skip to Main Content

Ο Διονύσης Σαββόπουλος διηγείται: Μια βόλτα με τον Μίκη Θεοδωράκη στην Τσιμισκή του 1960. Μια απρόοπτη συνάντηση, τριάντα χρόνια αργότερα, κι ένας απολαυστικός διάλογος των δυο τους.

Από το αφιέρωμα “Ο Μίκης της Θεσσαλονίκης” του τεύχους ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ, 54/2015

«Καταθέτω μεγάλο θαυμασμό στον Μίκη Θεοδωράκη, διότι δεν είναι απλώς μεγάλος. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο τελευταίος από τους μυθικούς Έλληνες που ζουν μαζί μας. Το ελληνικό τραγούδι μάς έδωσε μεγάλες στιγμές αλλά ο Μίκης μάς έδωσε κάτι που μόνο αυτός το έδωσε: Πώς να μην χάσουμε τον άλλον.»

Τα παραπάνω τα έχει πει ο Διονύσης Σαββόπουλος για τον Μίκη Θεοδωράκη, προσθέτοντας: «Έρχονται δυσκολίες πάλι στην Ελλάδα. Όλοι το ξέρουμε. Το Θέμα είναι πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτή τη δυσκολία. Γιατί αν κλειστούμε ο καθένας στον εαυτό του, ε, έχουμε διαλυθεί ως κοινωνία και χαίρεται η Ελλάς. Το Θέμα είναι μέσα σ’ αυτήν τη δυσκολία να μη χάσουμε τον άλλον και να μπορούμε να καθρεφτιζόμαστε στα μάτια του χωρίς να ντρεπόμαστε. Πώς θα αντιμετωπίσουμε το σκοτάδι με αξιοπρέπεια. Ποιος μας το έμαθε αυτό μέσα από το ελληνικό τραγούδι; Ο Μίκης Θεοδωράκης.»

Λίγοι γνώριζαν όμως, ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος, λίγο πριν φύγει για την Αθήνα με το “φορτηγό”, επιδίωξε όχι μόνο να γνωρίσει τον Μίκη Θεοδωράκη, μεγάλη φυσιογνωμία της Αριστερός από τότε, αλλά και να κυκλοφορήσει μαζί του, ώστε «να τους δει μαζί η Τσιμισκή»!

Ο Μίκης Θεοδωράκης βέβαια βρέθηκε αρκετές φορές στη Θεσσαλονίκη εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Σε μια από αυτές, τον Μάιο του 1963, είχε χρεωθεί το υψηλό αλλά και εξαιρετικά οδυνηρό καθήκον να μείνει, εκείνες τις τελευταίες ώρες, στο προσκέφαλο του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ερχόταν όμως ο συνθέτης και για καλλιτεχνικούς λόγους στη Θεσσαλονίκη. Το πώς γνωρίστηκαν οι δύο μεγάλοι Έλληνες δημιουργοί, το κλίμα της εποχής και τη σχέση Θεοδωράκη Σαββόπουλου που προέκυψε, θα το μάθουμε πολύ αργότερα. Μόλις το 1998, με την ευκαιρία της παρουσίασης του συγγραφέα Μίκη Θεοδωράκη σε εκδήλωση του «Ιανού» στη Θεσσαλονίκη. Τον Μίκη Θεοδωράκη παρουσίασαν στο, ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο, «πατάρι» του «Ιανού», ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Μίμης Ανδρουλάκης και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ακούστηκαν πολλά για τη Θεσσαλονίκη του ’60, για την Αριστερά, για τον Μίκη αλλά και για τη νεολαία, τη «χρυσή μποεμία» —όπως αποκάλεσε τους συνομηλίκους του ο Διονύσης— και για το φοιτητικό κίνημα, την αυτονομία του και τις απόπειρες του «κόμματος» να το καπελώσει…

Παραθέτουμε αποσπάσματα από εκείνη τη σημαντική εκδήλωση:

Σαββόπουλος: Είναι ίσως αλήθεια πως ό,τι και να πεις για τον Μίκη Θεοδωράκη θα είναι ή θα μοιάζει αμήχανο. Ναι, αλλά είναι και οφειλόμενο. Θα έλεγα ότι είναι οφειλόμενο επί ποινή διασκορπισμού, διότι μπορεί ίσως ο Μίκης Θεοδωράκης να μην παθαίνει κάτι όταν εμείς ξεχνάμε τα χρέη μας απέναντι του, αλλά εμείς σίγουρα εγκλωβιζόμεθα χειρότερα —ως ανερμάτιστοι— στην καθημερινή μας ασυναρτησία. Γι’ αυτό λοιπόν παίρνω τον λόγο, μετά από λαμπρούς φίλους, για να σας εξομολογηθώ ότι απέναντι στον Μίκη Θεοδωράκη στάθηκα χρεώστης τρεις φορές και άλλες τόσες αθέτησα την υπόσχεσή μου. Θα σας εξηγήσω και ελπίζω να βρείτε τις εξηγήσεις μου διασκεδαστικές και εμένα λιγότερο αγνώμονα από ό,τι υπήρξα στην πραγματικότητα.

Πρώτα πρώτα, του χρωστώ, εδώ και 36 ολόκληρα χρόνια, το «καλώς μας όρισες», τουλάχιστον ως Θεσσαλονικιός.

Καλοκαίρι του ’62 ήρθε στην πόλη μας να παίξει στο υπαίθριο θέατρο δίπλα στην Ηλεκτρική Εταιρεία. Όλος ο κόσμος έσπευσε να τον δει, να τον απολαύσει. Έσπευσα φυσικά κι εγώ, αφού τον θαύμαζα και τον αγαπούσα. Ήμουν όμως μαζί με τον φίλο Θεσσαλονικιό ποιητή , τον μακαρίτη πια, Αλέξη Ασλάνογλου, ο οποίος ήταν θιασώτης του Νίκι ΓιάκοΒλεφ και της Μαίρης Λω. Ολόκληρη διάλεξη είχε κάνει το ’58 στο «Λισέ» για τη Μαίρη Λω. Λοιπόν, σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας ήταν “ξυνός” ο Αλέξης. Τον ξέρετε τον Ασλάνογλου. Ένιωθε αμήχανα μέσα στις μαζικές εκδηλώσεις και πάντα υποψιαζόταν «εξωκαλλιτεχνικά», όπως έλεγε, «κίνητρα».

Εγώ ούτε να τον αλλάξω μπορούσα εκείνη τη στιγμή ούτε να τον «τσαντίσω» τον άνθρωπο. Από την άλλη μεριά όμως, δεν ήθελα να χάσω και τη χαιρετούρα με τον Μίκη Θεοδωράκη. Πώς και πώς περίμενα τη συναυλία.

Πήγα τελικά κοντά στον Μίκη Θεο-δωράκη, ο οποίος ήταν και λίγο ζαλισμένος. Και αντί να του πω αυτό που είχα να του πω, ξεστόμισα το εξής ακατανόητο: Δεν έχω πάρει ποτέ αυτόγραφο στη ζωή μου, θα κάνω όμως σήμερα για σας μια εξαίρεση!

Ήμουν 17 χρονών. Ήμουν πολύ τρελός.

Ο Μίκης Θεοδωράκης με αντιμετώπισε με ένα χαμόγελο εγκαρτέρησης, το οποίο είδα κι άλλες φορές στο πρόσωπό του, απέναντι μου, αργότερα. Μου έγραψε δυο ευγενικά λόγια και έφυγα συγχυσμένος, διότι δεν είπα αυτά που ήθελα να πω. Κι επιπλέον τσαντίστηκε και ο Ασλάνογλου και μου ’κόψε και την καλημέρα.

Έτσι εχάθη η πρώτη ευκαιρία, διότι παρουσιάστηκε και η δεύτερη.

Το φθινόπωρο του ’63 ήταν εδώ αναστατωμένοι οι Λαμπράκηδες, διότι από τα κεντρικά γραφεία του κόμματος στην Αθήνα ήθελαν να μας ελέγξουν. Για να μην είμαστε “ρεμπέτ ασκέρι”. Νέα παιδιά εμείς, βάλαμε τις φωνές και —κατά τη γνώμη μου— καλά κάναμε, διότι υπήρχε τέλος πάντων και μια αυτονομία στο φοιτητικό κίνημα και στο νεανικό κίνημα εν γένει. Αυτονομία την οποία έκτοτε δεν ματαείδαμε.

«Τι κάνει η θεία σου;»

Ανέβηκε λοιπόν ο Μίκης Θεοδωράκης άρον άρον στη Θεσσαλονίκη, ως πρόσωπο αγαπητό στη νεολαία —άλλωστε, ιδρυτής των Λαμπράκηδων— να προλάβει τις παρεξηγήσεις, να νοικοκυρέψει τα πράγματα. Έγιναν συσκέψεις με ένταση και αντεγκλήσεις. Κάποια στιγμή, εν πάση περπιτώσει, μετά από όλα αυτά, βρεθήκαμε να κατηφορίζουμε την κεντρική οδό της πόλης, την Τσιμισκή. Οπότε τον πλησιάζω και, με μια κίνηση, τον αποσπώ από την υπόλοιπα παρέα. Ήθελα πάλι να του πω: Καλώς ήρθες στη ζωή μας! Είμαι μαγεμένος μαζί σου!

Αντ’ αυτού όμως, παθαίνω τον γλωσσοδέτη του ανθρώπου που είναι και θυμωμένος πολιτικά και του ξεφουρνίζω το εξής:

Έλα να πιαστούμε αγκαζέ για λόγους κοινωνικής προβολής, να μας δει και η Τσιμισκή!

Ο άνθρωπος χαμογέλασε με τη γνωστή εγκαρτέρηση, για δεύτερη φορά. Έχω την εντύπωσα ότι δεν άκουσε καλά εκείνο το «Τσιμισκή» και θα νόμιζε ότι μιλούσα για κάποια κυρία, ίσως κάποια θεία, διότι έκτοτε κάθε φορά που με βλέπει με ρωτάει «Τι κάνει η θεία σου;».

Θεοδωράκης: Θα παρέμβω λίγο εδώ, διότι έχω την εντύπωσα πως, παρότι έχω τα διπλάσια χρόνια από τον Διονύση, φαίνεται ότι έχω καλύτερη μνήμη. Θυμάμαι πολύ καλά ότι αυτό έγινε κάποτε άλλοτε. Θυμάμαι επίσης ότι η πρώτα μας συνάντηση ήταν σε ένα νυχτερινό κέντρο, όπου ήμασταν όλοι οι Λαμπράκηδες. Με πλησίασες και μου είπες «Θέλω κάτι να σας πω». Δεν σε ήξερα. Μ’ έπιασες αγκαζέ και παγαίναμε, παγαίναμε, μέχρι που σου είπα «ποιος είσαι;».

«Με συγχωρείτε, θέλω να μας δει π θεία μου από πάνω» μου απάντησες. Αυτά θυμάμαι. Σαββόπουλος: Μίκη, δεν χωρά αμφιβολία ότι θυμάσαι καλύτερα…

Θεοδωράκης: «Τι κάνει π θεία σου;»

Σαββόπουλος: Δόξα τω Θεώ. Την Τσιμισκή είπα όμως. Ο Μίκης το άκουσε ως γυναικείο όνομα. Το γεγονός όμως είναι ότι ο άνθρωπος έζησε μια στιγμή… “ούφο”.

Λοιπόν, μετά έφυγα κι εγώ από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκα στην Αθήνα, όπου έγινα σχεδόν Αθηναίος.

Στην αρχή, για να επιβιώσω, έκανα τον μπογιατζή, έκανα το γκαρσόνι, έκανα το γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον Μίκη όμως δεν θέλησα να τον ενοχλήσω, διότι ντρεπόμουνα. Σκέφτηκα ότι ο άνθρωπος θα με έχει πάρει για κάποιον τρελό, οπότε τι να πάω να του πω…

Όταν όμως είδα και απόειδα, το καλοκαίρι του ’64 πια, του χτύπησα την πόρτα, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος.

Του ζήτησα μια δουλειά ανάλογη με τα ενδιαφέροντά μου, και πράγματι ανταποκρίθηκε αμέσως και μου βρήκε μια πολύ καλή δουλειά. Είχε εμφανιστεί τότε μια νέα φυσιογνωμία της νυχτερινής διασκέδασης της Αθήνας, ο Γιάννης Ζουγανέλλης,ο οποίος είχε φτιάξει το πρώτο μπαρ της ζωής του στη Μύκονο και είχε για συνεργάτες του δύο κορίτσια που γνώριζε ο Μίκης από τους Λαμπράκηδες.

Σ’ αυτούς με έστειλε και έπιασα δουλειά ως κιθαρωδός. Έβγαλα λοιπόν το μεροκάματό μου, πράγμα πολύ σημαντικό, όχι τόσο για το μεροκάματο όσο διότι έμπαινε η ζωή μου σε μια σειρά. Αποκτούσα στα 19 μου ένα επάγγελμα, το οποίο μάλιστα κράτησα για όλη μου τη ζωή.

Κι μένα μι τρώει η αρκούδα

Το φθινόπωρο γύρισα στην Αθήνα. Ο καθένας θα σκεφτεί ότι θα έσπευσα να ευχαριστήσω τον Μίκη Θεοδωράκη, που χάρη σ’ αυτόν είχα τη δουλειά. Όχι, δεν τον ευχαρίστησα. Κανένα ευχαριστώ. Ούτε καν του τηλεφώνησα. Αντιθέτως, δέκα χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1974, συμπεριέλαβα στον δίσκο μου Δέκα χρόνια κομμάτια μια παλιότερή μου γκρίνια, μια μουσική μπηχτή «Χατζιδάκια μ’ Θοδωράκια μ’, ισίς τρώτι κι πίνιτι κι μένα μι τρώει η αρκούδα»…

Η ιστορία έχει ως εξής: Τον Σεπτέμβριο του 1967, για χούντα μιλάμε, βρέθηκα ριγμένος σε ένα τσιμέντο στα υπόγεια κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας. Δαρμένος και με πυρετό, βλέπω μέσα σε λήθαργο ένα γλυκό όνειρο. Έρχονται, λέει, οι δύο μου δάσκαλοι, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, με παραλαμβάνουν, με σώζουν και με βγάζουν έξω από τη φυλακή. Επειδή  μάλιστα είχα υποστεί φάλαγγα και δεν μπορούσα να περπατήσω, με σήκωσαν στα χέρια σα να ήμουν το μικρό τους παιδί και με οδήγησαν στην ελευθερία…

Όταν άνοιξα τα μάτια μου δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν νύχτα ή μέρα… Ένας λαμπτήρας υπήρχε όλος κι όλος στον διάδρομο. Ήταν η θλιβερή επάνοδος στην τσιμεντένια πραγματικότητα.

Απελπισμένος, σκέφτομαι ένα παραμυθάκι που μου έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός. Δεν το θυμάμαι σήμερα, αλλά τέλειωνε ως εξής: Τα μεγάλα ελάφια αφήνουν μόνο του ένα μικρό ελαφάκι, που εγκαταλελειμμένο πρέπει να αντιμετωπίσει την αρκούδα. Και το ελαφάκι φωνάζει «ζαρκαδάκια μου, ελαφάκια μου». Έτσι λοιπόν σκάρωσα τη μουσική μπηχτή που σας έλεγα.

Το αστείο είναι ότι, ενώ συνέβαιναν αυτά, σε κάποιο άλλο σημείο του λαβυρίνθου της Ασφάλειας, σε άλλον όροφο, σε μια άλλη γωνιά, ήταν έγκλειστος ο Μίκης Θεοδωράκης, που έκανε μάλιστα και απεργία πείνας. Στις συνθήκες απομόνωσης δεν ήταν δυνατόν να το γνωρίζουμε.

Θεοδωράκης: Γιατί σε είχαν πιάσει όμως; Ποια ήταν η κατηγορία;

Σαββόπουλος: Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τίποτα από όσα με ρωτούσαν. Ήταν δική τους δουλειά να βρουν τι ξέρω και τι δεν ξέρω, και ο μόνος τρόπος για να το μάθουν ήταν να συνεχίσουν να με δέρνουν. Όταν διαπίστωσαν ότι «δεν μπορεί να έχει τόσο μεγάλη αντοχή αυτό το παιδί», με άφησαν ήσυχο.

Θεοδωράκης: Είν’ αλήθεια ότι μια Κυριακή σε είδα να σε ανεβάζουν στην ταράτσα. Επικρατούσε μια γενική ραθυμία εκείνη τη μέρα. Ο αλφαμίτης ο Μόνος μου φάνηκε ότι βαριόταν να σε χτυπήσει εκείνη τη μέρα. Αυτό συμπέρανα. Εσύ του έλεγες: να, τώρα θα με δείρεις πάλι, και τελικά αυτός είπε «άντε, πάμε κάτω, δε βαριέσαι». Έτσι έγινε;

Σαββόπουλος: Έχω την εντύπωσα ότι όλοι θα βαριόντουσαν!

Θεοδωράκης: Εγώ κατάλαβα ότι ήταν ο Σαββόπουλος διότι σφύριζε τη «Συννεφούλα». Δεν μπορεί να ήταν άλλος. Και στον Ήλιο και τον χρόνο όλα τα ποιήματά μου είναι αφιερωμένα στους συγκρατούμενούς μου.

Ο θυμός είναι κάτι που πουλάει

Σαββόπουλος: Ενώ λοιπόν ήταν επάνω ο Μίκης, εγώ βημάτιζα και μουρμούριζα «Χατζιδάκια μ’ Θεοδωράκια μ’». Μη με βαθμολογήσετε άσχημα γι’ αυτή τη μουσική κουτσουλιά. Μέσα στη φυλακή έγραψα και άλλα, καλύτερα τραγούδια: «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή», η «Θεία Μάνου»…

Όταν τελείωσε κι αυτή η περιπέτεια, έγραψα σε ένα ιδιωτικό, ερασιτεχνικό μαγνητόφωνο αυτά τα δύο τραγούδια, συν το μουσικό “κουρελάκι” που λέμε. Να ηχογραφηθούν μέσα στο 1968 σε δίσκο καταλαβαίνετε πως ήταν αδύνατον. Αργότερα, το 1974, συμπεριέλαβα, όπως σας είπα, το μουσικό αυτό “κουρελάκι” —σαν ντοκουμέντο— στα Δέκα χρόνια κομμάτια. Όλος ο δίσκος είχε το ύφος του Ημερολογίου. Μου δίνει το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής, η οποία παρήλθε.

Η μεγάλη έκπληξη ήταν πως σ’ αυτό το μουσικό καλαμπουράκι στάθηκε πολύς κόσμος: Του πανεπιστημίου, της κουλτούρας κυρίως. Στάθηκαν μάλλον χαιρέκακα, πράγμα που με οδήγησε στο συμπέρασμα —γιατί ήμουν νέος ακόμα— ότι ο θυμός είναι κάτι που πουλάει. Ιδίως όταν έχει κάποιο στοιχείο “καταγγελιούλας”. Ιδίως όταν εκφέρεται από άνθρωπο νέο στην ηλικία, που έχει, ας πούμε, και κάποια στοιχεία θύματος. Είναι ο συνδυασμός που κάνει το σουξέ σίγουρο.

Γι’ αυτό λοιπόν, δικαιολογημένα, ο Μόνος Χατζιδάκις κάποια στιγμή μου τράβηξε το αυτί και μου είπε επί λέξει: «Πόσο άδικο ήταν να γράψεις αυτό το πράγμα». Είχε δίκιο, από την άποψη ότι ένας ολόκληρος κόσμος κανιβαλιζόταν μ’ αυτό το κομμάτι.

Τελικά, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν μέσα στις προθέσεις μου αυτός ο θόρυβος, δεν φρόντισα, τέλος πάντων σε μια συνέντευξη, σε μια συζήτηση, να εξηγήσω πώς και πότε γράφτηκε αυτό το κομμάτι. Δηλαδή, ο Μίκης Θεοδωράκης, αντί για ευχαριστώ, τα άκουσε κι από πάνω!

Ο Μίκης δεν αναφέρθηκε σ’ αυτό το θέμα. Μου έδωσε δηλαδή, χωρίς να το ξέρει, ένα ακόμη μάθημα. Ποιο ήταν; Να μην θυμώνουμε. Δεν πρέπει να στεκόμαστε στα μικρά πράγματα. Κι αν αυτό δεν μπορεί να το καταλάβει ένας νέος 20 ή 22 ετών, ας το καταλάβει στα πενήντα ή στα πενήντα τρία του, όπως είμαι εγώ. Ας το προσπαθήσει, με ασυγχώρητη έστω καθυστέρηση. Μα θα το πει τραυλίζοντας, μα θα το πει με επιτηδευμένη ευφράδεια, θα το πει συλλαβιστά, θα το πει αμήχανα, θα το πει με αγχώδη ευρηματικότητα… Ας τα καταφέρει επιτέλους να πει:

Καλώς ήλθες στη ζωή μας, ακριβέ μας δάσκαλε.

Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται για την πρώτη συνάντησή του με το  Διονύση Σαββόπουλο.

Απόσπασμα από μια άλλη συνέντευξη του του Μίκη Θεοδωράκη στον Παναγιώτη Κουνάδη, 8/2/2008

Μ.Θ.: Λοιπόν, κι έτσι η ΣΦΕΜ… αργότερα ήρθε κι ο Σαββόπουλος, ο οποίος κι αυτός δεν έχει μνήμη. Διότι ο Σαββόπουλος έχει αντικρουόμενα αισθήματα για μένα. Ξέρω ότι μου ’χει μεγάλη αγάπη και εκτίμηση, αλλά παρ’ όλα αυτά κλωτσάει κάτι μέσα του. Γιατί έχουμε και αντίθετους χαρακτήρες κάπως. Και στη μουσική μας φαινόμαστε, κάπως έχει μία αντίρρηση κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά εγώ τον εκτιμώ πάρα πολύ και δεν νομίζω ότι άλλος νέος συνθέτης να έτυχε από ένα μεγαλύτερο συνθέτη να του γράψουν δύο εγκώμια. Έγραψα στην «Ελευθεροτυπία» δύο άρθρα εγκώμια για τον Σαββόπουλο και μ’ άρεσε πολύ και μ’ αρέσει. Και ο Σαββόπουλος ήτανε απ’ τα παιδιά της Θεσσαλονίκης, όπου αυτός έπαιζε κιθάρα τα τραγούδια του κ.λπ., κι όλοι λέγαμε ο Διονύσης, πρέπει ν’ ακούσεις τον Διονύση. Εγώ στη Θεσσαλονίκη είχα μια πολύ μεγάλη οργάνωση των «Λαμπράκηδων». Μιλάμε τώρα ’63-’64. Και μετά μια συνεδρίαση ήμαστε πάρα πολλοί και πήγαμε στην πλατεία την κεντρική και καθίσαμε να φάμε παγωτά κ.λπ. Και όπως καθόμαστε όλοι μαζί έρχεται ένα παιδί λεπτό εκεί και μου λέει «κύριε Θεοδωράκη, θέλω να σας μιλήσω». Λέω «κάτσε». Λέει «όχι, ιδιαιτέρως», μου λέει. Και τον κοίταζα καλά καλά, κοιτάζω και τους άλλος, μου κάναν έτσι, δηλαδή ότι είναι τύπος, λέει, ιδιόρρυθμος. Σηκώνομαι, λοιπόν. Δεν μου μιλούσε καθόλου. Μου λέει «μου επιτρέπεται να σας πιάσω», λέει, «αγκαζέ;» Λέω «βεβαίως». Λέω «τι θες;» Μου λέει «θέλω να σας πιάσω αγκαζέ γιατί απάνω κάθεται και η θεία μου και θέλω να με δει», λέει. Αυτός, δεν το λέγαμε, αφού το ξέρω, έτσι έγινε. Και αργότερα μου έχει πει ότι έχει ένα πρόβλημα και θέλει να κατεβεί στην Αθήνα κάτω κ.λπ. Και τότε εγώ είχα, από τη μεριά της ΕΔΑ είχα αναλάβει την εποπτεία της «Δημοκρατικής Αλλαγής» και εκεί φρόντισα να υπάρξει μία θέση ενός μουσικού κριτικού. Τον ειδοποιώ, λοιπόν, του λέω «θέλεις να γράφεις μουσική κριτική; Δεν είναι πολλά λεφτά, έχεις τόσα, αλλά κάπου θα βρεις να αυτό» κ.λπ. Είναι μια πρώτη». Και ήρθε ως μουσικός κριτικός. Και μετά πήγαινα εγώ εκεί στα γραφεία και μου λέει «κύριε Μίκη», μου λέει, «βαριέμαι», λέει. «Δεν είναι δουλειά δική μου αυτή». Μου λέει «μήπως μπορώ να έρθω στο κέντρο που είναι η Ντόρα η Γιαννακοπούλου να παίζω τα τραγούδια μου μήπως γίνει κάτι;» κ.λπ. Το λέω στη Ντόρα. Είχε ένα υπόγειο κάτω και είχαμε παρουσιάσει σε πρώτη εκτέλεση τις «Μικρές Κυκλάδες». Η Ντόρα ήτανε τότε το νούμερο ένα τότε, θυμάσαι, στα νυχτερινά κέντρα, όχι κέντρα, μπουάτ που κάναμε τότε.

Π.Κ.: Στις μπουάτ.

Μ.Θ.: Μπουάτ. Και μου λέει «ναι, αλλά επειδή είναι και γεύμα κάποτε, μετά τις δώδεκα η ώρα να πιάνει αυτός την κιθάρα, που είναι παρέες» κ.λπ. Κι αφού πήγε εκεί ο Διονύσης, καθόταν κι έπαιζε μετά. Εγώ, γιατί θα σου πω και για τον Μίνω πώς έγινε, δεν ήθελα να είναι όλοι μαζί στην ίδια εταιρεία, να ήμαστε όλοι μαζί για να μονοπωλήσει η εταιρεία όλα αυτά. Ήθελα να είναι διασκορπισμένοι οι αυτοί κ.λπ. Και γι’ αυτό τον λόγο. μέχρι τότε ήξερα τον Λαμπρόπουλο, ας πούμε. Ήμαστε και παρέα μαζί, γιατί έλειπε η οικογένειά μου και κάναμε παρέα. Είχε ένα μεγάλο αμερικάνικο αυτοκίνητο και επειδή είχαμε τότε τον Μπιθικώτση να τραγουδάει τα τραγούδια μου, τον Καζαντζίδη τραγούδια μου πηγαίναμε από ταβέρνα σε ταβέρνα.

Π.Κ.: Πώς ήταν αυτός ο Τάκης ως χαρακτήρας;

Μ.Θ.: Πολύ ευγενικό παιδί, πολύ ανοιχτό παιδί. Λίγο σφιγμένος έτσι κ.λπ., είχε λίγο και το αριστοκρατικό επάνω του και λίγο το αυτό. Και είχε και λιγάκι… ήταν το αφεντικό. Δηλαδή είτε από ορμέμφυτο είτε γιατί το ’πανε τα ξαδέρφια του πρόσεξε με τους μουσικούς να μην είσαι πολύ… να ’σαι αυστηρός κ.λπ., μόλις έμπαινε μέσα, έβλεπες τον. όλους να σηκωθούνε όρθιοι. Να σηκωθεί όρθιος κι ο Τσιτσάνης κι ο Ζαμπέτας κι ο Χιώτης «χαίρετε, κύριε Τάκη». Ό,τι έλεγε ο κύριος Τάκης ήτανε νόμος. Είχε απόλυτο έτσι επιβολή σ’ αυτούς. Όλοι τον βλέπανε… «κύριε Τάκη, κύριε Τάκη». Εμένα ήταν άλλη, βέβαια, η σχέση μου. Κάναμε παρέα, καταλήγαμε το βράδυ, το πρωί μάλλον, σε Δασκαλόπουλο που έπαιζε ρεμπέτικα με μακαρονάδα, [Μιχάλη] Δασκαλάκη.

Π.Κ.: Δασκαλάκη, Δασκαλάκης.

Μ.Θ.: Στη Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, αφού γυρίζαμε όλη την Αθήνα κ.λπ. εκεί. Και τον πάω, που λες, στον Σαββόπουλο. Τον πάω στον Σαββόπουλο, «έχω ένα νέο παιδί», λέω, «να ακούσεις» κ.λπ. Τελειώσαμε κατά τη μία-μιάμιση ώρα, φύγαμε. Που ήταν και το αυτοκίνητό του παρκαρισμένο και με το που μπαίνω στο αυτοκίνητο μέσα δεν μιλούσε καθόλου. Λέω «Τάκη, τι εντύπωση σου έκανε;» κ.λπ. Λέει «δεν μ’ ενδιαφέρει». Α, έτσι είσαι; Πάω κατευθείαν στον Πατσιφά.

Π.Κ.: Στον Πατσιφά.

Μ.Θ.: Πατσιφά. Σε αυτά έκανε μεγάλα λάθη. Με το «δεν μ’ ενδιαφέρει» είδες τι έχασε με τον Σαββόπουλο. Δεν κατάλαβε τίποτα από τον Σαββόπουλο, παρότι ήτανε καλός στη δουλειά του κ.λπ. Αλλά αυτά είναι άλλα πράγματα. Ο Πατσιφάς είχε πολύ πιο πολύ αυτή τη μυρωδιά της καλής μουσικής, του καλού ταλέντου κ.λπ.

 

Πηγή: Αρχείο Κουνάδη, “Συνέντευξη Μίκη Θεοδωράκη”, 8/2/2008

https://vmrebetiko.aegean.gr/item?id=11253

Από την απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη (Μ.Θ.) στον Παναγιώτη Κουνάδη (Π.Κ.)


Η εκτίμηση των δυο ήταν βαθιά και αμοιβαία. Στην εκδημία του Μίκη, ο Διονύσης τον αποχαιρέτησε με τα πιο θερμά λόγια. Έγραψε:

«’Έφυγε σήμερα ο τελευταίος των μεγάλων. Των τελευταίων μεγάλων Ελλήνων. Είναι ημέρα πένθους, βαθιάς συγκίνησης αλλά και πνευματικής ανάτασης νομίζω, γιατί μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, και όλων των άλλων πνευματικών ηγετών μας, έρχεται τώρα και η αναχώρηση του Μίκη Θεοδωράκη, στην 200η επέτειο της Ανεξαρτησίας, σαν να μας λέει “κοιτάξτε τι έχει πραγματική αξία σε όλη αυτή την πορεία και αφήστε τα μικρά και τα ασήμαντα.

Ήταν παράφορος. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Ξεχείλιζε από μουσική, αιώνια νιάτα, πάθος και ρομαντισμό. Ήταν ένας μεγαλοφυής, ένας λεοντόκαρδος, ένας άνθρωπος αναγεννησιακός. Ένας οικουμενικός άνθρωπος.

Θα ζει πάντα στην μνήμη της Αντίστασης, στην τραγική μνήμη του εμφυλίου και της εξορίας, στους αγώνες της δεκαετίας του ΄60, στην φυλακή του αντιδικτατορικού αγώνα.

Μα πάνω από όλα θα ζει πάντα στο αιώνιο τραγούδι της ελληνικής λαλιάς με την συναρπαστική και θυελλώδη μουσική του».

«O Captain, my Captain

Η δάφνη κερδήθηκε

Ποτέ δεν θα πεθάνεις»

Διονύσης Σαββόπουλος

… και τον χαιρέτησε στρατιωτικά, ως Καπετάνιο.
Back To Top