skip to Main Content

Την 25η Μαρτίου, στην επέτειο της επανάστασης toy 1821 δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το βιβλίο: Γιώργος Αγοραστάκης, Το πνεύμα της Επανάστασης του ’21 και ο Μίκης Θεοδωράκης, Εκδόσεις Πυξίδα, 2021

Η Κρητική επανάσταση του 1821 αδικείται από την επίσημη ιστοριογραφία και δεν αναγνωρίζεται ανάλογα η σημασία και η συμβολή της στην Ελληνική απελευθέρωση. Και αδικείται γιατί, όχι μόνο δεν υστέρησε σε ανδρεία και ηρωισμό και προπαντός στις θυσίες, αλλά και γιατί, η συνεισφορά της στην επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης ήταν καίρια. Ο αγώνας των Κρητικών υποτιμήθηκε ακόμα και κατά την περίοδο της Επανάστασης, γι’ αυτό και δεν υποστηρίχτηκε όπως έπρεπε.

Η Κρήτη υπέστη τελικά τις μεγαλύτερες συνέπειες. Έμεινε αλύτρωτη και κατέβαλε πολύ υψηλότερο τίμημα, πολύ μεγαλύτερο φόρο αίματος για να αποκτήσει την Ελευθερία της, έναντι όλων των άλλων Ελληνικών περιοχών.

Ο Αγώνας στην Κρήτη ξεκίνησε υπό δυσμενέστερες προϋποθέσεις και είχε μπροστά του ν’ αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερες δυσχέρειες έναντι των άλλων περιοχών.

Η σημαντικότερη δυσκολία πρόκυπτε από τη σύνθεση του πληθυσμού. Στην Κρήτη υπήρχε ένας μεγαλύτερος και συμπαγής μουσουλμανικός πληθυσμός. Σ΄ ένα σύνολο πληθυσμού 260 χιλ. κατοίκων περίπου πριν την Επανάσταση, οι μισοί ήταν μουσουλμάνοι Τουρκοκρητικοί. Σε σύγκριση, η μεγαλύτερη σε έκταση Πελοπόννησος είχε μουσουλμανικό το 1/10 του πληθυσμού. Σε συνδυασμό με τον πληθυσμό, στην Κρήτη υπήρχαν τρεις πασάδες και εγκατεστημένος πολύ μεγαλύτερος στρατός Γενιτσάρων (Αυτοκρατορικών και Κρητικών) ίσως και αγριότερος από τις άλλες περιφέρειες.

Η γεωγραφική θέση της Κρήτης και η απόστασή της από την ηπειρωτική χώρα και το κέντρο της Επανάστασης, όπως και η έλλειψη ναυτικού στόλου, την δυσκόλευε στην επικοινωνία, στην τροφοδοσία-υποστήριξη με πολεμοφόδια και πυρομαχικά, αλλά και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις παράκτιες περιοχές. Η καθυστέρηση στην έναρξη της Επανάστασης οφείλεται στη σημαντική έλλειψη όπλων. Οι Τούρκοι όχι μόνον διέθεταν υπεροπλία, αλλά ήταν πολλαπλάσιοι αριθμητικά. Στις συγκρούσεις και τις μάχες της Επανάστασης συνήθως ήταν υπερδεκαπλάσιοι των Επαναστατών.

Η μειονεξία της Κρήτης προέκυψε και από το γεγονός ότι δεν αναδείχτηκε ένας γενικός αρχηγός, ένας αδιαμφισβήτητος ηγέτης με Παγκρήτιο κύρος, αλλά υπήρχαν πολλοί καπετάνιοι με μπαϊράκια τοπικής εμβέλειας. Έτσι, όπως ήταν φυσικό, στις μεγάλες μάχες έπρεπε να συνασπίζονται και να συμφωνούν κάθε φορά πολλοί μαζί. Σε θέματα στρατηγικής συνήθως διαφωνούσαν μεταξύ τους και όσοι διαφωνούσαν δεν υποστήριζαν τις επιλογές των άλλων. Οι αρχηγοί που εστάλησαν από τα κεντρικά αποδείχτηκε ότι δεν είχαν τις ηγετικές ικανότητες, δεν γνώριζαν τις τοπικές ιδιαιτερότητες και δεν μπόρεσαν να ενώσουν και να συντονίσουν τους πολεμιστές.

Τον πρώτο χρόνο οι Επαναστάτες επικράτησαν στην ενδοχώρα και οι Τουρκοκρητικοί αποτραβήχτηκαν και περιορίστηκαν στα μεγάλα φρούρια και στα οχυρά χωριά. Οι επιχειρήσεις των τοπικών Πασάδων και των γενιτσαρικών στρατευμάτων τους να επιβληθούν και να εκκαθαρίσουν τις επαναστατικές εστίες απέτυχαν. Τα τουρκικά στρατεύματα επιτίθονταν στα χριστιανικά χωριά και έσφαζαν αδιακρίτως τους κατοίκους. Οι κάτοικοι σε κάθε επιχείρηση έσπευδαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να κρυφτούν στα βουνά, στα φαράγγια και τα σπήλαια. Οι Κρητικοί επαναστάτες διεξήγαγαν αντάρτικο πόλεμο και προσπαθούσαν να εγκλωβίσουν τα τουρκικά στρατεύματα σε στενά περάσματα, για να τους αντεπιτεθούν.

Αυτή η αποτυχία του τουρκικού στρατού, έκανε τον Σουλτάνο να ανησυχήσει και να επιλέξει να στείλει στην Κρήτη τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα, για να καταστείλουν την Επανάσταση. Δέσμευσε έτσι στο νησί για μακρύ διάστημα -δύο χρόνια- το ισχυρότερο στράτευμα που διέθετε και έδωσε το χρόνο στην Επανάσταση να επιβληθεί στο Μοριά και τη Ρούμελη. Η Κρήτη λειτούργησε αποτρεπτικά, ως ανάχωμα στην οθωμανική δύναμη, για την επιτυχή έκβαση του Ελληνικού Αγώνα.


Η Επανάσταση του 1821 στην Κρήτη μπορεί να μοιραστεί σε δύο περιόδους. Η πρώτη 1821-1824 και η δεύτερη 1825-1830.

Η πρώτη περίοδος (1821-1824) της Επανάστασης στην Κρήτη, που διήρκεσε τρία χρόνια, αρχίζει με την απόφαση της κήρυξής της στο Νησί, που πάρθηκε σε συνέλευση οπλαρχηγών στις 29 Μαΐου του 1821, στην Παναγιά την Θυμιανή, στα Σφακιά και κλείνει με την επικράτηση των Τουρκοαιγυπτίων το 1824.

Πριν από την κήρυξη της Επανάστασης στην Κρήτη, οι Τούρκοι είχαν πληροφορηθεί για το ξέσπασμα της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και την αντίδραση του Σουλτάνου, με τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄, στις 22 Απριλίου 1821, στην Κωνσταντινούπολη και το πογκρόμ εναντίον των Χριστιανών που ακολούθησε κι επεκτάθηκε στην συνέχεια στη Μικρά Ασία. Η αντίδρασή τους ήταν ανάλογη. Αρχικά, κινήθηκαν εναντίον της Εκκλησίας της Κρήτης και των Χριστιανών που ζούσαν στις πόλεις. Ακολούθησαν οι επιχειρήσεις με τα τοπικά στρατεύματα εναντίον των Επαναστατών στην ενδοχώρα.

Το πρώτο κύμα σφαγών ξεκινά από τα Χανιά. Στα Χανιά συνέλαβαν τους επισκόπους Κισάμου-Σελίνου, Μελχισεδέκ Δεσποτάκη και Κυδωνίας-Αποκορώνου, Καλλίνικο Σαρπάκη, τον δάσκαλο του ελληνικού σχολείου ιεροδιάκονο Καλλίνικο Βερροιαίο και τους οδήγησαν στη φυλακή. Στις 19 Μαΐου απαγχόνισαν τον επίσκοπο Μελχισεδέκ και τον ιεροδιάκονο Καλλίνικο στην Πλατεία της Σπλάντζιας. Συνέχισαν με τη σφαγή Χριστιανών εντός της πόλης και εκτός πόλης στα Μοναστήρια του Ακρωτηρίου (Κορακιές, Αγία Τριάδα, Γουβερνέτο), τα οποία λεηλάτησαν κι έσφαξαν τους Μοναχούς και τις Μοναχές. Σε 400 υπολογίζονται τα πρώτα θύματα στα Χανιά.

Τις επόμενες μέρες του Ιουνίου και Ιουλίου, η σφαγή επεκτάθηκε στις άλλες πόλεις της Κρήτης, Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Σητεία. Η μεγάλη σφαγή έγινε στις 24 Ιουνίου 1821, στο Ηράκλειο, γνωστή με τη ονομασία “Μεγάλος Αρπεντές”. Σφαγιάστηκαν, η ηγεσία της Εκκλησίας της Κρήτης με τον Αρχιεπίσκοπο Γεράσιμο Παρδάλη, πέντε επισκόπους και 800 χριστιανούς.

 Οι πρώτες πολεμικές συγκρούσεις

Οι Τούρκοι αφού συγκέντρωσαν τις ένοπλες δυνάμεις τους στην πόλη των Χανίων, τον Ιούνη και τον Ιούλη επιχείρησαν επανειλημμένα με εξορμήσεις να διαλύσουν τις επαναστατικές εστίες στα ορεινά χωριά της Κυδωνίας και του Αποκόρωνα, αλλά απέτυχαν σ’ όλες, έχοντας σοβαρές απώλειες.

Η πρώτη πολεμική σύγκρουση έγινε στο Λούλο Κεραμιών Χανίων, στις 14 Ιουνίου 1821. Το βάφτισμα του πυρός της Επανάστασης του 1821 δόθηκε από το Γιάννη Χάλη, που είχε οριστεί καπετάνιος στην περιοχή, με τους Κεραμειανούς Επαναστάτες. Ένα απόσπασμα του γενιτσαρικού στρατού από την Πόλη με επικεφαλής τον Ιμπραήμ Ταμπουρατζή κινήθηκε προς τα Κεραμιά για να εκκαθαρίσει την περιοχή από τους Επαναστάτες. Η μάχη κατέληξε σε ήττα των Τούρκων και το θάνατο του Ταμπουρατζή. Η πρώτη νίκη έδωσε θάρρος στους Επαναστάτες να συνεχίσουν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τον άνισο αγώνα.

Έκτοτε οι συγκρούσεις ήταν συνεχείς. Ο τουρκικός στρατός, που ήταν συγκεντρωμένος στις τρείς μεγάλες πόλεις της Κρήτης, επιχειρούσε εξόδους κι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Από την πλευρά των Επαναστατών η πολεμική τακτική ήταν συνήθως αντάρτικη. Απέφευγαν τις εκ παρατάξεως μάχες. Παραφύλαγαν στα στρατηγικά περάσματα και προσπαθούσαν να εγκλωβίσουν τον εχθρό.

Οι Τουρκοαιγύπτιοι στην Κρήτη

Η αδυναμία του τουρκικού στρατού να καταστείλει την Επανάσταση στην Κρήτη, ανάγκασε το σουλτάνο Μαχμούτ Δ’ να ζητήσει τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο Μεχμέτ Αλής δέχθηκε πρόθυμα την πρόταση, υπολογίζοντας σε μελλοντική μόνιμη Κατοχή της Κρήτης και απέστειλε ισχυρές δυνάμεις στο νησί, υπό την αρχηγία του γαμπρού του Χασάν Πασά. Στις 28 Μαΐου 1822, κατέπλευσε στη Σούδα ο αιγυπτιακός στόλος με 30 πολεμικά και 84 φορτηγά. Στο νησί αποβιβάσθηκαν 10.000 πεζοί στρατιώτες και 500 ιππείς, από τον πιο ισχυρό και σύγχρονο στρατό που υπήρχε τότε. …..

Στην πορεία τα στρατεύματα ενισχύθηκαν και ο Χασάν αντικαταστάθηκε αποό τον Χουσεΐν. Οι συγκρούσεις και οι μάχες με τα αιγυπτιακά στρατεύματα ήταν συνεχείς και επεκτάθηκαν σ΄ όλη την Κρήτη. Ως τα τέλη Μαΐου του 1824, ο Χουσεΐν είχε καταπνίξει την Επανάσταση στην Κρήτη.

Η δεύτερη περίοδος του αγώνα 1825-1830, ξεκινά με την προσπάθεια των Κρητών προσφύγων, που βρήκαν καταφύγιο στην Γραμβούσα, να αναζοπυρώσουν τον αγώνα στο νησί και τελειώνει με την ήττα των Ελληνικών στρατευμάτων με επικεφαλής τον γενναίο Ηπειρώτη Χατζημιχάλη Νταλιάνη στο Φραγκοκάστελο τον Μάιο 1828, από τον Μουσταφά πασά.


Ο Κώδικας Θυσιών

Το μαρτυρολόγιο της Επανάστασης στην Κρήτη

Ο τίτλος «Κώδικας Θυσιών» δόθηκε στο τουρκικό ιεροδικαστικό κατάστιχο Ηρακλείου. Περιλαμβάνει την καταγραφή των ονομάτων και των περιουσιακών στοιχείων των Χριστιανών κατοίκων της Aνατολικής Κρήτης που εκτελέστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν, διέφυγαν ή εγκατέλειψαν το σπίτι τους, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν από το οθωμανικό δημόσιο, κατά τα προβλεπόμενα από το οθωμανικό δίκαιο.

Αυτό το κατάστιχο έχει μεταφραστεί και έχει εκδοθεί[1] και απεικονίζει με τον πιο άμεσο κι αδιαμφισβήτητο τρόπο τις συνέπειες που είχε η επανάσταση του ’21 στο νησί. Σ’ αυτό «μπορούμε να διακρίνουμε την έκταση της επανάστασης και τον αποδεκατισμό του πληθυσμού από τα αντίποινα που επακολούθησαν»[2]. Το αντίστοιχο για την Δυτική Κρήτη δεν έχει βρεθεί, ωστόσο τα συμπεράσματα που εξάγονται από το κατάστιχο Ηρακλείου καλύπτουν όλη την Κρήτη.

Με βάση τη συγκεκριμένη καταγραφή, προκύπτει ότι στην Επανάσταση του 1821 στην Ανατολική Κρήτη δημεύτηκαν οι περιουσίες του 56% των ενήλικων ανδρών[3] (δηλ. των νοικοκυριών), οι οποίοι είτε σκοτώθηκαν, είτε αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι, είτε διέφυγαν στα βουνά και πέθαναν από τις κακουχίες, είτε διέφυγαν πρόσφυγες. Επίσης προκύπτει ότι το 10% των χωριών καταστράφηκαν τελείως κι ερημώθηκαν.

Στα θύματα πρέπει να συμπεριληφθούν οι γυναίκες που πήραν ενεργό μέρος στην Επανάσταση και πολέμησαν στο πλευρό των αντρών τους και τα παιδιά που είχαν την ίδια τύχη. Οι νέες γυναίκες και τα παιδιά που αιχμαλωτίζονταν, κατέληγαν στα σκλαβοπάζαρα της Ασίας ή της Αιγύπτου.

Στα συμπεράσματα της μελέτης του κατάστιχου σημειώνεται ότι: «Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους (58%) σκοτώθηκαν στις μάχες ή πέθαναν από τις κακουχίες και την πείνα στα απόκρημνα βουνά της Κρήτης, όπου είχαν καταφύγει· μεταξύ αυτών υπήρχαν πολλές γυναίκες και παιδιά. Σημαντικός επίσης ήταν και ο αριθμός αυτών που εγκατέλειψαν τις εστίες τους (26%) είτε από φόβο μπροστά στις επερχόμενες επιδρομές…»

Ως προς τον συνολικό αριθμό των θυμάτων, υπολογίζεται ότι στις αρχές του 1821 ο πληθυσμός όλου του νησιού ήταν 260 έως 280.000 άτομα, από τα οποία οι μισοί περίπου ήταν Χριστιανοί και οι άλλοι μισοί μουσουλμάνοι. Το 1834, μετά την απογραφή που πραγματοποιήθηκε με ευθύνη του Διοικητή του νησιού Μουσταφά Πασά και του Μητροπολίτη Κρήτης Μελετίου, προκύπτει -όπως υπολογίζει και ο Pashley- ότι ο πληθυσμός όλης της Κρήτης είναι 129.000 άτομα[4], τα μισά περίπου απ’ ό,τι ήταν πριν ξεσπάσει η Επανάσταση. Οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι νεκροί στρατιώτες υπολογίζονται περίπου σε 14 χιλιάδες.

Η εικόνα αυτή δείχνει καθαρά το μέγεθος και την κλίμακα της θυσίας της Κρήτης στην Επανάσταση του 1821. Η συμμετοχή στην Επανάσταση των «ραγιάδων» συνεπαγόταν τη δήμευση της περιουσίας τους και την μεταβίβασή της στους μουσουλμάνους. Συνεπαγόταν τη διάλυση και τον αφανισμό της οικογένειάς τους. Κι όμως, όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία, ο ελληνικός-χριστιανικός πληθυσμός της Κρήτης συνειδητά επέλεξε και πορεύτηκε στο δρόμο της Επανάστασης και της θυσίας. Με τη στάση του και τον αγώνα του έδωσε αληθινό νόημα στο σύνθημα της Επανάστασης «Ελευθερία ή Θάνατος».


Ο καταδικασμός τση Κρήτης

Το τέλος της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη

Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου του 1827), οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία), σε διάσκεψή τους στο Λονδίνου, έδωσαν εντολή στους πρεσβευτές τους στην Κωνσταντινούπολη, να συνεργαστούν και να συντάξουν μια πρόταση για το μέλλον της επαναστατημένης Ελλάδας, την οποία να τους την διαβιβάσουν. Πράγματι, οι πρεσβευτές τους συναντήθηκαν στον Πόρο, τον Σεπτέμβριο του 1828 και μετά από πολλές συζητήσεις, συνέταξαν μια έκθεση στην οποία πρότειναν ότι η Ελλάδα πρέπει να εκτείνεται μέχρι την γραμμή Άρτας – Βόλου και να συμπεριλαμβάνει τα νησιά Εύβοια, Σάμο και Κρήτη και την υπέβαλαν στην τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου, στις 12 Δεκεμβρίου 1828.

Το παράδοξο ήταν ότι σ’ αυτά τα όρια κατέληξαν οι πρέσβεις μετά από επιμονή του βρετανού πρέσβη, Stratford Canning, ενώ η Κυβέρνησή του στην τριμερή αντέδρασε έντονα, επιμένοντας ότι η Ελλάδα πρέπει να περιοριστεί μόνο στην Πελοπόννησο. Κατόπιν τούτου, ο Stratford Canning παραιτήθηκε και η έκθεση του Πόρου μπήκε στο συρτάρι. Οι Βρετανοί για να στερεώσουν την κυριαρχία τους σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο, ήθελαν την Ελλάδα ως ένα ελεγχόμενο προτεκτοράτο, που αφενός δεν θα βρισκόταν στην σφαίρα επιρροής της Ρωσίας και αφετέρου θα αποτελούσε ένα δικό τους μοχλό πίεσης προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος όμως στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 1828, και η ήττα της Τουρκίας επανάφεραν το θέμα της Ελλάδας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την Αδριανούπολη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη, ο σουλτάνος Μαχμούντ υποχρεώθηκε να συμβιβαστεί. Εκτός από τις εδαφικές και άλλες παραχωρήσεις προς τους Ρώσους, συμφώνησε να τηρήσει οποιαδήποτε μελλοντική απόφαση για την Ελλάδα, που ήθελε ληφθεί από τους συμμάχους, στη διάσκεψη του Λονδίνου.

Επανήλθε τότε στη συζήτηση και η πρόταση του Πόρου των πρέσβεων και μετά από συνεχή διαβήματα του Κυβερνήτη Καποδίστρια, κάμφθηκε η βρετανική αντίδραση για τα όρια του νέου Ελληνικού κράτους. Σ’ ένα νέο τριμερές πρωτόκολλο που υπεγράφη στο Λονδίνο, στις 22 Μαρτίου 1829, οι Βρετανοί αποδέχτηκαν τη γραμμή Άρτας-Βόλου, αλλά έθεσαν βέτο στη συμμετοχή της Σάμου και της Κρήτης, που αποκλείστηκαν από το νέο Ελληνικό κράτος. Στις 3 Φεβρουαρίου 1830, η τριμερής διάσκεψη στο Λονδίνο υπέγραψε τρία πρωτόκολλα που επιβεβαίωσαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Με το πρώτο από τα 10 άρθρα της βασικής συνθήκης αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία της Ελλάδας: «Η Ελλάς θέλει αποτελεί Πολιτείαν αυτόνομον (ανεξάρτητον), απολαύουσα όλων των ανηκόντων εις εντελή αυτονομίαν πολιτικών, κυβερνητικών τε και εμπορικών δικαιωμάτων».
Στο δεύτερο άρθρο οροθετούνται τα όρια του νεοσύστατου κράτους, χωρίς σʼ αυτό να περιλαμβάνεται η Κρήτη και η Σάμος. Στο τρίτο επιβάλλεται «
Η διοίκησις της Ελλάδος έσται μοναρχική, και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας, και θέλει παραδοθή εις ηγεμόνα, όστις οφείλει να εκλεχθεί ουχί εκ των βασιλευουσών οικογενειών των υπογραψασών την Συνθήκην της 6. Ιουλ. 1827 Δυνάμεων, και θέλει διοικεί υπό την επωνυμίαν ηγεμών ύπατος ή Αναξ (prince Souverain) της Ελλάδος.»

Στο έβδομο άρθρο ορίζεται ότι η ένοπλη δύναμη κάθε μέρους (Ελλάδας-Τουρκίας) εκτός συνόρων, πρέπει να μεταφερθεί τάχιστα εντός συνόρων. Δηλαδή οι ένοπλες ελληνικές δυνάμεις πρέπει να φύγουν από την Κρήτη και να παραδοθεί το νησί μόνο στις τουρκικές δυνάμεις.

Για τη Σάμο, οι Μεγάλες Δυνάμεις συνέχισαν τις διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη και κατέληξαν το 1832, σ’ ένα ιδιότυπο ημιαυτόνομο ηγεμονικό καθεστώς για το νησί, με Ηγεμόνα που θα διοριζόταν από την Υψηλή Πύλη και Σαμιακή Βουλή που θα εκλεγόταν. Το 1912, μετά από επανάσταση των Σαμίων, το καθεστώς αυτό έλαβε τέλος, οι Τούρκοι αποχώρησαν από το νησί και στις 11 Νοεμβρίου 1912, η Σάμος ενώθηκε με την Ελλάδα.


Οι Κρήτες παραδίδονται αύθις εις την φρικτήν δουλείαν

Το πρωτόκολλο που συνυπέγραψαν οι σύμμαχοι στις 3 Φεβρουάριου 1830, με το οποίο «απεσπάτο πάλιν της λοιπής Ελλάδος η αγωνιζομένη Κρήτη» φρόντισαν να το κοινοποιήσουν αυθημερόν με το στόλο τους στην Κρήτη. Πρώτα, ο Γάλλος πλοίαρχος Πρικουέλ ενημέρωσε τους Τούρκους των Χανίων, οι οποίοι άρχισαν να πανηγυρίζουν με κανονιοβολισμούς από τα κάστρα και την επομένη συνοδευόμενος από το Γάλλο Πρόξενο στις Καλύβες του Αποκορώνου, «όπου παρευρίσκοντο 500 περίπου ένοπλοι Κρήτες, επανέλαβεν ενώπιον πάντων τα έξης: «Ότι η Κρήτη έμεινε πάλιν υπό την εξουσίαν τον Σουλτάνου κατά την απόφασιν των τριών Συμμάχων Δυνάμεων, και έχω εντολήν -τοις επρόσθεσεν-, από τον ναύαρχον να σας είπω, ότι πρέπει να παύσητε τον πόλεμον.

– «Και πώς; -είπεν ο Χάλης-, ημείς ούτε διαταγήν του Κυβερνήτου της Ελλάδος περί τούτου έχομεν, ούτε υμείς, κύριε, μας παρουσιάζετε τοιαύτην του ναυάρχου. Απορούμεν δε μάλιστα ν’ ακούωμεν από αξιωματικόν φιλελευθέρου και φιλάνθρωπου έθνους τοιαύτα!

Αλλά και επισήμως αν διαταχθώμεν περί τοιαύτης αποφάσεως, προτιμώμεν μυριάκις ν’ απολεσθώμεν άπαντες, παρά να κύφτωμεν και πάλιν τον αυχένα εις ζυγόν Τούρκων, ούτε ιερόν ούτε όσιον εχόντων. Αιώνας ήδη η ζωή, η τιμή και η ιδιοκτησία όλων των χριστιανών εις ουδέν ελογίζοντο απέναντι της θηριωδίας των Τούρκων! Δεν ευρέθη άραγε φιλανθρωπία και δικαιοσύνη εις αυτά τα μεγάλα χριστιανικά έθνη και δι’ ημάς, άλλα μας βιάζουν τώρα να επανέλθωμεν εις τον ζυγόν των τυράννων, αφού μάλιστα και τους ενικήσαμεν, και εζυμώσαμεν όλην την γην της γεννήσεώς μας με άπειρα αίματα;»[5]

….

Η απόφαση των τριών Δυνάμεων για την καταδίκη της Κρήτης συγκλόνισε τους Κρητικούς. Έφερε πόνο και δάκρυα, πίκρα κι απογοήτευση, καθόσον τα είχαν δώσει όλα στον Αγώνα, πίστεψαν στην δικαίωσή τους και τώρα ξαναπαραδίδονταν στο δυνάστη τους.

Μετά ταύτα «συνελθώντες οι επισημότεροι των οπλαρχηγών» στις 13 Φεβρουαρίου 1830, στο χωριό Μαργαρίτες Μυλοποτάμου «εμελέτησαν τα περί του πρακτέου διά το μέλλον» και αποφάσισαν «ότι προκειμένου να υποκύψωσιν αύθις εις την τυραννίαν, προτιμητέος ο μεθ’ όπλων εφάπαξ θάνατος, παρά να καταφθινίσκωσιν ούτως αδόξως και ατίμως καθ’ εκάστην υπ’ αυτήν…»[6]

Από τότε ως το Νοέμβριο του 1830, το «Κρητικό Συμβούλιο», με τους οπλαρχηγούς και τους πληρεξούσιους, απευθύνουν δραματικές εκκλήσεις και διαβήματα προς τους ηγεμόνες της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, προς την Ελληνική Κυβέρνηση, τους Έλληνες και Φιλέλληνες Βουλευτές των ξένων κοινοβουλίων, αλλά και προς τον Ελληνικό και Κρητικό λαό…..

Η Κρήτη θα γινόταν το θύμα των βρετανικών συμφερόντων στην ανατολική Μεσόγειο. Φανερά ή στο παρασκήνιο, οι Βρετανοί θα μεθόδευαν τη διαιώνιση της τυραννίας της, που θα πληρωνόταν με πολύ αίμα στην συνέχεια.

Οι Βρετανοί, τον Ιούνιο του 1830, σύστηναν με αυστηρότητα στην κυβέρνηση του Ναυπλίου να παύσει να εφοδιάζει τους Επαναστάτες της Κρήτης με πολεμοφόδια και με το στόλο τους απέκλεισαν ασφυκτικά την Κρήτη. Όπως ήταν φυσικό, ύστερα απ’ αυτό τον αποκλεισμό της Κρήτης και την παράδοση της Γραμβούσας στου Τουρκοαιγύπτιους, έπαψε κάθε ελπίδα αναζωπύρωσης και η Επανάσταση σιγά-σιγά έσβησε.

Η Κρήτη παραδόθηκε σε «Τρίτη Δύναμη», στον υποτελή στον σουλτάνο και αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, ο οποίος θα αποζημιωνόταν για τα έξοδα της εκστρατείας των στρατευμάτων του στην Κρήτη και την Πελοπόννησο. Ο Μεχμέτ Αλή, τον Σεπτέμβριο του 1830, έστειλε τακτικό στρατό στην Κρήτη, με αρχηγό τον Οσμάν Νουρεντίν Πασά, και κατέλαβε οριστικά το νησί.

Ενώ η Ελλάδα γιόρταζε την Ελευθερία της, η Κρήτη έμεινε με τα δεινά της νέας σκλαβιάς της. Χαρακτηριστικό των συναισθημάτων της εποχής είναι και το «Σχεδίασμα» (1833), του Διονυσίου Σολωμού με τη σημείωση του I. Πολυλά[7]. «Φαντάζεται ο ποιητής ότι ενώ όλοι οι Κερκυραίοι εορτάζουν χαρμόσυνα τον ερχομό του νέου βασιλέα της Ελλάδος,  ο οποίος διαβαίνει από την Κέρκυρα, ένας γέροντας Κρητικός αποστρέφεται την κοινή χαρά, και φεύγει εις ένα ξωκλήσι, και αυτού κλαίει τη δουλεία της μητρικής του γης.

Η Κρήτη, λέγει, …η γη ‘ναι της Αντρείας·
Για ξαναπές το, αντίλαλε ιερέ της εκκλησίας[…]»
Ο Σολωμός που κατάγεται από την Κρήτη σχεδιάζει το ποίημα «Ο Κρητικός» και καταγράφει την πίκρα και τον πόνο των Κρητικών που δεν μπορούν να χαρούν την Απελευθέρωση.


[1] ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΩΝ ΘΥΣΙΩΝ, Ονόματα και δημευμένες περιουσίες των Χριστιανών αγωνιστών της Ανατολικής Κρήτης κατά την Επανάσταση του 1821, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ, Ηράκλειο 2003, Μετάφραση: Βασίλης Δημητριάδης, Ελένη Καραντζίκου, Πηνελόπη Φωτεινού, Χρυσούλα Χριστοδουλάρα, Επιμέλεια: Βασίλης Δημητριάδης, Διονυσία Δασκάλου

[2] ό.π. ΚΩΔΙΚΑΣ, σελ.μα’

[3] ό.π. ΚΩΔΙΚΑΣ, σελ.με’

[4] Τα αποτελέσματα αυτής της απογραφής υπάρχουν στο βιβλίο: ΖΕΝΑΠ ΙΣΜΑΤ ΡΑΣΕΝΤ (ΚΑΪΡΟ), Η ΚΡΗΤΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑΝ 1830 – 1840, επ. ΣΤΕΡΓ. Γ. ΣΠΑΝΑΚΗΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1978

[5] Καλλίνικου Κριτοβουλίδη, «Απομνημονεύματα του περί της αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών», εν Αθήναις 1859 σελ.495-7

[6] Όλες οι Αποφάσεις – Ψηφίσματα του Κρητικού Συμβουλίου στις Μαργαρίτες ό.π. Κριτοβουλίδης σελ. 484-552 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’

[7] ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ [103], ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ

https://mikisguide.gr/dionysiou-solomou-apanta-ta-efriskomena/

Back To Top