Με την ευκαιρία της επανακυκλοφορίας σε cd από την «Ελευθεροτυπία» του ορατόριου «Κατά Σαδδουκαίων» του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού ο συνθέτης συνέγραψε 3 άρθρα με τον τίτλο «Αναμνήσεις από μια κρίσιμη δεκαετία».
Τα άρθρα είναι προδημοσίευση στην Ελευθεροτυπία στις 19-20-21 Μαΐου από την τριλογία των βιβλίων του που θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Λιβάνη «Που να βρω την ψυχή μου» στον τόμο «Ιδέες».
Ο καλός και ο κακός Στάλιν 1ο
Η μεγαλύτερη σύγχρονη εποποιία του ελληνικού λαού είναι αναμφισβήτητα η δεκαετία του ’40 με την Εθνική Αντίσταση, την Απελευθέρωση και στη συνέχεια τον Εμφύλιο Πόλεμο. Όλα τα είχε αυτή η δραματική δεκαετία: την έξαρση του Απελευθερωτικού Αγώνα, την Ανάσταση της Απελευθέρωσης και μετά τη Σταύρωση του Εμφυλίου Πολέμου. Συνήθως η Ανάσταση ακολουθεί τη Σταύρωση. Όταν όμως η Σταύρωση ακολουθεί την Ανάσταση, όπως στη δική μας περίπτωση, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη τραγωδία, με συνέπειες χωρίς ορατή ημερομηνία λήξεως. Ήδη βρισκόμαστε στην αρχή του 21ου αιώνα, μισό αιώνα και πλέον από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και η Ελλάδα δυσκολεύεται ακόμα να ορθοποδήσει.
Το ελληνικό κίνημα Εθνικής Αντίστασης -ΕΑΜ- συνδέθηκε άρρηκτα με το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να μείνει αδιάφορος στις εσωτερικές εξελίξεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, μια και επηρέαζαν άμεσα την πολιτική και ευρύτερα την εθνική ζωή της Ελλάδας.
Δύο ήσαν οι βασικές περίοδοι που χαρακτηρίζουν το κίνημα αυτό. Η πολεμική και η μεταπολεμική.
Στην πρώτη ήταν επόμενο οι Έλληνες πατριώτες που εντάχθηκαν στο ΕΑΜ να έχουν επηρεαστεί από τα επιτεύγματα του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος με Αρχιστράτηγο τον Ιωσήφ Στάλιν αναδείχτηκε σε παγκόσμιο και κορυφαίο σύμβολο της Αντίστασης κατά του Ναζισμού και στη συνέχεια σε ηρωικό νικητή-εκδικητή στο όνομα όλων των λαών της Γης που είχαν υποφέρει από τη θηριωδία των χιτλερικών.
Έτσι, μέσω αυτής της μεγάλης πόρτας του Κόκκινου Στρατού και γενικότερα των μεγάλων θυσιών του Σοβιετικού Λαού για την κοινή υπόθεση, πέρασε στον κομμουνισμό η πλειοψηφία των οπαδών του ΕΑΜ. Πριν όμως μπορέσουν να κατανοήσουν μέσα σε συνθήκες ομαλότητας το πραγματικό περιεχόμενο του κομμουνισμού, όχι πλέον ως ενός παγκόσμιου αντιφασιστικού κινήματος, αλλά ως μιας κομματικής οντότητας και κοσμοθεωρίας, οι συνθήκες του γενικευμένου pogrom, που τεχνηέντως δημιούργησε η πολιτική του Τσόρτσιλ στην Ελλάδα με στόχο την ηθική, πολιτική και φυσική τους εξόντωση, τους οδήγησε στα γρανάζια ενός νέου πολέμου, τραγικότερου, του Εμφύλιου (1947).
Στην περίοδο αυτή (1945-50) η καθοδήγηση του νέου αγώνα πέρασε 100% στα χέρια του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, που είχε να αντιμετωπίσει αφ’ ενός τα αδιέξοδα μιας πολιτικής, και μάλιστα ένοπλης, με βασικό στόχο να ανατρέψει -μονάχα αυτή σε παγκόσμια κλίμακα- το νέο παγκόσμιο χάρτη με τις νέες ζώνες επιρροής που μόλις είχε συμφωνηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις και που έμελλε να καθορίσει τις διεθνείς σχέσεις για πολλές δεκαετίες. Και αφ’ ετέρου, οι Έλληνες ηγέτες του ΚΚΕ έπρεπε να προσαρμοστούν και να πάρουν θέση στις σεισμικές εσωτερικές αλλαγές που προκαλούσαν στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα η επικράτηση των τριών πληγών του Φαραώ: της Προσωπολατρίας, του Δογματισμού και της Γραφειοκρατίας. Αυτά τα παραμορφωτικά φαινόμενα υπήρξαν τελικά μοιραία για τους Έλληνες επαναστάτες, που σε συνδυασμό με την αδιέξοδη πολιτική που επισημάναμε, οδήγησαν σε ολοκληρωτική υποχώρηση και τελικά στην ήττα…
Η επομένη του Εμφυλίου Πολέμου βρήκε τους επιζήσαντες Έλληνες ΕΑΜίτες να σφαδάζουν ανάμεσα στη συναισθηματική υπεράσπιση του κομμουνισμού, μια και στο όνομά του είχαν θυσιαστεί χιλιάδες σύντροφοί τους, ενώ άλλες χιλιάδες σάπιζαν ακόμα στις φυλακές και στις αμφιβολίες που γεννούσε μέσα τους η αποκάλυψη -που είναι αλήθεια ότι γινόταν με μικρές δόσεις -της βαθμιαίας μετατροπής του πατριωτικού- αναγεννητικού χαρακτήρα του ελληνικού κινήματος σε κομματικό, και μάλιστα με άμεση σύνδεση με το διεθνή κομμουνισμό, που κατάφερε τελικά να μετατρέψει τον Στάλιν από σύμβολο αντίστασης όλων των λαών κατά του Ναζισμού σε ιδεολογικό πατέρα του σταλινισμού, που διήρεσε κόμματα και λαούς, έσπειρε τη σύγχυση, την αμφιβολία και την απογοήτευση, οδηγώντας σ’ αυτό το άδοξο τέλος της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της στην Ευρώπη.
***
Για να είμεθα ειλικρινείς, το φαινόμενο του σταλινισμού άργησε να γίνει αντιληπτό στις τάξεις των Ελλήνων ΕΑΜιτών-κομμουνιστών. Όταν στα 1948 δημιουργήθηκε το ρήγμα Τίτο-Στάλιν, εμείς λ.χ. στην Ικαρία, εξόριστοι, με μια σκέψη πήγαμε με τον Στάλιν και έκτοτε θεωρήσαμε ως ιστορικά δίκαιο και πολιτικά αναγκαίο τον ιδιαίτερο ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία, αφού σήκωσε τα βάρη του πολέμου, είχε αναδειχθεί στο ρόλο όχι μόνο του φύλακα-εγγυητή του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και όλων των αντιαποικιοκρατικών απελευθερωτικών κινημάτων, αλλά και του βασικού υπερασπιστή της παγκόσμιας ειρήνης μπροστά στην αυξανόμενη επιθετικότητα των ΗΠΑ, που μονοπωλούσαν τότε το όπλο της πυρηνικής καταστροφής που είχαν εγκαινιάσει τόσο θεαματικά στη Χιροσίμα. Επιπλέον, όσον αφορά την Ελλάδα, όταν οι συνθήκες σε αναγκάζουν να υφίστασαι ολοκληρωτικά την παρουσία του Εχθρού, όπως ήταν για μας οι ΗΠΑ του δόγματος Τρούμαν, που βοήθησαν το αντιδραστικό ελληνικό κράτος να μας νικήσει και να μας βάλει κάτω από την μπότα του, αυτός ο Εχθρός, ο πανταχού παρών, αναγκαστικά προσδιορίζει και τις δικές σου πολιτικές επιλογές…
«Υπάρχει τρόπος να πάρουμε τη “ρεβάνς;” Υπάρχει τρόπος να νικήσουμε τους δικούς μας εγχώριους εχθρούς;» Σ’ αυτές τις καθημερινές σκέψεις των ηττημένων, η απάντηση ήταν «Ναι! Εάν και εφ’ όσον μας βοηθήσει η Μεγάλη Σοβιετική Ένωση και ο Στάλιν…». «Ο Στάλιν εκείνης της εποχής υπήρξε ο Μεγάλος Νικητής, αυτός που έθαψε τον Χίτλερ και τον χιτλερισμό».
Εάν κανείς τότε, στα 1950, μετά τον Γράμμο διατύπωνε διαφορετική άποψη, εθεωρείτο αυτομάτως κουρασμένος, δειλός, σπασμένος, ύποπτος, αποστάτης. Και κατά τη γνώμη μου, δικαίως. Κι αυτό, γιατί η κριτική που θα κυριαρχούσε αργότερα σχετικά με τις εξελίξεις στους κόλπους του διεθνούς κομμουνισμού ίσως να μην είχε τόση σημασία μέσα σε ένα κίνημα σαν το ελληνικό, για το οποίο η ήττα του στον πόλεμο οφειλόταν σε δύο ολοφάνερους εχθρούς: στην επέμβαση των Αμερικανών και στην προδοσία του Τίτο. Ο τρίτος παράγοντας, οι αντιθέσεις στην κορυφή του ΚΚΕ που αντανακλούσαν την αρχόμενη βαθιά κρίση του κομμουνιστικού συστήματος, έγιναν γνωστές σε μας πολύ αργότερα.
Εγώ λ.χ. στα 1951 στην Κρήτη, που υπηρετούσα φαντάρος, συμφωνούσα με τη γραμμή του Ζαχαριάδη για τον «Τρίτο Γύρο», δηλαδή την επάνοδο του Δημοκρατικού Στρατού και τη συνέχιση του Εμφυλίου Πολέμου, αφού φυσικά θα είχαμε εξασφαλίσει την αναγκαία αναγνώριση και βοήθεια από τον Στάλιν. Πράγμα που θεωρούσαμε σχεδόν βέβαιο. Για μένα, όπως και για τη συντριπτική πλειοψηφία των συντρόφων μου εκείνη τη συγκεκριμένη ιστορική εποχή, υπήρχε ένας πόλεμος στον οποίο πίστευα ότι το δίκαιο ήταν 100% με το μέρος μας. Εμείς παλεύαμε για το Λαό και την Πατρίδα, ενώ οι άλλοι, με πυρήνα τους χθεσινούς συνεργάτες των Γερμανών, έγιναν τα «τσιράκια» της Φρειδερίκης και των Αμερικανών. Όλες οι αλήθειες είναι απλές, οπότε δεν έχεις πολλά να σκεφτείς. Δεν υπήρχαν αποχρώσεις, αλλά μαύρο και άσπρο. Στον Δ’ τόμο των «Δρόμων του Αρχάγγελου» περιγράφω τις σχέσεις μου με έναν συγγενή μου, κρυμμένο αντάρτη, στον οποίο μετέφερα τη σκέψη του Ζαχαριάδη σαν καλός κομματικός καθοδηγητής. Όντας φαντάρος, χρησιμοποιούσα το τζιπ της V μεραρχίας για να επισκέπτομαι τα χωριά της δυτικής Κρήτης και να δημιουργώ παράνομες κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ, σύμφωνα με τις εντολές που έπαιρνα, ώστε ο «Τρίτος Γύρος» να μας βρει έτοιμους στη νέα ένοπλη μάχη.
Τότε, στα 1950-51, θυμάμαι ότι ο Στάλιν πρόφερε για πρώτη φορά δύο σκέψεις που συντάραξαν: «Παγκόσμια Ειρήνη» και «Συνύπαρξη». Δηλαδή τι; Αντί τη θανάσιμη πάλη κατά των Αμερικανών ιμπεριαλιστών και κατά συνέπεια και των δικών μας αντιπάλων θα έπρεπε να… «συνυπάρξουμε»; Δεν είχαμε καταλάβει ορισμένοι από μας τότε τη σημασία αυτής της Κίνησης, που ξεσήκωσε τους λαούς, δημιουργώντας ένα ανάχωμα σε μια εποχή που ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός μπορούσε να ρίξει την ατομική βόμβα στη Μόσχα, όπως πρότεινε ο Τσόρτσιλ, και να τελειώσει μια για πάντα με τη Σοβιετική Ένωση, τον κομμουνισμό και όλα τα προοδευτικά απελευθερωτικά αντιαποικιοκρατικά κινήματα το κόσμου. Εμείς, οι επαναστάτες φίλοι του Λαού, με τα «τσιράκια» της Φρειδερίκης; Ποτέ!
Τότε διαφώνησα με τον Στάλιν από τα αριστερά. Όχι! Για μας δεν ίσχυε η λέξη Ειρήνη. Για μας δεν υπήρχε άλλη λύση παρά μόνο η «ρεβάνς». Άλλωστε, δεν είναι ο ηγέτης μας που διαβεβαίωνε πως ο Δημοκρατικός Στρατός με το «όπλο παρά πόδα» ήταν έτοιμος να ξαναρχίσει τον αγώνα στα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας; Πώς όμως; Αφού ο Στάλιν αλλάζει γραμμή; Δίνει το χέρι του στους εχθρούς μας προτείνοντας «συνύπαρξη» και «ειρήνη»;
Σ’ ένα ποίημά μου εκείνης της εποχής φωνάζω στον μεγάλο Σοβιετικό. «Ήθελα από σένα να φωνάξεις “πόλεμος”…». Από την άποψη αυτή, όχι μόνο εγώ αλλά η συντριπτική πλειοψηφία όσων πολέμησαν με το όπλο ή με την ψυχή τους, ήμασταν στην πράξη σταλινικότεροι του Στάλιν! Και το τονίζω αυτό για να δούμε ότι ο λεγόμενος «σταλινισμός» δεν ήταν ο ίδιος για όλες τις χώρες και όλες τις περιπτώσεις.
Λίγο αργότερα, στα 1952, έρχομαι στην Αθήνα, όπου για λίγους μήνες συγκατοικώ με τον Μιχάλη Κατσαρό. Έβγαινε κι αυτός από την Εθνική Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά. Όμως γνώριζα ότι στην περίοδο του 1947-50 είχε τραυματικές εμπειρίες εξαιτίας της συμπεριφοράς ορισμένων στελεχών από τον καλλιτεχνικό χώρο, οι οποίοι -χωρίς να έχουν κανένα στοιχείο- ούτε λίγο ούτε πολύ τον χαρακτήρισαν επικίνδυνο προδότη του κινήματος. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, οι λόγοι αυτής της καταδίκης ήταν εντελώς προσωπικοί, προσωπικές αντιζηλίες, και δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Μου έτυχε να το διαπιστώσω προσωπικά, όταν το 1948, παράνομος στην Αθήνα συνοδευόμουν από έναν από τους «εισαγγελείς» που καταδίκασαν τον Κατσαρό, ο οποίος με μετέφερε σε κάποιο κρησφύγετο. Εκεί, μπροστά στην Εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, βλέπουμε ξαφνικά τον Κατσαρό, οπότε μου λέει: «Έμπα γρήγορα στο τραμ. Είναι χαφιές…».
Είχε λοιπόν προσωπικούς λόγους ο ποιητής να αρχίσει να βλέπει «από τα έξω» το ελληνικό κίνημα. Να παίρνει τις αποστάσεις του, γεγονός που τον βοήθησε να δει καταστάσεις και σχέσεις που εμείς, προσηλωμένοι στο μοναδικό στόχο της εποχής, τη «ρεβάνς», μας ήταν αδιάφορο να ερευνήσουμε…
Έτσι, ήταν φυσικό η πρώτη μου επαφή με την ποίηση των «Σαδδουκαίων» να έχει επάνω μου την επίδραση ενός κεραυνού. Από την άλλη μεριά, δεν μπορούσα να κατανοήσω τη δημιουργία της ΕΔΑ, δηλαδή την εφαρμογή στην πράξη της νέας σταλινικής θέσης της συνύπαρξης, στην οποία μου ήταν δύσκολο να προσαρμοστώ. Να όμως που ο επίσημος κριτικός τέχνης των ΕΔΑϊτών, Τάσος Βουρνάς, αποκηρύσσει στην «Αυγή» κάθετα τους «Σαδδουκαίους», γεγονός που αναγκάζει τον Μιχάλη Κατσαρό να του απαντήσει με ένα ποίημα -το καλύτερο ίσως- που το περιέλαβε στη νέα έκδοση του βιβλίου.
Τι ήταν λοιπόν η ΕΔΑ; Η απόρριψη των ιδεών του Κατσαρού με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για την εφαρμογή στην πράξη της νέας γραμμής της συνύπαρξης, δηλαδή του καθ’ ημάς… ρεφορμιστικού σταλινισμού. Άρα, όσοι επιμέναμε στη ρήξη, στη «ρεβάνς», στον «Τρίτο Γύρο», ήμασταν σταλινικοί ή αντισταλινικοί; Η ζωή έδειξε ότι η ΕΔΑ εκπροσωπούσε πράγματι τη νέα σταλινική θέση για συνύπαρξη, που για το ελληνικό κίνημα σήμαινε νομιμοποίηση-αναγνώριση του συστήματος που επιβλήθηκε από τους νικητές. Και έτσι μόνο εξηγείται η σφοδρή επίθεση των εκπροσώπων της ΕΔΑ εναντίον του «Κατά Σαδδουκαίων», που αποτελούσε την πρώτη εν Ελλάδι καταγγελία της προσωπολατρίας, δηλαδή της μετεξέλιξης του σταλινισμού σε ένα Κόμμα-Σύστημα με ολοκληρωτικές αντιλήψεις.
Βρέθηκα λοιπόν την εποχή εκείνη να διαφωνώ με την ΕΔΑ, γιατί δεν ήθελα με κανέναν τρόπο την «συνύπαρξη» με όσους εξακολουθούσα να θεωρώ εχθρούς του ελληνικού λαού και που η μόνη σχέση που έβλεπα να μπορούσα να έχω μαζί τους ήταν ο «Τρίτος Γύρος», δηλαδή η ένοπλη αναμέτρηση. Διαφωνώ επίσης με τον Κατσαρό, γιατί για πρώτη φορά ανοιχτά στην Ελλάδα τολμά να χτυπήσει τα «άγια των αγίων», το κόμμα εμπνευστή και οδηγητή της ελληνικής επανάστασης.
Γιατί όμως οι ΕΔΑίτες διαφωνούν μαζί του; Μα γιατί ο σταλινισμός έπαψε πια να είναι «ανατρεπτικός», όπως τον γνωρίσαμε, και έγινε «συμβιβαστικός». Δηλαδή, κάποιοι όπως εγώ, μείναμε σταλινικοί χωρίς τον Στάλιν. Κάποιοι άλλοι, οι ΕΔΑίτες, ήταν στην ουσία νεοσταλινικοί εναντίον του χθεσινού γνήσιου ανατρεπτικού σταλινισμού.
Και τέλος, μονάχα ο Κατσαρός ήταν εναντίον και των μεν και των δε, αποκαλύπτοντας μέσω της ποιητικής έκφρασης ότι δεν θα πρέπει να μένουμε μόνο στις εξωτερικές συνθήκες, πιέσεις και πειθαναγκασμούς, αλλά να πάμε στην ουσία των πραγμάτων, στη ρίζα του κακού που μεταμόρφωσε κάτω από τα μάτια μας ένα κίνημα ανατρεπτικό, επαναστατικό και επομένως βαθύτατα δημοκρατικό, από την άποψη ότι εκφράζει πιστά τη θέληση του απλού λαού, σε μια νέα εξουσία πυραμιδική, με νέους μονάρχες, πρίγκιπες, εξουσιαστές, που κι αυτοί κυβερνούν απολυταρχικά στο όνομα του λαού…
Αυτή την αλήθεια ομολογώ ότι έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να την αντιληφθώ, να την κατανοήσω και να την αποδεχθώ. Σχεδόν τριάντα χρόνια, όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με το ποίημα αυτό και να το κάνω Ορατόριο. Να γιατί θεωρώ ιεροσυλία τους εκ των υστέρων αφορισμούς και καταδίκες χωρίς τη βαθιά γνώση των ιστορικών συνθηκών που έτυχε σε κείνες τις εποχές (πόλεμος, αντίσταση, εμφύλιος) να είναι πολύ πιο δυνατές από τη βούληση των απλών ανθρώπων που ήσαν υποχρεωμένοι σε όποια πλευρά και αν ανήκαν να υπακούουν στις όποιες επιταγές της συγκεκριμένης στιγμής. Όταν οι ιστορικοί άνεμοι ξεπερνούν τα 10 Μποφόρ, τι κάνουν ανάμεσα στα αφρισμένα κύματα τα καρυδότσουφλα-άνθρωποι, δεξιοί, αριστεροί, κομμουνιστές κ.λπ.; Θα ‘λεγα πως ακόμα και κυβερνήσεις και χώρες ολόκληρες ήσαν τότε υποχρεωμένες να ακολουθούν την πορεία που τους επέβαλλαν αυτές οι ιστορικές θύελλες που δρούσαν με τη δύναμη βιβλικών φαινομένων.
Ας κρίνουμε λοιπόν πρόσωπα, κόμματα, πολιτικούς με βάση την κάθε ιστορική στιγμή και τις συγκεκριμένες συνθήκες και θα ανακαλύψουμε τις οβιδιακές μεταμορφώσεις από το απόλυτα θετικό έως το απόλυτα αρνητικό, όπως λ.χ. στην περίπτωση του Ιωσήφ Στάλιν, που λόγω της επετείου των 50 χρόνων από τον θάνατό του είναι της μόδας να κακοποιούν τη μνήμη του με πλήρη άγνοια της Ιστορίας, οχυρωμένοι πίσω από το οπλοστάσιο των συκοφαντιών που χάλκευσαν οι αντίπαλοι όχι του αρνητικού Στάλιν αλλά κυρίως του θετικού (γιατί όπως και να το κάνουμε, υπήρξε και τέτοιος), δηλαδή αυτού που κατάφερε σε χρόνο-ρεκόρ, στη δεκαετία του ’30, να οικοδομήσει, μέσα από το τίποτα, τα ερείπια και την ανυπαρξία οποιασδήποτε υποδομής, ένα σύγχρονο κράτος με ισχυρή βιομηχανία, γεωργία, υπηρεσίες, υγεία, παιδεία, πολιτισμό και αθλητισμό. Με ένοπλες δυνάμεις ικανές -μετά τα πρώτα χτυπήματα της Βερμαχτ- να ανακάμψουν, να περάσουν στην αντεπίθεση και τελικά να συντρίψουν τη χιτλερική μηχανή υψώνοντας στο Βερολίνο την Κόκκινη Σημαία. Όλα αυτά τα θετικά επιτεύγματα αποκρυσταλλώθηκαν στο ήθος του σοβιετικού λαού όπως το είδαμε να εκφράζεται σε πράξεις πρωτοφανούς στα χρονικά των λαών ηρωισμού για την υπεράσπιση της πατρίδας. Ήταν αλήθεια ένας πρωτότυπος τρόπος για να εκφράσει ο δήθεν χειμαζόμενος από τη δικτατορία του Στάλιν σοβιετικός λαός την αντίθεση και το μίσος του για τους τυράννους του…
Όμως, όπως αποδεικνύεται από τα ίδια τα πράγματα, χωρίς τον Στάλιν η Σοβιετική Ένωση θα είχε γίνει εύκολη λεία των Γερμανών, που σημαίνει ότι ο δρόμος για τη Μεγάλη Γερμανία του Χίτλερ «των χιλίων ετών» θα ήταν ανοιχτός. Έχοντας κατακτήσει την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Σοβιετική Ένωση, ο δρόμος θα ήταν ανοιχτός και για τον τελικό στόχο του Χίτλερ, την κατάληψη της ίδιας της Αμερικής, που θα του εξασφάλιζε την παγκυριαρχία του μέσα στους αιώνες…
Όμως ο Στάλιν δεν βοήθησε μόνο στην άμυνα αλλά και στη νίκη. Χωρίς αυτή τη στρατηγική και τακτική που με προσωπική του ευθύνη εφαρμόστηκε, δεν θα υπήρχε αυτή η πρωτοφανής μετατροπή της Σοβιετικής Ένωσης, και μάλιστα μέσα σε συνθήκες πολέμου, σε μια χώρα με τόσο υψηλό επίπεδο βιομηχανικής παραγωγής, και ειδικά πολεμικής, ώστε να εξοπλιστεί ο Κόκκινος Στρατός με μέσα (αεροπλάνα, τανκς, πυροβολικό, όπλα, επιμελητεία, εφεδρείες) ανώτερα της Βερμαχτ σε συνδυασμό με την κατάκτηση μιας νέας πολεμικής στρατηγικής -που εμείς στις εξορίες τη μελετήσαμε με το όνομα «σταλινική στρατηγική»- που νίκησε στην πράξη κατά μέτωπο τη Βερμαχτ (μάχη με μάχη) σε όλα τα επίπεδα τόσο των μέσων όσο και των μεθόδων.
Από όλες αυτές τις απόψεις ο Στάλιν εκείνης της εποχής υπήρξε ο Μεγάλος Νικητής, αυτός που έθαψε τον Χίτλερ και τον Χιτλερισμό και που μετά τη Χιροσίμα υψώθηκε σε μοναδικό ανάχωμα ικανό να σταματήσει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος με ηγέτη τον Τρούμαν και τους στρατηγούς τύπου Μακ Άρθουρ (που τον καλούσε να ρίξει πυρηνικές βόμβες στην Κίνα ενώ ο Τσόρτσιλ του φώναζε «Ρίξε τώρα την ατομική βόμβα στη Μόσχα») έβλεπε ότι είχε μια μοναδική ευκαιρία να κυριαρχήσει παγκοσμίως, μια και το κύριο εμπόδιο, η Σοβιετική Ένωση, έβγαινε βαθιά τραυματισμένη από τον πόλεμο με 20 εκατομμύρια νεκρούς και το σύνολο του εδάφους από τα ευρωπαϊκά σύνορα ως τη Μόσχα, το Λένινγκραντ και το Στάλινγκραντ σωριασμένο σε ερείπια που κάπνιζαν.
Αυτόν λοιπόν τον Στάλιν, τον θετικό, τον καλό, που ήταν και δικός μας σύντροφος, όσων πολεμούσαμε τον κοινό εχθρό, τον Στάλιν που συνέτριψε τον Χιτλερισμό και σταμάτησε τον ιμπεριαλισμό την εποχή που μονοπωλούσε τα πυρηνικά, αυτόν χτυπούν όσοι τον χτυπούν με επιχειρήματα από το οπλοστάσιο αυτών που έχασαν και ζημιώθηκαν: των φαντασμάτων του Χιτλερισμού, που βρήκαν πρόσφορο έδαφος στον αναδυόμενο αντικομμουνισμό και στους ακραίους κύκλους των ιμπεριαλιστών, που δεν του συγχωρούν ότι χάρη στην προσωπική του στάση και πολιτική δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν την απειλή του πυρηνικού πολέμου (Χιροσίμα) σαν απαρχή της παγκόσμιας ηγεμονίας τους. Θα έπρεπε να καθυστερήσουν περίπου μισό αιώνα, για να αποφασίσουν σήμερα, χωρίς το φάντασμα ενός νέου Στάλιν, να προχωρήσουν στην εφαρμογή του υπέρτατου στόχου τους, της Pax Americana, δίνοντας με τους βιβλικούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ δείγματα της θηριώδους, βαρβαρικής και κτηνώδους φύσης του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.
Πηγή: Ελευθεροτυπία 19 Μαΐου 2003
Θεοδωράκης Μίκης, Πού να βρω την ψυχή μου, Ιδέες, Εκδ. Νέα Σύνορα – Λιβάνης, 2003 σελ. 457-470
Στο 2ο μέρος: Η στάση των αντισταλινικών της Αριστεράς στην Ελλάδα και η αναγκαιότητα των σοβιέτ.