«Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στον χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή»
(«Στα περβόλια» στίχοι, μουσική Μίκης Θεοδωράκης)
Παράξενη η ζωή και τα παιχνίδια που σου φτιάχνει. Εως το 1962 ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αναμετρηθεί με τον Χάρο και είχε βγει νικητής. Τότε όμως έγραψε και μελοποίησε τα «Περβόλια». Και μετά πάλι κονταροχτυπήθηκε με τον Χάρο. Και πάλι νικητής. Ενδεχομένως στο τετράστιχο που περιλαμβάνεται «Στα περβόλια» ο συνθέτης να καταθέτει – ίσως και ασυνείδητα – την μία από τις δύο κινητήριες δυνάμεις του. Τη μάχη μέχρι εσχάτων. Τη μάχη που ο «ήρωας» γνωρίζει ότι οι πιθανότητες είναι εναντίον του αλλά τη δίνει. Τη μάχη που ο «ήρωας» φοβάται μεν δεν δειλιάζει δε.
Φιλοσοφία και στάση ζωής που διαχέει όλες τις σελίδες του νέου του βιβλίου «Μονόλογοι στο λυκαυγές» (εκδόσεις Ιανός). Το βιβλίο αυτό αποτελεί την συνέχεια και ολοκλήρωση του προηγούμενου βιβλίου του Μίκη Θεοδωράκη «Διάλογοι στο λυκόφως. 90 συνεντεύξεις».
Περιλαμβάνονται κείμενα του Μίκη Θεοδωράκη της χρονικής περιόδου 1996 έως 2016, όπως ανασύρθηκαν από το Αρχείο του. Η επιλογή έγινε από τον ίδιο, καθώς και η σειρά καταχώρησής τους. Θέλοντας να εισαγάγει τον αναγνώστη στην ουσία της σκέψης του, σε εκείνες ακριβώς τις ιδέες που επανέρχονται τακτικά και διατρέχουν το σύνολο του έργου του και της προσωπικής του φιλοσοφίας, προτίμησε να τις προτάξει στο Α΄ Μέρος, ασχέτως χρονολογίας. Το υλικό του Β΄ Μέρους, όπου περιλαμβάνονται ομιλίες, δηλώσεις και άρθρα, ακολουθεί τη χρονολογική σειρά, με στοιχεία ανασκόπησης των σημαντικότερων γεγονότων αλλά και της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ανά έτος.
Ο συνθέτης στην επίσημη παρουσία του νέου του βιβλίου μίλησε για πολλά. Κυρίως πολιτικά. Παρουσίασε – κατά την κρίση του – τα τρία πλεονεκτήματα της Ελλάδας που παράλληλα είναι και μειονεκτήματα: η γεωπολιτική της θέση, το μοναδικό κάλλος της και ο κρυφός (από τον λαό) εθνικός πλούτος της, «όσο θα είμαστε ξέφραγο αμπέλι θα μπαίνουν οι δυνάστες – οικονομικοί και πολιτικοί – που θέλουν μόνο τον πλούτο μας χωρίς να έχουν “σύμβαση” με τον ελληνικό λαό, πρότεινε να γίνει η Ελλάδα Κέντρο Παγκόσμιου Πολιτισμού και Ειρήνης «είναι η μόνη λύση», υπερθεμάτισε υπέρ του ελεύθερου χρόνου των πολιτών «όλα τα μεγάλα έργα έγιναν από λαούς που είχαν πλούσιο ελεύθερο χρόνο», τα έβαλε με τις χώρες που διαθέτουν πολεμικές βιομηχανίες, αναρωτήθηκε «τι κάνει η Αριστερά οι εργάτες δεν ξέρουν ότι παράγουν όπλα για να σκοτώσουν;», συγκινήθηκε και δάκρυσε όταν διάβασε από το βιβλίο του το σημείο περί εθνικής κυριαρχίας, στο διάβημα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια, που είχε στείλει το 2011. (σ. σ. μαζί με τον καθηγητή Γ. Κασιμάτη).
«Ο Σόιμπλε μάς κουνάει το χέρι επειδή έχουμε υπογράψει. Είμαστε δούλοι. Αυτός μαζί με τη Μέρκελ και τους άλλους είναι σαρκοφάγα ζώα. Είναι ιεροσυλία αυτό που γίνεται με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία όλα μπήκαν κάτω από το χαλί. Σήμερα ο μνημονιακός είναι πατριώτης» είπε μεταξύ άλλων ο Μίκης Θεοδωράκης και συνέχισε: «Έχει χυθεί αίμα για την ελευθερία της πατρίδας. Και το αίμα είναι ιερό. Αυτοί που αντιμετωπίζουν τον λαό ως σκουπίδια να ξέρουν ότι σε βάθος χρόνου, τα σκουπίδια αυτά μπορούν να μεταβληθούν σε δυναμίτες με απρόβλεπτες συνέπειες».
Απρόβλεπτο ήταν ίσως και τι επέλεξε να ξαναζούσε αν γυρνούσε τον χρόνο πίσω, έστω και για δέκα λεπτά. «Θα ήθελα να ήμουν στον Πύργο Ηλείας, όπου πήγαινα γυμνάσιο και κάθε βράδυ, μετά το φαγητό παρουσίαζα στους γονείς μου, τα τραγούδια που είχα γράψει. Κι αν ήταν κάποιο βαλσάκι, σηκώνονταν ο μπαμπάς και η μαμά και χόρευαν. Ο,τι πιο ωραίο και άγιο είχα στη ζωή μου, οι γονείς. Οπως φυσικά και τα παιδιά μου».
Στην αρχή της παρουσίασης του νέου βιβλίου του συνθέτη μίλησα για δύο κινητήριες δυνάμεις που τον συνοδεύουν όλα αυτά τα χρόνια. Η πρώτη η μάχη μέχρι εσχάτων. Την δεύτερη, έμμεσα την αποκάλυψε ο ίδιος. «Είχα πάντα φοβία για τον κουρέα. Δεν μπορούσα να μου πιάνει το κεφάλι και να με στριφογυρίζει». Ποια άλλα απόδειξη χρειάζεται ώστε να αντιληφθούμε ότι από αμούστακο παιδί ο Μίκης δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να ανεχτεί κάποιον στον σβέρκο του; Οτι δεν μπορούσε να ανεχτεί καμιά μορφή εξουσίας και επιβολής; Αλλωστε όπως είπε και ο ίδιος κλείνοντας την παρουσίαση «λόγω ύψους δεν μπορούσα ποτέ να υποκλιθώ. Ημουν και είμαι ανεξάρτητος. Και αυτό είναι δύσκολο».
Μίκης Θεοδωράκης, «Μονόλογοι στο λυκαυγές», Εκδόσεις IANOS, 2017
Το βιβλίο προλογίζει ο Γιώργος Κασιμάτης. Ο επίλογος είναι του Ανδρέα Μαράτου και του ίδιου του συγγραφέα. Έργο εξωφύλλου: γ. στούμπος «Χωρίς τίτλο», 2000.
Πηγή: Γιώργος Σκίντσας – Newsroom ΔΟΛ, 30/3/2017