ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ στο πρόγραμμα της Συναυλίας «τα Τραγούδια του Έρωτα και της Αγάπης» Ηρώδειο 22 & 23 Μαΐου 2005
Σ’ όλη μου τη ζωή, μέσα κι έξω απ’ την Ελλάδα, ήμουν υποχρεωμένος να απαντώ στην βλακώδη ερώτηση «Πώς συνδυάζετε την Τέχνη με την πολιτική;» Όταν στα 1964 μπήκα στην Βουλή, όλοι με κοίταζαν σαν ένα παράξενο φαινόμενο: «Μα πώς είναι δυνατόν ένας καλλιτέχνης να έχει τις ικανότητες ενός εκπροσώπου του Έθνους, όπως ένας δικηγόρος, ένας επιστήμονας ή ένας ελεύθερος επαγγελματίας;». Δεν το έλεγαν καθαρά, όμως πίστευαν ότι καλλιτέχνης και ευθύνη δεν πηγαίνουν μαζί… Πέρασαν από τότε χρόνια για να αλλάξει ως ένα βαθμό αυτή η αντίληψη.
Ένα άλλο «παράδοξο» στο οποίο επίσης θα έπρεπε να απαντώ ήταν το γιατί και πώς αποφάσισα να συνδυάσω την συμφωνική μουσική με το γράψιμο τραγουδιών. Λες και τα τραγούδια για ορισμένους δεν είναι μουσική… Μάταια φώναζα ότι η Μουσική είναι ενιαία και ότι υπάρχει μόνο καλή και κακή μουσική.
Έγινα ογδόντα ετών και ακόμα δεν γνωρίζω αν έπεισα με το έργο μου ότι για μένα το να γράφω τραγούδια ή να συνθέτω συμφωνικά έργα είναι ένα και το αυτό. Ότι είμαι ο ίδιος κι εδώ κι εκεί. Και ότι προ παντός η ουσία της μουσικής μου έκφρασης παραμένει η ίδια και το μόνο που αλλάζει είναι τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιώ. Εδώ την λαϊκή ορχήστρα, εκεί τα συμφωνικά όργανα. Εδώ απλές αρμονίες και ορχηστρικά χρώματα. Εκεί πιο σύνθετες μουσικές τεχνικές και ηχητικά χρώματα.
Φυσικά μπορεί να τεθεί το ερώτημα: Γιατί το κάνω; Γιατί άλλοτε εκφράζομαι γράφοντας τραγούδια και άλλοτε νιώθω την ανάγκη να καταφύγω στην συμφωνική φόρμα όπως είναι τα Ορατόρια, οι Συμφωνίες και οι Όπερες;
Πρέπει να πω ότι με καταλαμβάνει ίλιγγος όταν σκεφτώ ότι αυτή η συζήτηση ξεκίνησε πριν 45 ολόκληρα χρόνια, δηλαδή όταν αμέσως μετά την μελοποίηση και παρουσίαση των πρώτων κύκλων τραγουδιών μου γνωστοποίησα την πρόθεση μου να προχωρήσω στην κατάκτηση νέων μορφών μουσικής σύνθεσης βασισμένων αφ’ ενός στην μελοποίηση της ποίησης (όπως έγινε με τους πρώτους «Κύκλους» τραγουδιών) και αφ’ ετέρου στο πάντρεμα των λαϊκών με τα συμφωνικά στοιχεία. Όταν λίγο αργότερα παρουσίαζα το ‘Αξιον Εστί, τόνισα ότι το έργο αυτό είναι ακριβώς αυτό που εννοούσα τότε. Ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της «μετασυμφωνικής» μουσικής, δηλαδή αυτής με τα χαρακτηριστικά που περιέγραψα: Πάντρεμα του «Λαϊκού» με το «Συμφωνικό».
Όμως η ιστορία αυτή αρχίζει ήδη από το 1938, όταν άρχισα να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια. Ίσως γιατί και εκείνα στηρίζονταν σε σημαντικούς ποιητές (Σολωμός, Παλαμάς) θεώρησα το είδος αυτό της μουσικής σαν μια έκφραση πνευματικότητας και σαν ένα μέσον ψυχικής ανάτασης. Για μένα δυο άνθρωποι που τραγουδούν μαζί τυλιγμένοι από την μαγεία του Λόγου και της Μουσικής απογειώνονται ψυχικά και πνευματικά. Αυτό τουλάχιστον νοιώθαμε εμείς οι έφηβοι στην Επαρχία των προπολεμικών χρόνων και της περιόδου της Κατοχής όταν τραγουδούσαμε ομαδικά τραγούδια με ωραίες μελωδίες και στοχαστικούς στίχους όπως πιστεύω ότι ήσαν τα πρώτα μου τραγούδια. Μας τύλιγε μια πρωτόγνωρη χαρά και τα πρόσωπα μας τα φώτιζε μια εκτυφλωτική εσωτερική ευδαιμονία.
Το γεγονός ότι αργότερα, μετά το 1960 τα νέα τραγούδια μου τα τραγουδούσε όλος ο κόσμος δεν μείωσε μέσα μου την αρχική σημασία τους. Δεν είπα δηλαδή πως επειδή με τραγουδούν στις ταβέρνες και στα γιαπιά το τραγούδι μου τώρα έγινε ένα απλό μέσον διασκέδασης (όπως γενικά θεωρούν ότι είναι τα λαϊκά, όμως αυτό δεν είναι ακριβές, γιατί πολλά απ’ αυτά είναι αληθινά έργα τέχνης) και επομένως να αφήσω κι εγώ τα … μεγαλόπνοα και να γράψω «λαϊκά» με την τρέχουσα έννοια του τραγουδιού για διασκέδαση. Κι αυτό γιατί ήμουν βέβαιος ότι οι απλοί άνθρωποι, όπου και όπως να τραγουδούσαν τον Επιτάφιο, τα Επιφάνια ή το ‘Αξιον Εστί, θα ένιωθαν στο βάθος την ίδια πρωτόγνωρη χαρά και τα πρόσωπα τους θα φωτίζονταν με την ίδια εκτυφλωτική εσωτερική ευδαιμονία.
Είχα γράψει φυσικά τα δικά μου «λαϊκά» και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Έλεγα όμως πάντα ότι άλλο το ένα είδος που μας κάνει να ξεχνάμε και άλλο το άλλο που μας κάνει να θυμόμαστε. Για μένα η ζωντανή συλλογική μνήμη ξεχωρίζει ένα λαό όρθιο από έναν λαό γονατισμένο και παράλυτο.
Με όλα αυτά θέλω να πω ότι ξεκινώντας την διαδρομή μου στον χώρο της μουσικής, ευθύς εξ αρχής και μέσα απ’ τα πρώτα μου έργα που ήσαν τραγούδια επιζήτησα την πνευματικότητα με την φιλοδοξία να δημιουργήσω έργα τέχνης έστω και αν η φόρμα τραγούδι ήταν «ταπεινή».
Σε ηλικία 17 ετών, τότε που τα ερωτήματα που έβαζα στον εαυτό μου έγιναν πιο πολύπλοκα, η αναζήτηση νέας μουσικής φόρμας ήρθε εντελώς φυσικά. Μη βρίσκοντας τότε κατάλληλο κείμενο, έγραψα ο ίδιος τους στίχους. Αναζητώντας τον θεό υμνούσα πότε το φως και πότε το σκοτάδι με στίχους θα έλεγα μεταφυσικούς – φιλοσοφικούς. Ανάλογη ήταν φυσικά και η μουσική που τους στήριζε. Όπως και η ενορχήστρωση. Έτσι έγραψα το πρώτο μου συμφωνικό έργο για μικτή χορωδία και διπλή ορχήστρα εγχόρδων στην επαρχία της Τρίπολης ανάμεσα στα 1942 και 1944 χωρίς να έχω γνωρίσει ακόμα την Ευρωπαϊκή μουσική.
Με δυο λόγια βρισκόμουν στον ίδιο μουσικό χώρο. Ήμουν εγώ ο ίδιος, όπως και θα εξακολουθούσα να είμαι πάντα ο ίδιος. Οι στόχοι μου δεν άλλαξαν ούτε οι απόψεις μου για την Τέχνη, την αναγκαιότητα και τον προορισμό της. Η φωνή μου είναι απολύτως η ίδια, μόνο κάθε φορά καλείται να υπηρετήσει διαφορετικά συναισθήματα, ιδέες, ψυχικές καταστάσεις, ιδεολογικές ανησυχίες, τόσο τις δικές μου όσο και του χώρου που ζω και αναπνέω. Σαν ζωντανός οργανισμός που πιστεύω ότι είμαι, προσπαθώ να εκφράσω πιστά ό,τι έχω μέσα μου και ό,τι κυριαρχεί σαν συναίσθημα γύρω μου.
Λόγου χάρη είναι γνωστό ότι από το 1941 έως το 1944 στην Ελλάδα υπήρχε ξένη κατοχή. Τον Δεκέμβρη του 1944 γίνεται στην Αθήνα μια μάχη που διαρκεί 33 μέρες. Αυτά τα δύο ιστορικά γεγονότα με επηρέασαν καθοριστικά. Ως συνθέτη δεν μου έφταναν πια τα τραγούδια για να εκφράσω τις αλλαγές που γίνονταν μέσα μου. Συνέβη τότε στην ίδια εποχή να μπω στο Ωδείο Αθηνών και να προλάβω να ολοκληρώσω μέσα σε τρία χρόνια τις μουσικές σπουδές, γεγονός που μου χάρισε ένα καινούριο μέσο έκφρασης που το είχα τόσο ανάγκη εκείνη την εποχή, όπου είχα βουτηχτεί ως τον λαιμό μέσα στην λαίλαπα των γεγονότων. Ενώ ακόμα σπουδάζω, μπαίνω ουσιαστικά στην παρανομία, για να συλληφθώ τελικά στα 1947.
Τι να γράψω μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες; Τραγούδια; Για ποιον; Μα και η ίδια η ψυχή μου δεν μπορούσε πια να τραγουδήσει όπως άλλοτε. Τώρα την γέμισαν καινούριοι ήχοι, νέες μελωδίες -θα τις έλεγα πικρές- νέες αρμονίες συχνά σκοτεινές, που ανταποκρίνονταν σε ό,τι ένοιωθα μέσα μου εκείνες τις ώρες. Και πάλι καλά που μπορούσα να γράφω μουσική όντας παράνομος, καταδιωγμένος, χωρίς σπίτι να κρυφτώ, χωρίς χρήματα για να ζήσω. Χωμένος σε μια αίθουσα του Ωδείου Αθηνών χάρη στον φίλο επιστάτη Χρήστο Μούτση έγραφα πυρετωδώς μουσική, ενώ έξω με περίμενε ο θάνατος.
Αυτή λοιπόν η μουσική που έγραφα τότε δεν είναι ούτε «συμφωνική» ούτε «ευρωπαϊκή» ούτε «σοβαρή» και άλλα επίθετα. Είναι απλώς η άλλη πλευρά της μουσικής μου που αντιστοιχεί σε μια Ελλάδα παραδομένη στη φωτιά και στο σίδερο. Υπήρχαν φυσικά και τότε ορισμένοι που αποφύγανε τις κακοτοπιές και έτσι, στο απυρόβλητο, μπορούσαν να γράφουν ρομάντζες… Εγώ όμως δεν ήμουν απ’ αυτούς. Έζησα δυο φορές παράνομος στην Αθήνα το 1946 και το 1948, εξόριστος στην Ικαρία 1947-48 και έγκλειστος στην Μακρόνησο 1948-50. Το έγκλημα μου όμως ήταν ότι κατόρθωνα να γράφω πάντα μουσική. Μόνο που η μουσική αυτή δεν ήταν τραγούδια αλλά η άλλη, η «ακατανόητη» για τους πολλούς, που άλλοι την βαφτίζουν «ευρωπαϊκή» και άλλοι «σοβαρή» σε αντίθεση με το τραγούδι που το ονομάζουν «ελαφρό». Όλα αυτά όμως είναι λόγια χωρίς νόημα… Όσον αφορά όμως τους σημερινούς Έλληνες σε σχέση με κείνα τα δύσκολα χρόνια με τις υπεράνθρωπες δοκιμασίες στις οποίες υποβλήθηκε ο απλός λαός και τα δραματικά πάθη που ταλάνιζαν την ψυχή του, είναι σαν να μην ζουν στην ίδια χώρα, αφού αγνοούν την πιο σημαντική περίοδο της ιστορίας της και μαζί της τις μαρτυρίες αυτών που κυριολεκτικά μαρτύρησαν και ανάμεσα τους μια μαρτυρία παράξενη, μοναδική, εξωπραγματική: τη δική μου, τη μουσική μαρτυρία.
Φυσικά το γεγονός ότι στη μουσική που έγραφα στα πέτρινα χρόνια -όπως είπα και πριν- πήγαιναν πιο πολύ οι συμφωνικές φόρμες δεν σημαίνει ότι τα αισθήματα ήταν πάντα δραματικά και τραγικά. Υπήρχαν περιπτώσεις που ένοιωθα να με πλημμυρίζει ένας πολύχρωμος λυρισμός που οφειλόταν στην ερωτική διάθεση που μπορώ να πω ότι ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα των χιλιάδων και χιλιάδων εφήβων που βρίσκονταν στα δεσμά μακριά από τις αγαπημένες τους.
Τότε μελωδίες γλυκές με πλημμύριζαν σαν ποταμός, που φυσικά ζητούσε μια πιο πλατειά κοίτη από ένα τραγούδι. Έτσι λ.χ. συνέθεσα στην Ικαρία στα 1947 ένα χαρούμενο συμφωνικό έργο που αργότερα, στα 1952, του έδωσα την φόρμα Σουίτας και το ονόμασα Ελληνική Αποκριά (Καρναβάλι).
Δεν έκανα λοιπόν παρά αυτό που κάνει ο κάθε ζωγράφος που έχει στην παλέτα του όλων των ειδών τα χρώματα: από σκούρα έως τα πιο φωτεινά. Μιας και η διάθεση μου ήταν γεμάτη φως (έστω κι αν ήμουν στην εξορία) την αποτύπωσα σε μια μουσική γεμάτη από λυρισμό και φωτεινές ηχητικές αποχρώσεις. Είναι σαν να έγραφα τριάντα τραγούδια στη σειρά.
Τέλος πάντων νομίζω ότι είπα αρκετά επάνω σ’ αυτό το θέμα και θλίβομαι, γιατί βλέπω ότι τελικά αναγκάζομαι να απολογούμαι, λες κι έχω κάνει κάποιο έγκλημα. Καλώς εχόντων των πραγμάτων και υπό άλλες συνθήκες όλα όσα είπα ίσως να ήταν ειδικά για τον λαό μας απλές αλήθειες. Ας είναι καταραμένη η Χούντα που με απόκοψε εφτά ολόκληρα χρόνια από τον λαό μας. Και που τότε συνετελέσθη το ανεπανόρθωτο στις σχέσεις μου ως μουσικού με το ελληνικό κοινό. Έτσι φτάσαμε στο σημείο ένα μεγάλο μέρος του έργου μου και όχι μόνο του συμφωνικού αλλά και πολλών κύκλων τραγουδιών να παραμένει έως σήμερα είτε άγνωστο είτε μισοκρυμμένο.
Και το πιο θλιβερό και άδικο για μένα είναι αυτή η διαίρεση μου σε δύο κομμάτια που αδικεί την προσπάθεια προσφοράς μου που φιλοδόξησε να χαρίσει ένα έργο πολύμορφο και ενιαίο. Που η ενότητα του βρίσκεται στο γεγονός ότι καταγράφει όλα όσα ζήσαμε σ’ αυτόν τον τόπο τον σκληρό, όμως από την εσωτερική τους πλευρά, την πλευρά των παθών, της αγωνίας, της ελπίδας και των δυνατών συναισθημάτων που ζωγραφίζουν τον γεωγραφικό χάρτη της ψυχής αυτού του λαού. Αυτό είναι το έργο μου. Και φυσικά δεν είμαι εγώ που θα πω αν αξίζει ή όχι. Εγώ θα πω μόνο πώς το βλέπω εγώ ο ίδιος που το έπλασα. Ποια η πρόθεση μου, ποιες οι ιδέες μου και ποια τα μέσα που μεταχειρίστηκα.
Για όλα αυτά θεωρώ το εγχείρημα της Μαργαρίτας σαν ένα βάλσαμο στην τραυματισμένη μου αισθαντικότητα. Επί τέλους κάποιοι αναλαμβάνουν έστω και αργά την ευθύνη να παρουσιάσουν μια πτυχή του ολοκληρωμένου μου προσώπου. Κάτω από τον ευφυή αστερισμό της αγάπης και του έρωτα θα συνυπάρχουν σε μια συναυλία το ΤΡΑΓΟΥΔΙ με τα ΣΥΜΦΩΝΙΚΑ.
Ας εκλάβουμε αυτό το εγχείρημα σαν μια απάντηση στην ενοχλητική ερώτηση που όπως είπα με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή, για ποιον λόγο ασχολούμαι συγχρόνως μ’ αυτά τα δύο είδη.
Τουλάχιστον αυτή τη φορά η απάντηση θα είναι έμπρακτη.
Ευχαριστώ τους συντελεστές, τους οργανωτές, το Ελληνικό Φεστιβάλ και όλους εσάς που θα μας ακούσετε.
Αθήνα, Μεγάλη Πέμπτη, 28 Απριλίου 2005
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ