skip to Main Content

Από τα πρακτικά συνεδρίου «Σκηνή και Αμφιθέατρο – Αφιέρωμα στον Σπύρο Α. Ευαγγελάτο», Αθήνα 7-9 Μαρτίου 2016 σελ.64-67

Οι μεταφράσεις του Κ. Χ. Μύρη και οι σκηνοθεσίες του Σ. Α. Ευαγγελάτου

Απόσπασμα από απομαγνητοφωνημένη ομιλία

ΑΝΝΑ ΤΑΜΠΑΚΗ (Α.Τ.): Κι έρχομαι τώρα στον αγαπητό φίλο του τιμωμένου, παλαιό και καλό φίλο, στον αγαπητό μας Κώστα Γεωργουσόπουλο, Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματός μας και για πολλά χρόνια δάσκαλο στο Τμήμα μας, πανεπιστημιακό, κριτικό και μεταφραστή, ο οποίος έχει συνεργαστεί με τον κύριο Ευαγγελάτο, στο πεδίο που ανοίγουμε πρώτη φορά στο συνέδριό μας, αυτό του αρχαίου δράματος με τις πολύ γνωστές του μεταφράσεις. Αυτό είναι και το θέμα της ομιλίας του, Οι μεταφράσεις του Κ. Χ. Μύρη και οι σκηνοθεσίες του Σ. Α. Ευαγγελάτου.

……………………………………….

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ (Κ.Γ.): Μα αυτό θέλουμε, να κουβεντιάσουμε επάνω σε αυτά και κάποιες κοινές λύσεις που βρίσκαμε πρέπει να ειπωθούν. Γιατί εγώ το μετέφρασα αυτό και κάποια στιγμή έπεσα από τα σύννεφα, όταν διαπιστώνεις ότι αυτός ο θηριώδης ποιητής ανακαλύπτει αυτό το πράγμα. Δηλαδή, πιο προχωρημένη μορφή αντίληψης περί ονείρου ατομικού του καθενός, είναι καταπληκτικά πράγματα. Δεν είναι το φάντασμα που έρχεται απ’ έξω, μια οντότητα που έρχεται για να επέμβει στα πράγματα. Όχι, είναι άλλο πράγμα. Είναι εικόνα συνειδησιακή ενοχής των Ερινύων. Έπρεπε λοιπόν να δοθούν τέτοιες λύσεις. Υπήρχε βέβαια ένα πολύ καλό επιτελείο. Και βέβαια, η μεγάλη προίκα μας ήταν η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Η συνεργασία του Μίκη ξεκίνησε από τις Ικέτιδες, αξίζει να την πω την ιστορία. Πώς φτάσαμε εκεί. Νομίζω ότι έχει σημασία γιατί είναι ακριβώς αυτό. Το πώς δίνονταν οι λύσεις, σε συνεργασία με σημαντικούς ανθρώπους, που είχαν και μια προσωπική πολλές φορές άποψη για τα πράγματα. Κι έπρεπε να συμβιβαστούν ιδιοφυίες. Όταν μετέφραζα τις Ικέτιδες, με παραγγελία του Εθνικού Θεάτρου, με πήρε ο Σπύρος και μιλώντας για το ύφος της μεταφράσεώς μου, εγώ είχα ερεθιστεί από το κείμενο…

ΣΠΥΡΟΣ Α. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ (Σ.Α.Ε.): Μιλάμε για τις Ικέτιδες του Αισχύλου, όχι του Ευριπίδη.

Κ.Γ.: Του Αισχύλου βέβαια. Είναι το δεύτερο σωζόμενο έργο της αρχαιότητας. Μετά τους Πέρσες είναι το δεύτερο αρχαίο έργο στην παγκόσμια ιστορία του θεάτρου. Έχει περίπου το ογδόντα τα εκατό χορικά. Και δεν έχει κύριο ήρωα. Δεν υπάρχει ήρωας τραγικός. Είναι ο Πατέρας τους και είναι ο Βασιλιάς του Άργους, που δεν είναι τραγικά πρόσωπα. Τραγικά πρόσωπα και την ύβριν ποιούν οι Ικέτιδες, ο Χορός είναι ο φορέας της ύβρεως. Εμένα κάποια στιγμή με είχε τραβήξει ένα χορικό κι είχα μεταφράσει: «Βασιλέα, Βασιλέων και μακάρων μακάριε, κύριε των δυνάμεων ελέησόν μας». Σε αυτό το ύφος το έδωσε και η παράσταση. Αυτό που σας είπα τώρα είναι κατά λέξη μετάφραση και με τη σειρά των λέξεων στον Αισχύλο. Με πήγαινε δηλαδή ο Αισχύλος κατευθείαν στο Βυζάντιο. Υμνογραφία η οποία βέβαια μιμείται την αρχαιότητα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ποιός θα μελοποιήσει αυτό το πράγμα; Αυτό θέλει άλλο πράγμα. Πρώτα πρώτα ογδόντα τα εκατό χορικά. Μόνο η πάροδος είναι εκατόν εβδομήντα πέντε στίχοι. Λέω: «Κοίταξε μόνο ο Μίκης μπορεί να το κάνει αυτό». Μου λέει: «Δεν έχω επαφή». Λέω: «Κι εγώ λίγο». Δεν τον ήξερα τότε τον Μίκη.

Σ.Α.Ε.: Τον πήρα τηλέφωνο.

Κ.Γ.: Τον πήραμε τηλέφωνο και μας είπε: «Ελάτε στο χωριό».

Σ.Α.Ε.: Αφού είχαμε συμφωνήσει πρώτα.

Κ.Γ.: Ναι, αφού είχαμε συμφωνήσει εμείς, τον πήραμε. Είπε: «Θέλω πολύ να το δω. Ελάτε». Η ώρα ήταν δέκα το βράδυ. Ε, είπαμε: «Εντάξει. Πότε να ’ρθούμε;» Λέει: «Τώρα». Περνάει ο Σπύρος να με πάρει με το αυτοκίνητο, φτάσαμε κατά τις δώδεκα. Τρώγανε. Είχε έρθει τότε ο Μιτεράν στην Αθήνα και τον είχε φιλοξενήσει ο Μίκης και είχε φωνάξει όλους τους πολιτικούς αρχηγούς τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Φλωράκη, και μιλήσαν με τον Μιτεράν και είχαν περισσέψει κοψίδια.

Σ.Α.Ε.: Γιατί τα βαρέλια;

Κ.Γ.: Ήταν τρία μεγάλα βαρέλια μέσα, το ένα το έλεγε Λένιν, το άλλο Στάλιν και το άλλο Μαρξ, το κόκκινο, το λευκό και το ροζέ κρασί.

Σ.Α.Ε.: Πιάσε μισό κιλό Λένιν.

Κ.Γ.: Φτάσαμε στις δύο τα ξημερώματα να τρώμε και να πίνουμε. Και κάποια στιγμή μου λέει: «Πάμε τώρα πάνω να μου διαβάσεις τη μετάφραση». Ανεβαίνουμε πάνω, δύο με τρεισήμισι, του διάβασα τη μετάφραση, μου λέει: «Με ενδιαφέρει πάρα πολύ, άντε να κοιμηθείτε τώρα». Πήγαμε στον ξενώνα. Το πρωί είχα σχολείο. Οκτώ η ώρα έπρεπε να είμαι στο Ψυχικό. Και ξυπνάμε στις έξι η ώρα το πρωί κι ακούμε πιάνο. Ρωτάμε την οικονόμο, λέει: «Δεν κοιμήθηκε ο κύριος Μίκης απόψε». Είχε μελοποιήσει μέχρι το πρωί όλη την Πάροδο, εκατόν εβδομήντα πέντε στίχους. Όχι μονάχα την μουσική. Την είχε γράψει στην παρτιτούρα. Έγραφε καταπληκτικά καθαρά, λες και ήταν τύπος. Θηρία. Οι Ευμενίδες, από την παράστασή μας, η μουσική του για τις Ευμενίδες είναι το δεύτερο μέρος της Συμφωνίας του για τα χορικά που παρήγγειλε το Πανεπιστήμιο για τα Εκατόν Πενήντα χρόνια του Πανεπιστημίου. Έφτιαξε τη Συμφωνία των Χορικών, στο πρώτο μέρος έχει αποσπάσματα απ’ τις Φοίνισσες και στο δεύτερο έχει αποσπάσματα από τις Ευμενίδες, όπου ήταν Κορυφαία του Χορού η μακαρίτισα, η Λήδα Τασσοπούλου. Είναι για ορχήστρα, χορωδία, υψίφωνο και ηθοποιό.

Α.Τ.: Με συγχωρείτε, επειδή έχουμε περάσει το χρόνο θέλετε να μιλήσει ο κύριος Γεωργουσόπουλος για ένα δεκάλεπτο ακόμη και να μην κάνουμε συζήτηση;

ΚΟΙΝΟ: Ναι. / Βεβαίως. Κ.λπ.

Α.Τ.: Ωραία. Λοιπόν, συνεχίστε…

Κ.Γ.: Επίσης η Ηλέκτρα έχει γίνει όπερα από τον Μίκη. Η δική μου μετάφραση, αυτή με την οποία εγκαινιάστηκε η συνεργασία μας, και με διασκευή σκηνική, λιμπρέττο, του Ευαγγελάτου. Είναι η όπερα Ηλέκτρα του Μίκη, η οποία μάλιστα έχει ηχογραφηθεί από Σοβιετική χορωδία και σολίστ που τραγουδούν ελληνικά.

Σ.Α.Ε.: Με τον Θεοδωράκη, είχα τη χαρά και την τιμή να έχω αρκετές συνεργασίες.

Κ. Γ.: Τον Προμηθέα κάναμε μαζί…

Σ.Α.Ε.: Τον Προμηθέα κάναμε μαζί. Μετά κάναμε τον Κώστα Καρυωτάκη, σε όπερα. Όμως, στην περίπτωση του αρχαίου δράματος είχα το εξής σύστημα. Αφού μιλάγαμε, είχαμε τη μετάφραση στο μέσον της σελίδος κι αριστερά του έγραφα πώς είναι η ατμόσφαιρα και δεξιά, αφού μοίραζα ποια απαγγέλλονται και ποια τραγουδιόνται, το τι ακούω εγώ σαν άθροισμα. Ας πούμε του έλεγα: «Εδώ ακούω κόρνο σε χαμηλές περιοχές», «Εδώ ένας ρυθμός εναλλασσόμενα 7/8, 9/8.» κ.τ.λ. Και μου έλεγε: «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με βοηθάει». Ήταν ένα είδος, πώς να το πω, ‘σεναρίου’. Αυτό που θέλω να πω, είναι πως είναι ένας εκπληκτικός συνεργάτης.

Κ.Γ.: Είναι αυτό που ονομάζει και ο Μπρεχτ μουσικό έργο, ουσιαστικά. Πώς έλεγε για τον Βάιλ ότι, είναι ο μουσικός μου, και τον ζητούσε ο Μπρεχτ μες το συμβόλαιο, υποχρεωτικά, γιατί είναι ένα μουσικό έργο. Έτσι έγινε. Μια τέτοια συνεργασία ουσιαστικά υπήρχε ακόμα και στο ήθος και στο ύφος, όπως λένε, ακόμη και στην οργανολογία, ο Σπύρος έγραφε δίπλα: «κόρνο».

Σ.Α.Ε.: Μα θυμάμαι, αυτό αξίζει να το πούμε, τελειώνουν οι Ευμενίδες με ένα χορικό που έχει έρθει κι ο ανδρικός Χορός και υμνούν κ.τ.λ. κ.τ.λ. και μετά σιγά σιγά καταβυθίζονται στην Αττική γη, όπου έχει επέλθει. Από εδώ πίσω με ακούτε; (απευθύνεται στο κοινό).

ΚΟΙΝΟ: Ναι, ναι.

Σ.Α.Ε.: Ο ιστορικός συμβιβασμός έχει επέλθει…

Κ.Γ.: Κι έχουν γίνει Ευμενίδες από Ερινύες.

Σ.Α.Ε.: Κι από Ερινύες έχουν γίνει Ευμενίδες. Εκεί, έγραφα εγώ δεξιά: «Ακούω πνευστά σε χαμηλές περιοχές», «Ακούω κρουστά σε ρυθμούς τέτοιους» κ.τ.λ. και «Στο τέλος ένα δοξαστικό», όπως είναι το φινάλε της ενάτης συμφωνίας του Μπετόβεν, αλλά εδώ από μία σκοπιά που να έχει κάτι το νεοελληνικό. Αυτό έχει να κάνει και με την tonalite που είναι γραμμένη, την τονικότητα, δηλαδή, που είναι γραμμένο το έργο. Και γράφει ένα πραγματικά πολύ ωραίο κομμάτι σε 2/4 σα να λιώνει κάτι και να εξαίρεται κάτι άλλο. Εν πάση περιπτώσει, το φέρνει, μου το δείχνει, το κοιτάζω εγώ στο σπίτι. Πολύ ωραίο, αλλά είχε επαναλήψεις πολλές. Ήταν η μακαρίτισσα, η Έλλη Νικολαΐδου, που δίδασκε χορικά.

Κ.Γ.: Μεγάλη δασκάλα.

Σ.Α.Ε.: Μεγάλη δασκάλα, αλλά κουτσομπόλα. Της λέω είναι πάρα πολύ ωραίο, αλλά είναι πολύ μεγάλο. Αυτές πρέπει να καταβυθιστούν στην Αττική γη. Τί σημαίνει στην Επίδαυρο καταβύθιση; Να πέσουν αργά-αργά στα γόνατα, δεν έχει τραμπουκέτο να πάει στο υπόγειο κάτω. Λοιπόν, κάναμε πρόβα σε ένα στούντιο που το είχε ο γιος του, κοντά εκεί στην Ακρόπολη. Και για κακή μου τύχη, πείνασα και πήγα να φάω μια τυρόπιτα γιατί από το πρωί γύρναγα. Γυρνώντας λοιπόν, βλέπω ένα κλίμα ψυχρό. Μου λέει ο Λουκάς ο Καρυτινός ότι αυτή του είπε ότι θέλεις να κόψεις από το φινάλε κι έχει ενοχληθεί πολύ. «Ωχ», λέω. Μου λέει: «Σπύρο…! Αυτό δεν κόβεται». Λέω: «Μίκη μου είναι πάρα πολύ ωραίο». Όντως ήταν πάρα πολύ ωραίο. «Αλλά να καταβυθίζονται πόσο;» Από τόσο (δείχνει κάποιο ύψος με το χέρι του) μέχρι να γονατίσεις, πόση ώρα να καταβυθίζεσαι; «Αυτό δεν κόβεται», μου λέει. Πρώτη φορά μου μίλησε έτσι. Λέω μέσα μου: «Τώρα είμαστε στο στούντιο. Να τσακωθώ με τον Θεοδωράκη; Δε πα στο διάολο, τι να κάνουμε τώρα; Εντάξει!» Το ηχογραφούμε όλο και κάνω τις πρόβες και να φωνάζω στο Χορό – έβαλε και κάτι κρουαζέ, να πηγαίνουν έτσι από δω και ξανά και ξανά. Και οι καημένες οι κοπέλες – γιατί οι άντρες ήταν πιο στατικοί- αυτές ήταν που άλλαζαν τα ρούχα που πετάγανε την αλεπού από μέσα. Πάρα πολύ ωραίο το κείμενο του Κώστα και σε αυτό το σημείο πάρα πολύ ωραίο. Μα ήταν άπραγο. Γιατί εγώ δεν ήθελα να το πάρουν με fade out. Ήθελα να τελειώσει κανονικά ο μουσικός το κομμάτι του, όπως το είχα φανταστεί κι όπως ήταν γραμμένο. Αλλά όχι τόσο μεγάλο. Γιατί επαναλαμβανόταν. Εν πάση περιπτώσει, το έκανα έτσι και φτάνουμε…

Κ.Γ.: Έχει πολλά «χαίρετε». Χαιρετά την Αθήνα, χαιρετά…

Σ.Α.Ε.: Ναι, ναι χαιρετά να μην πω τι… Εν πάση περιπτώσει, φτάνουμε στην Επίδαυρο και στις τελευταίες πρόβες μού τηλεφωνεί. Κινητά δεν είχαμε τότε, δεν υπήρχανε. Μου τηλεφωνεί στο ξενοδοχείο XENIA. Μου λέει «Σπύρο να έρθω εκεί;» Του λέω «Βεβαίως να έρθεις». Έρχεται λοιπόν στη γενική δοκιμή, ήμασταν όλοι εκεί, και είχαμε πέντε χιλιάδες θεατές περίπου. Δεν ξέρω ποιος τα κανονίζει αυτά. Ταξιδιωτικά γραφεία;

Κ.Γ.: Λαθροθεατές. Έρχονταν και έφευγαν.

Σ.Α.Ε.: Όλο πήγαινε καλά και φτάνουμε στο φινάλε, το επίμαχο σημείο. Την ώρα εκείνη στις τελευταίες νότες, αρχίζουν οι κοπέλες σιγά-σιγά (σε αυτό το σημείο ο Σπύρος Ευαγγελάτος έχει σηκωθεί όρθιος και αναπαριστά το γονάτισμα που έκαναν οι ηθοποιοί στην παράσταση) να λιώνουν προς τα κάτω, να λιώνουν προς τα κάτω και μόλις φτάνουν στο μισό, αρχίζει να χειροκροτεί ο κόσμος, ο ηλεκτρολόγος σβήνει τα φώτα, ο ήχος φεύγει διότι από τα χειροκροτήματα δεν ακουγόταν τίποτα. Καταλαγιάζει λίγο, κι αυτός είναι ο Θεοδωράκης, σηκώνεται και λέει: «Ο λαός ομίλησε, κομμένο».

Κ.Γ.: Εγώ αυτό ήθελα απόψε, αυτού του είδους την επικοινωνία, να δείτε πώς δουλεύει το θέατρο. Γιατί πάνω απ’ όλα το θέατρο είναι δουλειά, δουλειά, δουλειά, δουλειά, απογοητεύσεις, αναθεωρήσεις, προσδιορθώσεις. Δεν ήταν δουλειά μου σήμερα να κάνω μια θεωρητική συζήτηση, έχω πει τόσα πράγματα. Με ενδιέφερε αυτό ακριβώς να καταθέσουμε αυτές τις εμπειρίες κι είναι πολύ σημαντικό που βρεθήκαμε σε αυτό το πάρε δώσε. Ευχαριστώ.

Α.Τ.: Δεν έχω λόγια να ευχαριστήσω και τους δύο συμβαλλόμενους. Πήραμε ένα πολύ ωραίο μάθημα, όλοι μας. Λυπάμαι που σταματάμε, αλλά έχουμε μόλις τρία τέταρτα για το μεγάλο διάλειμμα, για να ξεκινήσει η απογευματινή συνεδρία. Σας ευχαριστούμε, και τους τρεις, [απευθυνόμενη στον Κώστα Γεωργουσόπουλο] εσάς ιδιαιτέρως που ήρθατε και μας μιλήσατε και μας μεταφέρατε αυτά που οι παλιοί φοιτητές ακούγανε μέσα στην τάξη. Να είσαστε καλά.

 

 

Back To Top