skip to Main Content

Προσωπική μαρτυρία: Χρήστος Λεοντής, Συνθέτης

Μια μέρα, σε μια από τις καθημερινές παρουσίες μου στο Ωδείο Αθηνών όπου σπούδαζα και εργαζόμουν, με συναντά ο Μαρκόπουλος και μου λέει: «Χρήστο έμαθα ότι έχει έρθει ένας καινούριος συνθέτης από το Παρίσι, και θα κάνει μια συναυλία με την ορχήστρα του ΕΙΡ στο Θέατρο Κεντρικό. Ψάχνει αντιγραφείς. Είσαι να πάμε;»

«Πώς τον λένε;» ρωτώ.

«Θεοδωράκη»

«Φύγαμε…»

Μίκης Θεοδωράκης – Χρήστος Λεοντής

Το επόμενο πρωί, μαζί με τον Γιάννη, βρισκόμαστε στη Νέα Σμύρνη, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως 59, όπου έμενε τότε ο Μίκης με τη Μυρτώ και τα δύο παιδιά τους, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργο και τα πεθερικά του. Αρχίσαμε το γράψιμο για εφτά μερόνυχτα. εκεί στο σπίτι του, μέχρι τα ξημερώματα.. Δύο χιλιάδες σελίδες περίπου!!!

Ο Επιτάφιος, οι Λιποτάχτες, η Πολιτεία Α και Β, το Αρχιπέλαγος… όλα αυτά τα τραγούδια για λαϊκή και συμφωνική ορχήστρα.

Σε αυτό το επταήμερο γίναμε πια φίλοι με τον Μίκη. Κουβεντιάζαμε για όλα! Το τραγούδι, την πολιτική, τον ρόλο της μουσικής και της ποίησης στη διαμόρφωση της αισθητικής της κοινωνίας κ.λπ.. Τις πρώτες πληροφορίες μου για τις σπουδές γενικά και για το Conservatoire στο Παρίσι, τις έλαβα από εκείνον.

Κάποια μέρα απ’ αυτές με ρωτάει ο Μίκης: «Γράφεις τραγούδια;»

«Ναι», του απαντώ δειλά. «Προσπαθώ. Έχω γράψει μερικά!!!»

«Παίξε μου ένα..»

Του παίζω το Πού να χωρέσει τ’ όνειρο…

«Παίξε μου άλλο ένα.»

Του παίζω Το σπίτι γέμισε με λύπη…

«Θέλεις να κάνουμε μαζί συναυλίες;» Με ρωτά…

Προς στιγμήν κόμπιασα. Αστραπιαία πέρασε από το μυαλό μου ο ήχος από τα τραγούδια του, από τον Επιτάφιο, που μόλις είχε κυκλοφορήσει.

«Θέλω»

«Ετοίμασε μερικά και να αρχίσουμε.»

Πετώντας έφτασα στο σπίτι μου και το βράδυ, σχεδόν, δεν κοιμήθηκα.

Άρχισα πυρετωδώς, τη συνεργασία με τον Μάνο Ελευθερίου, το Φώντα Λάδη, τον Κώστα Βρεττάκο, τον Ζώη Μάναρη κ.ά.. Τότε έγραψα και τα τρία τραγούδια από το Βάθος του κόσμου του Νικηφόρου Βρεττάκου.

Το νέο κίνημα για μουσικούς και ποιητές άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά…

Δεν αρχίσαμε αμέσως τις συναυλίες καθώς, όπως προέκυψαν τα γεγονότα, το Εθνικό Θέατρο ανέθεσε στον Μίκη να γράψει τη μουσική για τις Φοίνισσες που θα ανέβαζε το καλοκαίρι ο Μινωτής, και δεν θα του έμενε χρόνος.

Εγώ όμως είχα αναστατωθεί και ήθελα να προχωρήσω, οπότε ζήτησα από τον Μίκη να με βοηθήσει να βρω μια χορωδία. Έτσι εκείνος με έστειλε στον ΣΦΕΜ, τον νεοϊδρυθέντα Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής.

Ο σύλλογος είχε ιδρυθεί από ανθρώπους που ανήκαν στην αριστερά, ακριβώς για να στηρίξουν τη μουσική του Μίκη και την προσπάθειά του για τη δημιουργία του νέου μουσικού και πολιτιστικού κινήματος. Ο σύλλογος στεγαζόταν στην οδό Σόλωνος 115. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν καλή, παρ’ όλο που η εικόνα που αντίκρυσα, δεν βοηθούσε και τόσο. Δυο μικρά δωμάτια όπου στο ένα υπήρχε ένα όρθιο παλιό νοικιασμένο πιάνο, δυο καρέκλες και καμμιά εικοσαριά νεαρά άτομα που κάθονταν στο πάτωμα και τραγουδούσαν. Θεοδωράκη.

Ο πρόεδρος Ζάκης Κουνάδης με σύστησε στα παιδιά και τους ανακοίνωσε την προέλευση και το σκοπό της επίσκεψής μου. Με καλοδέχτηκαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Λοΐζος, ο Σαββόπουλος, ο Μαυρουδής, η Φαραντούρη, ο Ελευθερίου, ο Λάδης….

Με ρωτά ο Κουνάδης: «Θέλεις στη συναυλία αυτή, που μας ζήτησε ο Μίκης να οργανώσουμε για σένα, να είναι μαζί και ένας άλλος;»

«Ποιός;» ρωτώ, και μου δείχνει τον Λοΐζο.

Ξεκινά ο Λοΐζος να παίζει με την κιθάρα του ένα πολύ όμορφο τραγούδι του σε στίχους του Λόρκα με τίτλο Κιθάρα, που άρχιζε ως εξής: Αρχίζει ο θρήνος της κιθάρας…

Εδώ αρχίζει η δίδυμη καλλιτεχνική πορεία μας, με τον Μάνο, που γίναμε .. .κολλητοί, έτσι που πολλές φορές στην αρχή μας μπέρδευαν και λέγανε εμένα Λοΐζο και τον Μάνο …Λεοντή.

Πρώτη μας, παρθενική, κοινή συναυλία με τον Μάνο στις 11 Μαρτίου 1963 στο θέατρο Ακροπόλ.

Οι εισπράξεις θα πήγαιναν για το τέταρτο πανσπουδαστικό συνέδριο, το οποίο δεν έγινε ποτέ…, ενώ στη συναυλία αυτή είχαμε και την πρώτη μας πολιτική δοκιμασία…

Παρακρατικές οργανώσεις, με την καθοδήγηση του τότε γνωστού διοικητή ασφαλείας Καραπαναγιώτη, δήθεν φοιτητές, πήραν χίλια εισιτήρια, και για τις δύο προγραμματισμένες συναυλίες, δήθεν για να τα διαθέσουν, και τα οποία μας επέστρεψαν όλα πίσω, πέντε λεπτά πριν την έναρξη της συναυλίας… Έτσι καταφέραμε και κάναμε μόνο μία παράσταση με το μισό θέατρο γεμάτο…

Στη συναυλία αυτή ήρθε και μας παρουσίασε στο κοινό, σαν νέοι που είμασταν και εντελώς άγνωστοι, ο Μίκης. Η τιμή ήταν μεγάλη και ξέχειλη η περηφάνεια και η χαρά που νοιώθαμε. Αυτή η πράξη του ήταν ένα σπουδαίο μάθημα ζωής και συμπεριφοράς σε μένα για την μετέπειτα καλλιτεχνική μου πορεία. – Παρόμοιο μάθημα ζωής πήρα και από τον Χατζιδάκι, μα αργότερα θα σας μιλήσω γι’ αυτό.

Στην παρουσίαση ο Μίκης μίλησε με τα κολακευτικότερα λόγια για μένα και τον Μάνο και για την νέα εποχή που ξεκινούσε. Για το Διονυσιακό και το Απολλώνιο πνεύμα που εκφράζαμε με τη μουσική μας.

Στο τέλος της παρουσίασης, μου παρέδωσε μία πέτρα… που του είχαν πετάξει κατά τη διάρκεια συναυλίας του στη Νάουσα παρακρατικοί… (χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής… λίγο αργότερα η δολοφονία Λαμπράκη…). Η πέτρα αυτή, και η παράδοσή της στους δύο νέους συνθέτες, συμβόλιζε την συνέχιση του αγώνα που ο ίδιος είχε ξεκινήσει, για την επίτευξη των στόχων που η ίδια η κοινωνία είχε ανάγκη και αναζητούσε.

Τα παραπάνω αποτυπώνουν αφ’ ενός το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής, αλλά και μία πτυχή του χαρακτήρα του Μίκη.

Η αναφορά μου στην συναυλία μας με τον Μάνο κλείνει με την μαρτυρία ότι σ’ αυτήν γνώρισα δύο αγαπημένους μεγάλους ποιητές. Τον Νικηφόρο Βρεττάκο και τον Γιάννη Ρίτσο που είχαν έλθει στο τέλος να μας συγχαρούν. Σημαδιακή για μένα, αυτή η μέρα…!!

Την ίδια εποχή ο Μίκης δέχεται δύο προτάσεις από το θέατρο, για να γράψει μουσική. Η μία, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος για το έργο του Λόρκα Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα και η άλλη από τους Ενωμένους καλλιτέχνες, θίασο που είχε συγκροτήσει το Σωματείο Ελλήνων ηθοποιών για το έργο του Ηλία Λυμπερόπουλου, Λιούτσα που θύμιζε λίγο τον Ματωμένο γάμο του Λόρκα. Το πρώτο το έδωσε ο Μίκης να το γράψει ο Λοΐζος και την Λιούτσα σε μένα. Ο ίδιος έγραφε τις Φοίνισσες.

1963, Θέατρο Πορεία, Χρ. Λεοντής Σπ. Βασιλείου Λ. Καλλέργης Μ. Θεοδωράκης, Γ. Αργύρης και Γ. Θεοδοσιάδης

Μια πλατιά λεωφόρος ανοιγόταν μπροστά μου, και ένας κεραυνοβόλος μεγάλος έρωτας με κέντριζε. Το ΘΕΑΤΡΟ. Η κατοπινή μου δραστηριότητα έδειξε το πάθος, τη συνέπεια και την αφοσίωση με την οποία το υπηρέτησα.

Το κείμενο της Λιούτσας το είχε ο Μίκης. Σ’ αυτόν είχε δοθεί, γιατί τον είχαν καταστήσει υπεύθυνο για το αποτέλεσμα της μουσικής., και μάλιστα στο πρόγραμμα αναφέρεται και ο Μίκης σαν επιμέλεια μουσικής. Με κάλεσε στο σπίτι του για να μου το δώσει. Μου λέει: «Όταν ετοιμάσεις τρία τέσσερα από τα τραγούδια, -είχε δέκα τρία το έργο- έλα πάλι εδώ να τα ακούσουμε μαζί, μήπως χρειαστεί να τα ξαναδουλέψεις, γιατί τα τραγούδια για το θέατρο είναι διαφορετικά, λειτουργούν αλλιώς…» Εγώ από το άγχος και την αγωνία ξενύχτησα… Του τηλεφωνώ την άλλη μέρα το απόγευμα και τον ρωτώ, αν μπορώ να πάω να τον δω:

«Τι να έλθεις. Γράψε μερικά πρώτα και μετά να ’ρθεις». «Τα τελείωσα.»

«Είσαι τρελός; Έλα, αλλά ίσως χρειαστεί να τα ξαναδουλέψεις, όπως σου είχα πει».

Πηγαίνω εκεί, του παίζω το πρώτο, του παίζω το δεύτερο, στο τέλος του τρίτου τραγουδιού σηκώνει το τηλέφωνο, τηλεφωνεί στον Καλλέργη και του λέει: «Λυκούργο, έτοιμη η μουσική.»

Ένα τραγούδι απ’ αυτά, με άλλους στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου, τραγούδησε σε δίσκο αργότερα η Βίκυ Μοσχολιού, με τον τίτλο Στου γιαλού την άκρη.

Λίγο αργότερα με καλεί στο σπίτι του και μου προτείνει: «Χρήστο το καλοκαίρι θα κάνουμε μια επιθεώρηση στο θέατρο Παρκ μαζί με τον Χατζιδάκι, την Μαγική Πόλη. Ένα μέρος εγώ, ένα μέρος ο Χατζιδάκις, και θα ήθελα να διευθύνεις εσύ κάθε βράδυ την ορχήστρα γιατί ούτε εγώ ούτε ο Μάνος ευκαιρούμε.»

Του αντιπρότεινα να είναι μαζί και ο Λοΐζος. Το δέχτηκε αμέσως. Άρχισαν οι πρόβες. Εκεί γνώρισα από κοντά και την άλλη μεγάλη και σπουδαία προσωπικότητα. Τον Μάνο Χατζιδάκι.

Έφτασε το καλοκαίρι και ανέβηκε η παράσταση. Εκεί πήραμε και τις πρώτες πολύ καλές κριτικές. Μαζί με άλλες και από την κυρία Βλάχου της Καθημερινής, γιατί ανάμεσα στους δύο, Μίκη και Χατζηδάκι, το intermezzo, όπως λεγόταν, παρουσιάζαμε εγώ κι ο Λοΐζος από δύο τραγούδια μας ο καθένας.

Αυτό ήταν μια σπουδαία ευκαιρία για μάς, γιατί τα τραγούδια μας ακουγόντουσαν κάθε βράδυ από το θεατρικό κοινό. Ήταν επίσης και η αφορμή να με καλέσει η εταιρία δίσκων Odeon, στην αρχή για να ενορχηστρώνω και να ηχογραφώ σε δίσκους τραγούδια, του Μίκη κυρίως, αλλά και του Ξαρχάκου. Αναφέρω μερικά που θυμάμαι: Στρώσε το στρώμα σου, Στο περιγιάλι, Το φεγγάρι κάνει βόλτα, Μαργαρίτα μαγιοπούλα, του Μίκη, και την Άπονη ζωή και την Φτωχολογιά του Σταύρου με τον Καζαντζίδη ερμηνευτή.

Αμέσως μετά, ακολουθεί και η σειρά μου στη δισκογραφία, με την Καταχνιά με τέσσερα τραγούδια του Βίρβου.

Η ευγνωμοσύνη, η αγάπη και ο θαυμασμός για τον Μίκη και τον Χατζιδάκι (για διαφορετικούς λόγους στον καθένα) οφείλεται όχι μόνο στο έργο τους αλλά και στη στάση ζωής τους! Ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους ο καθένας και με διαφορετικά μέσα και μεθόδους, αλλά με πείσμα και μεγάλο θάρρος, έδιναν έναν καθημερινό αγώνα για την κατάκτηση ανθρώπινων στόχων και την επικράτηση κοινωνικών και ηθικών αξιών. Και οι δυο τους άφησαν το έργο τους, το στίγμα τους και το αποτύπωμά τους σαν παρακαταθήκη στις μελλοντικές γενιές.


Δημοσίευση: Περιοδικό “ΤΡΙΤΩΝ” του Πανεπιστημίου Κρήτης: Αφιέρωμα στο Μίκη Θεοδωράκη

https://mikisguide.gr/periodiko-triton-tou-panepistimiou-kritis-afieroma-sto-miki-theodoraki/

 

 

Back To Top