!

Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω ‘ς τ’ άλλο,

Πολύ κοντά ‘ς την κορασιά με βρόντημα μεγάλο·

Τα πέλαγα ‘ς την αστραπή κι’ ο ουρανός αντήχαν

Οι ακρογιαλιαίς και τα βουνά μ’ όσαις φωναίς κι’ αν είχαν.

XIX

Πιστέψετε π’ ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,

Μα ταις πολλαίς λαβωματιαίς, που μώφαγαν τα στήθια ,

Μα τους συντρόφους, πώπεσαν ‘ς την Κρήτη πολεμώντας,

Μα την ψυχή, που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας

(Λάλησε, Σάλπιγγα! κ’ εγώ το σάβανο τινάζω,

Και σχίζω δρόμο και τ’ς αχνούς αναστημένους κράζω ·

Μην είδετε την ομορφιά, που την κοιλάδα αγιάζει;

Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι’ ό,τι σας μοιάζει.

Καπνός δε μένει από τη γη νιος ουρανός εγίνη·

Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ, και θα κριθώ μ’ αυτήνη.

— Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια

‘Σ τη θύρα της Παράδεισως που εβγήκε με τραγούδια·

Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,

Κ’ έδειχνεν ανυπομονιά για νά μπη ‘ς το κορμί της·

Ο Ουρανός ολόκληρος αγροίκαε σαστισμένος,

Το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος

Και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει·

Όμως κυττάζει εδώ κ’ εκεί, και κάποιονε γυρεύει.)

XX

Ακόμη εβάστουνε η βροντή . . . . . . . . . . . .

Κ’ η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,

Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,

Σαν περιβόλι ευώδησε κ’ εδέχτηκε όλα τ’ άστρα ·

Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση

Κάθε ομορφιά να στολιστή και το θυμό ν’ αφήση .

Δεν είν’ πνοή ‘ς τον ουρανό, ‘ς τη θάλασσα, φυσώντας

Ούτε όσο κάνει ‘ς τον ανθό η μέλισσα περνώντας

Όμως κοντά ‘ς την κορασιά, που μ’ έσφιξε κ’ εχάρη,

Εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι

Και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,

Κι’ ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.

Έτρεμε το δροσάτο φως ‘ς τη θεϊκιά θωριά της,

‘Σ τα μάτια της τα ολόμαυρα και ‘ς τα χρυσά μαλλιά της.

XXI

Εκύτταξε τ’ αστέρια, κ’ εκείνα αναγαλλιάσαν,

Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·

Κι’ από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνη,

Κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,

Κι’ ανεί τ’ς αγκάλαις μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,

Κ’ έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλωσύνη.

Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,

Κ’ η χτίσις έγεινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.

Τέλος ‘ς εμέ που βρισκόμουν ομπρός της μέσ’ ‘ς ‘τα ρείθρα,

Καταπώς στέκει ‘ς το Βοριά η πετροκαλαμήθρα,

Όχι ‘ς την κόρη, αλλά ‘ς εμέ την κεφαλή της κλίνει·

Την κύτταζα ο βαρυόμοιρος, με κύτταζε κ’ εκείνη.

Έλεγα πως την είχα ιδή πολύν καιρόν οπίσω,

Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,

Κάνε την είχε ερωτικά ποιήση ο λογισμός μου ,

Καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·

Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά, κι’ αστοχισμένη,

Που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει·

Σαν το νερό, που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζη

Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι’ ο ήλιος το στολίζει

Βρύση έγινε το μάτι μου, κι’ ομπρός του δεν εθώρα,

Κ’ έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,

Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα ‘ς τα σωθικά μου,

Που ετρέμαν και δε μ’ άφιναν να βγάλω τη μιλιά μου·

Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου

Βλέπουνε μέσ’ ‘στην άβυσσο  και ‘ς την καρδιά τ’ ανθρώπου,

Κ’ ένοιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου

Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου·

Κύττα με μέσ’ ‘στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Όμως εξέχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου·

Τ’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μου τ’ αδράξαν,

Την αδελφή μου ατίμησαν, κι’ αμέσως την εσφάξαν,

Τον γέροντα τον κύρην μου εκάψανε το βράδυ,

Και την αυγή μου ρήξανε τη μάννα ‘ς το πηγάδι

‘Σ την Κρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μακρυά πο κείθ’ εγιόμισα ταις φούχταις μου κ’ εβγήκα

Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω·

Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι’ αυτό βαστώ μονάχο .

XXII

Εχαμογέλασε γλυκά ‘ς τον πόνο της ψυχής μου,

Κ’ εδάκρυσαν τα μάτια της, κ’ έμοιαζαν της καλής μου

Εχάθη, αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδα

‘Σ το χέρι, πού χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα —

Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,

Π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κ’ εγύρευε μαχαίρι.

Χαρά δεν τού ‘ναι ο πόλεμος· τ’ απλώνω του διαβάτη

Ψωμοζητώντας, κ’ έρχεται με δακρυσμένο μάτι

Κι’ όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν,

Αργά, κι’ ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,

Και μέσα ‘ς τ’ άγρο πέλαγο τ’ αστροπελέκι σκάη,

Κ’ η θάλασσα να καταπιή την κόρη αναζητάη,

Ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι’ ο νους μου κινδυνεύει,

Και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει·

Τα κύματα έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα,

Με δύναμη, που δεν είχα μήτε ς τα πρώτα νιάτα,

Μήτε όταν εκρατούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,

Μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,

Μήτε όταν τον μπομπο-Ισούφ και τ’ς άλλους δύο βαρούσα

Σύρριζα ς τη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα.

‘Σ το πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου

Κ’ αυτό μου τ’ αύξαιν’, — έκρουζε ‘ς τη πλεύρα της κυράς μου.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αλλά το πλέξιμ’ άγουε, και μου τ’ αποκοιμούσε,

Ήχος, γλυκύτατος ήχος, οπού με προβοδούσε

Δεν είναι κορασιάς φωνή ‘ς τα δάση που φουντώνουν,

Και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,

Και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,

Του δένδρου, και του λουλουδιού, που ανοίγει και λυγάει·

Δεν είν’ αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του

Σε ψηλούς βράχους κι’ άγριους, όπ’ έχει τη φωλιά του,

Κι’ αντιβουύζει ολονυχτής από πολλή γλυκάδα

Η θάλασσα πολύ μακρυά, πολύ μακρυά η πεδιάδα,

Ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλυωσαν τ’ αστέρια,

Κι’ ακούει κι’ αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια

Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό, οπού τ’ αγροίκαα μόνος

‘Σ τον Ψηλορίτη, οπού συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος,

Κ’ έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπη,

Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κ’ οι κάμποι

Κ’ ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα,

Κ’ εφώναζα ω θεϊκιά, κι’ όλη αίματα Πατρίδα!

Κι’ άπλωνα, κλαίοντας, κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι

Καλή ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.

Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζη,

Ίσως δε σώζεται ‘ς τη γη ήχος, που να του μοιάζη

Δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός . . . . . . . . . . . . .

Δεν ήθελε τον ξαναπή ο αντίλαλος κοντά του.

Αν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχωνται από πέρα·

Σαν του Μαϊού ταις ευωδιαίς γιομίζαν τον αέρα,

Γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι . . . . . . . . . . . . . . .

Μόλις είν έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.

Μ’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και νά μπη δεν ημπόρει

Ο ουρανός, κ’ η θάλασσα, κ’ η ακρογιαλιά, κ’ η κόρη

Με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω

Τη σάρκα μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω.

Έπαψε τέλος, κι’ άδειασεν η φύσις κ’ η ψυχή μου,

Που εστέναξε, κ’ εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου·

Και τέλος φθάνω ‘ς το γιαλό την αρραβωνιασμένη,

Την απιθώνω με χαρά, κ’ ήτανε πεθαμένη.


Η ΦΑΡΜΑΚΩΜΕΝΗ

Τα τραγούδια μου τα ’λεγες όλα

Τούτο μόνο δεν θέλει το πεις,

Τούτο μόνο δεν θέλει τ’ ακούσεις,

Αχ! την πλάκα του τάφου κρατείς.

Ω παρθένα! αν ημπόρειαν οι κλάψαις

Πεθαμένου να δώσουν ζωή,

Τόσαις έκαμα κλάψαις για σένα,

Πού θελ’ έχεις την πρώτη πνοή.

Συφορά! σε θυμούμ’ εκαθόσουν

Σ’ το πλευρό μου με πρόσωπο αχνό

«Τι έχεις» σου ’πα και συ μ’ αποκρίθης

«Θα πεθάνω, φαρμάκι θα πιω».

Με σκληρότατο χέρι το πήρες,

Ωραία κόρη, κι αυτό το κορμί,

Που του έπρεπε φόρεμα γάμου,

Πικρό σάβανο τώρα φορεί.

Το κορμί σου εκεί μέσα στον τάφο

Το στολίζει σεμνή παρθενιά,

Του κακού σε αδικούσεν ο κόσμος,

Και σου φώναζε λόγια κακά.

Τέτοια λόγια αν ημπόρειες ν’ ακούσεις,

Οχ το στόμα σου τ’ ήθελε βγει;

«Το φαρμάκι που επήρα, και οι πόνοι,

Δεν εστάθηκαν τόσο σκληροί.

Κόσμε ψεύτη! ταις κόραις ταις μαύραις

κατατρέχεις όσο ειν’ ζωνταναίς,

Σκληρέ κόσμε! και δεν τους λυπάσαι

Την τιμήν, όταν είναι νεκραίς.

Σώπα, σώπα! θυμήσου πως έχεις

Θυγατέρα, γυναίκα, αδελφή,

Σώπα η μαύρη κοιμάται στο μνήμα

και κοιμάται παρθένα σεμνή.

Θα ξυπνήσει την ύστερη ημέρα,

Εις τον κόσμον ομπρός να κριθεί,

Και στον Πλάστη κινώντας με σέβας

Τα λευκά της τα χέρια θα πει:

«Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη!

τα φαρμάκωσα αλήθεια η πικρή,

και μου βγήκε οχ το νου μου, Πατέρα

Που πλασμένα μου τα ’χες Εσύ.

Όμως κοίτα στα σπλάχνα μου μέσα,

Που το κρίμα τους κλαίνε, και πες,

Πες του κόσμου, που φώναξε τόσα,

Εδώ μέσα αν είν’ άλλες πληγές»

Τέτοια ομπρός εις τον Πλάστη κινώντας

Τα λευκά της τα χέρια θα πει.

«Σώπα, κόσμε! κοιμάται στο μνήμα,

και κοιμάται παρθένα σεμνή».


Η ΨΥΧΟΥΛΑ

Ωσάν γλυκόπνοο,

δροσάτο αεράκι

μέσα σε ανθότοπο,

κειο το παιδάκι

την ύστερη έβγαλε

αναπνοή.

Και η ψυχούλα του,

εις τον αέρα

γλήγορα ανέβαινε

προς τον αιθέρα,

σαν λιανοτρέμουλη

σπίθα μικρή.

Όλα την έκραξαν,

όλα τ’ αστέρια,

κι εκείνη εξάπλωνε

δειλή τα χέρια,

γιατί δεν ήξευρε

σε ποίο να μπει.

Αλλά, να, του ‘δωσε

ένα αγγελάκι

το φιλί αθάνατο

στο μαγουλάκι

που έξαφνα

έλαμψε σαν την αυγή.


Η ΞΑΝΘΟΥΛΑ

Την είδα την Ξανθούλα,

την είδα ψες αργά,

που μπήκε στη βαρκούλα,

να πάει στην ξενητιά.

Εφούσκωνε τ’ αέρι

λευκότατα πανιά,

ωσάν το περιστέρι

που απλώνει τα φτερά.

Εστέκονταν οι φίλοι

με λύπη, με χαρά,

και αυτή με το μαντήλι

τους αποχαιρετά.

Και το χαιρετισμό της

εστάθηκα να ιδώ,

ώσπου η πολλή μακρότης

μου το ‘κρυψε κι αυτό.

Σ’ ολίγο σ’ ολιγάκι

δεν ήξερα να πω,

αν έβλεπα πανάκι,

ή του πελάγου αφρό.

Και αφού πανί, μαντήλι,

εχάθη στο νερό,

εδάκρυσαν οι φίλοι,

εδάκρυσα κι εγώ.


ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Του Μαϊού ροδοφαίνεται η μέρα,

που ωραιότερη η φύση ξυπνάει

και την κάνουν λαμπρά και γελάει

πρασινάδες, αχτίνες, νερά.

άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι

παιδιά κι άντρες, γυναίκες και γέροι.

ασπροεντύματα, γέλια και κρότοι,

όλοι οι δρόμοι γιομάτοι χαρά

ναι, χαρείτε του χρόνου τη νιότη,

άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά.

 ____________________________

 Εικόνες: «Η Ελευθερία» Γ. Ιακωβίδου, «Η Δόξα»Ν. Γύζη

Ανθολογία-επιλογές: mikisguide


ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ, εδώ η Ανθολογία  σε pdf:> Ανθολογία ποίησης Διονυσίου Σολωμού

Back To Top