skip to Main Content

7-11/10/1999: Πρεμιέρα της Αντιγόνης του Μίκη Θεοδωράκη στο Μέγαρο Μουσικής.

Μια Όπερα σε δύο πράξεις, βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Λιμπρέτο του του Μίκη Θεοδωράκη,

Μουσική Διεύθυνση – Λουκάς Καρυτινός. Σκηνοθεσία – Βασίλης Νικολαΐδης.

Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, Χορωδία Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Ομάδα Χορού «Θεατροκίνηση»

Διανομή (Α’ και Β’)

Οιδίπους : Γιώργος Παππάς – Χρήστος Αμβράζης

Αντιγόνη : Τζένη Δριβάλα – Μαρίνα Βουλογιάννη

Κρέων : Δημήτρης Κασιούμης

Κορυφαίος : Παύλος Σαμσάκης – Πέτρος Μαγουλάς

Αίμων : Ζάχος Τερζάκης – Αντώνης Κορωναίος

Ιοκάστη : Δάφνη Ευαγγελάτου – Μαρίνα Φιδέλη

Ετεοκλής : Παναγιώτης Αθανασόπουλος – Άρης Παπαγιαννόπουλος

Πολυνείκης : Τ.Χριστογιαννόπουλος – Δημήτρης Σιγαλός

 


Γράφει για την Αντιγόνη η Gail  Holst  –  Warhaft στο: “Αρχαίες και σύγχρονες ελληνικές τραγωδίες στις όπερες του Μίκη Θεοδωράκη” 

Αντιγόνη

Αν υπάρχει ένα μυθικό θέμα με ιδιαίτερη απήχηση στους Έλληνες που έζησαν και υπέφεραν από τον Εμφύλιο είναι η αδελφοκτονία του Θηβαϊκού Κύκλου. Ο Θεοδωράκης σημειώνει ότι από τη στιγμή που ήταν δεκαπέντε χρόνων, ήδη εξοικειωμένος με την αρχαία μυθολογία, και ζώντας τη φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, «η καταστροφή της Θήβας έβλεπα να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, αποκτώντας κάθε φορά και νέες τερατώδεις διαστάσεις»9 (9Μίκης Θεοδωράκης, «Για την Αντιγόνη», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών1999-2000, Μίκης Θεοδωράκης, Αντιγόνη. Όπερα σε δύο πράξεις βασιμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Λιμπρέτο: Μ. Θεοδωράκης. Πρώτη παράσταση: 7 – 11 Οκτωβρίου 1999, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός).

Κατά τη διάρκεια αυτών των φοβερών χρόνων ήλπιζε ότι «οι χιλιάδες, τα εκατομμύρια Αντιγόνες που θυσιάστηκαν στον βωμό του βασικού ενστίκτου του Κακού θα το εξευμένιζαν», μόνο για να απογοητευθεί αργότερα:

«Όπως γίνεται πάντα, έτσι και τώρα οι εραστές του ωραίου, οι αδύναμοι οπαδοί του Καλού, κατασκευάζουμε αισθητικά ομοιώματα του ανθρώπινου πάθους, για να τα κρεμάσουμε σαν τάματα στον φανταστικό Ναό, όπου εξακολουθεί να λατρεύεται ο ηττημένος άνθρωπος».10 (10 στο ίδιο 16).

Όποιος γνωρίζει το έργο του συνθέτη δεν θα δυσκολευτεί να συνδέσει την Αντιγόνη με Το τραγούδι του νεκρού αδελφού που έγραψε μεταξύ του1960 και 1963. Για να τονιστεί ο παραλληλισμός με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ο Θεοδωράκης έπρεπε να επεκτείνει τη Θηβαϊκή του όπερα πέρα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Χρειαζόταν μια Ιοκάστη που σπαράσσεται ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενους αδελφούς και έναν Οιδίποδα, ως σύμβολο της αυτοκαταστροφής, υποβόσκουσας σε τέτοιες συγκρούσεις. Η λύση ήταν να γράψει το δικό του λιμπρέτο για την Αντιγόνη, φτιάχνοντας ένα κολάζ από πέντε αρχαία έργα που αναφέρονται στον Θηβαϊκό Κύκλο. Πρόκειται για τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, τις Φοίνισσες του Ευριπίδη, και τη Θηβαϊκή Τριλογία του Σοφοκλή. Το αποτέλεσμα ήταν ένα έργο σε επτά πράξεις, που αργότερα μειώθηκε σε πέντε. Παρουσιάζοντας τη σύγκρουση Ετεοκλή – Πολυνείκη από τους Επτά επί Θήβας και την Ιοκάστη σαν ένα αθώο μεσολαβητή, ο Θεοδωράκης μπόρεσε να τονίσει τον κυκλικό χαρακτήρα της ανθρώπινης σύγκρουσης και την αμηχανία των αθώων να παρέμβουν. Ο Ετεοκλής και ο Κρέοντας έχουν το ίδιο πάθος για εξουσία, ενώ ο αγώνας μέχρι θανάτου των δύο αδελφών προαναγγέλλει τη σύγκρουση αξιών και πεποιθήσεων ανάμεσα στην Αντιγόνη και τον Κρέοντα. Ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη έχουν επίσης ομοιότητες στην όπερα πετυχαίνοντας με διαφορετικά μέσα ο καθένας αυτό που ο συνθέτης θεωρεί «ουσιαστική δωρεά της ζωής, που είναι η σύνδεσή τους με τους νόμους της παγκόσμιας αρμονίας».11 (11 στο ίδιο 19).

Η υπόθεση, χωρίς τα δάνεια και τις παραλείψεις της, είναι μια προσωπική, ιδιοσυγκρασιακή εκδοχή του μύθου της Αντιγόνης, που δίνει τη δυνατότητα στον Θεοδωράκη να ενώσει τη μουσική και φιλοσοφική του ενόραση για την παγκόσμια ανθρώπινη τραγωδία και την ιδιαίτερη τραγωδία της χώρας του. Δραματικά το έργο πληρώνει το κόστος του ετερόκλητου υλικού του. Η μακροσκελής άρια και η συνομιλία του Οιδίποδα με τον κορυφαίο του Χορού βαραίνει την πράξη πριν να αρχίσει.

Επηρεασμένος από τον νόμο της συμπαντικής αρμονίας, ο γερασμένος Οιδίποδας είναι το alter ego του συνθέτη· και για τους δύο, ο κόσμος αυτός αντιπροσωπεύει κάτι πέρα από τη μεταφυσική αναζήτηση. Το κολάζ των τραγωδιών και η εισαγωγή του Οιδίποδα ως αφηγητή ανοίγει τον δρόμο για την τρίτη σκηνή, που βασίζεται αποκλειστικά στις Φοίνισσες του Ευριπίδη, με τις γρήγορες στιχομυθίες ανάμεσα στον κορυφαίο του Χορού, τον Κρέοντα και την Αντιγόνη. Σε αυτό το έργο οφείλεται και η εμφάνιση της Ιοκάστης, η προσπάθειά της να συμφιλιώσει τους δύο αδερφούς και η λεκτική τους σύγκρουση πριν τη μοιραία μονομαχία. Η σύγκρουση Ετεοκλή – Πολυνείκη επαναφέρει τη δραματική ένταση στη σκηνή μετά την κάπως αργή αρχή και φτάνει στην κορύφωσή της όταν η βουτηγμένη στο πένθος Ιοκάστη τραγουδάει μια από τις καλύτερες άριες της όπερας (Η πιο δύστυχη μητέρα). Οι πηγές αυτής της άριας είναι δύο τραγούδια που έγραψε Θεοδωράκης το 1942 στην Τρίπολη. Γραμμένα σε μια τραυματική εποχή για το έθνος, αλλά και εποχή αθώας εφηβείας, τα τραγούδια αυτά ανακαλούνται στην όπερα σε στιγμές που τονίζεται η αγνότητα της αγάπης της Ιοκάστης για τους γιους της και της Αντιγόνης για τον Αίμωνα.

Ενώ η πρώτη πράξη της Αντιγόνης συμπυκνώνει υλικό από διάφορες τραγωδίες σε ένα κολάζ που διακινδυνεύει την ενότητά της, η δεύτερη συνεπάγεται μια άλλη μορφή συμπύκνωσης. Ο στίχος Έρως ανίκατε μάχαν, της τραγωδίας του Σοφοκλή, επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Η φράση γίνεται υπνωτική μέχρι το τέλος του έργου, αλλά είναι πιο εντυπωσιακή στο χορικό που ακολουθεί την τελική απόφαση του Κρέοντα για την καταδίκη της Αντιγόνης σε θάνατο. Εάν η Ηλέκτρα είναι η πιο δραματική όπερα του Θεοδωράκη, ένα tour de force ρυθμικής έντασης και μεγάλων οπερατικών στιγμών, η Αντιγόνη είναι η κατάλληλη επιλογή για το τελευταίο έργο της τριλογίας:

«Η “Αντιγόνη” είναι ένας ολοκληρωμένος κλειστός κύκλος μιας επαναλαμβανόμενης ανθρώπινης τραγωδίας. Συμβολίζει το αιώνιο Κακό […] που σαν κατάρα συνοδεύει το ανθρώπινο γένος.[…] Από τη μια πλευρά υπάρχουν οι θύτες, από την άλλη τα θύματα. Οι θεοί του Κακού συμβολίζουν το βασικό ένστικτο της κυριαρχίας, της δίψας για δύναμη και εξουσία».12 ( 2 στο ίδιο 15).

«Από τις στάχτες της κατεστραμμένης πόλης των Θηβών ξεπηδούν δύο μορφές στα λευκά: “τα απαραίτητα αθώα θύματα που θα θυσιαστούν […] προκειμένου να εξευμενισθούν οι Σκιές του Κακού”».13 (13στο ίδιο 15). Εραστές και ταυτόχρονα θύματα, η Αντιγόνη και ο Αίμων γίνονται η αποθέωση του ανίκητου έρωτα, επιτρέποντας στον Θεοδωράκη να τελειώσει την όπερα και την τριλογία του όχι με έναν τόνο απελπισίας, αλλά με θριαμβευτικό λυρισμό. Ο θρίαμβος της Αντιγόνης είναι ο θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος, του έρωτα και της μουσικής, και του συνθέτη που έχει γίνει, για τόσους ανθρώπους, μέσα και έξω από την Ελλάδα, ζωντανό σύμβολο αυτού του θριάμβου.

Καθώς και πάλι η Ελλάδα υποφέρει κάτω από συνθήκες που φαίνονται πέρα απ’ ό,τι μπορεί να αντέξει, ο Θεοδωράκης συνεχίζει να επικρίνει σκληρά την κυβέρνηση της χώρας του και τις ξένες δυνάμεις που τις θεωρεί υπεύθυνες για τη δυστυχία του έθνους. Η θέα του ογδονταεπτάχρονου συνθέτη, πνιγμένου στα δακρυγόνα, στην πλατεία Συντάγματος στις 12 Φεβρουαρίου 2012 με αφορμή τo συλλαλητήριο που διοργανώθηκε εναντίον της ψήφισης των οδυνηρών μέτρων του δεύτερου μνημονίου,14 (14«Πάω στη Βουλή για τους κοιτάξω στα μάτια, γιατί μερικοί ετοιμάζονται να ψηφίσουν τον θάνατο της Ελλάδας», δήλωσε ο Μίκης Θεοδωράκης προσερχόμενος. Βλ. http://www.tovima.gr/society/article/?aid=443272.) ήταν εμψυχωτική για πολλούς Έλληνες. Ο Θεοδωράκης ήταν πάντα στα καλύτερά του σε σκοτεινούς καιρούς. Είτε υποστηρίζει κανείς τις πολιτικές του απόψεις είτε όχι, δεν μπορεί να μην τον αναγνωρίσει παρά σαν άνθρωπο του θάρρους και του ιδεαλισμού, έναν άνθρωπο που η μουσική του ιδιοφυΐα πολλαπλασίασε το ακροατήριο της ελληνικής μουσικής κατά εκατομμύρια σε ολόκληρο τον κόσμο.

 

Back To Top