skip to Main Content

Η οικοδόμηση της λαϊκής εξουσίας

Θεωρώ ότι η στάση των αντισταλινικών της Αριστεράς είχε ως τελικό αποτέλεσμα μαζί με τα ξερά να καούν και τα χλωρά. Ώστε ό,τι χτίστηκε από τους κομμουνιστές με τόσες θυσίες ήταν όλο ξερό και θα έπρεπε να μπει στην πυρά; Δεν υπήρξε τίποτα θετικό; Να λοιπόν σήμερα που συντελέσαμε κι εμείς οι ανανεωτές της Αριστεράς στη μετατροπή του άλλοτε σοσιαλιστικού στρατοπέδου σε σωρό ερειπίων. Θα πρέπει λοιπόν να είμαστε υπερήφανοι για τα «άνθη» που φύτρωσαν επάνω σ’ αυτά τα ερείπια; Μήπως δεν είναι τα «άνθη» αυτά που έχουν συμβάλει αποφασιστικά στη σημερινή ασυδοσία της μοναδικής υπερδύναμης; Θάψαμε τον Στάλιν. Ζήτω ποιος; Μήπως ο Μπους;

***

Για μένα, ακόμα και αν ο Στάλιν, στην περίοδο που ακολούθησε το τέλος του πολέμου, υπέκυψε στις Σειρήνες της προσωπολατρίας, δεν έπαψε ποτέ να λειτουργεί μέσα μου σαν ένας από τους τελευταίους γνήσιους κομμουνιστές επαναστάτες, φόβητρο των φασιστών, ναζιστών ιμπεριαλιστών. Δεν είναι ο Στάλιν για μένα, αλλά οι επίγονοι, που με αφορμή και πλαίσιο την προσωπολατρία παραποίησαν την Επαναστατική Εξουσία μεταμορφώνοντάς την σε προσωπική. Από τον Κρουστσώφ και μετά έπαψε να υπάρχει πράγματι κομμουνιστικό κίνημα.

Η κατεδάφιση του Σταλινισμού από τον νέο Γεν. Γραμματέα ήταν το πρόσχημα για να εγκαταλειφθεί ο επαναστατικός χαρακτήρας του κομμουνισμού και η σοβιετική εξουσία να μεταβληθεί σε ένα απολυταρχικό καθεστώς, που στο όνομα του κομμουνισμού διαστρέβλωνε, κακοποιούσε και τελικά θανάτωνε λίγο-πολύ τον κομμουνισμό. Έτσι, για μένα τελικά το «Κατά Σαδδουκαίων» έγινε κατανοητό και αποδεκτό κάτω από το πρίσμα των οβιδιακών μεταμορφώσεων της λαϊκής εξουσίας, όπως καταλήξανε στα εξουσιαστικά μορφώματα που γνωρίσαμε όλοι…

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ασχολήθηκα τελικά με τους «Σαδδουκαίους» στη δεκαετία του ’80. Από την επομένη της μεταπολίτευσης (1974) έβλεπα με αγωνία να στήνονται κομματικοί μηχανισμοί στον χώρο της Αριστεράς στα πρότυπα της πυραμιδικής εξουσίας, έτοιμοι να παγιδεύσουν, να απορροφήσουν και να εγκλωβίσουν το μαζικό κίνημα την ώρα που η πτώση της χούντας τού έδινε μια νέα θεαματική δυναμική. Δυναμική που δημιουργούσε μέσα στον Λαό, και ιδιαίτερα μέσα στη νεολαία, μια κίνηση προς τα εμπρός με ανατρεπτικά και αναγεννητικά στοιχεία. Θεωρούσα τον εαυτό μου σαν κάποιον ειδικό σ’ αυτού του είδους τα λαϊκά κινήματα ύστερα από τη θητεία μου στο ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ και τους Λαμπράκηδες. Γνώριζα τις ιδιότητες και τις δυνατότητές τους στην πράξη. Και τα θεωρούσα όχι μόνο σαν τη γενεσιουργό-κινητήρια δύναμη σε κάθε προσπάθεια κοινωνικής αναμόρφωσης αλλά και σαν εγγυητή απέναντι στις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός νέου κομματικού-πολιτικού κατεστημένου στον χώρο της ευρύτατης Αριστεράς, που χωρίς την ύπαρξη ενός ανατρεπτικού και ζωντανού κινήματος θα καταλήξει μοιραία στην απέναντι όχθη: της κοινωνικής και πολιτιστικής στασιμότητας. Της αντίδρασης.

Κατά την άποψή μου η διατήρηση αυτού του ζωντανού κινήματος ήταν ευθύνη της Αριστεράς που το είχε δημιουργήσει από την Αντίσταση και μετά. Και για τον λόγο αυτό υπήρξα τόσο επίμονος στην προσπάθεια για την ενότητα της Αριστεράς: Πρώτον, στα 1968 ευθύς μετά τη διάσπαση, δεύτερον στα 1969 στο Στρατόπεδο Ωρωπού, τρίτον στα 1970 στο Παρίσι, τέταρτον στα 1974 στην Αθήνα (Ενωμένη Αριστερά), πέμπτον στα 1978 στην Αθήνα (ΚΕΑ – Κίνημα για την Ενότητα της Αριστεράς).

Τελικά απέτυχα. Έπρεπε τώρα να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι αν η θεωρία μου είναι σωστή, ότι δηλαδή για την εφαρμογή μιας συνεπούς πολιτικής της Αριστεράς είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου, ζωντανού, αναγεννησιακού κινήματος, τότε δεν θα έπρεπε πλέον να ελπίζω για ουσιαστική αλλαγή στη χώρα μου, δεδομένου ότι τα δύο μεγάλα κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, είχαν απορροφήσει την πλειοψηφία της Αριστεράς και την είχαν παγιδεύσει μέσα σε θηριώδεις κομματικούς μηχανισμούς. Επί πλέον με τρόμαζε η προοπτική ότι με το ΠΑΣΟΚ στην Εξουσία ο βαρύς και αντιδραστικός κρατικός μηχανισμός ήταν υποψήφιος να «παντρευτεί» με κείνον του ΠΑΣΟΚ. Ότι δηλαδή αυτά που είχαμε καταδικάσει σαν ελεύθεροι αριστεροί στον δικό μας χώρο, δηλαδή τα κρατικο-κομματικά εξαμβλώματα της μετασταλινικής εποχής, τα βλέπαμε τώρα να χτίζονται στη χώρα μας με τη συνεργασία οικονομικών και άλλων κύκλων που είχαν διακριθεί σε αντικομμουνιστική υστερία. Ένα έκτρωμα γεννιόταν μπροστά στα μάτια μας, το οποίο περιέργως κανείς δεν το έβλεπε ή έκανε ότι δεν το βλέπει. Μου έλαχε και πάλι ο κλήρος, εγώ, ένας σταλινικός των ηρωικών εποχών, να πρέπει να καταγγείλω και να πολεμήσω αυτό το νεοσταλινικό -χωρίς τον Στάλιν- μόρφωμα. Γεγονός που μας οδηγεί στον ορισμό ότι σταλινισμός είναι η παγίδευση του αριστερού κινήματος από μια πυραμιδικού τύπου εξουσία που αποφασίζει και δρα με τη δική της λογική και τα δικά της συμφέροντα, τα συμφέροντα της νέας εξουσίας, του μηχανισμού που τη στηρίζει και των οπαδών, που κι αυτοί για δικό τους προσωπικό ο καθένας όφελος την ακολουθούν.

Δεν μου απέμεινε παρά μόνο το όπλο της Τέχνης. Εδώ θα αναφερθώ μόνο σε δύο έργα: την Όπερα «Κώστας Καρυωτάκης» και το Ορατόριο «Κατά Σαδδουκαίων». Τώρα, με την πάροδο του χρόνου, σκέφτομαι πόσο μεγαλόψυχες υπήρξαν οι κάθε είδους εξουσίες εκείνης της εποχής, αφού… μου επέτρεψαν να αναπνέω. Και μάλιστα ευρισκόμενες στη φάση της αλαζονείας που τόσο άδικους και σκληρούς κάνει τους ανθρώπους. Όμως την εποχή εκείνη βρήκα ένα αναπάντεχο καταφύγιο αλλά και εφαλτήριο για τα μεγάλα μου έργα στην Ανατολική Γερμανία. Το πώς και το γιατί δεν είναι του παρόντος. Όμως οι «Σαδδουκαίοι» υπήρξαν παραγγελία του Μουσικού Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου και έγινε η πρώτη παγκόσμια εκτέλεσή του. Δώρο εξ ουρανού; Είτε τακτικός ελιγμός; Εν πάση περιπτώσει θυμάμαι ότι πολλοί κύκλοι στο Βερολίνο και στη Δρέσδη δέχτηκαν την ποίηση του Κατσαρού με ιδιαίτερη ανακούφιση… Άλλωστε, μπορεί κανείς πολλά να καταλάβει από το πάθος της απαγγελίας στο «Κατά Σαδδουκαίων» του Γερμανού ηθοποιού που κατά κάποιον τρόπο έκανε την επανάστασή του ενάντια στον Χόνεκερ…

***

Για να επανέλθω στον Στάλιν, σαν την προσωποποίηση ενός ιστορικού πειράματος, θα πρέπει κατ’ αρχήν να υπογραμμίσουμε το κύριο χαρακτηριστικό που προέκυψε από την Οκτωβριανή Επανάσταση: Κάποιοι θέλησαν να αποδείξουν ότι ο δρόμος του καπιταλισμού δεν είναι μονόδρομος. Τους έλαχε όμως ο κλήρος να πρέπει να εφαρμόσουν τις θεωρίες τους μέσα σε μια όχι μόνο υπανάπτυκτη αλλά και κατεστραμμένη χώρα. Το ίδιο συνέβη και στα δύο άλλα κράτη όπου χτίστηκε εκ του μηδενός ένα νέου τύπου καθεστώς: στην Κίνα του Μάο και στο Βιετνάμ του Χο-Τσι-Μινχ. Ο δε Στάλιν, που παρέλαβε ερείπια μετά το θάνατο του Λένιν, έχτισε δύο φορές τη Ρωσία από το τίποτα. Πριν από τον Πόλεμο και μετά τον Πόλεμο.

Αυτοί που δαιμονοποιούν όσους τον μισούν για να χτυπήσουν τον Στάλιν, μένουν αποκλειστικά στις Δίκες της Μόσχας, λες και τότε δεν υπήρχε άλλη έγνοια για τα εκατομμύρια τους Σοβιετικούς πολίτες. Επίσης, δεν μας λένε τι είδους σοσιαλισμό – κομμουνισμό έχεις τη δυνατότητα να χτίσεις επάνω σε ερείπια. Δεν μένει παρά μόνο η βασική επιλογή: για ποιους και με ποιους χτίζεις. Και στο ερώτημα αυτό θαρρώ πως είναι ολοφάνερο ότι η νέα εξουσία των Σοβιέτ τόλμησε να κάνει αυτό το γιγάντιο βήμα, επιλέγοντας τον ίδιο το λαό να χτίσει μόνος του και για τον εαυτό του τη νέα κοινωνία. Στις συνθήκες αυτές που έπρεπε να ικανοποιηθούν οι άμεσες ανάγκες, ο λαός κρίνει αποκλειστικά κάτω από το πρίσμα του τελικού αποτελέσματος. Όταν σου πέφτει ο κλήρος να ανοικοδομήσεις μια βομβαρδισμένη πόλη, όπου δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο, όπου οι άνθρωποι ζουν στα ερείπια, χωρίς τροφή, νερό, θέρμανση και τα άλλα στοιχειώδη, ό,τι και αν είσαι, καπιταλιστής ή σοσιαλιστής, κομμουνιστής ή αναθεωρητής, την ίδια πολιτική θα πρέπει να εφαρμόσεις έως ότου χτιστούν τα σπίτια, εξασφαλιστεί η τροφοδοσία, η ασφάλεια, η ζεστασιά. Και μετά θα έρθουν τα υπόλοιπα, η εργασία, η υγεία, η παιδεία, η ψυχαγωγία κ.λπ.

Η διαφοροποίηση θα αρχίσει από τη στιγμή που τα σπίτια, τα εργοστάσια, η παραγωγή δεν θα ανήκουν σε όλους, αλλά σε λίγους. Πράγμα που φυσικά δεν έγινε στη Σοβιετική Ένωση.

Πολλοί τώρα μας λένε ότι ο Στάλιν κατήργησε τα Σοβιέτ. Όμως τα Σοβιέτ τα κατήργησε ο Λένιν, γιατί οι εργάτες συζητούσαν αδιάκοπα χωρίς να αποφασίζουν, με αποτέλεσμα να σταματήσει η παραγωγή. Φυσικά, δεν τα πούλησε στους καπιταλιστές, αλλά τα παρέδωσε σε εκλεγμένα συμβούλια, που έπαιξαν το ρόλο του μάνατζερ, που φρόντιζαν να πηγαίνει μπροστά η παραγωγή και λογοδοτούσαν στους εργάτες, που αυτοί και μόνο αποφάσιζαν για τις συνθήκες και τους όρους εργασίας.

Σήμερα δεν μιλά κανείς για την κατάσταση στην ύπαιθρο. Την εποχή της επανάστασης υπήρχαν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες που είχαν στην ιδιοκτησία τους όχι μόνο χιλιάδες εκτάρια γης, αλλά και χιλιάδες ανθρώπους-δούλους, κτήμα τους, περιουσία τους, που μπορούσαν να τους πουλούν και να τους αγοράζουν, σαν ζώα.

Όταν ο Λένιν είπε «η γη στους αγρότες», οι αγρότες δουλοπάροικοι και οι αγρότες δούλοι ήσαν έρμαια στα χέρια των κουλάκων και του κλήρου, που τους ξεσήκωναν ενάντια στα Σοβιέτ. «Δεν θέλουμε τη γη. Η γη ανήκει στα αφεντικά μας που έχουν την ευλογία του Θεού». Οι κουλάκοι ήταν αγρότες της εμπιστοσύνης των γαιοκτημόνων που σιγά σιγά αποτέλεσαν μια ενδιάμεση τάξη στην υπηρεσία των γαιοκτημόνων.

Ως συνήθως έγιναν βασιλικότεροι του βασιλέως.

Τα Σοβιέτ βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα. Δεν περίμεναν αυτή τη λυσσαλέα αντίδραση και επί πλέον δεν είχαν δυνάμεις μέσα στον αγροτικό κόσμο. Έτσι αναγκάστηκαν να φτιάξουν «μπριγκάντες», δηλαδή ομάδες κομμουνιστών της πόλης, για να πάνε στην ύπαιθρο και να πείσουν τους αγρότες να δεχτούν τη δωρεά της Σοβιετικής Ένωσης. Να γίνουν, δηλαδή, αφεντικά στη γη που τους ανήκε.

Όμως όσο περνούσε ο καιρός τόσο οι κουλάκοι και ο κλήρος γίνονταν περισσότερο επιθετικοί και αδίστακτοι. Τις περισσότερες φορές σκότωναν τους κομμουνιστές της πόλης που πήγαιναν στην ύπαιθρο. Άλλοτε πάλι τους κατήγγελλαν ότι είναι όργανα του Σατανά, γεγονός που φόβιζε τους αγράμματους αγρότες που ήσαν όλοι θεοσεβούμενοι, ελεγχόμενοι απολύτως από τον κλήρο, ενώ από την άλλη μεριά οι αιώνες δουλείας μέσα στους οποίους πέρασαν τη ζωή τους, τους έκαναν να τρέμουν την οργή των αφεντικών. Έτσι η γεωργία έμενε στάσιμη. Η παραγωγή έπεφτε σε μια στιγμή που η Ρωσία λιμοκτονούσε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ήσαν τεράστιες, οπότε η σκέψη για τη δημιουργία συνεταιρισμών ήταν αναγκαία. Πώς ένας αγρότης, και μάλιστα εκείνης της εποχής, θα ήταν δυνατόν να καλλιεργήσει μόνος του έναν κλήρο λ.χ. 50 και 100 στρεμμάτων; Δεν θα έπρεπε τα μέσα παραγωγής, εργαλεία, τρακτέρ, λιπάσματα, αποθήκες, να είναι κοινά για ένα σύνολο αγροτών; Αυτό είναι το περίφημο και κατασυκοφαντημένο Κολχόζ και αργότερα Σοβκόζ.

Η απάντηση των κουλάκων, που ήσαν ελεύθεροι να προπαγανδίζουν τις ιδέες τους και να ξεσηκώνουν τους αγρότες εναντίον των Σοβιέτ, ήταν καταλυτική. Κατάφεραν τελικά να πείσουν τους αγρότες να σφάξουν όλα τα ζωντανά τους, ώστε να δοθεί ένα θανάσιμο χτύπημα στην παραγωγή. Έτσι εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγες μέρες όλα τα ζωντανά της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Θυμάμαι ότι σε κάποια έκθεση, στη δεκαετία του ’60, διάβασα ότι το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό ώστε ακόμα και τότε ο αριθμός των ζώων ήταν κατώτερος από κείνον της δεκαετίας του ’20…

Μετά ήρθε η σειρά των μεγάλων πυρκαγιών. Έκαιγαν τα σπαρτά σε περιοχές πιο μεγάλες από τη δική μας Θεσσαλία. Δεν ήσαν όμως μόνο οι κουλάκοι που προέβαιναν σ’ αυτές τις καταστροφικές ενέργειες, αλλά και διάφορες πολιτικές ομάδες που εναντιώνονταν στο Κομμουνιστικό Κόμμα, που κι αυτές έκαναν κάθε είδους σαμποτάζ, με κορυφαίο την ανατίναξη του φράγματος στον Δνείπερο, το περίφημο Δνειπεροπετρόφσκ, το μεγαλύτερο έργο όπως έλεγαν της εποχής, αφού πρώτα δολοφόνησαν τον επίτροπο που ήταν ο επικεφαλής γι’ αυτό το έργο.

Την ίδια εποχή, οι δυτικές δυνάμεις ενίσχυαν κάθε είδους εσωτερική αντίθεση και φυσικά και τα ένοπλα κινήματα. Έως ότου επιτέθηκαν δεν ξέρω πόσες χώρες και ανάμεσα σ’ αυτές και η Ελλάδα με στρατιωτικές δυνάμεις στην Κριμαία για να ρίξουν το καθεστώς.

Επομένως θα έπρεπε παράλληλα με την ανοικοδόμηση να υπάρξει στρατός για να υπερασπιστεί τα σύνορα και πολιτοφυλακή για να αντιμετωπίσει τα σαμποτάζ και τις δολοφονίες στελεχών.

Η ποιοτική διαφορά του νέου καθεστώτος έναντι του καπιταλισμού υπήρξε η οικοδόμηση της λαϊκής εξουσίας μέσω των Εργατικών-Αγροτικών Επαγγελματικών Συνδικάτων και Ενώσεων, μέσα στις οποίες λαμβάνονταν όλες οι αποφάσεις που είχαν σχέση με τα προβλήματα εργασίας, παραγωγής, αμοιβών και ασφάλισης. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων μέσω των Συνδικάτων και των Ενώσεων υπήρξε η κινητήρια δύναμη που μετέτρεψε την αχανή Σοβιετική Ένωση από χώρα καθυστερημένη και υπανάπτυκτη σε χώρα σύγχρονη και πολιτισμένη μέσα σε διάστημα 10-15 ετών.

Όχι μόνο λοιπόν αποδείχθηκε στην πράξη ότι είναι δυνατός και ένας άλλος δρόμος οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης πέραν του καπιταλισμού, αλλά ακόμα ορισμένες κατακτήσεις, όπως λ.χ. στους τομείς της Εργασίας, Ασφάλισης, Υγείας, Παιδείας, Πολιτισμού και Αθλητισμού υπερέβησαν τα επιτεύγματα του καπιταλισμού. Και μάλιστα, σε χρόνο-ρεκόρ.

Σκέφτομαι λοιπόν ότι αν εξετάσουμε τα πράγματα ρεαλιστικά, δηλαδή τα τοποθετήσουμε μέσα σε κείνες τις ιστορικές συνθήκες και με κείνα τα συγκεκριμένα εμπόδια, δυσκολίες, αντιπαλότητες, σ’ εκείνα του επιπέδου ζωής, παραγωγής, μόρφωσης των λαϊκών στρωμάτων, την κατάσταση στην Αγροτιά, τη Βιομηχανία, το Κράτος, το Στρατό, την Ασφάλεια, την Υγεία, την Παιδεία – εάν τοποθετήσουμε μέσα σε όλα αυτά τα συγκεκριμένα και πραγματικά πλαίσια των λαών της Σοβιετικής Ένωσης την προσπάθεια ανόρθωσης και του χτισίματος από τα θεμέλια ενός καινούργιου κοινωνικού και κρατικού οικοδομήματος, τότε άραγε ποιον χαρακτηρισμό θα δίναμε για την πολιτική που εφαρμόστηκε;

Εγώ δεν βρίσκω παρά μονάχα μία βασική διαφορά από όσα έως τότε γνωρίζαμε. Ότι δηλαδή δεν υπήρχε η ατομική ιδιοκτησία και ότι ο κάθε πολίτης, με βάση το Σύνταγμα και τους Νόμους, ήταν συνιδιοκτήτης της εθνικής περιουσίας.

Και μόνο από την άποψη της ηθικής βαρύτητας και σημασίας σε σχέση με τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του πολίτη, το γεγονός και μόνο ότι αισθάνεται κανείς ότι είναι συνιδιοκτήτης, συνυπεύθυνος συνταγματικά κατοχυρωμένος, αποτελεί κοσμοϊστορική αλλαγή μέσα στην Ιστορία της ανθρωπότητας.

Είναι ανόητο να συνδέουμε αυτή τη μοναδική περίοδο της παγκόσμιας Ιστορίας μόνο με ένα πρόσωπο, τον Ιωσήφ Στάλιν, και ένα Κόμμα, το ΚΚΣΕ. Σε μια χώρα των 250 εκατομμυρίων, θέλεις δεν θέλεις είσαι υποχρεωμένος να εμπιστευθείς δεκάδες εκατομμύρια απλών ανθρώπων που τελικά είναι αυτοί που θα βάλουν τη σφραγίδα τους σε ό,τι μέλλει γενέσθαι, καλό ή κακό. Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι από τη μια στιγμή στην άλλη. Αυτοί που τους έλαχε ο κλήρος να χτίσουν τη νέα κοινωνία έβγαιναν μέσα από την παλιά με τις προλήψεις, τις προκαταλήψεις, τα πιστεύω, τα διαμορφωμένα μέσα στους αιώνες ένστικτα, καλοί, κακοί, μοχθηροί, άγγελοι, δαίμονες, μέτριοι, ιδιοφυείς, καθάρματα και ιδεολόγοι. Τελικά, αυτή η φουσκωμένη θάλασσα των εκατομμυρίων πολιτών, αυτή θα γίνει το Κόμμα, ο Στρατός, η Ασφάλεια, τα Συνδικάτα. Αυτή η θάλασσα, πιο δυνατή κι από τον πιο μεγάλο Στάλιν, θα είναι η υπεύθυνη για τη μορφή και το περιεχόμενο της νέας κοινωνίας και του νέου κράτους».


Πηγή: Ελευθεροτυπία 20 Μαΐου 2003

Θεοδωράκης Μίκης, Πού να βρω την ψυχή μου, Ιδέες, Εκδ. Νέα Σύνορα – Λιβάνης, 2003 σελ. 470-481

Στο 3ο μέρος: Η μεγάλη αγάπη των Ρώσων για την πατρίδα τους – Τα αίτια της κατάρρευσης των ανατολικών καθεστώτων

Back To Top