skip to Main Content

Αποσπάσματα από το βιβλίο Γιώργου Αγοραστάκη, «Το πνεύμα της Επανάστασης του ’21 και ο Μίκης Θεοδωράκης», Εκδόσεις Πυξίδα 2021

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

O Μίκης Θεοδωράκης με τίμησε με την αγάπη και την φιλία του δυο δεκαετίες τώρα. Νοιώθω ευλογημένος και υποχρεωμένος να συνεχίσω να υπηρετώ, με την ίδια αφοσίωση,  την υψηλή αξία που αντιπροσωπεύει το όνομά του.

Όταν τέλειωσα τη συγγραφή τούτου του βιβλίου στα μέσα του Ιούλη του 2021, -είχε βαρύνει πολύ η υγεία του και- έσπευσα ν’ ανέβω στην Αθήνα,  να τον δω και να του το δώσω, μαζί με το προηγούμενο «Ο Μίκης Θεοδωράκης και η Κρήτη»[1] που μόλις είχε εκδοθεί. Τον συνάντησα στις 20 του Ιούλη 2021, που ήταν και η τελευταία φορά.

Τούτο το βιβλίο το είδε διαγώνια, το προηγούμενο του το διάβασε η κ. Ρένα Παρμενίδου που βρισκόταν διαρκώς στο πλευρό του, κρατώντας του συντροφιά.

Είμαι ακόμα τρισευτυχισμένος που και μ’ αυτό τον τρόπο, απάλυνα τον πόνο του στις τελευταίες μέρες της ζωής του.

Ο Μίκης Θεοδωράκης κοιμάται στην αιώνια κατοικία του,  κοντά στους δικούς του,  κοντά στους προγόνους του, που για 200 χρόνια, συμμετείχαν σ’ όλους τους αγώνες για την ελευθερία της πατρίδας μας. Αδιάλειπτα, από γενιά σε γενιά, ο ένας μετά τον άλλο έσυραν το χορό της επανάστασης, το χορό της απελευθέρωσης της πατρίδας μας.

Τελευταίος, ο Μίκης Θεοδωράκης, – «Μουσικός και επαναστάτης. Επαναστάτης μουσικός»- «γνήσιο τέκνο της Ελλάδας», με τους αγώνες του και την τέχνη του, κατάφερε να μεταλαμπαδεύσει στους Έλληνες το Ελληνικό και το Επαναστατικό Πνεύμα.

Ας είναι αιώνια η μνήμη του

Γιώργος Αγοραστάκης

  

 

 

Διακόσια χρόνια

“…Στο ‘να το χέρι το σπαθί και στ’ άλλο χέρι η λύρα,

η Ελλάδα σα γραμμένη από τη Μοίρα,

η Ελλάδα αιώνια!”

Κ.Παλαμάς[2]

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η επέτειος των 200 χρόνων από την Ελληνική παλιγγενεσία δίνει την ευκαιρία του προβληματισμού και της εμβάθυνσης στις ιδέες και στις σημασίες τους, που ξαναγέννησαν την Ελλάδα και μας χαρακτηρίζουν ως έθνος και ως λαό στην σύγχρονη εποχή.

Η επανάσταση του 1821 αποτελεί, το κορυφαίο ορόσημο της νεοελληνικής ιστορίας και ο προβληματισμός γι’ αυτό το θεμελιώδες γεγονός μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά γόνιμος και ωφέλιμος.

Η αυτογνωσία μας, η θέση μας στο παρόν και η πορεία μας προς το μέλλον, βασίζεται στο πως βλέπομε το παρελθόν μας. «Γνώσις και κατανόησις του παρελθόντος είναι απαραίτητος προϋπόθεσις της κατανοήσεως του παρό­ντος και της συνειδητής μας ενεργείας δια το μέλλον. Διότι το παρόν ζη από το παρελθόν και η ιστορία είναι ο μόνος δι­δάσκαλος του βίου δια τα μελλοντικά μας διαβήματα»[3].

Το ζήτημα της ιστορίας είναι κρίσιμο ζήτημα στην διαμόρφωση της ιστορικής κουλτούρας, στην ταυτότητα και το μέλλον κάθε ατόμου, κάθε κοινωνίας και έθνους. Η γνώση και η κατανόηση του παρελθόντος ενισχύει την ατομική και συλλογική ιστορική συνείδηση, νοηματοδοτεί την ζωή μας και λειτουργεί τόσο ατομικά όσο και συλλογικά ως πυξίδα προσανατολισμού και ως χάρτης πορείας στους πολυκύμαντους και ραγδαία μεταβαλλόμενους καιρούς. Συλλογικά, επιδρά ευεργετικά και ως δύναμη συνοχής, ενότητας αλλά και μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Αντίθετα, οι άνθρωποι που αρνούνται το παρελθόν τους, που ξεμακραίνουν από τις ρίζες τους, χάνουν την ιστορικότητά τους και μαζί τις σταθερές τους και πορεύονται ανερμάτιστοι στα πέλαγα ενός έντονα παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Στην περίπτωση αυτή ισχύει, είτε ατομικά είτε συλλογικά, το: «αν δεν γνωρίζομε από που ερχόμαστε, δεν ξέρομε τι είμαστε και που πάμε».

Για τους Έλληνες ο κίνδυνος βρίσκεται στην απώλεια ιστορικής τους μνήμης, της ιστορι­κής τους ιδιοπροσωπίας, της ιδιαιτερότητάς τους, της Ελληνικότητάς τους, με την πολιτιστική αλλοτρίωση και την άκριτη υιοθέτηση ξένων προτύπων, μέσα στην γενική ομοιομορφία και την ομογενοποίηση από την τρέχουσα παγκοσμιοποίηση.

Τον κίνδυνο αυτό είχε επισημάνει εύστοχα ο Σεφέρης: «…δεν μπορούμε να καταργήσουμε το γεγονός ότι είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρνάς μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τροφίμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δεν γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω· γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός»[4].

Η Ελλάδα ζει ακόμα μια δύσκολη ιστορική εποχή. Μετά μια δεκαετία κρίσης, ασφυκτικής οικονομικής δυσπραγίας και ξένης κηδεμονίας, το μέλλον φαντάζει αβέβαιο. Είναι μια περίοδος, όπου χαρακτηρίζεται από μια «υπαρξιακή ρευστότητα», όπου τα άτομα πιέζονται από την ισοπεδωτική καθημερινότητα, την έντονη διακινδύνευση και τείνουν να πεισθούν ότι δεν υπάρχει ελπίδα και προοπτική.

Η 200η επέτειος της παλιγγενεσίας προσφέρει στην παρούσα συγκυρία την ευκαιρία του αναστοχασμού και του διαλόγου πάνω στην νεότερη ιστορία και στην ακολουθούμενη πορεία.

Το ’21 ως πνευματικό γεγονός

Σε κάθε επέτειο αυτό που κάνουμε συνήθως είναι να στεκόμαστε, να αξιολογούμε και να εκθειάζομε τα πολεμικά γεγονότα και να υποτιμούμε ή να παραλείπομε τις άλλες πλευρές.

Η Επανάσταση του ’21 δεν είναι μόνο η εξιστόρηση των πολεμικών συγκρούσεων, των μαχών, των πολιορκιών, των ναυμαχιών, των ηρωικών κατορθωμάτων, είναι και οι ιδεολογικές συγκρούσεις, οι μάχες των ιδεών, οι προγονικές παρακαταθήκες, οι πνευματικές κατακτήσεις, οι πολιτιστικές εκφράσεις, τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα. Είναι η φιλοσοφία για τη ζωή που διαμόρφωσαν οι επαναστάτες και τα δυνατά τους τα αισθήματα.

Το ’21 είναι -κατ’ εξοχήν- ένα πνευματικό γεγονός και ως τέτοιο το βλέπομε και μ’ αυτό καταγινόμαστε παρακάτω.

Το βιβλίο αυτό είναι μια πραγματεία για το πνεύμα της επανάστασης, για το σύστημα των ιδεών και των αξιών που αναδύθηκαν από την ελληνική επανάσταση, που διαμόρφωσαν την εθνική ιδεολογία και την νεοελληνική ταυτότητα. Που διαπότισαν την νεο-ελληνική κοινωνία και την νεότερη ιστορία της.

Το αντικείμενο του βιβλίου εστιάζεται την έννοια του ελληνικού έθνους, στην ελληνικότητα της επανάστασης, στην επαναστατική ιδεολογία – στο επαναστατικό πνεύμα του ’21. Στο επίκεντρο βρίσκονται τα θεμελιώδη ζητήματα της συλλογικής μας ταυτότητας, όπως έθνος, ελληνικότητα, πατρίδα-πατριωτισμός, ελευθερία, θυσία, χρέος, εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, δημοκρατία, κτλ. Δεν αποτελεί αντικείμενό μας η παρουσίαση και η εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων της επανάστασης, ούτε η αξιολόγησή τους.

Τα κεντρικά ερωτήματα στα οποία αναζητούνται οι απαντήσεις είναι τα παρακάτω:

Ποια είναι τα στοιχεία που ορίζουν την εθνική μας ιδεολογία, την νεοελληνική μας ταυτότητα, που συνθέτουν την εθνική μας ύπαρξη, την ιστορική μας κουλτούρα και επηρεάζουν την συλλογική πορεία μας προς το μέλλον;

Το ζήτημα της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού. Η Επανάσταση ήταν εθνογένεση ή παλιγγενεσία; Το ελληνικό έθνος ήταν δημιούργημα του νεοτερισμού; Δημιουργήθηκε με ή μετά την επανάσταση από το νέο ελληνικό κράτος ή προϋπήρχε σε βάθος χρόνου και ήταν «συντελεσμένο» κατά την επανάσταση. Τι πίστευαν οι Έλληνες επαναστάτες για τον εαυτό τους, για την εθνική τους υπόσταση, και τι πίστευαν οι άλλοι λαοί για τους Έλληνες.

Ποιο ήταν το πνεύμα της Επανάστασης του ’21, πως εμφανίζεται στα επαναστατικά κείμενα, τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα της εποχής; πως αυτό πέρασε στην νεοελληνική κοινωνία και πως και που επέζησε κι εμφανίστηκε στην συνέχεια στην Ελληνική Ιστορία;

Ποιες είναι οι παρακαταθήκες, το ηθικό χρέος και τα διαχρονικά διδάγματα από το ’21; Και πως τα είδαν οι νεότεροι Έλληνες όταν βρέθηκαν μπροστά σε παρόμοιες ιστορικές προκλήσεις;

Οδηγός μας σ’ αυτό το ιστορικό οδοιπορικό είναι ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ο Θεοδωράκης είναι ο άνθρωπος που συνδέεται με πολλαπλές άμεσες και έμμεσες, φυσικές και πνευματικές συνδέσεις με την Ελληνική επανάσταση του 1821 και την κληρονομιά της. Ο άνθρωπος που εξέφρασε με το έργο του, καλλιτεχνικό και θεωρητικό, το πνεύμα της επανάστασης του ’21 στην εποχή μας και είχε την ισχυρότερη επίδραση στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και της νεοελληνικής κουλτούρας.

Ο άνθρωπος που συμβολίζει την επανάσταση και το πνεύμα της. Που ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται επαναστάτης και αναγνωρίζει το χρέος προς την πατρίδα, σε αλληλουχία με τους επαναστάτες προγόνους του.

Το βιβλίο διαρθρώνεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος, στα Κεφάλαια 1 ως 4 πραγματευόμαστε τα ζητήματα της επαναστατικής ιδεολογίας του ’21 και του χαρακτήρα της επανάστασης. Στο δεύτερο μέρος, στα Κεφάλαια 5 ως 7 πραγματευόμαστε την εμφάνιση της επαναστατικής ιδεολογίας του ’21 στις κατοπινές ιστορικές περιόδους, σε σύνδεση πάντα με ο Μίκη Θεοδωράκη.

Στο Πρελούντιο: «Το ελληνικό έθνος και το χρέος μας απέναντι στους αγωνιστές του 1821», μια επίκαιρη ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου του 2000 και πως ο ίδιος βλέπει στις μέρες μας την επανάσταση. Το μήνυμά του «…να σκύψουμε όλοι μαζί επάνω στο αληθινό, στο ουσιαστικό 1821 και να ξαναξεκινήσουμε όλοι μαζί οικοδομώντας τη νέα Ελλάδα, όχι αποκλειστικά -όπως το κάναμε έως τώρα- με τα μοντέλα και τις σκέψεις των ξένων αλλά με τα δικά μας, αυτά που οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων…»

Στο πρώτο μέρος: πραγματευόμαστε «Το πνεύμα της επανάστασης».

Δύο θεωρούμε ότι είναι οι βασικές ορίζουσες του πνεύματος της επανάστασης: η «ελληνικότητα» (σύμφωνα με την ορολογία του 20ού αιώνα) και ο «ριζοσπαστικός διαφωτισμός». Αυτές οι ορίζουσες αποτέλεσαν τις κινητήριες δυνάμεις για τους Έλληνες, στην Επανάσταση του 1821 και σ΄ ορισμένες ιστορικές στιγμές στο κατόπιν.

Στο 1ο Κεφάλαιο: Εθνογένεση ή παλιγγενεσία; Εξετάζομε τα θεωρητικά ζητήματα του έθνους, της συνέχειας του ελληνικού έθνους και της ελληνικότητας, σε συνδυασμό με ορισμένα ζητήματα σχετικά με το χαρακτήρα της επανάστασης. Είναι ζητήματα που βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας έντονης ιδεολογικής διαμάχης τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Στην συνέχεια διερευνούμε πως είχαν τα θέματα του «ελληνικού έθνους» και της «ελληνικότητας» στην προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο. Πως έβλεπαν τον εαυτό τους και την ιστορία τους, τι πίστευαν και τι έλεγαν οι ίδιοι οι επαναστάτες.

Το Κεφάλαιο 2: Η κυοφορία της Επανάστασης, αναφέρεται στην προεπαναστατική περίοδο, όταν οι πρόδρομοι της επανάστασης δημιούργησαν τη συνεκτική επαναστατική ιδεολογία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, η οποία προσέφερε το όραμα και την προοπτική του αγώνα και καθοδήγησε την επανάσταση. Ειδικότερα το κεφάλαιο αναφέρεται στο κίνημα του Ευρωπαϊκού και Ελληνικού διαφωτισμού, στο ρόλο της Ελληνικής παιδείας και της Φιλικής Εταιρίας, στη δράση και το έργο των πρωτεργατών της Επανάστασης: του πρόδρομου και πρωτομάρτυρα Ρήγα Βελεστινλή – Φεραίου, του Ανώνυμου συγγραφέα της Νομαρχίας και του πνευματικού πατέρα του έθνους Αδαμάντιου Κοραή.

Στο 3ο Κεφάλαιο: Η Ελληνικότητα στην Επανάσταση του ’21. Εξετάζεται πως έχει το θέμα της «ελληνικότητας» κατά την επανάσταση, μέσα από την αλήθεια της τέχνης, της ποίησης, του τραγουδιού, των κειμένων των πρωταγωνιστών της ιστορίας, επώνυμων κι ανώνυμων. Πως έχει το «πνεύμα της ελευθερίας» μέσα από τα επαναστατικά και λογοτεχνικά κείμενα. Μεγαλύτερη έκταση δίνεται στα δημοτικά τραγούδια της Επανάστασης καθόσον αυτά μας φανερώνουν την γνήσια και την πληρέστερη εικόνα του ελληνικού λαού, των ιδεών και πεποιθήσεών του εκείνη την ιστορική περίοδο.

Η επανάσταση του ’21 ήταν ποιητική και μουσική. Ο απελευθερωτικός αγώνας κερδήθηκε με το τραγούδι, το λόγο και το ντουφέκι. Η επανάσταση αποτέλεσε την πηγή της έμπνευσης των ποιητών, των δραματουργών και των ζωγράφων της εποχής, -Ελλήνων και ξένων- οι οποίοι δημιούργησαν έργα με υψηλή καλλιτεχνική αξία, που αποτελούν διαχρονικά ιστορικά μνημεία. Η Ελληνική επανάσταση υμνήθηκε και τραγουδήθηκε όσο καμιά άλλη επανάσταση στον κόσμο.

Στο επόμενο το 4ο Κεφάλαιο: Ο πολιτιστικός Φιλελληνισμός, εξετάζεται πως διαμορφώθηκε η εικόνα της Ελλάδας στο δυτικό φαντασιακό, στον 18ο και 19ο αιώνα και πως δημιουργήθηκε το ισχυρό φιλελληνικό ρεύμα αλληλεγγύης, που συνέβαλε στην επιτυχή έκβαση της επανάστασης.

Η Ελληνική επανάσταση συνέπεσε με μια επανα-ανακάλυψη της Ελλάδας, -αρχαίας πρώτα και νέας στην συνέχεια-, από την ευρωπαϊκή διανόηση. Οτιδήποτε ελληνικό τότε έγινε της μόδας στην «πολιτισμένη» Δύση. Ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία ενέπνευσε πολλά και σημαντικά έργα των λογοτεχνών και καλλιτεχνών της Ευρώπης, που εξιδανίκευσαν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και τους αγωνιστές του ’21. Στο Κεφάλαιο 4 παρουσιάζεται ένα απάνθισμα απ’ αυτά τα λογοτεχνικά έργα.

Η εμφάνιση της επαναστατικής ιδεολογίας του ’21 στις κατοπινές ιστορικές περιόδους είναι το θέμα του δεύτερου μέρους «Οι αναβιώσεις του επαναστατικού πνεύματος & ο Μίκης Θεοδωράκης».

Ακολουθούμε το ιστορικό οδοιπορικό από την επανάσταση του ’21 σε παραλληλία με τη γενεαλογία του Θεοδωράκη και την συμμετοχή των προγόνων του στις Κρητικές επαναστάσεις και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες μετά το ‘21.

Αρχίζομε από την επανάσταση του 1821 στην Κρήτη, όπου στο 5ο Κεφάλαιο παρουσιάζεται ένα γενικό περίγραμμά της, με έμφαση στη δράση των Χάληδων, προγόνων του Μίκη. Οι Χάληδες υπήρξαν αφοσιωμένοι επαναστάτες, ολοκληρωτικά δοσμένοι στον αγώνα και η δράση τους καλύπτει όλη την επαναστατική περίοδο.

Η Κρητική επανάσταση του 1821 αδικείται από την επίσημη ιστοριογραφία και δεν αναγνωρίζεται ανάλογα η σημασία και η καίρια συνεισφορά της στην επιτυχία της Ελληνικής επανάστασης. Έτσι μένει παραγκωνισμένη και δεν είναι γνωστή. Η Κρήτη συμμετείχε δραστήρια στην επανάσταση του ’21 από την πρώτη στιγμή, έμεινε αλύτρωτη από εγγλέζικη αρνησικυρία και κατέβαλε πολύ υψηλότερο τίμημα, πολύ μεγαλύτερο φόρο αίματος για να αποκτήσει την ελευθερία της, έναντι των άλλων Ελληνικών περιοχών.

Στο 6ο Κεφάλαιο «Η επανάσταση συνεχίζεται…(στην Κρήτη), η Ελλάδα σχηματίζεται» συνεχίζομε το ιστορικό οδοιπορικό στις Κρητικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα, όπου καταξιώνεται το επαναστατικό πνεύμα του ‘21 και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του 20ου.

Η Ελληνική Επανάσταση κατέληξε το 1830 στην απελευθέρωση ενός μικρού τμήματος των ελληνικών εδαφών. Χρειάστηκε στην συνέχεια ένας αιώνας τεράστιων θυσιών για να επιτύχει η Ελλάδα τα σημερινά της σύνορα, και να ολοκληρωθεί ως σύγχρονο έθνος-κράτος.

Από τις αλύτρωτες ελληνικές περιοχές, η Κρήτη πήρε πάνω της την υπόθεση της απελευθέρωσής της και τα κατάφερε μετά από αλλεπάλληλες επαναστάσεις. Το επαναστατικό πνεύμα του ’21, στην Κρήτη πέρασε από γενιά σε γενιά και ήταν ενεργό σ’ όλο το 19ο αιώνα, μέχρι την τελική νίκη, που ήταν η ένωση με την Ελλάδα το 1913.

Η μετακίνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου από την Κρήτη στην Αθήνα και η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, δημιούργησε μια νέα δυναμική στην πολιτική ζωή της. Ο Βενιζέλος διαμόρφωσε και υλοποίησε ένα σχέδιο για την «μεγάλη ιδέα» με την επέκταση του κράτους, πράγμα, που κατάφερε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Σημαντική ήταν και συμβολή των Κρητικών, -μέσα στους οποίους ήταν και ο πατέρας του Μίκη-, στην νίκη στους βαλκανικούς πολέμους.

Με τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Ελλάδα πήρε το νέο σχήμα της, διπλασίασε την έκταση και τον πληθυσμό της, ενώ αμέσως μετά ο παγκόσμιος πόλεμος και οι συνακόλουθες εδαφικές ανακατατάξεις περιέπλεξαν τις εξελίξεις. Ένας τραγικός κύκλος θ’ ακολουθούσε. Από το θρίαμβο των βαλκανικών πολέμων, η Ελλάδα θα οδηγηθεί στην καταστροφή, με τη Μικρασιατική καταστροφή. 100 χρόνια μετά την επανάσταση του ’21, οι Έλληνες εγκαταλείπουν τους ιστορικούς τόπους στην Ανατολή και περιορίζονται στα σύνορα που κατακτήθηκαν με τους Βαλκανικούς.

Τέλος στο 7ο Κεφάλαιο: «Η νεοελληνική επαναστατική παράδοση και ο Μίκης Θεοδωράκης», παρουσιάζεται η οικογένεια Θεοδωράκη, η γέννηση και διαπαιδαγώγηση στο επαναστατικό πνεύμα του μικρού Μίκη. Ο πατέρας Γεώργιος Θεοδωράκης ως γνήσιος Κρητικός ανέθρεψε τα παιδιά του με τον παραδοσιακό τρόπο και μετέφερε σ’ αυτά το πατριωτικό πάθος, την αγάπη για την Κρήτη και την Ελλάδα, την πίστη στις υψηλές αξίες για τις οποίες αγωνίστηκαν οι πρόγονοί τους. Οι Κρητικές επαναστάσεις, οι βαλκανικοί πόλεμοι και οι ιστορίες του σογιού τους, ήταν μια καθημερινή διήγηση του πατέρα στα παιδιά. Έτσι ο μικρός Μίκης, μέσα στο σπίτι του διαμόρφωσε την ταυτότητά του κι εγκολπώθηκε το επαναστατικό πνεύμα.

Όταν στην συνέχεια ήρθε ο β’ παγκόσμιος πόλεμος, ο μικρός Μίκης ήταν ήδη έτοιμος και μπήκε μικρός στον αγώνα. Η υπεράσπιση της πατρίδας από την ξένη επιδρομή και η απελευθέρωση από την ξένη κατοχή θα συνεπάρουν τους Έλληνες. Με τον πόλεμο του ’40, τη μάχη της Κρήτης του ’41 και στην συνέχεια την εθνική αντίσταση, επανεμφανίζεται το επαναστατικό πνεύμα του ’21 στον 20ο αιώνα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης εντάσσεται στην ΕΑΜική Αντίσταση, η οποία εμφανίστηκε ως «το νέο Εικοσιένα». Μέσα στο αγώνα θα διαμορφώσει οριστικά την προσωπικότητά του, την φιλοσοφία του, τα πιστεύω του και μαζί το περιεχόμενο της μουσικής του.

Με την μουσική του, με το λόγο του, αλλά και με το αγώνα του, στα κατοπινά χρόνια, θα εκφράσει επικαιροποιημένο το επαναστατικό πνεύμα του 1821. Θα γίνει ένας εθνικός συνθέτης, η φωνή της ελευθερίας και της αντίστασης, η φωνή της Ελλάδας που ζητά δικαιοσύνη, ο μελωδός της Ελληνικής ιστορίας.

Ο επαναστάτης συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης θα επιδράσει ισχυρότερα από κάθε άλλο Έλληνα, στην διαμόρφωση της «ιστορικής συνείδησης» και της ταυτότητας των νεοελλήνων.

Στα 200 χρόνια από το ηρωικό έπος του ΄21, ταπεινά αφιερώνουμε τούτη την εργασία μας, στην μνήμη των Ελληνίδων και των Ελλήνων, ανώνυμων κι επώνυμων, αγωνιστών και μαρτύρων της ελευθερίας.

Γι’ αυτούς η τιμή και το χρέος

Γι’ αυτούς η σιωπή και τα δάκρυα

Γιώργος Αγοραστάκης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]  Αγοραστάκης Γιώργος, Καψωμένος Ερατοσθένης, Παπαγεωργίου Τατιάνα, Ο Μίκης Θεοδωράκης & η Κρήτη, Εκδ. Πυξίδα, ΚΕΠΕΔΗΧ-ΚΑΜ, 2021

[2] Παλαμάς Κωστής: Άπαντα (τομ.8ος), περάσματα και χαιρετισμοί, «Εκατό χρόνια» Εκδ. Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2020

[3] Ιωάννης Συκουτρής, «ΗΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ» του Tadeusz Zielinski, Εκδ. Κάκτος, 2006, II. § 5

[4] Γιώργος Σεφέρης Δοκιμές, Εκδ. Ίκαρος Β’ τόμος, σελ. 178

Back To Top