skip to Main Content

Προσωπική μαρτυρία: Χρήστος Λεοντής, Συνθέτης

Εγώ έμενα τότε στο λεγόμενο Βατραχονήσι. Δηλαδή όπως ανεβαίνουμε από την Βασιλέως Κωνσταντίνου, την οδό Ερατοσθένους προς το Παγκράτι, στο πίσω μέρος του Αγίου Σπυρίδωνα, ήταν το σπίτι μου.

Η Συνοδινού έμενε τότε επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου, εκεί που πλησιάζει το κτήμα των ανακτόρων ή του Προεδρικού μεγάρου με ένα ροζ σπίτι. Αυτό είναι του Μητσοτάκη… σήμερα. Της Ντόρας. Σ’ αυτό το σπίτι παλαιότερα, απ’ ό,τι μου είχε πει η Άννα, έμενε ο Σικελιανός.

Ήμασταν λοιπόν γείτονες και φίλοι.

Επιπρόσθετα, υπήρχε βαθιά εκτίμηση και εμπιστοσύνη μεταξύ μας.

Κάποια μέρα, νωρίς το πρωί, ενώ εγώ ακόμα κοιμόμουν, χτυπά το τηλέφωνο. Παραξενεύτηκα, ποιός να είναι τέτοια ώρα. Ήταν η Άννα.

«Χρήστο, δεν έρχεσαι να πιούμε έναν καφέ και να μιλήσουμε για κάποιο έργο που θα ανεβάσουμε;»

«Πότε;»

«ΤΩΡΑ.. »

Απόρησα και κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Κάτι σοβαρό.!!!

Σε δέκα λεπτά βρισκόμουν στο σπίτι της. Με ύφος ταραγμένο και ανήσυχο μου λέει:

«Φύγε τώρα αμέσως και βρες έναν τρόπο να ειδοποιήσεις στο εξωτερικό ότι συνελήφθη ο Μίκης. Κινδυνεύει άμεσα η ζωή του.»

Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινα άφωνος. Σκέφτηκα. Όταν η δημοκρατία είναι στο γύψο, η ελευθεροτυπία ανύπαρκτη, η φίμωση και η προπαγάνδα του καθεστώτος είναι η πραγματικότητα, γιατί να μην είναι ψέμα; Πολλά ακουγόντουσαν. Μήπως είναι παραπληροφόρηση; Μήπως είναι αυτό που λέμε και σήμερα fake news; Η ζωή μας δίδαξε πως το κύριο όπλο των ανελεύθερων και αντιδημοκρατικών καθεστώτων είναι ακριβώς αυτό. Η απόκρυψη της αλήθειας και ο αποπροσανατολισμός με τη δημιουργία ψεύτικων ειδήσεων. Ίσως πάλι να μην ήθελα να είναι έτσι, να μην ήθελα να το ακούσω.

Ερωτώ την Άννα: «Πώς το ξέρεις και πώς το έμαθες;»

«Μου τηλεφώνησε ο Λάμπρου ειδοποιείστε στο εξωτερικό, γιατί κινδυνεύει άμεσα η ζωή του από τους στρατιωτικούς….»

Ο Λάμπρου ήταν τότε ο αρχηγός ασφαλείας. Για σκεφτείτε τον παραλογισμό. Η ασφάλεια προστάτευε, κατά κάποιο τρόπο, τον Μίκη, απέναντι στον .στρατό! Εκ των υστέρων σκέφτηκα κάποια πράγματα που εξηγούν ενδεχομένως αυτό το γεγονός.

Οι πλάτες μου ήταν πολύ αδύνατες να σηκώσουν ένα τέτοιο και τόσο δυσβάσταχτο βάρος. Πώς θα μπορούσα εγώ να συμβάλω; Δεν ήξερα κανένα. Ποτέ μου δεν είχα πάρε δώσε με ανθρώπους σημαντικούς, κατάλληλους για αυτήν την περίσταση. Στο μυαλό μου κυριαρχούσε ένα χάος. Μεγάλη σύγχυση. Δεν ήξερα πώς να κινηθώ, από πού να αρχίσω…

Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να πάω στην Νέα Ελβετία στο σπίτι που έμενε ο φίλος μου συγγραφέας Μάριος Χάκας. Η συζήτηση μαζί του ίσως να με βοηθούσε να συγκεντρωθώ και να σκεφτώ με καθαρότερο μυαλό. Ύστερα από αρκετές ώρες, άκαρπες, και με μεγάλη απογοήτευση, έφυγα από το σπίτι του Μάριου, αφού δανείστηκα εκατό δραχμές για να πάρω ταξί, αν το χρειαστώ.

Κατά τις τέσσερις το απόγευμα, αφού είχα σχεδόν απελπιστεί, θυμήθηκα ότι είχα γράψει την μουσική σε ένα αγγλικό φιλμ, με κάποιον εβραίο σκηνοθέτη και έναν ελληνοαμερικάνο παραγωγό. Το όνομά του: Πητ Μέλας. Του είχε αρέσει η μουσική μου και με είχε συμπαθήσει. Κι εγώ επίσης τον είχα συμπαθήσει, αλλά σκεφτόμουνα παράλληλα, ότι ήταν Αμερικάνος…! Ξέρω ’γώ;

Ίσως αυτός θα μπορούσε να βοηθήσει, σκέφτηκα. Δοκίμασα δυο τρεις φορές να πιάσω το ακουστικό και το ακούμπησα πάλι στη θέση του. Τέλος πήρα την απόφαση να το ρισκάρω. Οι ώρες ήταν κρίσιμες, κυλούσαν επικίνδυνα.

Κατά τις έξι το απόγευμα, επί τέλους, τον πετυχαίνω στο γραφείο του, Πινδάρου 7 στο Κολωνάκι. Με καλοδέχτηκε στο τηλέφωνο, όπως μου φάνηκε, και αυτό μού έδωσε λίγο θάρρος. Του ζήτησα να τον δω επειγόντως, χωρίς να ξέρω αν θα μπορούσε σε κάτι να με βοηθήσει. Όμως δεν είχα επιλογές. Αυτός ήταν η τελευταία και απελπισμένη προσπάθειά μου…

Μού απαντά: «Έλα τώρα».

Πήρα ταξί, κατέβηκα στην πλατεία του Κολωνακίου και κατηφόριζα βιαστικά την Σόλωνος για να στρίψω στην Πινδάρου.

Όλως τυχαία ανηφόριζε την Σόλωνος από το απέναντι πεζοδρόμιο ένας ηλικιωμένος κύριος, που ήταν μουσικός και έπαιζε βιόλα στη Συμφωνική Ορχήστρα του Πειραιά, ο κύριος Δεληγιάννης. Τον αναγνώρισα και του φωνάζω δυνατά: «Πιάσανε τον Μίκη. Ειδοποίησε όποιον μπορείς στο εξωτερικό..»

Και φτάνω στο Νο 7 της Πινδάρου. Με περίμενε ο Πητ. Χάρηκε που με είδε. Τύπος κάπως ευτραφής, ροδοκόκκινος, φρεσκοξυρισμένος, με κολαριστό άσπρο πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα, με χρυσό σταυρό στο λαιμό του, χρυσό ρολόι και χρυσές καδένες στα χέρια του. Μετά τις χαρές και στις χαιρετούρες μπαίνω στο ψητό. Του λέω: «Πητ, πέρυσι γνωριστήκαμε, αισθάνομαι ότι με συμπαθείς και φαντάζομαι ότι καταλαβαίνεις και σύ την δική μου συμπάθεια. Θα σου μιλήσω λοιπόν από καρδιάς και με ειλικρίνεια. Ξέρω ότι αυτό που θα σου ζητήσω είναι ένα μεγάλο ρίσκο για μένα και ενδεχομένως και για σένα, αλλά θα καταλάβεις ότι η ανάγκη είναι η μέγιστη. Δεν ξέρω κανέναν που να μπορεί να με βοηθήσει. Ακόμα και στην αστυνομία να με .δώσεις δεν θα σε παρεξηγήσω. Αλλά σε εμπιστεύομαι επειδή σε θεωρώ τίμιο άνθρωπο. Κάνε ότι νομίζεις.

Λοιπόν: Συνέλαβαν τον Μίκη και κινδυνεύει άμεσα η ζωή του και δεν ξέρω αν αυτή τη στιγμή που μιλάμε, είναι ήδη αργά..

Έρχομαι σε σένα σε μία τελευταία μου προσπάθεια, μήπως μπορείς να βοηθήσεις με τις γνωριμίες σου στην Αμερική ή αλλού, και να τους ειδοποιήσουμε για να κινητοποιηθούνε».

Στο πρόσωπό του διακρίνω ένα ελαφρό μειδίαμα. Κρεμόμουν απ’ τα χείλη του. Μου λέει: «Ήρθες στον κατάλληλο άνθρωπο. Εγώ είμαι ο ανταποκριτής του ΝΙΟΥΣΓΟΥΪΚ στην Ελλάδα…!!!». Και μένω άφωνος! «Όμως θέλω να μου πεις πώς το έμαθες εσύ, και πώς το ξέρεις, επειδή το “ράδιο αρβύλα” δίνει και παίρνει στις μέρες μας και όπως καταλαβαίνεις δεν μπορώ να δώσω μια πληροφορία που δεν είναι διασταυρωμένη…»

Του μιλώ για το τηλεφώνημα του Λάμπρου στη Συνοδινού και του λέω όλη την ιστορία. Έμεινε και ο ίδιος κατάπληκτος με τον παραλογισμό αυτό της ίδιας της ασφάλειας. «Εντάξει» μου λέει. «Πήγαινε, θα το δώσω».

Τον ευχαριστώ. Τον αγκαλιάζω και τον φιλώ.

Φεύγω, πηγαίνω στην Άννα και της εκθέτω τα πεπραγμένα. Αμέσως φύγαμε για Πειραιά και πήραμε το τελευταίο βαποράκι για την Αίγινα. Εκεί καταφύγαμε στο σπίτι της Ηρώς Λάμπρου, της βουλευτίνας της Ενώσεως Κέντρου, φίλη της Συνοδινού, και περιμέναμε να ακούσουμε από τα ξένα ραδιόφωνα την είδηση. Πράγματι κατά τα μεσάνυχτα μεταδόθηκε από όλα τα ραδιόφωνα. Η Θεά Τύχη ευνόησε και φρόντισε να διώξει αυτό το βάρος από πάνω μου…

Ποτέ δεν έμαθα αν η συνωνυμία του Λάμπρου με την κυρία Λάμπρου ήταν τυχαία, ή αν υπήρχε κάποια συγγένεια που να έπαιξε κάποιο ρόλο. Τον κύριο Μέλα δεν τον ξαναείδα άλλη φορά. Τον ευγνωμονώ…


Δημοσίευση: Περιοδικό “ΤΡΙΤΩΝ” του Πανεπιστημίου Κρήτης: Αφιέρωμα στο Μίκη Θεοδωράκη

https://mikisguide.gr/periodiko-triton-tou-panepistimiou-kritis-afieroma-sto-miki-theodoraki/

 

Back To Top