Και αυτό τον καθιστά μοναδική περίπτωση στην ελληνική τέχνη και στον πολιτισμό μας.
Άρθρο του Θάνου Μικρούτσικου
Αγαπώ και θαυμάζω τον Μίκη Θεοδωράκη. Τον περιέχω κι αυτόν και τη μουσική του. Από τα προεφηβικά μου χρόνια έπινα νερό από την πηγή της μουσικής του. Ρουφούσα τις νότες του, τις καταβρόχθιζα κι απογειωνόμουν παίζοντας στο πιάνο τα τραγούδια του. Τα ήξερα όλα απέξω. Όχι μόνο τα δημοφιλή. Όλα! Τον παραμόνευα, όπως εκείνο το σούρουπο του 1965 στα γραφεία της νεολαίας Λαμπράκη, όταν πίσω από ένα γραφείο έγραφε μια μελωδία σε μια παρτιτούρα. Εγώ ήμουνα εκεί. Και τα πρώτα μου τραγούδια από το 1965 ως το 1969 θεοδωρικά ήσαν σε βαθμό κακουργήματος. Ευτυχώς για μένα, η λογοκρισία τα έκοβε. Γι’ αυτό λέω ότι εμένα, σε αυτή την περίπτωση, η Χούντα με ωφέλησε (!) δίνοντάς μου το περιθώριο ν’ αποκτήσω προσωπικό ήχο, όταν με τη Μεταπολίτευση οι πόρτες άνοιξαν και οι μουσικές μου εργασίες άρχισαν να εκδίδονται.
Η προσφορά του Μίκη Θεοδωράκη στην ελληνική μουσική είναι τεράστια. Μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι δημιούργησαν έναν σοβαρότατο χώρο μουσικής βασισμένο στο τραγούδι και στην ποίηση. Μοναδικό φαινόμενο αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, με την εξαίρεση της μεσοπολεμικής Γερμανίας, όπου (μόνο για οχτώ χρόνια γύρω από τον Μπρεχτ) ο Άισλερ, ο Βάιλ και ο Ντεσάου δημιούργησαν ένα αντίστοιχο κίνημα. Αυτό όμως που ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις ξεκίνησαν κρατάει εξήντα ολόκληρα χρόνια! Άνοιξαν «αυτές οι δύο κολόνες της ελληνικής μουσικής» τον δρόμο, ώστε τρεις γενιές Ελλήνων συνθετών και τραγουδοποιών να γράψουν τραγούδια και μουσικές, τα οποία θα μείνουν χαραγμένα διά παντός στη συλλογική μνήμη των νεοελλήνων.
Ο Μίκης έγραψε –περισσότερο στη δεκαετία του 1960– εκατοντάδες απλά τραγούδια που τραγουδήθηκαν από την πλειοψηφία του κόσμου και πέρασαν από γενιά σε γενιά. Εξαιρετικές μελωδίες πάνω σε στίχους σπουδαίων ποιητών και στιχουργών εξέφραζαν τις καθημερινές στιγμές των λαϊκών ανθρώπων αλλά και τη δραματική συγκυρία. Ό,τι έκαιγε τον Έλληνα πολίτη βρισκόταν στο τραγούδι του Θεοδωράκη.
Ο έρωτας, αλλά και ο αγώνας, ο απόηχος της ήττας, αλλά και η ελπίδα για το μέλλον που όλοι ονειρευόμασταν ότι θα έρθει, η μοναξιά εντός ή εκτός της φυλακής. Τα πάθη όλων μας παρόντα στη μουσική του. Λαϊκοί ρυθμοί και «δυτικές» αρμονίες σε ένα ιδιοφυές μπλέξιμο που αισθανόσουνα ότι προκύπτει με φυσικό τρόπο από μεγάλο συνθέτη.
Και κάθε χρόνο θεματικοί κύκλοι τραγουδιών που λειτουργούσαν με συνταρακτικό τρόπο. Ο Επιτάφιος, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Ένας Όμηρος, Μαουτχάουζεν και τόσοι άλλοι. Ο Μίκης λειτουργούσε σαν τεράστιος ποταμός που ήθελες δεν ήθελες σε παρέσυρε στα νερά του. Και κάποια στιγμή ήρθαν τα τραγούδια – ποταμοί. Μια δική του ανακάλυψη που εγώ θεωρώ ότι μετά από σαράντα και πλέον χρόνια δεν έχει προηγούμενο στην ευρωπαϊκή μουσική. Η αδελφή μας Αθηνά, Ο Επιζών, το Raven και προπαντός η περίφημη Κατάσταση Πολιορκίας. Παραληρηματικά κομμάτια μεγάλης διάρκειας που σκίζουν οριζοντίως τον χρόνο. Ρυθμικές ακολουθίες συλλαβών, λέξεων και φράσεων που δεν θέλεις να σταματήσουν ποτέ. Πολυρρυθμία δύσκολη για τους εκτελεστές, εύκολη για το κοινό. Έργα που θα παίζονται στους επόμενους αιώνες και θα σηματοδοτούν τα χαρακτηριστικά αλλά και τα πάθη της εποχής μας. Και πέρα απ’ όλα τα προηγούμενα, μουσικές για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ελληνικό και διεθνή. Περίοπτη θέση στη δημιουργία του κατέχουν τα μικτά έργα – μετασυμφωνικά τα ονομάζει ο ίδιος – όπως είναι Το Άξιον Εστί και το Canto General, έργα που εκτελέστηκαν εκατοντάδες φορές σε ολόκληρο τον κόσμο, συγκινώντας μεγάλα ακροατήρια σε όλες τις γωνιές της γης.
Έχουμε ακούσει πολλές φορές να μιλούν με πολύ καλά λόγια για τον Μίκη Θεοδωράκη. Εγώ μάλιστα δημοσίως τον αναφέρω «κολόνα της νεοελληνικής τέχνης». Περιέργως δεν μου αρκεί. Αλλά λόγω σοβαρότητας δεν πήρα κάποιους φιλολόγους να μου βρουν άλλον υπερθετικό. Έψαξα να δω, γιατί δεν μου αρκεί το «μεγάλος συνθέτης» και το «κολόνα του νεοελληνικού πολιτισμού». Και κατέληξα στο εξής: υπάρχουν πολλοί μεγάλοι συνθέτες στην Ελλάδα και βεβαίως και στην Ευρώπη. Αλλά υπάρχουν ορισμένοι εξ αυτών που έχουν το εξής χαρακτηριστικό: Αναφέρω και μη φοβηθείτε από τα ονόματα: Μπαχ. Χωρίς τον Μπαχ η μουσική θα ήταν άλλη∙ δεν θα μπορούσαμε να περάσουμε από τον 16ο στον 17ο και στον 18ο αι. Χωρίς τον Μότσαρτ ήταν αδύνατο να πάμε στον Μπετόβεν από τον Μπαχ. Αν επικρατούσε ο Σαλιέρι, η μουσική θα ήταν αλλιώς. Χωρίς τον Μπετόβεν ήταν αδύνατον να φτάσουμε στον Σούμαν και στον Μπραμς. Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν είναι τα κλειδιά. Ο Σοστακόβιτς είναι η προσωπική μου αγάπη. Πολύ μεγάλος συνθέτης. Τον λατρεύω. Χωρίς τον Σοστακόβιτς θα υπήρχε κενό, η μουσική όμως δεν θα ήταν άλλη.
Στην Ελλάδα τώρα, υποκλίνομαι βαθύτατα στον Νίκο Σκαλκώτα. Πολύ μεγάλος συνθέτης και απίστευτα αδικημένος από τις συνθήκες που επικρατούσανε στον τόπο μας όσο ζούσε. Χωρίς τον Σκαλκώτα θα υπήρχε μεγάλο κενό, αλλά η ελληνική μουσική δεν θα ήταν άλλη. Χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη η ελληνική μουσική θα ήταν άλλη. Και αυτό, νομίζω, καθιστά τον Μίκη μοναδική περίπτωση στην ελληνική τέχνη και στον πολιτισμό μας.
Πηγή: περιοδικό «Οδός Πανός», τεύχος 160, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2013