skip to Main Content

Σημείωμα του Μίκη Θεοδωράκη για το έργο θεία Λειτουργία (Mlssa Creca) για μικτή χορωδία, 1982, σε κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου

Μέσα στο μουσικό σύμπαν του νεοέλληνα, σίγουρα η εκκλησιαστική μουσική κατέχει την πρώτη θέση κι ας μην το συνειδητοποιεί καλά καλά κι ο ίδιος. Δεν έχει γι’ αυτό παρά ν’ αθροίσει τις ώρες που πέρασε μέσα στην εκκλησία για τον α ή β λόγο. Κι αν είναι κι αν δεν είναι αυτό που λέμε «θρήσκος». Βαφτίσια, γόμοι, κηδείες. Μεγάλη Εβδομάδα, κυριακάτικα πρωινά, γιορτές και δοξολογίες. Έτσι, το υφάδι της μουσικής του μνήμης είναι φτιαγμένο σ’ έναν μεγάλο βαθμό από τους ήχους της εκκλησίας: ύμνους, ψαλμούς, ευχολόγια. Άλλοτε βυζαντινούς, άλλοτε μεταβυζαντινούς -αυτό που λέμε σύγχρονη εκκλησιαστική μουσική.

Ο νεοέλληνας συνθέτης, θέλει δεν θέλει, δέχεται κι αυτός τις μουσικές αυτές επιδράσεις. Ο λαϊκός, αυθόρμητα, τις έχει κιόλας περάσει στα τραγούδια του. Ο λόγιος, όπως είπαμε, αυτός που περνά από τα ωδεία, διδάσκεται να ξεχάσει τις εθνικές μουσικές του μνήμες, και ιδιαίτερα τη βυζαντινή μουσική παράδοση! Αν είναι δυνατόν να υπάρχουν ωδεία όπου αγνοείται 100% τόσο η βυζαντινή όσο και η δημοτική μουσική μας παράδοση!

Προσωπικά είχα την τύχη να ζυμωθώ από μικρός με τη μουσική της εκκλησίας. Μαθητής του δημοτικού, στο Αργοστόλι, συμμετείχα στην εκκλησιαστική χορωδία που σχημάτιζε κάθε χρόνο ο μητροπολίτης για τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής. Τώρα που τα έβαλα ατόφια μέσα στην Τρίτη Συμφωνία, μπορώ να πω ότι νιώθω σαν να εκπλήρωσα το πιο βαρύ μου χρέος απέναντι σε εκείνο που θεωρώ νερομάνα της μουσικής μας -και όχι μόνο μουσικής- μνήμης: τη βυζαντινή παράδοση.

Μετά το Αργοστόλι, στην Πάτρα και στον Πύργο, συμμετείχα πάντα σε εκκλησιαστική χορωδία, για να καταλήξω στην Τρίπολη (1940-43) να διευθύνω πια ο ίδιος τη χορωδία της Αγίας Βαρβάρας. Τότε έγραψα και τα πρώτα μου εκκλησιαστικά δοκίμια: Σε υμνούμεν, Χερουβικά, Δοξολογία, με κορύφωμα στα 1942 να συνθέσω την Κασσιανή, που και σήμερα την τοποθετώ ανάμεσα στα κορυφαία μου έργα.

Το πρόβλημα για τη σύνθεση μιας ολοκληρωμένης Λειτουργίας με απασχόλησε από εκείνη την εποχή. Μου έλειπε όμως η ωριμότητα, μιας και πάντα πίστευα ότι ένα τέτοιο έργο, προορισμένο να ψάλλεται τις Κυριακές στις εκκλησίες, θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά απλό αλλά και μεστό, «λαϊκό» αλλά μαζί και κατανυκτικό. Να μπορεί να τραγουδιέται από ανθρώπους που να μην έχουν ιδιαίτερες μουσικές γνώσεις. Γι’ αυτό άλλωστε και επέλεξα την τριφωνία. Μια τριφωνία όσο γίνεται περισσότερο απλή, προορισμένη πιότερο για τους ερασιτέχνες παρά για τους επαγγελματίες. Φυσικά, το κύριο πρόβλημα ήταν να δημιουργήσω έναν μελωδικό κόσμο και σ’ έναν βαθμό αρμονικό, που να προσφέρει κάτι καινούριο στη μουσική της εκκλησίας, χωρίς ταυτόχρονα να ξεφεύγει από τα πλαίσια της παράδοσης. Γι’ αυτό το τελευταίο, η κρίση -αν τελικά το πέτυχα- ανήκει όπως πάντα στον λαό και στον χρόνο.

Δεν μπορώ να πω ότι δεν με απασχολούσε παράλληλα και το πρόβλημα της συνεργασίας μου με την ελληνική Εκκλησία, δεδομένου ότι οπαδός της ελληνικής Αριστερός εδώ και σαράντα χρόνια, ήταν εύκολο και κατανοητό να κατηγορηθώ για βασική αντίφαση στο επίπεδο της ιδεολογίας. Κι όλα αυτά πριν δημιουργηθεί αυτό το «νεοορθόδοξο» κίνημα, λίγους μήνες μετά την πρώτη παρουσίαση της Λειτουργίας μου στη Μητρόπολη της Τρίπολης (Μάρτης 1983) -συμπτωματικά ασφαλώς-, πράγμα που μπερδεύει οπωσδήποτε την ήδη περιπεπλεγμένη κατάσταση…

Εδώ θα πρέπει να πω ότι πέρασα από τον χριστιανισμό την εποχή της εφηβείας (1940-42). Μάλιστα, τον ίδιο καιρό, μοίραζα την αγάπη μου ανάμεσα στον Χριστό και στον Πλάτωνα -ή πιο σωστά τον Σωκράτη- και νομίζω ότι ο Μαρξ και ο Λένιν ήρθαν μέσα μου εντελώς φυσιολογικά να ολοκληρώσουν και κυρίως να θεμελιώσουν και να τεκμηριώσουν τη βαθύτατη ηθική, ψυχική και πνευματική ανάγκη που ένιωθα για τη θεοποίηση του Ανθρώπου. Το μήνυμα της Ειρήνης και της Αγάπης, κοινό σε όλους τους πνευματικούς οδηγούς μου που προανέφερα, ήταν ακόμα το θεμέλιο πάνω στο οποίο έχτιζα τις σχέσεις μου με τους άλλους, με την πνευματική αναζήτηση και δημιουργία, και κυρίως με τον ίδιο τον εαυτό μου.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ολόκληρο το 1944 (όταν πια ήμουν οργανωμένος εαμίτης) συνέθεσα ένα ορατοριακό έργο για χορωδία και ορχήστρα εγχόρδων με κείμενα δικά μου, όπου αγωνιωδώς αναζητούσα τον Θεό. Τον αναζητούσα στο Φως, τον αναζητούσα στο Σκότος. Και τον βρήκα, στο τέλος, στο πρόσωπο του Ανθρώπου. «Να τοι τώρα οι προλετάριοι που ανεβαίνουν από τον βυθό». Και δεν είχα άδικο… Στα σκληρά χρόνια που ακολούθησαν (1945-50), σε πόσες και πόσες περιπτώσεις δεν έζησα αυτό το συγκλονιστικό συναίσθημα που νιώθει κανείς όταν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη θεοποίηση του Ανθρώπου. Δηλαδή, την υπέρβαση των ορίων του βιολογικού επιστητού και την ταύτιση με το πνευματικό ιδεώδες που δεν είναι άλλο παρά η θυσία και ο θάνατος: Σωκράτης – κώνειο, Χριστός – σταύρωση. Σύντροφος – εκτέλεση…

Έτσι, για μένα δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίφαση σε κανένα επίπεδο. Και κυρίως στον χώρο της ηθικής και ψυχικής ακεραιότητας, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η προσπέλαση στον χώρο του δημιουργικού στοχασμού, που είναι βασικά και η καλλιτεχνική δημιουργία. Γιατί τη θρησκευτικότητα δεν την εγκατέλειψα ούτε μια στιγμή. Δεν την αναζήτησα όμως ούτε στα κείμενα του Αγίου Όρους ούτε μέσα στις θεολογικές συζητήσεις. Αντίθετα, τη βίωνα και τη βιώνω κάθε στιγμή -και μπροστά σε κάθε πρόκληση της ζωής- προσπαθώντας να είμαι ολοκληρωμένος, ακέραιος άνθρωπος, που για μένα σημαίνει ταύτιση με το ιδεώδες, το καθαρό και το συγκεκριμένο, δηλαδή τη θεοποίηση του Ανθρώπου.

Αυτή η δυαδικότητα, θα έλεγα, ανάμεσα σε ένα παραδοσιακό θρησκευτικό συναίσθημα που περνά μέσα από τη σημερινή ζωντανή εκκλησιαστική λειτουργικότητα και τη συμπαντική θεώρηση της ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων συμβολίζεται με την ταυτόχρονη σχεδόν σύνθεση και παρουσίαση των δύο Λειτουργιών.

Η Λειτουργία για τα παιδιά, σε κείμενα του Τάσου Λειβαδίτη, παίχτηκε σε πρώτη εκτέλεση στις 2 Μάϊου 1983 στην εκκλησία Αγ. Ιακώβου της Στοκχόλμης από τη Χορωδία Motet Στοκχόλμης και στις 7 Μάϊου 1983 από τη Χορωδία Κρόιτς Κορ στο Φεστιβάλ της Δρέσδης. Στα 1977, στον Μουσικό Αύγουστο που οργάνωσα στον Λυκαβηττό, παρουσίασα τα Λυρικά, που αργότερα κυκλοφόρησαν κα σε δίσκο. Όμως η μορφή αυτή δεν με ικανοποιούσε πλήρως. Πίσω από τους στίχους του Λειβαδίτη αισθανόμουν έντονα την παρουσία αυτού του συμπαντικού θρησκευτικού συναισθήματος που έχει ανάγκη από μία Εκκλησία στις διαστάσεις της υφηλίου για να χωρέσει και να εκφραστεί. Σε αυτή την Εκκλησία, ο Άγιος είναι ο καθένας και όλοι, είναι δηλαδή ο απλός άνθρωπος. Ο Θεός είναι ο άνθρωπος. Είναι ο Υιός του Ανθρώπου. Είναι κυρίως τα σκοτωμένα παιδιά, η Άννα Φρανκ, ο Ιμπραήμ, ο Εμιλιάνο. ο Τσε Γκουεβάρα. Είναι η Αγία Μάνα και ο Άγιος Παρτιζάνος…

Το βασικό θρησκευτικό αίσθημα είναι η πανδημιουργός Αγάπη, όπου γύρω της συμβολικά -στο τέλος του έργου- πέντε παιδιά από τις πέντε ηπείρους πιασμένα χέρι χέρι σκύβουν και φιλούν το χορτάρι.

Ας προσθέσω εδώ για την ιστορία, ότι το τραγούδι αυτό το έγραψα στα 1944, μέσα στο μυαλό μου, λίγα λεπτά πριν με σύλλαβε η Γκεστάπο στη στροφή της Νέας Σμύρνης. Τότε, μπροστά στα μάτια μου, σκότωσαν βασανίζοντάς τον φριχτά τον σύντροφο κι εγώ θυμάμαι ότι περιμένοντας τη σειρά μου έφτιαχνα το τραγούδι αυτό, με τη βεβαιότητα ότι για άλλη μία φορά μέσα σ’ εκε .: το σφαγείο ο Άνθρωπος είχε γίνει Θεός.

Μίκης Θεοδωράκης

 

Πηγή: Μίκης Θεοδωράκης, Μια ζωή δημιουργίας, ειδική έκδοση ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΗ, 2018

Back To Top