To 2004 εκδίδεται από τις εκδόσεις μικρός Ιανός ένα μικρό επετειακό βιβλίο με δύο τελευταία και δημοσιευμένα άρθρα του Μίκη Θεοδωράκη, όπου παρουσιάζει το φίλο του Μάνο Χατζηδάκι και τη σχέση τους. Ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει για τη φιλία τους, τα κοινά τους όνειρα, τους παράλληλους μουσικούς τους δρόμους. Μια από καρδιάς εξομολόγηση, αφιερωμένη στον φίλο που έφυγε πριν 10 χρόνια στις 15 Ιουνίου του 1994. Η πρώτη δημοσίευση των άρθρων έγινε στις εφημερίδες: «Το ΒΗΜΑ» 15-6-2003 και «Καθημερινή, 18-3-1999 & 7 ημέρες 6-6-1999
Το πρώτο δημοσιευμένο εγκώμιο έγινε στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων στις 4 Δεκεμβρίου 1952 και έχει συμπεριληφθεί στο βιβλίο του με τίτλο «Για την Ελληνική Μουσική», που πρωτοεκδόθηκε το έτος 1961 από την «Επιθεώρηση Τέχνης» και επανεκδόθηκε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το 1986.
Ο Μάνος κι εγώ
Εφημερίδα «Το ΒΗΜΑ» 15-6-2003
Στο βιογραφικό του σημείωμα σε πρώτο πρόσωπο, που έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις από τον Νοέμβριο του 1980 ως τον Μάρτιο του 1981, καταλήγει ως εξής: «(…)Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι: Aδιαφορώ για τη δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ. Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας. Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, τη σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα». Ο Μίκης Θεοδωράκης στο κείμενο που ακολουθεί (ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε σαν σήμερα, το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 1994) επιβεβαιώνει τα παραπάνω μέσα από την περιγραφή της σχέσης του με τον Μάνο Χατζιδάκι, αποκαλύπτοντας μια πολυσύνθετη προσωπικότητα, έναν δημιουργό που, όπως καταλήγει, «τα αθάνατα έργα του θα φωτίζουν πάντα τους ανθρώπους, έλληνες και αλλοδαπούς».
H πρώτη μας συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι έγινε την άνοιξη του 1945. Ημαστε και οι δυο εν τη γενέσει μας συνθέτες, με κοινά πρότυπα τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής.
H Ελλάδα ήταν τότε μια κατεστραμμένη χώρα και, το πιο σοβαρό, με αβέβαιο μέλλον. Μπορεί οι Γερμανοί να είχαν φύγει και ο λαός να ζούσε τη χαρά της απελευθέρωσης, όμως όλοι ή σχεδόν όλοι γνωρίζαμε ότι η ευτυχία μας ήταν προσωρινή και ότι καινούργιες συμφορές ήταν μπροστά μας.
H πρώτη μας συνύπαρξη με τον Μάνο έγινε στις κουίντες του θεάτρου της Βρετάνιας. Αυτός είχε γράψει τη μουσική για «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» του Αλέξη Δαμιανού κι εγώ διηύθυνα τη μικρή χορωδία από Επονίτες. Κάπου κάπου τον αντικαθιστούσα στο αρμόνιο. Ο θίασος των Ενωμένων Καλλιτεχνών ήταν ο επίσημος θίασος της Αριστεράς, του EAM, κι αυτό από μόνο του έδειχνε το ιδεολογικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκαμε και οι δύο. Αλλωστε αυτό ήταν κάτι το αυτονόητο για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής νεολαίας και ιδιαίτερα της σκεπτόμενης. Τότε ο Μάνος έκανε τα πρώτα του βήματα προς τη δημοσιότητα, προς τη φήμη, για να φτάσει συντομότερα από κάθε άλλον στην κορυφή.
Ηταν ένας συμφωνιστής
Οταν αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο ένας το σπίτι του άλλου, αυτός να έρχεται στη Σμύρνης 39 στη Νέα Σμύρνη κι εγώ στη Μάνου 3 στο Παγκράτι, ήταν φυσικό να παίζουμε ο ένας στον άλλο τις συνθέσεις μας στο πιάνο. Ακολουθούσε συζήτηση στην αρχή για τη μουσική, με κατάληξη στην πολιτική. H διαφορά μας τότε ήταν ότι εγώ ήμουν οργανωμένος και γι’ αυτό θα έλεγα φανατισμένος. Δεν ήθελα να δω την πραγματικότητα που μου ανέλυε με την τετράγωνη λογική του ο Μάνος, όμως αυτές οι διαφωνίες μας, αντί να μας απομακρύνουν, μας έφερναν πιο κοντά: Εγώ τον εκτιμούσα ακόμα πιο πολύ γιατί συμφωνούσα στο βάθος με την ορθότητα και την εντιμότητα της σκέψης του. Εκείνος πάλι έβλεπε ότι ήμουν πιασμένος στο δόκανο ενός «πρέπει» που με οδηγούσε πέρα από τη λογική… Οταν βρέθηκα στα 1947 εξόριστος στην Ικαρία, μου έγραψε: «Εχω τύψεις που εσύ είσαι εκεί κι εγώ έμεινα εδώ…».
Ο Μάνος ήταν ένας συμφωνιστής… Θυμάμαι σαν και τώρα τα καυτά μεσημέρια του θέρους του 1946, μόνοι μας στα τελευταία καθίσματα του λεωφορείου που ανέβαινε τη Συγγρού. Κάθε μεσημέρι η μητέρα μου μας έκανε το τραπέζι και μετά πηγαίναμε για τις δουλειές ή τις σπουδές μας στην Αθήνα. Ο Μάνος μού μιλούσε ασταμάτητα για τα συμφωνικά έργα που είχε στο μυαλό του και για τους πιο απίθανους συνδυασμούς οργάνων που θα χρησιμοποιούσε. Π.χ., τρία τρομπόνια και δύο άρπες για το ένα, ορχήστρα πνευστών με σόλο τσέλο για το άλλο… και ούτω καθ’ εξής.
Στο μεταξύ όμως η ζωή γινόταν όλο και πιο δύσκολη… Εκείνος άρχισε να δουλεύει στου Fix (εργοστάσιο πάγου) κι εγώ εφημεριδοπώλης, για το μεροκάματο. H αλήθεια είναι ότι ο δικός μου πατέρας μού εξασφάλιζε το καθημερινό πιάτο, όμως δεν ήθελα να τον επιβαρύνω για τα έξοδα των σπουδών μου, ενώ ο Μάνος ήταν ο ίδιος πατέρας, γιος και αδελφός. Επρεπε αυτός να δουλέψει για να ζήσει τη μικρή του οικογένεια. Ενα βαρύ καθήκον που έμελλε να τον κυνηγά για πολλά χρόνια και τελικά θα τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη, τη συμφωνική μουσική. Μονάχα στην τελευταία περίοδο της ζωής του με την ίδρυση της Ορχήστρας των Χρωμάτων θα μπορέσει να αφεθεί ολοκληρωτικά στο μεγάλο του πάθος διευθύνοντας συμφωνικά έργα.
Μήπως όμως δεν είχε μια από τις καλύτερες δισκοθήκες στον κόσμο; Χιλιάδες δίσκοι, κυρίως «κλασικοί». Και το σπουδαιότερο: τους άκουγε όλους! Ετσι μπορώ να πω ότι κανείς στην Ελλάδα δεν γνώριζε καλύτερα τη μουσική του 20ού αιώνα (πέραν των κλασικών εννοείται), τους σύγχρονους ερμηνευτές, τις φημισμένες ορχήστρες, τις μουσικές σχολές και όλες τις ιδιαιτερότητες της σύγχρονης μουσικής.
Με έκρυβε από τον θάνατο
Μετά τον Εμφύλιο ο Χατζιδάκις ήταν ήδη πολύ γνωστός κυρίως από τις μουσικές που έγραψε για το θέατρο. Οταν ξεκινούσε με τον Κάρολο Κουν, με τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, στα 1948, δεν μπόρεσα να αντισταθώ και πήγαμε με τη Μυρτώ στην πρεμιέρα. Ημουν παράνομος και κινδύνευα την ίδια τη ζωή μου. Καθήσαμε στα πίσω καθίσματα, για να κρύβομαι, και μαγεμένος από τη θεσπέσια μουσική του τού έστειλα ένα μικρό σημείωμα που το είχε φυλάξει και μου το έδειχνε συχνά με μεγάλη πάντα συγκίνηση. Υποθέτω τόσο για τα καλά μου λόγια όσο και γιατί γνώριζε τους κινδύνους που αψήφησα για να είμαι κοντά του σ’ εκείνη την ξεχωριστή για κείνον στιγμή. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί σήμερα την ιδιαιτερότητα εκείνων των καιρών. Πόσο ο θάνατος σεργιανούσε στις γειτονιές της Αθήνας και πόσο διακινδύνευες αν τύχαινε να βοηθήσεις κάποιον… μελλοθάνατο. Και ο Μάνος ήταν από τους λίγους που στην περίπτωσή μου δεν φοβήθηκε τις συνέπειες. Μου άνοιξε το μικρό του σπίτι στο Παγκράτι και με έκρυβε συστηματικά. Πόσο όμορφες ήταν εκείνες οι μέρες που ο θάνατος καιροφυλακτούσε, όμως εμείς – ίσως γι’ αυτό – παίζαμε αμέτρητες ώρες στο πιάνο τις συνθέσεις μας, ανταλλάσσαμε απόψεις και όνειρα, επιθυμίες και σχέδια, αδιαφορώντας αν μια στιγμή αργότερα όλα θα είχαν τελειώσει…
Τα παιδικά μας τραγούδια
Είχαμε συνθέσει και οι δύο «παιδικά» τραγούδια. Γιατί «παιδικά»; Ισως γιατί οι στίχοι έβγαιναν από σχολικά βιβλία με τους εθνικούς μας ποιητές. Ισως γιατί το ύφος ήταν απλό, διάφανο, άμεσο για να τραγουδηθεί από παιδιά και μεγάλους… Πόσες και πόσες μελωδίες από τις «παιδικές» μας συνθέσεις δεν έγιναν αργότερα γνωστά τραγούδια… Ο Μάνος τα χρησιμοποίησε στο θέατρο. Εγώ στις… όπερες! Γραμμένα όλα στα είκοσί μας χρόνια ήταν, θα λέγαμε, η μουσική μας ταυτότητα. Πράγματι, τα ακούσματά μας ήταν ακόμα λίγα και οι ξένες επιρροές λιγότερες, έτσι μέσα σ’ αυτά τα έργα ήμαστε «εμείς»… Κάποτε αποφασίσαμε να τα πάμε στο υπουργείο Παιδείας. Υπήρχαν πολλοί φίλοι που μας προέτρεπαν. «Αυτά θα πρέπει να τα μάθουν τα ελληνόπουλα» μας έλεγαν.
Πόσο όμως ντροπιαστήκαμε όταν διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε κατάλληλη διεύθυνση, υπάλληλοι, αρμόδιοι… Ολοι μάς κοίταζαν έκπληκτοι. Οι περισσότεροι θα μας θεώρησαν ψώνια… «Ακούς εκεί παιδικά τραγούδια»… Τέλος, τα αφήσαμε σε κάποιο γραφείο, όπου οι υπάλληλοι τα έθαψαν κάτω από σωρούς εγγράφων. Ομως σε πείσμα τους εκείνα κατάφεραν να επιζήσουν με άλλο τρόπο, να γίνουν γνωστά και να αγαπηθούν από τους Ελληνες.
Για να δώσω ένα πρόχειρο παράδειγμα, θυμάμαι πως ο Οδυσσέας Ελύτης είχε ενθουσιαστεί με κάποιο τραγούδι που έγραψα επάνω σε ποίηση Βαλαωρίτη στα 1938… Ετσι αργότερα έβαλε νέους δικούς του στίχους και έγινε το τραγούδι «Ανάμεσα Σύρο και Τζια». Ο Μάνος χρησιμοποίησε τις μελωδίες από τα δικά του «παιδικά» στη «Μικρή Λευκή Αχιβάδα» (κι από κει στο «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» ή το ανάποδο), στον «Ματωμένο γάμο», στα τραγούδια για τον Μπρεχτ και ποιος ξέρει σε πόσα άλλα γνωστά τραγούδια.
Ημαστε λοιπόν βασικά μελωδιστές με κοινή φιλοδοξία να συνθέσουμε συμφωνικά έργα. Και το τραγούδι; Το ελαφρό τραγούδι που δέσποζε τότε δεν παρουσίαζε για μας το παραμικρό ενδιαφέρον σαν αντικείμενο σοβαρής μουσικής ενασχόλησης. Οσο για το λαϊκό, θυμάμαι ότι από το 1946 ο Μάνος μάς έπαιζε σε πιάνο τις διασκευές του πάνω σε τραγούδια του Μητσάκη και άλλων. Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο απέδιδε πιανιστικά τις πενιές των μπουζουκιών με τις επαναλαμβανόμενες νότες έγινε σχολή… Ομως για μας τους ορκισμένους συμφωνιστές η μεταγραφή λαϊκών μελωδιών στο «ευρωπαΐζον» πιάνο δεν πήγαινε πέρα από το στοιχείο της γραφικότητας. Το ίδιο και με τις «Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές». Και όμως ένα μυστηριώδες κύμα μιας κρυφής γοητείας μάς κατακυρίευε σιγά σιγά. Γιατί, αλήθεια, τόσο μεγάλη και βαθιά συγκίνηση για πράγματα τόσο απλά; Τι ήταν αλήθεια τα έργα αυτά μπροστά σε έναν Στραβίνσκι, έναν Μπάρτοκ, έναν Σοστακόβιτς, για να μας συγκινούν και να μας καθηλώνουν;
Στο σημείο αυτό χώρισαν οι δρόμοι μας με τον Μάνο, για να ξανασμίξουν λίγα χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του ’60.
H λύτρωση από τις φαντασιώσεις
Νομίζω ότι ο Μάνος βρήκε τότε, στη δεκαετία του ’50, τον δρόμο του που αργότερα θα γινόταν και δικός μου δρόμος. Το θέατρο, το Ελληνικό Χορόδραμα και αργότερα ο κινηματογράφος τον βοήθησαν να λυτρωθεί από τις φαντασιώσεις των προτύπων της ευρωπαϊκής μουσικής και να ακολουθήσει έναν δρόμο μοναδικό, προσωπικό, πρωτότυπο και βαθιά ελληνικό. Ο «Καραγκιόζης» ήταν ένα καθαρό αριστούργημα γεμάτο μελωδικές ιδέες, η μια πιο φωτεινή απ’ την άλλη, και ρυθμικές παραλλαγές γεμάτες πρωτοτυπία και λάμψη. H πρώτη γραφή του για πιάνο ήταν για μένα και η πιο γνήσια και αποκαλυπτική. Οταν ακολούθησε η ενορχήστρωση, τότε άρχισαν και τα προβλήματα που παραμένουν άλυτα έως σήμερα. Πώς μπορείς να ενορχηστρώσεις ένα καθαρά ελληνικό έργο χωρίς να προδώσεις τον βαθύτερο χαρακτήρα του;
Στο μεταξύ η δική μου αγωνία συνεχιζόταν παίρνοντας όλο και πιο δραματική μορφή για μένα. Με το ένα μάτι στη Δύση και με το άλλο στην Ελλάδα… Τι να κάνω; Πώς να το κάνω; Πώς να συνδυάσω, πώς να παντρέψω αυτούς τους δύο κόσμους;
Οταν άκουσε ο Χατζιδάκις τη δική μου «Ελληνική Αποκριά» (1953, Ελληνικό Χορόδραμα), τον είδα με μεγάλη μου ανακούφιση να συμφωνεί. Αλλωστε το έπαιζε συχνά με την Ορχήστρα των Χρωμάτων και είχε κάνει απόπειρες να ολοκληρώσει μια ηχοληψία όπως ο ίδιος την ήθελε: με τελειότητα. Τι ήταν εν τέλει το έργο αυτό; Νομίζω μια πρόταση για ενορχήστρωση ενός καθαρά ελληνικού μουσικού υλικού…
Ευτύχησα να είμαι μαζί του στην Οπερα της Ρώμης στα 1953, όταν ο Ανδρέας Παρίδης διηύθυνε με τους ιταλούς μουσικούς τον «Καραγκιόζη» και την «Ελληνική Αποκριά». Βγαίναμε και οι δύο για πρώτη φορά στην εμβληματική Ευρώπη των μεγάλων συμφωνιστών! Την επομένη εγώ θα πήγαινα στο Παρίσι να δαμάσω επιτέλους τα φαντάσματα της συμφωνικής μουσικής που με βασάνιζαν, ο δε Μάνος θα γύριζε στην Ελλάδα ακολουθώντας έναν δρόμο που ο ίδιος είχε στρώσει και που θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση μιας κορυφής που ήταν ίσως η πιο ψηλή για όλους μας: Το Ελληνικό Τραγούδι.
H «Στέλλα» και ο «Επιτάφιος»
Συνθέτοντας συνεχώς συμφωνικά έργα βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ σ’ έναν μουσικό κόσμο που στο βάθος με απομάκρυνε από την Ελλάδα. Ισως γι’ αυτό δεν χαιρόμουν πια με τις όποιες επιτυχίες μου, γιατί η αναγνώριση προερχόταν από ένα κοινό που δεν με αφορούσε.
Οταν πήγα και είδα τη «Στέλλα», θυμάμαι ότι μέθυσα κυριολεκτικά με τις μελωδίες του Χατζιδάκι. Πήγα και ξαναπήγα έως ότου τις μάθω καλά για να τις παίζω στο πιάνο. Πόσο τυχερός είναι, έλεγα μέσα μου, που μπορεί να εκφράζεται 100% ελληνικά, χωρίς φιοριτούρες, πολύπλοκες κατασκευές και σκοτεινές συγχορδίες. Πόσο ήμουν δυστυχισμένος σε εκείνη την πρώτη διεθνή αναγνώριση, ιδιαίτερα μετά την «Αντιγόνη» στο Κόβεντ Γκάρντεν. Χαιρετώντας από τη σκηνή το αριστοκρατικό κοινό της πρεμιέρας, αποφάσισα ακριβώς εκείνη τη στιγμή να το βάλω στα πόδια και να γυρίσω στη φυσική μου κοίτη, στην πατρίδα μου.
Λες και μάντεψε τη σκέψη μου ο Γιάννης Ρίτσος, μου έστειλε τότε τον «Επιτάφιο» (1958). Ευθύς μόλις έγραψα τα τραγούδια, τα έστειλα – πού αλλού – στον Χατζιδάκι. Οταν τον συνάντησα τον άλλο χρόνο στο σπίτι του στο Παγκράτι, έβγαλε και μου έδειξε τους μαγικούς δίσκους Fidelity με τα πρώτα του τραγούδια. Πόσο ήταν πλήρης, ευτυχής, ολοκληρωμένος. Κι εγώ πόσο τον ζήλεψα εκείνη τη στιγμή: Ενα κοινό εφηβικό μας όνειρο, να πάει η μουσική μας παντού, εκείνος το πραγματοποιούσε. Τότε τον ρώτησα: «Πήρες τον «Επιτάφιο», Μάνο; Τι γνώμη έχεις;». Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω αν μπορεί να ηχογραφηθεί… Ομως εκείνος φαίνεται ότι έβλεπε στο πρόσωπό μου τη συνέχιση του κοινού μας ονείρου, του συμφωνιστή:
– Εσύ γράφεις συμφωνικά έργα και πας πολύ καλά. Κατάφερες αυτό που και οι δύο επιθυμούσαμε τόσο. [Ωστόσο εγώ τα έβλεπα ανάποδα, πίστευα πως εκείνος τα είχε καταφέρει καλύτερα.] Τώρα παίζεται στην Επίδαυρο η μουσική σου για τις «Φοίνισσες», συνέχισε. Εχεις παραγγελίες, μπαλέτα, γίνεσαι γνωστός στην Ευρώπη. Ναι, γνωρίζω τον «Επιτάφιο», όμως πρέπει να σου πω ειλικρινά ότι δεν είναι αντάξιός σου…
Το φαινόμενο Χατζιδάκις
Βαθιά γοητευμένος δεν είπα λέξη. Ο Μάνος μάς είχε καλέσει με τη Μυρτώ σε γεύμα στην Πλάκα. Ελαμπε. Ο κόσμος τον αναγνώριζε. Τον θαύμαζε. Τον αγαπούσε. Το φαινόμενο Χατζιδάκις δέσποζε ήδη στο κέντρο του εθνικού μας στερεώματος.
Τον επόμενο χρόνο εν τούτοις ο Μάνος ηχογράφησε πρώτος τα τραγούδια του «Επιτάφιου», κάνοντας έτσι τις πορείες μας παράλληλες. Το πόσο ήταν όχι μόνο παράλληλες αλλά και παρόμοιες το δείχνει η κοινή μας αγάπη τόσο για το τραγούδι όσο και για τη συμφωνική μουσική. Εγώ την έδειξα με συμφωνικές συνθέσεις, ενώ ο Μάνος με τη διεύθυνση συμφωνικών έργων.
Αλλωστε μήπως δεν υπήρξε διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας, της Λυρικής Σκηνής, του Γ’ Προγράμματος και δεν είχε σειρά άλλων δραστηριοτήτων που έδειχναν τα πραγματικά του ενδιαφέροντα; Μήπως η πνευματική του καλλιέργεια, τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα, οι κοινωνικές του ευαισθησίες δεν εκδηλώνονταν κάθε τόσο, με την έκδοση, λ.χ., του «Τέταρτου», καθώς και με τις καίριες παρεμβάσεις του σε φλέγοντα θέματα, παρεμβάσεις που συχνά έβαζαν στα γεγονότα τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του; Μιας προσωπικότητας που είχε την πολυτέλεια να δηλώνει προσωπικός φίλος του Καραμανλή και παράλληλα να υποστηρίζει θέσεις πέραν ακόμα των επισήμων απόψεων της Αριστεράς.
Διαφορετικός παντού και σε όλα
Ο Χατζιδάκις ήταν «διαφορετικός» και ήταν περήφανος γι’ αυτό και είχε τη μεγάλη δύναμη να το δείχνει σε πολύ δύσκολους καιρούς, γιατί το θεωρούσε πράξη ελευθερίας και ολοκλήρωσης. Θα έλεγα ότι ήταν διαφορετικός παντού και σε όλα. Το εκπληκτικό ήταν ότι το εγνώριζε πριν ακόμα το υποψιαστούν οι άλλοι. Ηταν οικείος, πάντα μέχρι του σημείου που εκείνος ήθελε, ήταν εκείνος που σε κάθε περίπτωση έθετε τους «κανόνες του παιχνιδιού», και είχε μια «μεγαλοπρέπεια» θα έλεγε κανείς και ένα κύρος που μπροστά του δεν υπήρχε δεύτερη γνώμη. Γιατί ο Χατζιδάκις δεν έγινε μεγάλος. Γεννήθηκε μεγάλος! Και ακόμα, είχε το προσόν να επιβάλλει στους άλλους αυτή την πραγματικότητα. Οταν μιλούσε, διατύπωνε τόσο άρτια, με τόσο άψογα ελληνικά και τόσο τέλεια τεκμηριωμένα οτιδήποτε έθιγε, που σε έπειθε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ηταν μια αυθεντία. Μια μοναδική περίπτωση ανθρώπου που σε καθήλωνε μονάχα με ένα βλέμμα.
Εμένα προσωπικά, πέραν όλων των άλλων, με γοήτευε. Ναι, ήταν ένας γόης. Ως άνθρωπος, ως διανοούμενος και ως συνθέτης. Και νομίζω ότι αυτή η γοητεία αποτελεί την πεμπτουσία της μουσικής του που αναστατώνει τις αισθήσεις και τη σκέψη μας. Τον κάνει απολύτως οικείο και παράλληλα τόσο διαφορετικό – τόσο πιο σημαντικό – από όλους εμάς. Ενα δώρο των θεών στη χώρα μας, που με μικρούς συνδυασμούς ήχων τόσο προσωπικών, δηλαδή με τις μαγικές του μελωδίες, φτάνει στα βάθη της εθνικής συλλογικής μας ευαισθησίας, ρουφάει το μεδούλι της και μας το δωρίζει με αθάνατα έργα που θα φωτίζουν πάντα τους ανθρώπους, Έλληνες και αλλοδαπούς.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ – ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Εφημερίδα «Καθημερινή, 18-3-1999 & 7 ημέρες 6-6-1999
Για τον Μάνο Χατζιδάκι μού είναι αδύνατον να μιλήσω αντικειμενικά. Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1944 και έκτοτε η παρουσία του στη ζωή μου υπήρξε διαρκής και έντονη. Πιστεύω ότι το ίδιο κατά κάποιον τρόπο συνέβη και με κείνον. Σε όλη τη διάρκεια της συνύπαρξης μας υπήρχε ταυτόχρονα απώθηση και ταύτιση, απαξίωση (απόρριψη κριτική) και εκτίμηση, σκεπτικισμός και θαυμασμός, πολεμική και συνεργασία. Στο βάθος δεν φταίγαμε εμείς, αλλά τα… γονίδια μας που είχαν μεταξύ τους τόσο βαθιές αντιθέσεις και ταυτόχρονα μιαν ανεξήγητη αμοιβαία έλξη. Τουλάχιστον εγώ σπάνια αρνήθηκα τόσο πολύ, αλλά και θαύμασα ακόμα πιο πολύ έναν άνθρωπο.
Σχεδόν όλος ο κόσμος μας ταυτίζει. Τουλάχιστον ως μουσικούς. Και όμως η αντίθεση μας ειδικά ως προς τη μουσική υπήρξε ριζική. Εγώ ξεκίνησα με τη φιλοδοξία να γίνω κάποτε συμφωνιστής. Εκείνος κατέληξε να ερμηνεύει και μάλιστα με ένα δικό του μουσικό συγκρότημα, συμφωνικά έργα. Εγώ δεν εμπιστευόμουν την έμπνευση, αλλά εργάσθηκα σκληρά για να αποκτήσω τεχνική, εκείνος απολάμβανε τη ζωή του και εμπιστευόταν το ένστικτο και την ιδιοφυΐα του. Αλλά και σε σχέση με τη λαϊκή μας μουσική -ανεξαρτήτως του αποτελέσματος- οι αντιλήψεις και οι πρακτικές μας ήσαν εντελώς αντίθετες. Και νομίζω ότι αντανακλούσαν τις ιδεολογικές και πολιτικές μας αντιλήψεις. Ίσως ο Μάνος να αποδείχτηκε τελικά περισσότερο ρεαλιστής απέναντι στην έννοια «Λαός» από μένα που αμέσως μετά την Κατοχή τον αντιμετώπιζα με έντονη ρομαντική διάθεση σαν απόλυτη ηθική και πολιτιστική αξία. Από την στάση μας αυτή, νομίζω, προέκυψε η βασική μας αντίθεση ως προς το λαϊκό τραγούδι που εκείνος το αντιμετώπισε απ’ έξω και εκ των άνω -σαν λόγιος συνθέτης- και το θεωρούσε σαν πρώτη ύλη, ενώ εγώ, ζυμωμένος και ταυτισμένος όπως είπα με αυτό το ασαφές αμάλγαμα, τον «Λαό», ένιωσα πραγματικά σαν λαϊκός συνθέτης (προσθέτοντας για να ακριβολογώ το «έντεχνο»), δήλωσα μαθητής των Τσιτσάνη-Βαμβακάρη κ.λπ. και προσπάθησα να προχωρήσω το ίδιο το λαϊκό τραγούδι εκ των έσω και όχι εκ των άνω.
Εξ ου και η βασική μας διαφορά στη χρήση των λαϊκών οργάνων. Ο Μάνος χρησιμοποίησε το μπουζούκι μόνο στα τραγούδια των φιλμ, που όμως ποτέ δεν τα παραδέχτηκε σαν γνήσια πνευματικά του τέκνα. Στα έργα που υπέγραφε όπως στον «Ματωμένο Γάμο» ή τις «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές», τις λαϊκότροπές του μελωδίες, όπως και τις μελωδίες των λαϊκών συνθετών που χρησιμοποιούσε, τις εμπιστευόταν σε «λόγια» όργανα, όπως το βιολοντσέλο και το πιάνο. Ακόμη και στη δική του εκδοχή του «Επιτάφιου» χρησιμοποίησε μαντολίνο αντί για μπουζούκι. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν έγινε η πρώτη ακρόαση του δικού μου «Επιτάφιου» στο σπίτι του στην οδό Μάνου 3 στο Παγκράτι, οι εκλεκτοί καλλιτέχνες που ήταν εκεί άρχισαν να γελούν ακούγοντας τον Χιώτη και μετά τον Μπιθικώτση. «Δεν πιστεύουμε να το κάνεις αυτό σοβαρά», μου είπαν.
«Ασφαλώς αστειεύεσαι…». Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να συμφιλιωθεί με το μπουζούκι. Εξάλλου ο Χατζιδάκις της μεταχουντικής εποχής είχε αρχίσει να αποβάλλει τις παλιές, αριστοκρατικές του αντιλήψεις.
Θα έλεγα ότι ξαναγύριζε όλο και πιο πολύ στις εφηβικές του αριστερές ρίζες.
Στο τέλος οδηγήθηκε σε μια θαυμαστή ωριμότητα που αντανακλούσε υπευθυνότητα και σοφία. Έτσι, συνέλαβε και εξέφραζε την ουσιαστική προοδευτική ουσία της ιστορικής συγκυρίας. Η εποχή αυτή συνέπεσε με τον καινούργιο μεγάλο του Έρωτα: την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», που το μεγάλο πάθος του γι’ αυτήν φοβάμαι ότι τον έκανε συχνά να υποβάλλει τον εαυτό του σε τόσο και τέτοιο άγχος και μόχθο, που τον οδήγησαν σε πρόωρο τέλος.
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Χαρακτηριστικό του Χατζιδάκι υπήρξε η πρώϊμη ωριμότης του. Η ευφυΐα και η αντίληψη του τον καθιστούσε ξεχωριστό μέσα στο περιβάλλον και στην εποχή του. Παράλληλα διέθετε ένα άκρως ευαισθητοποιημένο ένστικτο και εκλεπτυσμένο γούστο που τον βοηθούσε να ανακαλύπτει την ομορφιά και την αλήθεια όταν οι άλλοι ήσαν ακόμη ανυποψίαστοι.
Είχε θερμό χαρακτήρα. Κακώς κατά τη γνώμη μου προβάλλεται η αναμφισβήτητα ισχυρή ερωτική του πλευρά. Για μένα προείχε η φιλική του διάσταση. Αυτή που του προσέδιδε ένα βαθύτατο ανθρώπινο χαρακτήρα στις σχέσεις του. Και ακόμη πιο πολύ νομίζω, το στοιχείο της αγάπης. Για μένα αυτό το τελευταίο ήταν που με γοήτευε και με συγκινούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο άνθρωπος Χατζιδάκις, σημαδεμένος από τον αβάσταχτο πόνο της αγάπης, φάνταζε στα μάτια μου δυνατός, αλλά και ευάλωτος. Έτσι, ανεξάρτητα από τις περιπέτειες των σχέσεων μας, ένιωθα πάντα μια απέραντη τρυφερότητα για τον ευάλωτο Χατζιδάκι που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρύψει από τους ξένους τη βαθιά πληγή της αγάπης που τον έκαιγε, αλλά και τον ανανέωνε συγχρόνως. Ήμουν γι’ αυτόν σε κάθε δύσκολη στιγμή του ο μεγάλος του αδελφός. Στις προσωπικές μας σχέσεις μου άρεσε να τον ακούω να μιλάει. Δεν τον διέκοπτα ποτέ και πάντα συμφωνούσα με τις όποιες ιδέες, σχέδια, οράματα του. Απέπνεε σε κάθε στιγμή αυθεντικότητα, πρωτοτυπία και πολύ συχνά μαγεία.
Νομίζω πως ναι, η μαγεία ήταν το αποκαλυπτικό στοιχείο του Χατζιδάκι, αδιάφορο αν αυτοσχεδίαζε στο πιάνο, αν έπαιζε το «Κομπολογάκι» του Μητσάκη με τον δικό του μοναδικό τρόπο ή αν σου μιλούσε για τον Εγγονόπουλο ή τον Μάλερ.
Εκείνο που ίσως παραξενέψει τον αναγνώστη είναι ο θαυμασμός μου για την πολιτική του σκέψη. Θυμάμαι τη συζήτηση μας στο καθιστό του Λουμίδη, όταν τα σύννεφα του Εμφύλιου σκέπαζαν τον ουρανό της Ελλάδας και όλοι μας προβληματιζόμαστε για το μέλλον. Ηταν άνοιξη του 1947. Ο Μάνος αναλύοντας την κατάσταση λέει: «Το ΕΑΜ έχασε οριστικά τη μάχη. Είναι μάταιο να διακυβεύουμε τη ζωή μας και το ταλέντο μας σε μια χαμένη υπόθεση…». Οσο κι αν τα γεγονότα ήσαν δύσκολα για την Αριστερά, δεν υπήρχε τότε ούτε ένας αριστερός που να πίστευε κάτι τέτοιο. Το ίδιο κι εγώ. Ετσι, όταν βρέθηκα σε λίγο εξόριστος στην Ικαρία, ενθυμούμενος τη συζήτηση αυτή, του έγραφα κι αυτός μου απαντούσε πάντοτε πάνω στο ίδιο πρόβλημα: το μέλλον της πατρίδας μας. Τελικά ξανασμίξαμε μετά το τέλος του Εμφύλιου. Στο μεταξύ, όταν για ένα διάστημα ήμουν παράνομος στα 1948, ο Μάνος φρόντιζε να με κρύβει σε φιλικά του σπίτια με κίνδυνο να συλληφθεί και να τιμωρηθεί γι’ αυτό. Εγώ προχωρούσα από το δύσβατο μονοπάτι της ιδεολογικοπολιτικής στράτευσης που οδήγησε την ελληνική Αριστερά στη σταύρωση.
Ετσι, η αρχή της δεκαετίας του ’50 βρίσκει τον Μάνο σε πλήρη συνθετική ακμή και λάμψη. Η αυτοπεποίθηση που του έδινε η παραδοχή του από την παντοδύναμη τότε αθηναϊκή ιντελιγκέντσια τον ωρίμασε καλλιτεχνικά και τον οδήγησε στη δημιουργία κορυφαίων έργων που έκτοτε σημάδεψαν τη σύγχρονη ελληνική μουσική.
Βλέποντας τώρα τις ομοιότητες και τις διαφορές μας με την απόσταση του χρόνου, νομίζω ότι ο ελληνικός λαός έχει τελικά δίκιο να μας ταυτίζει. Κι αυτό γιατί θεωρώ πως η μεγαλύτερη ίσως προσφορά μας υπήρξε η συμβολή μας στην εξέλιξη και διαμόρφωση του ελληνικού τραγουδιού. Ενώ η κοινή μας αγάπη για την ποίηση και τους ποιητές οδήγησε την έμπνευση μας σε κείμενα μεγάλης αξίας που ντυμένα στις μελωδίες μας έγιναν κτήμα μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού.
Ο Μίκης Θεοδωράκης για το Μάνο Χατζηδάκη το 1952
Πρέπει να είμαστε (εννοώ εμείς οι Κρητικοί) πολύ περήφανοι για τον εξαιρετικό συνθέτη που σχεδόν δέκα χρόνια τώρα βρίσκεται στην πρώτη σειρά της καλλιτεχνικής δραστηριότητας στην Πρωτεύουσα.
Εκείνο όμως που ανυψώνει σημαντικά τον Μάνο Χατζηδάκη δεν είναι φυσικά το γεγονός της παρουσίας του συνεχώς στο προσκήνιο της μουσικής μας ζωής, όσο η καινούργια ποιότητα που φέρνει στο εμπνευσμένο και πρωτοποριακό του έργο.
Είναι ο πρώτος που έκοψε οριστικά τους δεσμούς με την «ακαδημαϊκή» αντίληψη, με την τοποθέτηση της Ελληνικής παραγωγής μέσα σε μουσειακά, άψυχα πλαίσια, με το σχεδόν «εξωελληνικό» της περιεχόμενο, και διακήρυξε με το ίδιο του το έργο την ανάγκη δημιουργίας γνήσιας «νεοελληνικής» μουσικής, στηριγμένης στο απέριττο μελωδικό σχήμα των λαϊκών μας μοτίβων, απλής φωτεινής και αληθινής.
Η μουσική του υπόκρουση στον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα στα 1948, μα προ παντός η «Αχιβάδα» (που ακούσαμε πέρσυ στην Κρητική Συναυλία από την Αλίκη Βατικιώτη) είναι ένα πραγματικό ορόσημο στην ιστορία της νεοελληνικής μουσικής.
Μελωδιστής περίτεχνος ολοκάθαρος και στην πιο ασήμαντη μουσική του σύλληψη, βάζει υποκρούσεις σε 15 περίπου θεατρικά έργα, (κινηματογραφικά) φιλμ, 2 αρχαίες τραγωδίες.
Το αποκορύφωμα εν τούτοις της συνθετικής του δραστηριότητας στάθηκε η εργασία του στο «Ελληνικό Χορόδραμα», του οποίου υπήρξε άλλωστε μαζί με την Ραλλού Μάνου η πραγματική ψυχή.
Ο «Μαρσύας», ο «Καραγκιόζης», οι «Έξη Λαϊκές Ζωγραφιές» είναι έργα πνοής, είναι αληθινές κατακτήσεις, προσφορά στον αγώνα των νέων μας μουσουργών.
Απαράμιλλος ερμηνευτής των ίδιων του των έργων άρχισε ήδη απ’ την Θεσσαλονίκη την επαφή του με το μεγάλο κοινό της Ελληνικής Επαρχίας. Γνωρίζοντας πόσο οι συμπατριώτες μας και ιδιαίτερα οι Χανιώτες, υποστηρίζουν την αληθινή, την γνήσια τέχνη, αποφάσισα να τον πείσω να συμπεριλάβει και τα Χανιά μέσα στον κύκλο των συναυλιών του με την βεβαιότητα ότι το εκλεκτό και καλλιεργημένο μας κοινό θα περιβάλει τον νέο μας μουσουργό με όλη του την αγάπη, το ενδιαφέρον και την θέρμη που του οφείλεται.
Κι ακόμα με την πεποίθηση, με την πίστη ότι η επαφή του κοινού μας με το έργο του Χατζηδάκη θα το πλουμίσει αφάνταστα φέρνοντάς το σε επικοινωνία με ό,τι καλύτερο έχουμε να δώσουμε σήμερα εμείς οι νέοι συνθέτες που παλεύουμε για μια νέα ποιότητα.
Εφημ. «Κήρυξ», Χανιά 4-12-1952
ΣΧΕΤ: Μάνος Χατζιδάκις: Ο Μίκης Θεοδωράκης κι εγώ
Βιβλιογραφία
[1] Μίκης Θεοδωράκης, Μάνου Χατζηδάκι εγκώμιον, Εκδ. μικρός Ιανός, 2004Περιλαμβάνει 2 άρθρα: Εφημ. «Καθημερινή, 18-3-1999 & 7 ημέρες 6-6-1999 & Εφημ. «Το ΒΗΜΑ» 15-6-2003
[2] Θεοδωράκης Μίκης, Για την Ελληνική μουσική [1952-1961], Εκδ. Καστανιώτης, 1986