skip to Main Content

της Τατιάνας Παπαγεωργίου. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013 σελ.43-51

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι αναγνωρισμένος ως κορυφαίος συνθέτης της παγκόσμιας μουσικής του 20ου αι., αλλά και ως κύριος διαμορφωτής της σύγχρονης ελληνικής μουσικής κατά το δεύτερο μισό του αιώνα. Έχει συμβάλει καθοριστικά στην προβολή του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό μέσα από το εκτενές έργο του, το οποίο περιλαμβάνει όλων των ειδών τις μουσικές φόρμες: από όπερες, ορατόρια, μπαλέτα, συμφωνίες, κοντσέρτα, χορωδιακά, κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, κύκλους τραγουδιών, έργα μουσικής δωματίου έως και έργα για πιάνο.

Τα έργα για πιάνο αποτελούν ίσως το μοναδικό κομμάτι του έργου του Θεοδωράκη που έχει παραμεληθεί πάνω από μισό αιώνα. Έχουν παραμείνει στο σύνολό τους στο σκοτάδι και πολλά από αυτά παραμένουν ανέκδοτα σε μορφή χειρογράφων. Τα πρωτότυπα έργα για πιάνο ξεπερνούν τα είκοσι – πολυμερή στο σύνολό τους – μεταξύ αυτών και συνθέσεις για δύο πιάνα και τέσσερα χέρια. Επιπλέον υπάρχουν δεκάδες μικρά κομμάτια για πιάνο (εν μέρει σχέδια) που ο συνθέτης έγραψε στα παιδικά του χρόνια (1937-1943), καθώς και αρκετές μεταγραφές. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν τρία ολοκληρωμένα κοντσέρτα για πιάνο[1] και δύο ημιτελή σχεδιάσματα κοντσέρτων. Από όλα αυτά, έχουν εκδοθεί μόνο τα έξι από τα είκοσι πιανιστικά έργα και τα κοντσέρτα. Συγκεκριμένα, το Κοντσέρτο Ελικών του 1952 ανακαλύφθηκε τα τελευταία χρόνια από τη γράφουσα κι έχει εκδοθεί από τον γερμανικό εκδοτικό οίκο Schott, ο οποίος είναι ο αποκλειστικός εκδότης των συμφωνικών έργων του Θεοδωράκη τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, παρά το αυξανόμενο ενδιαφέρον μουσικών, εκδοτών και κοινού, τα έργα για πιάνο παραμένουν σχεδόν άγνωστα, μη προσβάσιμα, και σπάνια εμφανίζονται σε προγράμματα συναυλιών[2].

Ακόμη κι αν ποσοτικά τα πιανιστικά έργα δεν κατέχουν κεντρική θέση στο έργο του Θεοδωράκη, αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής. Έχοντας ως αφετηρία τους τις ρίζες της μουσικής του πορείας, φανερώνουν τη στυλιστική εξέλιξη της γραφής του, όταν από τα πρώιμα κιόλας χρόνια διαφαίνονται τα σημαντικότερα χαρίσματά του ως συνθέτη: η αστείρευτη μελωδική φλέβα και το γνήσιο θεματικό υλικό, η συναρπαστική ρυθμική αγωγή, το ενδιαφέρον για την αρμονική διαφωνία και την τροπικότητα, η εκφραστική δύναμη και αμεσότητα ακόμη και στις μικροσκοπικές φόρμες, η επίγνωση των δυνατοτήτων του οργάνου και η δημιουργική, γεμάτη φαντασία πιανιστική γραφή. Το κύριο μέρος των έργων για σόλο πιάνο γράφτηκε κατά την περίοδο 1940-1959· αντιπροσωπεύει τα εφηβικά χρόνια στην Τρίπολη και τις σπουδές στο Ωδείο Αθηνών κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εκτείνεται στα χρόνια της έντονης καλλιτεχνικής δραστηριότητας στο Παρίσι, των διεθνών συνεργασιών και των διακρίσεων για το συμφωνικό του έργο στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με την ορχηστρική και συμφωνική του μουσική – όπου διαφαίνεται η φυσική ροπή και άνεση στη σύνθεση εκτενών μουσικών δομών (συχνά με δραματικό εκφραστικό περιεχόμενο) – πολλά από τα έργα για πιάνο στέκουν ως λιτές αλλά περίτεχνες μινιατούρες μέσα στις οποίες αποκρυσταλλώνονται χαρακτηριστικές μουσικές στιγμές στον ελάχιστο χώρο-χρόνο. Εντυπωσιακή είναι η εκφραστική τους οικονομία παράλληλα με την παρουσία πλούσιου μουσικού υλικού.

Τα πρώτα αμιγώς πιανιστικά κομμάτια του 1940 είναι βαλς, φαντασίες, μενουέτα και σονατίνες, τα οποία ο Θεοδωράκης χαρακτηρίζει ως «μακρινούς απόηχους από τα αριστουργήματα των μεγάλων συνθετών». Γράφονται στην Τρίπολη κατά τη διάρκεια του πολέμου, μέσα σε δύσκολες συνθήκες ζωής, κι αποτελούν δείγματα πνευματικής αναζήτησης και ανάγκη προσωπικής έκφρασης ενός εφήβου. Το ύφος και οι φόρμες τους δείχνουν τη δημιουργική αφομοίωση επιρροών από τους κλασικούς και ρομαντικούς συνθέτες Mozart, Beethoven, Strauss, Schubert, Schumann και Brahms, μέσα από τη μουσική των οποίων ο έφηβος συνθέτης μελετούσε την κλασική μουσική και τη λειτουργική τονική αρμονία. Οι στυλιστικές αναφορές στους δυτικούς συνθέτες, οι οποίες όμως γίνονταν με απόλυτα πρωτότυπο μουσικό υλικό, μαρτυρούν τη βαθιά εντύπωση που του είχε προκαλέσει η δυτική λόγια μουσική.

Επίσης δείχνουν τη φυσική ροπή και πίστη του προς το δραματικό ρομαντικό ύφος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Φαντασία σε Σολ ελάσσονα του 1943, το πιο εκτενές πιανιστικό έργο της πρώιμης εποχής. Η επεξεργασία των ελκυστικών της θεμάτων, η πολυφωνική γραφή, η περίπλοκη δομή της, και οι σκοτεινές μετατροπίες των επεισοδίων, δείχνουν τη σταδιακή εξέλιξη του έφηβου συνθέτη στα πλαίσια της συμβατικής ρομαντικής αρμονίας και την τάση του για επέκταση της αρμονικής παλέτας. Ο χαρακτήρας της Φαντασίας (με τον πένθιμο βηματισμό, την ενάλλαξη των διαθέσεων και τα συγκοπτόμενα μελωδικά σχήματα) είναι συγγενικός με τον μουσικό κόσμο του Beethoven, που πρωτοάκουσε ο δεκαεπτάχρονος Θεοδωράκης στον κινηματογράφο το 1942 και τον συγκλόνισε. Η Ένατη Συμφωνία και η Appassionato χαράχτηκαν στη μνήμη του και επηρέασαν αποφασιστικά το ύφος της μουσικής του.

Επόμενος σταθμός της πιανιστικής γραφής του Θεοδωράκη είναι τα έντεκα Πρελούδια για πιάνο του 1947, τα οποία αποτελούν το επιστέγασμα της ωδειακής περιόδου του στην Αθήνα και το πρώτο σημαντικό δείγμα πιανιστικής γραφής σε μια εποχή αποκλειστικής ενασχόλησης με τη σοβαρή σύνθεση. Η σύνθεση των Πρελουδίων σημαδεύτηκε από τα τραγικά γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου, αφού προτού ο νεαρός συνθέτης προλάβει να καθαρογράψει τα χειρόγραφα και να τα παρουσιάσει, συνελήφθη και εξορίστηκε στην Ικαρία και τη Μακρόνησο. Τα Πρελούδια αποτελούν ένα μουσικό ψηφιδωτό που συμπυκνώνει όλες σχεδόν τις μουσικές αναζητήσεις του Θεοδωράκη, οι οποίες εξελίχθηκαν στον χρόνο γεννώντας κορυφαία έργα. Στο έργο αποτυπώνονται μέσα σε ελάχιστο χρόνο χαρακτηριστικές στιγμές από μείζονα μουσικά ερεθίσματα, βιώματα και εμπειρίες που σημάδεψαν τον συνθέτη, όπως είναι το δημοτικό τραγούδι (με κύριο όργανό του το ηπειρώτικο κλαρίνο), το βυζαντινό μέλος, η αντίστιξη του Μπαχ, το δυτικό εκκλησιαστικό chorale, η πολυτονικότητα του νεοκλασικισμού, ακόμη και η τζαζ. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός από τα μοτίβα που παραπέμπει στην Κρητική παραδοσιακή μουσική και το οποίο ενσωματώθηκε, μια δεκαετία αργότερα, ως εισαγωγή στο τραγούδι «Μαργαρίτα-Μαργαρώ» από τον κύκλο Αρχιπέλαγος. Αν και τα Πρελούδια παρουσιάζουν μεταξύ τους έντονες αντιθέσεις – ως προς το ύφος και τις συνθετικές τους μεθόδους – διακρίνεται μια αίσθηση ομοιογένειας μέσω της επαναληπτικής χρήσης και του επαναπροσδιορισμού κάποιων κύριων θεμάτων σε διαφορετικά Πρελούδια, αλλά και μέσω της διαδοχικής χρήσης συγγενικών τονικών κέντρων. Η πρακτική αυτή παραπέμπει σε καταξιωμένους συνθέτες πρελουδίων του 20ου αι. (Schostakovich, Scriabin). Αυτό που εντυπωσιάζει στο έργο είναι η μεγάλη οικονομία των εκφραστικών μέσων, η προωθημένη – για τη συγκεκριμένη μουσική περίοδο του Θεοδωράκη – αρμονική γλώσσα και η ιδιωματική χρήση του πιάνου.

Ένας ακόμη σημαντικός σταθμός της πιανιστικής του δημιουργίας υπήρξε η σύνθεση της Μικρής Σουίτας για πιάνο. Το έργο αυτό πρωτοσχεδιάστηκε το 1948 στην Ικαρία – σε μια σκοτεινή περίοδο σωματικής δοκιμασίας και πνευματικής αγωνίας – όπου ο συνθέτης βρέθηκε εξόριστος κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, κι ολοκληρώθηκε αργότερα, το 1954, στο Παρίσι. Τα πρώτα σχέδια της Μικρής Σουίτας φέρουν τη σημείωση «Ανάμνηση μιας μέρας στο κρατητήριο…» και είναι από τα λιγοστά χειρόγραφα που διασώθηκαν από την καταιγίδα και τις απάνθρωπες συνθήκες στην Ικαρία. Είναι συγκλονιστικό πώς μέσα στη βαρβαρότητα της εξορίας ένας νέος άνθρωπος κατάφερε να διασώσει την τραυματισμένη ψυχή και το πνεύμα του δημιουργώντας υψηλή τέχνη. Η Μικρή Σουίτα πρωτοπαρουσιάστηκε τον χειμώνα του 1958 στο Wigmore Hall του Λονδίνου από την πιανίστα Βάσω Δεβετζή. Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο της αντίθεσης και της εσωτερικής έντασης, καθώς και οι αρμονικές αναζητήσεις, όπως διαμορφώθηκαν στο Παρίσι των μουσικών πειραματισμών της δεκαετίας του 1950. Η σύνθεση της Μικρής Σουίτας έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι αποτελεί το πρώτο έργο που συνέθεσε ο Θεοδωράκης στο Παρίσι, αφήνοντας πίσω του μια μεγάλη περίοδο τραγικών γεγονότων κι επιστρέφοντας στη μάχιμη μουσική δραστηριότητά του.

Τα επόμενα σημαντικά έργα για πιάνο που συνδέονται με την παρισινή περίοδο (1954-1960) φανερώνουν το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό του συνθέτη για την ευρωπαϊκή μουσική της avant garde των μέσων του 20ου αι., τα πρωτοποριακά συστήματα σύνθεσης και τις “νέες” αντιλήψεις σχετικά με τον ρυθμό, την αρμονία, την τονικότητα, τα ηχοχρώματα και τις φόρμες της απόλυτής μουσικής. Τα έργα για πιάνο που γράφτηκαν στο Παρίσι τη δεκαετία του 1950 – συμπεριλαμβανομένων των κοντσέρτων για πιάνο – παρουσιάζουν πολλά δείγματα πειραματισμού με την πολυτονικότητα, τον δωδεκαφθογγισμό και τις σειραϊκές μεθόδους, τη διάφωνη αντίστιξη, τις πολυσυγχορδίες, την τροπικότητα, τα ακραία ηχοχρώματα και τους ασύμμετρους ρυθμούς. Αποτέλεσμα της μελέτης και των πειραματισμών του Θεοδωράκη με τις σύγχρονες συνθετικές αντιλήψεις υπήρξε η ανάπτυξη ενός δικού του προσωπικού συστήματος έκφρασης, της θεωρίας των Τετραχόρδων, μια παραλλαγή του δωδεκαφθογγικού συστήματος με ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαιοελληνική μουσική. Την πρωτοποριακή αυτή μελέτη εκπόνησε ως σπουδαστής ακόμα στο Ωδείο του Παρισιού εφαρμόζοντας την πειραματικά για πρώτη φορά το 1955 στις Πασακάλιες για δύο πιάνα, γεγονός που καθιστά το έργο αυτό μια κορυφαία μουσική αισθητική κατάκτηση του συνθέτη. Είναι αξιοσημείωτο, ότι η μέθοδος των Τετραχόρδων σχολιάστηκε θετικά από τον εβδομηνταπεντάχρονο τότε Igor Stravinsky, ο οποίος την εφάρμοσε εκτεταμένα στο έργο του Agon το 1957.

Η διεθνής αναγνώριση της πιανιστικής γραφής του Θεοδωράκη ήρθε με σημαντικά βραβεία και συνεργασίες στον ευρωπαϊκό χώρο. Ανάμεσά τους το πρώτο βραβείο και χρυσό μετάλλιο στον Διεθνή Διαγωνισμό Σύνθεσης του Μουσικού Φεστιβάλ Μόσχας του 1957 για το έργο του Πρώτη Σουίτα για πιάνο και ορχήστρα (1955). Τις τριακόσιες διεθνείς συμμετοχές του διαγωνισμού έκρινε επιτροπή με πρόεδρο τον Dmitri Shostakovich και μέλη τούς Hans Eisler, Aram Khachaturian και άλλους κορυφαίους συνθέτες της εποχής. Για το ίδιο έργο ο Θεοδωράκης βραβεύτηκε το 1959 με το αμερικανικό βραβείο Copley ως ο «καλύτερος Ευρωπαίος συνθέτης» με πρόεδρο της επιτροπής τον Γάλλο συνθέτη Darius Milhaud.

Είναι λυπηρό εάν αναλογιστεί κανείς ότι τέτοια σημαντικά έργα, παραμένουν σχεδόν άγνωστα στο ελληνικό κοινό και αναξιοποίητα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με τις αριστουργηματικές Πασακάλιες για δύο πιάνα, όπου η πρώτη εκτέλεσή τους δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 1999 από τη συγγραφέα και τον Νίκο Λαλιώτη. Η μοναδική άλλη εκτέλεση είχε δοθεί από τον Γιώργο Χατζηνίκο το 1956 σε διασκευασμένη για ένα πιάνο και συντετμημένη μορφή μπαλέτου με τίτλο Ερωφίλη, για παράσταση του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλού Μάνου. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει καμία άλλη ολοκληρωμένη ζωντανή εκτέλεση και η μόνη ηχογράφηση που υφίσταται είναι αυτή της πρώτης εκτέλεσης του 1999.

Τα έργα για πιάνο του Μίκη Θεοδωράκη έχουν ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό που τα καθιστά γνήσια αντιπροσωπευτικά δείγματα του προσωπικού μουσικού του ύφους. Το στοιχείο της ελληνικότητας – που διαπερνά όλο σχεδόν το έργο του – πρωτοεμφανίζεται έντονα στα Πρελούδια για πιάνο (1947), στον Συρτό Χανιώτικο (1952), στη Μικρή Σουίτα (1954), στη Σονατίνα για πιάνο (1955) και συνεχίζεται και στη μετέπειτα παρισινή περίοδο. Κι ενώ τα σύγχρονα ρεύματα της εποχής αφομοιώνονται εκλεκτικά από τον συνθέτη, εκείνος διατηρεί ως κύρια πηγή έμπνευσής του την ελληνική μουσική παράδοση. Μελετά τους ρυθμούς και τις αρμονικές σχέσεις που τη διέπουν ανακαλύπτοντας νέες προεκτάσεις στο εθνικό δημοτικό υλικό. Με μόνιμο προβληματισμό το στοιχείο της ελληνικότητας και με ιδεολογικές αναζητήσεις ως προς τον ρόλο της σύγχρονης μουσικής τέχνης, ο Θεοδωράκης καταφέρνει να ισορροπήσει και να συμφιλιώσει συχνά αντικρουόμενες έννοιες στη συνθετική διαδικασία διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο προσωπικό μουσικό ύφος.

Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η τετραμερής Σονατίνα για πιάνο του 1955 που παραπέμπει στη φόρμα και τις δεξιοτεχνικές απαιτήσεις μιας σονάτας. Η Σονατίνα κάνει συνεχείς αναφορές στους ορμητικούς παραδοσιακούς χορευτικούς ρυθμούς της Κρήτης, στις ριζίτικες μελωδίες, στις αυτοσχεδιαστικές μουσικές της υπαίθρου, στα παραδοσιακά μουσικά ιδιώματα του λαούτου, της λύρας και της φλογέρας και σε ηχητικές εικόνες από ένα Κρητικό παραδοσιακό πανηγύρι, όπου οι τονισμένες συγχορδίες παραπέμπουν στις μπαλωθιές – το κρητικό έθιμο με τους πυροβολισμούς στον αέρα. Ο συνδυασμός των παραδοσιακών στοιχείων με τα μοντέρνα συνθετικά μέσα και την εντυπωσιακή πιανιστική γραφή, καθιστούν την Σονατίνα ένα περίφημο σύγχρονο δεξιοτεχνικό έργο.

Μία ακόμη πηγή έμπνευσης των έργων για πιάνο του Θεοδωράκη αποτελεί η βιωματική του σχέση και η μελέτη της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Η επαφή με τη βυζαντινή μουσική ξεκίνησε από τα παιδικά του χρόνια με τη συμμετοχή του ως μέλος εκκλησιαστικών χορωδιών. Στην Τρίπολη συγκεκριμένα, ο δεκαπεντάχρονος συνθέτης είχε ιδρύσει και διηύθυνε συστηματικά πενηνταμελή χορωδία, για την οποία συνέθεσε πλήθος χορωδιακών έργων, μεταξύ αυτών το αριστουργηματικό τροπάριο Κασσιανή (1942) για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Την περίοδο 1968-1970, κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας και της εξορίας του στη Ζάτουνα και τον Ωρωπό, καταπιάστηκε με τη μελέτη πλήθους βυζαντινών μελωδιών και τη μεταγραφή τους στη σύγχρονη δυτικο-ευρωπαϊκή σημειογραφία. Η μελέτη της βυζαντινής μουσικής σχετίστηκε με την ευρύτερη ανησυχία του συνθέτη για την εύρεση της ελληνικότητας. Ο Θεοδωράκης θεωρείται ένας από τους πρώτους Έλληνες συνθέτες που μελέτησαν και ανακάλυψαν τη σχέση της βυζαντινής μουσικής με το παραδοσιακό και λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι. Ανάμεσα στα κορυφαία έργα που ζωντανεύουν τέτοιους μουσικούς συσχετισμούς βρίσκονται ο Επιτάφιος (1958) και Το Άξιον Εστί (1960). Ωστόσο, οι πρώτες οργανικές αναφορές στη βυζαντινή παράδοση εμφανίζονται στα Πρελούδια για πιάνο (1947) και στο κοντσέρτο Ελικώνας για πιάνο και ορχήστρα (1952).

Αν και η πιανιστική γραφή του Θεοδωράκη εντοπίζεται κυρίως στην πρώτη δημιουργική του περίοδο (1940-1959), εντούτοις συνεχίζεται με νέα χαρακτηριστικά και στα έργα των επόμενων εποχών. Σημειωτέο ότι η “σύγχρονη” συνθετική τεχνοτροπία, που βρίσκει κανείς στα πιανιστικά και συμφωνικά έργα αυτής της περιόδου, χάνεται σταδιακά με το πέρασμα στην επόμενη δημιουργική περίοδο του συνθέτη, μετά το 1960. Γραπτές μαρτυρίες και αισθητικά δοκίμια του Θεοδωράκη με θέμα τα προβλήματα και τις λειτουργίες της λόγιας μουσικής ως σύγχρονης μορφής τέχνης, καθώς και η ενεργή δράση του στα πολιτικά και πολιτιστικά κινήματα της εποχής στην Ελλάδα, εξηγούν γιατί συνειδητά εγκαταλείπει τις φόρμες της απόλυτης μουσικής και στρέφεται σε φόρμες ευρύτερης λαϊκής αποδοχής με κύριο άξονα τον λόγο, την ποίηση και την ανθρώπινη φωνή. Τα κορυφαία μετασυμφωνικά έργα που ακολουθούν, όπως τα ορατόρια Άξιον Εστί (1960), Πνευματικό Εμβατήριο (1969) και Canto General (1972) συμπεριλαμβάνουν το πιάνο σαν μέλος της ορχήστρας, σε έναν ανομοιογενή αλλά πολυδιάστατο ρόλο, που άλλοτε φέρει χαρακτηριστικά περίπλοκης ρυθμικής γραφής και υποστηρικτικής αρμονικής λειτουργίας και άλλοτε απόηχους της “σύγχρονης” δεξιοτεχνικής γραφής της παρισινής περιόδου. Στο Άξιον Εστί τα μέρη του πιάνου διαχωρίζονται σε συμφωνικό και λαϊκό, με μεγάλες διαφορές στον χαρακτήρα της γραφής τους, γεγονός που παραπέμπει στην πρωτοποριακή συγχώνευση των διαφορετικών μουσικών υφών. Διαφορετική είναι η αντιμετώπιση στο Canto General, όπου τα δύο πιάνα που πλαισιώνουν το δεκαπενταμελές μουσικό σύνολο, είναι γραμμένα με εντυπωσιακά δεξιοτεχνικό τρόπο, σχεδόν εφάμιλλο κοντσέρτων πιάνου.

Ένα αντιπροσωπευτικό έργο της νεότερης εποχής για σόλο πιάνο είναι τα δώδεκα Μέλος του 1998. Μετά από σχεδόν μισό αιώνα εγκατάλειψης των αμιγώς πιανιστικών έργων απόλυτης μουσικής και στροφής σε φόρμες φωνητικής μουσικής και μεγάλων ποιητικών κειμένων, ο Θεοδωράκης επιστρέφει στη γραφή για σόλο πιάνο. Τα δώδεκα Μέλος αποτελούν μέρος της συνθετικής περιόδου γνωστής ως Λυρικός Βίος, κατά τη διάρκεια της οποίας ο συνθέτης έλκεται κυρίως από την εκφραστική δύναμη της φωνής και γράφει αμέτρητους κύκλους τραγουδιών αλλά και όπερες. Με τα Μέλος ο Θεοδωράκης αποτίει ακόμη μία προσφορά στον βωμό του λυρισμού και της μελωδίας, την οποία έχει τόσο πιστά υπηρετήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της μουσικής του πορείας. Ο αρμονικός κόσμος στα Μέλος μας εισάγει σε έναν νέο μουσικό χώρο, διαφορετικό από αυτόν της πρωτοποριακής “σύγχρονης” γραφής του 1950, ή του μετασυμφωνικού του έργου και του μετέπειτα έντεχνου τραγουδιού.

Σε αντίθεση με την αυστηρότητα και τη λιτότητα που συναντάμε στη χρήση του πιάνου στα προηγούμενα έργα του (Πρελούδια, Μικρή Σουίτα), με τα Μέλος ο συνθέτης επιστρέφει στην πιανιστική γλώσσα των ρομαντικών. Οι χειμαρρώδεις και απροσδόκητες αρμονίες προσδίδουν έναν ονειρικό χαρακτήρα στο έργο, χωρίς να λείπουν οι αναφορές στο δραματικό ύφος που χαρακτηρίζει τον συνθέτη, ενώ οι μουσικές του ιδέες επενδύονται με ποικιλία ρυθμών που άλλοτε μας παραπέμπουν στην ελληνική μουσική παράδοση και άλλοτε στην ευρωπαϊκή. Χαρακτηριστικές είναι οι χρήσεις πολυμετρίας και ασυμμετρορυθμίας, που δημιουργούν την αίσθηση αυτοσχεδιαστικής διάθεσης και αυθορμητισμού. Η πρώτη εκτέλεση των δώδεκα Μέλος δόθηκε από τη γράφουσα στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου τον Μάιο του 1998, παρουσία του συνθέτη. Τα έργα που ακολουθούν τα Μέλος αποτελούν κυρίως πιανιστικές μεταγραφές αναγνωρισμένων έργων, όπως η Σουίτα Ένας Όμηρος για πιάνο και ορχήστρα, η Σουίτα Αλέξης Ζορμπάς για σόλο πιάνο και τα Τραγούδια για Πιάνο.

(Η Τατιάνα Παπαγεωργίου είναι σολίστ πιάνου, θεωρητικός και μουσικολόγος, απόφοιτη του Βασιλικού Κολλεγίου και της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής του Λονδίνου και υποψήφια διδάκτωρ με θέμα το πιανιστικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη.)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]  Τα τρία αυτά δυσκολότατα κοντσέρτα για πιάνο έχουν παρουσιαστεί και ηχογραφηθεί στο σύνολό τους επιλεκτικά από τους πιανίστες Κυπριανό Κάτσαρη, Έλενα Μουζάλα, Μαρία Αστεριάδου, Ντίνο Μαστρογιάννη και Τατιάνα Παπαγεωργίου.

[2]  Εκτός από αποσπασματικές προσεγγίσεις, η πρώτη απόπειρα ηχητικής καταγραφής των Απάντων για πιάνο του Μίκη Θεοδωράκη ξεκίνησε πριν λίγα χρόνια και ολοκληρώνεται αυτή την εποχή από την Τατιάνα Παπαγεωργίου σε συνεργασία με τον συνθέτη.

Back To Top