skip to Main Content

Η Μάνα στα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη

Με αφορμή την Ημέρα της Μητέρας που γιορτάζεται την δεύτερη Κυριακή του Μάη κάθε χρόνο, ένα αφιέρωμα στην Μάνα με τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.

Η Μάνα κατέχει εξέχουσα θέση στην λογοτεχνία, την ποίηση, την τέχνη και την μουσική μας. Και στον Μίκη Θεοδωράκη η μορφή της Μάνας είναι κυρίαρχη στη μουσική του.

Πως θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; …η ζωή μας ξεκινά από τη μάνα μας. 


Μάνα μου και Παναγιά, σε ποίηση Τ. Λειβαδίτη, με τον Γρ. Μπιθικώτση, από την «Πολιτεία Α’»[1]


Γλυκοφιλούσα Παναγιά, σε ποίηση Μ. Ελευθερίου, με τον Μ. Θεοδωράκη, από την «Αρκαδία III»[2]


Βράχο – Βράχο, (πότε μάνα θα σε δω) σε ποίηση Δημήτρη Χριστοδούλου, με τον Στ. Καζαντζίδη, από το «Πολιτεία Α’»[3]


Μάνα σε ξεκληρίσανε άπονες εξουσίες, σε ποίηση Μιχάλη Κακογιάννη, με την Γλυκερία, από το «Στην Ανατολή»[4]


Σε λένε μάνα του Χριστού, σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου, με τον Γρ. Μπιθικώτση, από την «Αρκαδία III»[5]


Μάνα, το μάννα τ’ ουρανού, σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου, με τον Μ. Θεοδωράκη, από την «Αρκαδία III»[6]


Μάνα, σε ποίηση Κώστα Βίρβου, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, από το «Συνοικία το όνειρο»[7]


Μανούλα μου, ο γιόκας σου, σε ποίηση Λεωνίδα Μαλένη, με τον Γρ. Μπιθικώτσης, από το Χρυσοπράσινο φύλλο (1966)[8]


& ο Μίκης Θεοδωράκης τραγουδά μαζί με τη μάνα του “το παλικάρι έχει καημό” Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης 

Mια ανέκδοτη ηχογράφηση από το Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη στη Μουσική Βιβλιοθήκη, όπου ο ίδιος παίζει πιάνο και τραγουδά μαζί με τη μητέρα του, Ασπασία.


 

Η τρελή μάνα

ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ: ΣΥΜΦΩΝΙΑ Νο 3

Το έργο βασίζεται στην «ΤΡΕΛΗ ΜΑΝΑ» του Διονυσίου Σολωμού, μέρος από την «Πόλη» του Κωνσταντίνου Καβάφη και τους τρεις βυζαντινούς ύμνους της Μεγάλης Παρασκευής.

Σύνθεση: 1980- 1981, για σόλο Σοπράνο, Χορωδία και Συμφωνική Ορχήστρα.

Ηχογραφήσεις:

1982 Eterna (DDR)

1984 Plane (Allemagne)

1983 State Philharmonic Orchestra of Moscow, MINOS

Β’ Μορφή

Πρώτη εκτέλεση και ηχογράφηση: Μέγαρο Μουσικής – Μαρκέλα Χατζιάνο, Εθνική Συμφωνική Χορωδία ΕΡΤ. Διεύθυνση: Μίκης Θεοδωράκης

 

Ποίηση: Διονύσιου Σολωμού, Η τρελή μάνα [ή] Το κοιμητήριο

Τώρα που η ξάστερη

νύχτα μονάχους

μας ηύρε απάντεχα,

και εκεί στους βράχους

σχίζεται η θάλασσα

σιγαλινά.

Τώρα που ανοίγεται

κάθε καρδία

στη λύπη, ακούσετε

μίαν ιστορία,

που την αισθάνονται

τα σωθικά.

Σε κοιμητήριο

είναι στημένα

δύο κυπαρίσσια

αδελφωμένα

που πρασινίζουνε

μες στους σταυρούς.

Όταν μεσάνυχτα

καταβουίζουν

οι ανέμοι, αν τα ’βλεπες

πώς κυματίζουν,

έλεες πως κράζουνε

τους ζωντανούς.

 

Δύο αδέλφια δύστυχα

κοιμούνται κάτου

τον ανεξύπνητον

ύπνον θανάτου,

κι έχασε η μάνα τους

τα λογικά.

Τα μαύρα! επαίζανε

εκεί όπου στέκει

ο πύργος, κι έπεσε

τ’ αστροπελέκι,

κι άψυχα τ’ άφησε

τα θλιβερά.

Ροδοστεφάνωτα,

ασπροεντυμένα,

τα κατεβάσανε

αγκαλιασμένα

μέσα εις την ύστερη

αλησμονιά.

Δεν άκουες βάβισμα

χαμένου σκύλου·

πουλιού δεν άκουες

λάλημα, ή χείλου,

ή κλωνοφλίφλισμα

να πνέει τερπνά.

Νερομουρμούρισμα

οπού αναβρύζει

και τσ’ επιτύμβιες

πέτρες δροσίζει

μόλις αντίσκοβε

τη σιγαλιά.

 

Θανής δεν έμνεσκαν

άλλα σημεία

πάρεξ του λίβανου

η μυρωδία

οπού εχυνότουνε

στην ερημιά.

(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας) *

Στέκει, μυρίζεται

εις τον αέρα,

και συλλογίζεται

—μαύρη μητέρα!—

σαν κάτι να ’θελε

να θυμηθεί.

Στον τοίχο σύρριζα

σκύφτει, κοιτάει,

γλυκολυπούμενη

χαμογελάει

κατά τα εντάφια

χόρτα πικρά.

Κατά τα σύγνεφα,

κατά τ’ αστέρια,

τρεμομανιάζοντας

ρίχτει τα χέρια,

και κλαίει και ρυάζεται

τρομαχτικά.

Της πέφτουν έπειτα

και ληθαργίζει,

και πάλε αρχίναε

να τριγυρίζει

το περιτείχισμα

πασπατευτά.

 

Γύριζε, γύριζε,

τέλος εμπαίνει

στο σημαντρήριο

και τ’ ανεβαίνει

τα ίχνη αλλάζοντας

σπουδαχτικά.

Ήτον στην άλαλη

τη μοναξία

στρογγυλοφέγγαρη

φωτοχυσία,

σαν τη λαμπρόπλαστη

πρωτονυχτιά·

όμως η δύστυχη,

ξεφρενωμένη,

κοιτάζει ολόγυρα

τετρομασμένη,

πράχνει τα σήμαντρα,

κράζει σφιχτά.

«Γλήγορα ας φύγουνε

απ’ τα λαγκάδια

κεια τα φριχτότατα

πυκνά σκοτάδια·

αχ! με πλακώνουνε

μες στην καρδιά.

»Γλήγορα ας φύγουνε,

δεν τα πομένω,

μοιάζουνε, μοιάζουνε

με το σχισμένο

ρούχο που σκέπασε

τα δύο παιδιά.»

 

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα

της εκκλησίας,

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

αποκρινόντανε

φριχτά φριχτά.

«Από την έρημη

Αναφωνήτρα,

που ’ναι εις τους δύστυχους

παρηγορήτρα,

είχαν δυο ξέμετρα

τα δυο παιδιά·

»τα ’χω στον κόρφο μου

και τα φυλάω·

με αυτά τα ξέμετρα

θε να μετράω

τα δυο τους μνήματα

καθημερνά.»

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα

της εκκλησίας,

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

αποκρινόντανε

φριχτά, φριχτά.

«Βραχνό το ψάλσιμο·

τα κεριά αχνίζουν·

του νεκροκρέβατου

τα ξύλα τρίζουν·

αργά τα σήμαντρα

και τρομερά.

 

«Ναι, ναι, απεθάνανε·

μέσα στο σκότο

τα κατεβάσανε

—ακούω τον κρότο—

τα κατεβάσανε

βαθιά, βαθιά.»

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα

της εκκλησίας

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

αποκρινόντανε

φριχτά φριχτά.

«Γιατί τινάζετε

πάνω τους χώματα;

Μη, μη σκεπάζετε

τα μικρά σώματα

που αποκοιμήθηκαν

γλυκά, γλυκά.

»Αύριο θα κόψουμε

κάτι λουλούδια,

αύριο θα ψάλουμε

κάτι τραγούδια

εις την πολύανθη

Πρωτομαγιά.»

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα

της εκκλησίας,

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

αποκρινόντανε

φριχτά φριχτά·

 

γκλαν γκλαν παράδερνε

με τα γλωσσίδια,

κι εματαρχίναε,

κι έλεε τα ίδια,

ώς οπού εβράχνιασε

θανατερά.

* * *

Νά, που δροσόβολη

αύρα ξυπνάει,

και ψιθυρίζοντας

μοσχοβολάει

από τα αρώματα

τα αυγερινά·

στα φύλλα επέρναε

και της καρδίας,

σαν τα κινήματα

της φαντασίας,

που ζωγραφίζουνε

την ευτυχιά·

εκείν’ η δύστυχη

τραβάει την άχνα,

βαθιά τα αισθάνθηκε

μέσα στα σπλάχνα

αχ! κι εκατέβηκε

στην ερημιά.

* * *

Με λύπη εγκάρδια

εθεωρούσε

όλα τα μνήματα

και τα μετρούσε

με τ’ αργό κίνημα

της κεφαλής.

* * *


[1]  Μάνα μου και Παναγιά, σε ποίηση Τ. Λειβαδίτη, με τον Γρ. Μπιθικώτση, από την «Πολιτεία Α’»

Ο ήλιος ήσουν κι η αυγή

της νύχτας το φεγγάρι

της μάνας μου ήσουν η ευχή

της Παναγιάς η χάρη

 

Έφυγες και κλαίει

ο άνεμος το κύμα

κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά

κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα

κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά

 

Στον πυρετό ήσουνα δροσιά

κερί μες στο σκοτάδι

άστρο στην κοσμοχαλασιά

βασιλικός στον Αδη

 

Έφυγες και κλαίει

ο άνεμος το κύμα

κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά

κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα

κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά

 

[2]  Γλυκοφιλούσα Παναγιά, σε ποίηση Μ. Ελευθερίου, με τον Μ. Θεοδωράκη, από την «Αρκαδία III»

Γλυκοφιλούσα Παναγιά,

μάνα μου κι οδηγήτρα μου

κι εγώ στα στήθη έχω καρδιά

που λιώνει από την πίκρα μου.

 

Γιατ’ ήσουν μάνα μια φορά

και ξέρεις τα ραγίσματα

που έχει ο πόνος κι η χαρά

και του καιρού τα πείσματα.

 

Γιατ’ ήσουν μάνα και πονάς,

φέρε το παλικάρι μου

στην ξενιτιά που το γυρνάς,

το σκοτεινό φεγγάρι μου.

 

[3]  Βράχο – Βράχο, σε ποίηση Δημήτρη Χριστοδούλου, με τον Στ. Καζαντζίδη, από το «Πολιτεία Α’»

Είναι βαριά η μοναξιά

είναι πικρά τα βράχια

παράπονο η θάλασσα

και μου ‘πνιξε τα μάτια

 

Βράχο βράχο τον καημό μου

τον μετράω και πονώ

κι είναι το παράπονο μου

πότε μάνα θα σε δω

 

Πάρε με θάλασσα πικρή

πάρε με στα φτερά σου

πάρε με στο γαλάζιο σου

στη δροσερή καρδιά σου

 

Βράχο βράχο τον καημό μου

τον μετράω και πονώ

κι είναι το παράπονο μου

πότε μάνα θα σε δω

 

Πάρε με να μην ξαναδώ

τα βράχια και το χάρο

κάνε το κύμα όνειρο

και τη σιωπή σου φάρο

Βράχο βράχο τον καημό μου

τον μετράω και πονώ

κι είναι το παράπονο μου

πότε μάνα θα σε δω

 

Γίνε αστέρι κι ουρανός

γίνε καινούργιος δρόμος

να μην βαδίζω μοναχός

να μην πηγαίνω μόνος

 

Βράχο βράχο τον καημό μου

τον μετράω και πονώ

κι είναι το παράπονο μου

πότε μάνα θα σε δω

 

[4]  Άπονες εξουσίες, σε ποίηση Μιχάλη Κακογιάννη, με την Γλυκερία, από το «Στην Ανατολή»

Μια νύχτα

που βουλιάζανε

τα σπίτια μες στο χιόνι

καρδούλα μου

στον κάτω δρόμο του χωριού

καρδούλα μου

σκοτώσαν τον Αντώνη

Αντώνη μου

 

Μάνα σε ξεκληρίσανε

άπονες εξουσίες

ψυχή δε σου αφήσανε

μόνο φωτογραφίες

 

Ο ένας γιος της

μπάρκαρε

κρυφά από τη Μεθώνη

καρδούλα μου

τον άλλο τον συλλάβανε

καρδούλα μου

γιατί ήταν γιος του Αντώνη

Αντώνη μου

 

Μάνα σε ξεκληρίσανε

άπονες εξουσίες

ψυχή δε σου αφήσανε

μόνο φωτογραφίες

 

[5]  Σε λένε μάνα του Χριστού, σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου, με τον Γρ. Μπιθικώτση, από την «Αρκαδία III»

Σε λένε μάνα του Χριστού,

σε λεν κι άγια-Βαρβάρα

κλειδί του κάστρου του κλειστού

στην μάχης την αντάρα.

 

Απ’ όπου νά ‘σαι και θα ‘ρθεις

και γλώσσα όποια μιλήσεις

μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς,

πίσω δε θα γυρίσεις.

 

Σε λένε μάνα του ληστή

και μάνα του Πιλάτου

μα εσύ κρυφά μιλάς

και κλαις τις ώρες του θανάτου.

 

Απ’ όπου νά ‘σαι και θα ‘ρθείς

και γλώσσα όποια μιλήσεις

μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς,

πίσω δεν θα γυρίσεις.

 

[6]  Μάνα, το μάννα τ’ ουρανού, σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου, με τον Μ. Θεοδωράκη, από την «Αρκαδία III»

Μάνα, το μάννα τ’ ουρανού,

δέντρο του παραδείσου

στη ρίζα του ψηλού βουνού

φύτεψα την ευχή σου

 

Κι απ’ την ευχή που φύτεψα,

βγήκε στο φως μια βρύση

κι απ’ τα σκοτάδια γύρισε

πουλί να κελαηδήσει.

 

Μάνα, το μάννα τ’ ουρανού

κι όνειρο που δε σ’ έχει

στείλε μου πάλι μιαν ευχή,

ο πόνος μου ν’ αντέχει.

 

[7]  Μάνα, σε ποίηση Κώστα Βίρβου, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, από το «Συνοικία το όνειρο»

Είναι τής μάνας τ’ όνομα

αγάπη και λατρεία

ό ίσιος δρόμος στη ζωή

κι η ζεστασιά στα κρύα.

 

Όποιο σπιτάκι δεν έχει μάνα

μοιάζ’ εκκλησιά χωρίς καμπάνα.

 

Είναι τής μάνας τ’ όνομα

στον άρρωστο κουράγιο

μέσα στον κίνδυνο ευχή

στο ναυαγό μουράγιο.

 

[8]  Μανούλα μου, ο γιόκας σου, σε ποίηση Λεωνίδα Μαλένη, με τον Γρ. Μπιθικώτσης, από το Χρυσοπράσινο φύλλο (1966)

Μανούλα μου ο γιόκας σου

Που έφυγε στα ξένα

Βλέπει τη νύχτα μοναχός

Βλέπει τον πόνο μόνος

Τον λιώνει ο ξενιτεμός

Και τον ε δέρνει ο πόνος

 

Μανούλα, μανούλα

Μανούλα που ‘ναι ο γιόκας σου

Μανούλα, μανούλα,

που ν’ ο βασιλικός σου

Που είναι τ’ αστέρια τ’ ουρανού

Που είναι η ζωή κι ο βιος σου

 

Μανούλα στείλε τα πουλιά

Μανούλα στείλ’ τ’ αηδόνια

Να με ξυπνάνε την αυγή

Να ‘ρχονται στα όνειρα μου

Να μη με δέρνει απ’ αντοχή

Να ‘ναι βουνό η καρδιά μου

 

Back To Top