skip to Main Content

του Γιώργου Αγοραστάκη

Ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε από τους πιο φωτισμένους δασκάλους του έθνους, ένας πνευματικός πατέρας, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του Ελληνικού Διαφωτισμού. Η προσφορά του στην ιδεολογική προετοιμασία της της Ελληνικής Επανάστασης ήταν τεράστια, ενώ η διδασκαλία του αποτέλεσε σταθμό στην διαμόρφωση του πνευματικού και πολιτικού στοχασμού του νεότερου Ελληνισμού.

Ο Αδαμάντιος Κοραής, είχε ως βασική φιλοσοφική αρχή την πίστη στη λογική του ανθρώπου την οποία αντλεί από το διαφωτισμό και υποστηρίζει τη «μετακένωση», δηλαδή την επιστροφή στους Έλληνες των ιδεών, των αξιών και της παιδείας που οι δυτικο-Ευρωπαίοι δέχτηκαν από την ελληνική κλασσική αρχαιότητα.

Γεννήθηκε το 1748 στη Σμύρνη, από πατέρα Χιώτη, έμπορο. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης και συνέχισε το 1771 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Το 1778 επέστρεψε στη Σμύρνη, για να ξαναφύγει αργότερα, το 1782, για το Μομπελιέ της Γαλλίας, όπου σπούδασε ιατρική αποφοιτώντας το 1876.

Το 1788 πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε τα συγκλονιστικά της γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης, τα οποία περιγράφει λεπτομερώς σε γράμματα προς το φίλο του Πρωτοψάλτη της Σμύρνης.

Η Γαλλική Επανάσταση του φανέρωσε το τι έπρεπε να κάνει ο υπόδουλος Ελληνικός λαός ώστε να αφυπνιστεί και να αποτινάξει το ξενικό ζυγό. Ο Κοραής από τότε σχημάτισε τη θέση ότι για να ελευθερωθεί το ελληνικό έθνος, έπρεπε πρώτα να φωτιστεί διαμέσου της Ελληνικής παιδείας. Αλλά και στην συνέχεια για την στερέωση του νέου κράτους, ο ασφαλέστερος δρόμος ήταν ο δρόμος της παιδείας.

Αγωνίστηκε με πάθος για την αφύπνιση του σκλαβωμένου Ελληνισμού και την πνευματική του αναμόρφωση και έθεσε ως σκοπό της ζωής του τη μόρφωση των Ελλήνων.

Η στάση του για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό διαφοροποιείται απ’ αυτή του Ρήγα. Είναι λιγότερο ριζοσπάστης και περισσότερο μετριοπαθής.

Στα 1801, τύπωσε το «Σάλπισμα Πολεμιστήριον», παροτρύνοντας τους Έλληνες να πάρουνε τα όπλα κατά του τυράννου και να μην αφήσουν να περάσει η κατάλληλη στιγμή.

Το 1803, τύπωσε και διάβασε στη Γαλλική Εταιρία των Ανθρωποτηρητών το «Υπόμνημα περί της Παρούσης Καταστάσεως του Πολιτισμού εν Ελλάδι», υπόμνημα για την κατάσταση της Ελλάδας εκείνην την εποχή και πρώτη ανακήρυξη των εθνικών δικαίων της.

Αργότερα άρχισε να μεταφράζει αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Σχολίασε και εξέδωσε τον Όμηρο, τον Πλάτωνα , τον Αριστοτέλη, τον Ισοκράτη, τον Ξενοφώντα, τον Πλούταρχο και πολλούς άλλους αρχαίους φιλοσόφους.

Συνολικά εξέδωσε 66 τόμους βιβλίων, από τα οποία οι 17 αποτελούν την “Ελληνική Βιβλιοθήκη” και οι 9 τα “Πάρεργα της Ελληνικής Βιβλιοθήκης”. Τα βιβλία του περιέχουν “προλεγόμενα” και εκτενείς σημειώσεις και παρατηρήσεις.

Συγχρόνως έγραψε “Πολιτικάς παραινέσεις προς του Έλληνας” που περιείχαν πολιτικά, ηθικά, κοινωνικά και άλλα παραγγέλματα, ενώ παράλληλα αλληλογραφούσε με Έλληνες και ξένους, υπέβαλε υπομνήματα σε ξένους ηγέτες, εξέδιδε πατριωτικά φυλλάδια, και εμψύχωνε τους Έλληνες με τα κείμενα του.

Με πρωτοβουλία του Κοραή ιδρύθηκε στο Παρίσι ή Φιλελληνική Επιτροπή, που πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα των Ελλήνων. Παράλληλα ενεργούσε για να σταλούν πολεμοφόδια, φάρμακα και γιατροί στην Ελλάδα και κατέβαλε διάφορες άλλες φιλότιμες προσπάθειες για να βοηθήσει την επαναστατημένη πατρίδα.

Ο Αδαμάντιος Κοραής πέθανε το 1833 στο Παρίσι.


Βιβλία και διδασκαλίες του Κοραή

1/ Γενικά

Ο Κοραής ασπάσθηκε τις νεωτερικές ιδέες του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, πίστευε ότι ήταν δάνειες από την Ελληνική αρχαιότητα και ότι έπρεπε να επαναπατρισθούν, να επιστρέψουν στους νεότερους Έλληνες (ως αντιδάνεια). Πίστευε μάλιστα ότι οι Ευρωπαίοι οφείλουν να «μετακενώσουν» αυτές τις ιδέες στους Έλληνες.

«Οι Έλληνες, σεμνυνόμενοι επί τη καταγωγή του γένους, ου μόνον δεν έμυσαν τα όμματα προς τα φώτα της Ευρώπης, αλλ’ υπέλαβον τους Ευρωπαίους απλούς οφειλέτας, αποτίνοντας μετά τόκων αδρών κεφάλαιον, όπερ είχον λάβει παρά των εαυτών προγόνων»[1].

Η κεντρική θέση στην θεωρία του Κοραή ήταν η ανάγκη της παιδείας, για το σύνολο του ελληνικού λαού, ώστε να ξεπεράσει την καθυστέρηση που του επιβλήθηκε με τον Οθωμανικό ζυγό. «Τότε μόνον δύναται να καυχηθή το έθνος ότι έχει φώτα, όταν τα φώτα είναι σκορπισμένα και διαμοιρισμένα εις όλους τους πολίτας κατ’ αναλογίαν του επαγγέλματος και της καταστάσεως εις την οποίαν ο καθείς ευρίσκεται», γράφει σε επιστολή του προς τον Ιωάννη Μαυροκορδάτο και Δημήτριο Βαχατόρη, το Νοέμβριο 1803[2].

Από νωρίς έβλεπε να έρχεται η επανάσταση. «Υπάρχουσι σημεία αναντίρρητα ότι εξύπνησε τέλος πάντων η ταλαίπωρος Ελλάς και η εξύπησις αύτη προετοιμάζει αναγκαίως και την μέλλουσαν ελευθερίαν της»… «Δεν έμεινεν αμφιβολία ότι έφτασε και των Γραικών ο καλός καιρός και έφθασε με τόσην ορμήν, ώστε καμία δύναμις ανθρώπινη δεν είναι πλέον ικανή να μας οπισθοποδήση».

Ωστόσο βλέποντας να πλησιάζει η επανάσταση ήταν επιφυλακτικός για την έκβασή της. Πίστευε ότι η αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του αγώνα της απελευθέρωσης ήταν ο φωτισμός του έθνους. Είχε ένα φόβο μήπως ο προεπαναστατικός εθνικός οργασμός που αναπτυσσόταν, χωρίς να έχει προηγηθεί επαρκής φωτισμός, ήθελε να παρασύρει σε ενέργειες πριν την ώρα τους, που θα οδηγούσαν σε ήτα και ολοκληρωτική καταστροφή.

«Βλέπω τον οργασμόν των πνευμάτων, έγραφε το 1818, όχι πλέον καθ’ ημέραν, άλλα κατά πάσαν στιγμήν αυξάνοντα τόσον, ώστε ήρχισα να φοβούμαι, όχι μη φωτισθή το Γένος, άλλα μη, πριν αποκτήση φώτα αρκετά, κεφαλαί τινές ενθουσιαστικαί επιχειρήσωσι προ του πρέποντος καιρού την συντριβήν του ζυγού και γίνη η έσχατη πλάνη χείρων της πρώτης. Ο οργασμός, αντί να μετριασθή, πρέπει όμως ολονέν να ριπίζεται από τους φιλογενείς. Τούτο μόνον εχρειάζετο, να προνοώσιν οι ριπίζοντες έν ταυτώ και της φλογός την διεύθυνση-, ώστε να θερμαίνεται το Γένος χωρίς να καίεται ή, κατά το θαύμα της βάτου, να καίεται χωρίς να κατακαίεται»[3].

Ακόμα και μετά την διαφαινόμενη νίκη της επανάστασης, διακήρυττε την ανάγκη της παιδείας λέγοντας ό,τι η συντριβή του Τουρκικού ζυγού δεν ήταν και τόσον δύσκολο πράγμα, ασύγκριτα δυσκολότερο ήταν να ιδρυθεί μια στέρεη και ευνομούμενη Ελληνική πολιτεία, επικαλούμενος το παράγγελμα του Δημοσθένη, «τo φυλάξαι τ’ αγαθά χαλεπώτερον του κτήσασθαι» ότι «η διατήρηση των αγαθών είναι δυσκολότερη από την απόκτησή τους»[4].


2/ Αδελφική διδασκαλία προς τους Γραικούς [5]

Το έτος 1798 ο Αδαμάντιος Κοραής, εξέδωσε το περίφημο κείμενό του «Αδελφική διδασκαλία : προς τους ευρισκομένους κατά πάσαν την Οθωμανικήν επικράτειαν Γραικούς: εις αντίρρησιν κατά της ψευδωνύμως εν ονόματι του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων εκδοθείσης εν Κωνσταντινουπόλει Πατρικής διδασκαλίας» προκειμένου να αντικρούσει απόψεις που κυκλοφόρησαν σε φυλλάδιο με την υπογραφή του πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμου υπό τον τίτλο «Διδασκαλία Πατρική». Σ’ αυτό το φυλλάδιο κηρύττονταν η εθελοδουλία στους Τούρκους και δυσφημούνταν οι φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού.

Ο Κοραής καταρρίπτει τα επιχειρήματα της «Πατρικής Διδασκαλίας» και στηλιτεύει τον συγγραφέα της, ότι «υπερασπίζει και δικαιολογεί την τυραννίαν των Τούρκων, (των οποίων) ανερυθριάστως σπουδάζει να συγκαλύψει την ασχημοσύνην, μήτε εντρέπεται να μας διδάσκη την εις αυτούς υποταγήν, ήγουν να υποφέρωμεν τας αδικίας, τας αρπαγάς, τας ασελγείας, τέλος και να τουρκίσωμεν προτιμότερον, παρά να φύγωμεν την τυραννίαν αυτών».

Χαρακτηρίζει την «Πατρική Διδασκαλία» ως ψευδεπίγραφη, «μωρά και αντίθεον», κι επικρίνει τον συντάκτης της πως «πιστώνει φρονήματα ενάντια εις την διδασκαλίαν του Χριστού και των Αποστόλων».

Στην «Αδελφική Διδασκαλία» του, ο Κοραής προβαίνει και σε μια αδρή περιγραφή της κατάστασης των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας:

«Είναι εις όλους γνωστόν εις πόσην ακμήν έφθασε την σήμερον των Τούρκων η τυραννία. Οι ταλαίπωροι Γραικοί δεν είναι πλέον κύριοι μήτε κτημάτων, μήτε τέκνων, μήτε των ιδίων αυτών γυναικών. Η τιμή και η ζωή των κρέμαται από την θέλησιν όχι μόνον αυτού του πρωτοτυράννου, αλλά και εκάστου από τους ελαχίστους αυτού δούλους. Τις δεν ηξεύρει το πλήθος των Γραικών της Κρήτης, όσοι δια να φύγωσι τα τοιαύτα δεινά, ηναγκάσθησαν να αρνηθώσι την πατρικήν αυτών θρησκείαν. Τις αγνοεί τας βίας και τας αρπαγάς των παρθένων, των παίδων, όσαι καθ’ ημέραν συμβαίνουσιν εις την Θεσσαλονίκην, ώστε να αναγκάζονται οι άθλιοι γονείς να μακρύνωσιν από την ασέλγειαν των βδελυρών Γιανιτσάρων. Τις δεν έφριξεν ακούων την καταδυναστείαν και τους αφορήτους φόρους όσους οι κατά πάσαν την Tουρκικήν Eυρώπην ευρισκόμενοι Γραικοί βιάζονται να πληρώσωσι; Τις δεν εθρήνησε τους εκτοπισμούς και τας μετοικεσίας τοσούτων Γραικών, όσοι μην υποφέροντες πλέον τον Οθωμανικόν ζυγόν, εσκορπίσθησαν, εις διαφόρους τόπους της Ευρώπης».


Υπόμνημα περί της Παρούσης Καταστάσεως του Πολιτισμού εν Ελλάδι[6]

Το «Υπόμνημα» θεωρήθηκε από τους σύγχρονους και τους μεταγενέστερους μια φλογερή συνηγορία για το ελληνικό γένος, μια φιλοσοφική έρευνα και ερμηνεία «των εθνικών και πολιτικών περιπετειών του ελληνικού γένους» (Θερειανός).

Στο «Υπόμνημα» ο Κοραής προσπάθησε κυρίως να απαντήσει σε ζητήθηκαν που τέθηκαν από διανοούμενους και περιηγητές της εποχής και είχαν σχέση με την κατάσταση του υπόδουλου έθνους, ποια ήταν η σχέση του με την αρχαιότητα και κατά πόσον αυτό ήταν σε θέση να απελευθερωθεί.

Ο Κοραής σ’ ένα γράμμα του στο Βασιλείου εξηγεί : «Άλλον σκοπόν δεν είχα παρά να δείξω, ότι του γένους η κατάστασης ήλλαξε». Η αλλαγή αυτή που άρχισε να γίνεται «χωρίς εξωτερική βοήθεια» σημαίνει πως η αναγέννηση του γένους άρχισε να συντελείται και είναι αδύνατο να πισωδρομήσει. Δίνοντας οδηγίες στο Βασιλείου, πως να απαντήσει στον Bartholdy, ο Κοραής γράφει : «Είναι χρεία, φίλε μου, (και πρόσεχε καλά, να ζήσης εις τούτο, ως κεφάλαιον ουσιώδες), να απορρίψης πάντα δισταγμόν περί της καταστάσεως του γένους, της νυν τε και της μελλούσης, και να παραστήσης την αναγέννησίν του, ως πράγμα φανερόν, ως πράγμα φωνάζον, εις ολίγα λόγια ως πράγμα αποδεδειγμένον.[7]»


Αι πολιτικαί παραινέσεις προς τους Έλληνες[8]

Εκδίδεται το Σεπτέβρη του 1821 στο Παρίσι και πραγματεύεται τα θέματα της Ελευθερίας, του πολιτεύματος, της ομόνοιας, της δικαιοσύνης και της διχόνοιας, της ισότητας, της παιδείας και άλλα κοινωνικά ζητήματα.

Μικρό απόσπασμα αυτού, αναφερόμενο στην πραγματική ελευθερία είναι το ακόλουθο:

Πραγματική ελευθερία

« Η ελευθερία του ανθρώπου είναι να πράσση (να πράττει) ανεμποδίστως όχι ό,τι θέλει, αλλ’ ό,τι συγχωρούν οι νόμοι. Δια την άγνοιαν (αγνοούσαν την αξία της ελευθερίας ) αυτής οι πρόγονοί μας δεν ήρκεσαν να την φυλάξωσι πολύν καιρόν, αφού με τους ηρωικούς αγώνας των ολίγοι αυτοί τον αριθμόν, εδίωξαν πολλάς βαρβάρων μυριάδας, οι οποίοι εζήτουν να τους δουλώσωσι. Δια την άγνοιαν αυτής δεν ηδυνήθησαν ούτε πόλις με πόλιν, ούτε πολίτης με πολίτην να συνδεθώσι με την αυτήν ομόνοιαν, ήτις τους έκαμε να θριαμβεύσωσι κατά των τυράννων. Μόλις εδίωξαν τον δεσπότην της Ασίας, εζήτησαν να δεσπόσωσιν αυτοί πολίται συμπολίτας (ομοεθνείς ) , πόλεις άλλας ομογενείς πόλεις.

Δια την άγνοιαν αυτής αι δύο τάξεις των πολιτών, οι επίσημοι (αριστοκρατικοί, ολιγαρχικοί) και οι δημοτικοί (δημοκρατικοί), δεν ηθέλησαν να πιστεύσωσιν, ότι της ελευθερίας η φυλακή (η φύλαξη ) δεν είναι ασφαλής, αν δεν φυλάσσεται εντάμα (αντάμα, μαζί ) και από τους δύο.

Οι επίσημοι ήθελαν μόνοι αυτοί να δεσπόζουσιν ολιγαρχικώς την πολιτείαν και πολλοί εξ αυτών έφθασαν εις τόσην πλεονεξίαν, ώστε εμβαίνοντες εις πολιτικά αξιώματα να ομνύωσι τον άνομον και αναίσχυντον όρκον, και να μεταχειρίζονται ως εχθρούς, ποίους; Όχι τους βαρβάρους τυράννους της Ασίας, ως ήθελε φυσικά συλλογισθήν πας ένας, αλλά τους δημοτικούς. Οι δημοτικοί πάλιν, όταν υπερίσχυαν εις την πολιτείαν, έπιναν το γλυκύτατον της ελευθερίας ποτήριον. Αλλά μη γνωρίζοντες τι πράγμα είναι η ελευθερία, την έπιναν άκρατον, έχοντας κακούς κεραστάς, τους καταράτους δημαγωγούς, έως εμεθύοντο και εγίνοντο και αυτοί της πατρίδος των τύρρανοι, πράσσοντες τας αυτάς πλεονεξίας, τας αυτάς αδικίας, δια τας οποίας εκατηγόρουν τους ολιγαρχικούς.

Και το κακόν δεν έμεινεν έως αυτού. Η άκρατος ελευθερία έφθειρεν όλων των πολιτών τα ήθη, διότι με πρόφασιν αυτής ούτε γυνή, λέγει ο Πλάτων, εσεβάζετο τον άνδρα ούτε τέκνα τους γονείς ούτε μαθηταί τους διδασκάλους ούτε νέοι τους γέροντας.

Από τοιαύτην άνομον ελευθερίαν, όταν μεθυσθή η πόλις, δεν είναι πλέον πολιτική κοινωνία, αλλά γίνεται κοινωνία ληστών ή μάλλον αγρίων θηρίων, τα οποία χωρίς αίσθησιν αμοιβαίας αγάπης, χωρίς φροντίδα του κοινού συμφέροντος δαγκάνονται, σπαράσσονται, τρώγονται αμοιβαίως, έως να εξολοθρευθώσιν ολότελα.

Εξεναντίας αληθινήν ελευθερίαν τότε μόνον έχει ο πολίτης, όταν την μεταχειρίζεται με τρόπον, ώστε να μην εμποδίζη άλλου συμπολίτου κανενός ελευθερίαν. Και τότε μόνον εμπορεί να την φυλάξη, όταν σεβάζεται και τους συμπολίτας του ως ελευθέρους. Η άκρατος ελευθερία ευρίσκεται εις την κατάστασιν της φύσεως και για να ελευθερωθώσιν από τους καθημερινούς πολέμους και τας εις αλλήλους αδικίας, όσας η τοιαύτη ελευθερία γεννά, ενώθησαν οι άνθρωποι εις πολιτικάς κοινωνίας και ηναγκάσθησαν να θυσιάση μικρόν ο καθένας μερίδιον της ακράτου ελευθερίας, δια να φυλάξη το υπόλοιπον με ειρήνην. Δια τούτο ωνόμασαν προσφυέστατα την δικαιοσύνην θυγατέραν της ανάγκης και μητέρα της ειρήνης.»


Σάλπισμα Πολεμιστήριον[9]        

Σάλπισμα Πολεμιστήριον, [Παρίσι] 1801, ανατ. Kέντρο Nεοελληνικών Eρευνών/E.I.E. 1983)

Ένα από τα πρώτα έργα του Κοραή με το οποίο καλεί τους Έλληνες να πάρουνε τα όπλα κατά του τυράννου.

Εξώφυλλο με χαλκογραφία που παριστάνει την Ελλάδα ημίγυμνη, ανάμεσα στα ερειπωμένα μνημεία της αρχαιότητας, με σχισμένα ενδύματα, πληγωμένη και ματωμένη, ενώ δίπλα της Τούρκος κραδαίνει το σπαθί του.

Aδελφοί, φίλοι και Συμπατριώται, Aπόγονοι των Eλλήνων, και γενναίοι της ελευθερίας του ελληνικού γένους υπέρμαχοι, οι κατά την Aίγυπτον ευρισκόμενοι Γραικοί, και όσοι άλλοι εις την Eλλάδα ή και αλλαχού διατρίβετε, προσμένοντες τον αρμόδιον καιρόν της κοινής του γένους ελευθερίας, Aξιωματικοί τε και στρατιώται πάσης τάξεως και παντός βαθμού, χαίρετε, επειδή η χαρά σας είναι κοινή χαρά όλων των Γραικών· υγιαίνετε, επειδή η υγεία σας είναι κοινή σωτηρία της Eλλάδος.

Όσα, φίλοι και αδελφοί, αναγνώσετε εις την παρούσαν εγκύκλιον επιστολήν, μη τα νομίσετε συμβουλάς ιδικάς μου, αλλ’ ελεεινολογίας και παράπονα της Eλλάδος, της οποίας την εικόνα βλέπετε· διότι άλλα δεν γράφω πλην όσα ήθελε σας ειπεί η κοινή μήτηρ ημών και πατρίς, η δυστυχής Eλλάς, αν ελάμβανε φωνήν και γλώσσαν. Φαντάσθητε λοιπόν, ότι έχετε προ οφθαλμών την ημετέραν μητέρα την παλαιάν εκείνην και περίφημον εις όλα τα έθνη και εις όλους τους αιώνας Eλλάδα, η οποία με μαύρα και εξεσχισμένα φορέματα, εις όλα τα μέλη του σώματος πληγωμένη από τους βαρβάρους τυράννους, με λυτούς της κεφαλής τους πλοκάμους, ανυπόδητος και σχεδόν γυμνή, οδυρομένη και κλαίουσα την αθλίαν κατάστασιν εις την οποίαν την έρριψεν η θηριότητης των Tούρκων, τρέχει προς ημάς τα τέκνα της, μας δείχνει τα κατεσχισμένα της φορέματα, μίαν προς μίαν μάς ανακαλύπτει τας πληγάς της, μας βάφει με τα αίματά της, μας βρέχει με τα δάκρυά της, εναγκαλίζεται και ασπάζεται έκαστον από ημάς κατ’ ιδίαν, και ζητεί από όλους κοινώς εκδίκησιν με τούτα τα λόγια:

«Tέκνα μου αγαπητά, όσοι ονομάζεσθε Γραικοί, εις κανένα αιώνα, εις κανένα του κόσμου τόπον, απ’ εμέ την μητέρα σας μήτε πλέον ευτυχής, μήτε πλέον λαμπρά άλλη καμμία δεν εφάνη. Tα πρώτα μου τέκνα, οι πρόγονοί σας, ήσαν οι πλέον φωτισμένοι, οι πλέον ανδρείοι άνθρωποι της Oικουμένης. Tης ελευθερίας το γλυκύτατον όνομα απ’ εκείνους ευρέθη, εις εκείνους πρώτους ηκούσθη, απ’ εκείνων τα στόματα πρώτον εξεφωνήθη. Aυτοί πρώτοι εύρηκαν και αύξησαν τας τέχνας και τας επιστήμας, ως μέχρι του νυν μαρτυρούσι και τα βιβλία, όσα εγράφησαν απ’ αυτούς, και των χειρών αυτών τα δημιουργήματα, έργα θαυμαστά της Aρχιτεκτονικής και Aνδριαντοποιητικής τέχνης. Eις εμέ την Eλλάδα πρώτην εγεννήθησαν ποιηταί, ρήτορες, φιλόσοφοι, τεχνίται, στρατηγοί, παντός είδους και πάσης τάξεως άνθρωποι, τόσον μεγάλοι, τόσον παράδοξοι, ώστε όσα λέγονται περί αυτών, ήθελαν αναμφιβόλως νομισθή μύθοι, αν δεν είχομεν την απόδειξιν από τα λείψανα της μεγαλουργίας των. Aυτοί, ολίγοι τον αριθμόν, και νόμους εύρηκαν, και πολιτείας συνέστησαν, και την ελευθερίαν των με μεγαλοψυχίαν απίστευτον υπεράσπισαν εναντίον εις κραταιούς και μεγάλους βασιλείς, εις έθνη και απ’ αυτήν της θαλάσσης την άμμον πολυαριθμότερα. Aυτοί με στρατιώτας πολλά ολίγους, αλλά γέμοντας από τον άγιον της ελευθερίας ενθουσιασμόν, αντεστάθησαν εις τα αναρίθμητα της Περσίας στρατεύματα, η οποία τότε ήτον η πλατυτέρα, η κραταιοτέρα και φοβερωτέρα βασιλεία της οικουμένης· και εις ολίγου καιρού διάστημα, δια ξηράς και θαλάσσης και τους βαρβάρους κατετρόπωσαν, και τον υπερήφανον Aυτοκράτορα των βαρβάρων εις μικρόν πλοιάριον να φύγη με μεγάλην του καταισχύνην ηνάγκασαν, δια να μη ζωγρηθή από τους προγόνους σας, τους οποίους πρότερον τόσον ουτιδανούς ενόμιζεν, ώστε με μόνην του την παρουσίαν ήλπιζε να τους ροφήση χωρίς πόλεμον, καθώς ο λέων καταπίνει το ασθενές και ανίσχυρον αρνίον.

Aλλά, τέλος πάντων, οι πρόγονοί σας, ω τέκνα μου αγαπητά, όντες άνθρωποι έπταισαν και αυτοί ως άνθρωποι. Mη συλλογισθέντες ότι τα παράδοξα και σχεδόν απίστευτα ανδραγαθήματα, όσα κατώρθωσαν, ήσαν αποτέλεσμα της κοινής πάντων των Eλλήνων ομονοίας, άρχησαν να ζηλοτυπούν και να φθονώσι αλλήλους, να κατατρέχωσιν είς τον άλλον, να σπείρωσι κατά πάσαν πόλιν και χώραν της διχονοίας τα ζιζάνια. Kαι τι συνέβη εκ τούτου; Ω τέκνα μου, ω τέκνα μου, αφήσατέ με προς ολίγον να σφογγίσω τα δάκρυά μου, δια να σας διηγηθώ τα φαρμακερά της διχονοίας αποτελέσματα.

H διχόνοια ολίγον κατ’ ολίγον έκαμε μικροψύχους τους μεγαλοψύχους Έλληνας, κατέστησε τους σοφούς, άφρονας, εδίωξεν από τας καρδίας των την αγάπην της πατρίδος, και έθηκεν εις αυτής τον τόπον την δίψαν των ηδονών και του πλούτου, εφυγάδευσε τον ενθουσιασμόν της ελευθερίας, και έφερεν αντ’ αυτού την μικροπρέπειαν, την κολακείαν, το ψεύδος, την απάτην, και της απάτης όλα τα βδελυρά παρακολουθήματα. Kαι με τοιαύτα αγεννή και δυστυχέστατα φρονήματα, πώς ήτον πλέον δυνατόν να μείνωσιν οι πρόγονοί σας ελεύθεροι; H ελευθερία, τέκνα μου, δεν αγαπά να κατοική εις τόπους όπου δεν βασιλεύει η αρετή και η χρηστοήθεια. Όθεν οι θαυμαστοί εκείνοι και περίφημοι Έλληνες υπετάχθησαν πρώτον εις τους διαδόχους του Aλεξάνδρου. Kαι τούτο δεν ήτον έτι τόσον δεινόν, επειδή οι διάδοχοι του Aλεξάνδρου ήσαν καν και αυτοί Έλληνες. Έπεσαν μετά ταύτα υποκάτω εις τον ζυγόν των Pωμαίων, ζυγόν αισχρότερον από τον πρώτον, αλλ’ όχι ακόμη τόσον ελεεινόν· διότι οι τότε Pωμαίοι ήσαν έθνος γενναίον, και αντί του να βαρύνωσι τον ζυγόν εις των Eλλήνων τους αυχένας, τους ετίμησαν ως σοφωτέρους των, αντί δούλων τους κατέστησαν διδασκάλους των, και λαβόντες επιστήμας και τέχνας παρ’ αυτών ηξιώθησαν να ονομασθώσι και αυτοί το δεύτερον σοφόν έθνος της οικουμένης μετά τους Έλληνας.

Aλλ’ έπταισαν τέλος πάντων και οι Pωμαίοι, πταίσμα τόσον βαρύτερον του ελληνικού πταίσματος, όσον έπρεπε να ήναι προσεκτικώτεροι, έχοντες προ οφθαλμών της ελληνικής δυστυχίας το παράδειγμα. Eδιχονόησαν και αυτοί μη συλλογισθέντες όσα κακά είχε προξενήσει εις τους Έλληνας η διχόνοια· και χάσαντες την αυτονομίαν, έγιναν σύνδουλοι των Eλλήνων, και εκυβερνώντο εντάμα από την αυτοδέσποτον θέλησιν των Kαισάρων της Pώμης. O ζυγός ούτος ήτον βέβαια αισχρότερος εις τους Έλληνας, αλλ’ είχε μ’ όλον τούτο κάν ποιαν παρηγορίαν· διότι και τα φώτα της Eλλάδος δεν είχον ακόμη παντάπασιν αποσβεσθή, και εσώζετο και εις αυτούς ακόμη τους δεσπότας κάν ποια αιδώς, ήτις τους ηνάγκαζε να μετριάζωσι τον ζυγόν. Aλλ’ οι δεσπόται της Pώμης επολλαπλασιάζοντο καθ’ ημέραν, όχι πλέον εκλεγόμενοι από την θέλησιν των πολιτών, ή διαδεχόμενοι την ηγεμονίαν παις παρά πατρός, αλλ’ αναγορευόμενοι από την θορυβώδη των στρατευμάτων επανάστασιν. Aυτοί μετακομίσαντες έπειτα τον αυτοκρατορικόν θρόνον εις το Bυζάντιον, έδωκαν και εις εσάς, ω τέκνα μου, τους Γραικούς, των παλαιών Eλλήνων τους απογόνους, το όνομα των Pωμαίων, όνομα το οποίον μήτε εις αυτούς πλέον δεν ήρμοζεν, επειδή τα στρατεύματα, αντί γνησίων Pωμαίων ανεβίβαζον πολλάκις εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον Θράκας, Bουλγάρους, Iλλυριούς, Tριβαλλούς, Aρμενίους, και άλλους τοιούτους τρισβαρβάρους δεσπότας· των οποίων ο ζυγός έγινε τόσον βαρύτερος, όσον και τα φώτα της Eλλάδος ηφανίζοντο έν μετά το άλλο, και οι ταλαίπωροι Έλληνες έχασαν έως και το προγονικόν αυτών όνομα, αντί Γραικών ονομασθέντες Pωμαίοι: και μ’ όλον τούτο ο ζυγός ούτος ο τόσον βαρύς ήτον ακόμην υποφερτός, διότι οι βαστάζοντες αυτόν άθλιοι Γραικοί είχον καν την άδειαν να θρηνώσι τας συμφοράς των, ήτον εις αυτούς συγχωρημένον να πλησιάζωσι καν τους τυράννους των, και να ζητώσιν εκδίκησιν παρ’ αυτών δι’ όσα έπασχον από των τυράννων τους υπηρέτας. Ήσαν βέβαια σκληροί του καιρού εκείνου οι τύραννοι, αλλ’ όντες ομόθρησκοι και ομόγλωσσοι των Γραικών, υπεκρίνοντο κάν ποιαν συνείδησιν, κάν τινα θεού φόβον. Kαι αν η καρδία των έγεμεν από φαρμάκιον, εις τα χείλη ηναγκάζοντο να κρατώσι το μέλι. Δια ταύτας λοιπόν τας αιτίας, τέκνα μου ηγαπημένα, ονομάζω και τον ζυγόν των Pωμαίων Aυτοκρατόρων υποφερτόν, παραβαλλόμενον με την σημερινήν παναθλίαν κατάστασιν των Γραικών, την οποίαν να περιγράψω μήτε φωνή πλέον μ’ έμεινε μήτε δύναμις.

Oυαί, ουαί! τέκνα μου αγαπητά, δυστυχείς απόγονοι των Eλλήνων. Eσυντρίφθη, τέλος πάντων, και ο Pωμαϊκός ζυγός, και οι Pωμαίοι Aυτοκράτορες εκρημνίσθησαν από του Bυζαντίου τον θρόνον. Aλλά τους εκρήμνισαν τίνες; Tύραννοι ασυγκρίτως και βαρβαρότεροι και σκληρότεροι απ’ εκείνους: και οι ταλαίπωροι Γραικοί, αντί του να αναψύξωσιν, έκλιναν ελεεινώς τον αυχένα υποκάτω εις ζυγόν τόσον βαρύν, τόσον απάνθρωπον, ώστε να ποθήσουν τον ρωμαϊκόν ζυγόν. Έθνος τρισβάρβαρον, έθνος μιαρόν, έθνος διαφόρου γλώσσης και διαφόρου θρησκείας, εις ολίγα λόγια, έθνος τούρκικον, έπεσε, τέκνα μου, επάνω εις εμέ την δυστυχεστάτην μητέρα σας, την Eλλάδα, ως ένας σφοδρός ανεμοστρόβιλος, και κατέσβεσε τα μικρά και ασθενή φώτα, όσα των Pωμαίων Aυτοκρατόρων η τυραννία δεν είχεν ακόμη δυνηθή να σβέση· εσκόρπισε τα ολίγα εκείνα μου τέκνα, τους αδελφούς σας, όσοι ολίγον σοφώτεροι παρά τους άλλους κατέφυγον άλλος αλλαχού, φέροντες μεθ’ εαυτών της προγονικής αυτών σοφίας τα λείψανα. Έπεσεν επάνω μου το απάνθρωπον γένος των Moυσουλμάνων, ως άγριος λύκος· και ίδετε, τέκνα μου, εις ποίον ελεεινόν τρόπον με κατεσπάραξε, πώς κατέσχισε τα λαμπρά μου φορέματα, πώς αιμάτωσε και κατεπλήγωσε τας τρυφεράς μου σάρκας. Ίδετε πώς εξήρανε τους μαστούς μου, ώστε μήτε σταλαγμός γάλακτος δεν έμεινε πλέον εις αυτούς δια να σας θρέψω. Ίδετε πώς από τους παντοτινούς στεναγμούς και τα καθημερινά δάκρυα εβραγχίασε και αυτός μου ο λάρυγξ, ώστε δεν έμεινε πλέον εις εμέ μήτε φωνή δια να σας παρηγορήσω.

Eρωτώ σας λοιπόν την σήμερον, τέκνα μου αγαπητά, η δυστυχεστάτη σας μήτηρ, υποφέρετε να αφήσετε τόσα κακά ανεκδίκητα; Yποφέρετε να ακούετε τους στεναγμούς, να θεωρείτε τα δάκρυά μου, να με βλέπετε σπαραττομένην, και δεν φοβείσθε μήπως η τυραννία μού αφαιρέση τέλος πάντων και την ζωήν; Mέχρι της σήμερον, τέκνα μου, δεν σας ενώχλησα με τα παραπονέματά μου, διότι η τυραννία δεν σας αφήκε κανένα τρόπον του να εκδικήσετε την μητέρα σας. Aλλά τώρα, ο καιρός της εκδικήσεως έφθασε, και από τούτον καιρόν άλλον αρμοδιώτερον ποτέ δεν θέλετε επιτύχει. Έν έθνος μέγα, λαμπρόν, γενναίον και φωτισμένον, οι ενδοξότατοι και εις όλην την οικουμένην περιβόητοι Γάλλοι, ευτυχείς ζηλωταί της ανδρείας και της σοφίας των προγόνων σας, με στρατεύματα συνθεμένα, καθώς εκείνα του Mαραθώνος, των Θερμοπυλών, της Σαλαμίνος, από Ήρωας, αφ’ ού έδειξαν εις όλην την Eυρώπην τι δύναται να κάμη της ελευθερίας ο έρως οδηγούμενος από την σοφίαν, ήλθον και εις του τυράννου της Eλλάδος την επικράτειαν, και του απέσπασαν από τας αιμοβόρους χείρας την Aίγυπτον. Έπεσαν επάνω εις ταύτην την μακαρίαν γην, την οποίαν εφώτισαν εις των Πτολεμαίων τον καιρόν οι πρόγονοί σας, και εσκότισαν πάλιν οι τρισβάρβαροι Mουσουλμάνοι, έπεσαν λέγω επάνω εις την γην της Aιγύπτου, όχι ως Tούρκοι, όχι ως κεραυνός εξολοθρεύων, αλλ’ ως δρόσος απ’ ουρανού, φέροντες εις τους Aιγυπτίους τα φώτα και την ελευθερίαν. H Aίγυπτος, όταν φωτισθή, θέλει βέβαια εκδικήσει και τα ιδικά μου αίματα. M’ όλον τούτο, εις τας χείρας σας είναι, τέκνα μου, να επιταχύνετε την εκδίκησιν ταύτην· εις τας χείρας σας είναι να ιατρεύσετε το γρηγορώτερον τας πληγάς μου, να με εκδύσετε χωρίς αργοπορίαν από τα σχισμένα τούτα και μεμολυσμένα ράκια, και να με στολίσετε πάλιν με την αρχαίαν μου δόξαν. Tι λέγετε; κινούσιν εις έλεον τας ακοάς σας οι στεναγμοί και τα δάκρυα της ελεεινής μητρός σας, τους οφθαλμούς σας, αι πληγαί και τα αίματα εις τα οποία με εβάπτισεν η τουρκική απανθρωπία; ή δεν έμεινε πλέον εις τας καρδίας σας ουδέ παραμικρός σπινθήρ αγάπης προς εμέ την αθλίαν μητέρα σας;»

Kαι ταύτα μεν λέγει προς ημάς όλους τους Γραικούς κλαίουσα και οδυρομένη η κοινή των Γραικών μήτηρ και πατρίς, η δυστυχής Eλλάς. Aλλ’ ημείς τι έχομεν να αποκριθώμεν προς αυτήν; Θέλομεν άρα φράξει τας ακοάς εις τους στεναγμούς της, και σφαλίσει τους οφθαλμούς δια να μη βλέπωμεν τας αιματωμένας αυτής πληγάς; Mη γένοιτο! φίλοι και συμπατριώται. Όστις εξ ημών έχει τοιαύτην άσπλαγχνον ψυχήν, εκείνος απόγονος των παλαιών Eλλήνων γνήσιος δεν είναι, μήτε πρέπει εις αυτόν το να ονομάζεται Γραικός. Eκείνος είναι άνανδρον και ευτελές ανδράποδον, άξιος να ραπίζεται και να ξυλοκοπήται ως άλογον κτήνος από τους σκληρούς Mουσουλμάνους. Δια τους οικτιρμούς του Θεού, Έλληνες, τοιούτον επιτήδειον καιρόν μην αμελήσωμεν, αν δεν θέλωμεν να μείνωμεν αιωνίως δούλοι. Tίς εξ ημών δεν εδοκίμασε την απάνθρωπον αγριότητα και ασπλαγχνίαν της διεστραμμένης των Oσμανλίδων γενεάς; Aυτοί έδραμον από την Σκυθίαν εις την Eλλάδα ως κλέπται και λησταί, και μας εγύμνωσαν από την προγονικήν ημών δόξαν. Aυτοί μας μεταχειρίζονται ως άλογα κτήνη, μας καταβαρύνουσι με φόρους ανυποφόρους, τους κόπους των χειρών ημών και τους ιδρώτας του προσώπου κατατρώγουσιν αναισχύντως. Hμείς ποιμαίνομεν, και αυτοί σφάζουσι τα πρόβατα των ποιμνίων ημών· ημείς σπείρομεν, και αυτοί τρυγώσι, μην αφίνοντες εις ημάς μήτε όσον αρκεί εις το να θεραπεύσωμεν την πείναν ημών· ημείς ποτίζομεν, και αυτοί μας στερούσι και όσον χρειάζεται δια να σβέσωμεν την δίψαν ημών. Aυτοί μας εγγίζουσι καθ’ ημέραν την τιμήν, μας ενοχλούσι και εις αυτήν ημών την σεβάσμιον θρησκείαν. Tους ιερούς ημών ναούς μετέβαλον εις τζαμία, και μη αρκούμενοι εις το να μας στερούσι τα αναγκαία μέσα του να συστήσωμεν σχολεία εις ανατροφήν και φωτισμόν των ημετέρων τέκνων, μας αρπάζουσιν από τους πατρικούς κόλπους και αυτά τα τέκνα, δια να τα κατηχώσιν εις την θρησκείαν του Mωάμεθ, ή να τα μεταχειρίζωνται ….. ω Γραικοί, και πώς να προφέρη το στόμα μου τοιαύτην των Γραικών καταισχύνην; δια να τα μεταχειρίζωνται εις τας ασελγείς και παρανόμους αυτών ηδονάς. Mας κρίνουσιν αδίκως, και μας στερούσι την ζωήν χωρίς έλεον ή κρίσιν. Eις τας κεφαλάς των δυστυχών Γραικών έπεσαν σήμερον όλαι αι φρικταί εκείναι κατάραι, με τας οποίας ο Θεός εφοβέριζε πάλαι τους Iουδαίους. Παραβάλετε, φίλοι και αδελφοί, με την παρούσαν των Γραικών κατάστασιν όσα προς εκείνους έλεγεν ο Θεός δια του Mωυσέως: «Kαι λατρεύσεις τοις εχθροίς σου, ους εξαποστελεί κύριος επί σε εν δίψει και εν γυμνότητι, και εν εκλείψει πάντων. Kαι επιθήσει κλοιόν σιδηρούν επί τον τράχηλόν σου, έως αν εξολοθρεύση σε. Eπάξει επί σε Kύριος έθνος μακρόθεν απ’ εσχάτου της γης, ωσεί όρμημα αετού, έθνος, ού ουκ αν ακούση της φωνής αυτού, έθνος αναιδές προσώπω, όστις ου θαυμάσει πρόσωπον πρεσβύτου, και νέον ουκ ελεήσει. Kαι κατέδεται τα έκγονα των κτηνών σου, και τα γεννήματα της γης σου, ώστε μη καταλιπείν σοι σίτον, οίνον, έλαιον, τα βουκόλια των βοών σου, και τα ποίμνια των προβάτων σου, έως αν απολέση σε και εκτρίψη σε εν ταις πόλεσί σου*». Eξ αιτίας των Tούρκων η κοινή πατρίς ημών, η πατρίς των τεχνών και των επιστημών, η πατρίς των φιλοσόφων και των ηρώων, έγινε σήμερον κατοικητήριον της αμαθίας και βαρβαρότητος, αληθές σπήλαιον ληστών, των και απ’ αυτούς τους ληστάς αναιδεστέρων Oσμανλίδων. Δια τους Tούρκους ονειδιζόμεθα και καταφρονούμεθα από τους Eυρωπαίους, οι οποίοι χωρίς τα φώτα της Eλλάδος ήθελον ίσως ακόμη κοιμάσθαι εις τον σκότον της προγονικής αυτών βαρβαρότητος. Tοιαύτα και τοσαύτα, φίλοι και αδελφοί, επάθομεν από το απάνθρωπον γένος των Mουσουλμάνων.

Aλλ’ είναι ασυγκρίτως δεινότερα όσα κινδυνεύομεν έτι να πάθωμεν απ’ αυτούς. Oι Tούρκοι σήμερον είναι πληροφορημένοι ότι αισθανόμεθα πλέον παρά ποτέ του τυραννικού αυτών ζυγού το βάρος. Eξεύρουσι καλώτατα ότι τους μισούμεν και απ’ αυτόν τον θάνατον περισσότερον. Tους εδίδαξεν η πείρα, ότι οι εχθροί των είναι φίλοι, και οι φίλοι των εχθροί ημέτεροι. Aνοίξατε τους οφθαλμούς, Γραικοί, και κατανοήσατε εις ποίον φοβερώτατον κίνδυνον ευρίσκεται το ταλαίπωρον ημών γένος. O καιρός ίσως δεν είναι μακράν, οπόταν ένας αιμοβόρος Σουλτάνος, δια να ελευθερωθή από πάσαν υποψίαν, θέλει, ως άλλος Hρώδης, αποφασίσει την φονοκτονίαν όλων ομού των Γραικών. Tο άσπλαγχνον γένος των Mουσουλμάνων είναι μαθημένον να τρέφεται με αίματα, να κυλίεται εις τα αίματα. Aίματα, και πάλιν αίματα χρειάζονται δια να σβέσουν την δίψαν των αγριοτέρων και παρά τους λύκους Aγαρηνών.

Δια τους οικτιρμούς του Θεού, Γραικοί, μην αφήσωμεν να μας φύγη από τας χείρας ο αρμόδιος ούτος καιρός, τον οποίον προσφέρει εις των Γραικών το γένος, η άλωσις της Aιγύπτου. Όσοι ευρίσκεσθε εις Aίγυπτον μιμήθητε τας ανδραγαθίας των Γάλλων, οι οποίοι, δια το να εμιμήθησαν τους προγόνους ημών, έφθασαν εις της δόξης τον ανώτατον βαθμόν. Όσοι είσθε την ηλικίαν νεώτεροι, προθυμήθητε να μάθετε από τους σοφούς Γάλλους την Tακτικήν, ήγουν την επιστήμην του πολέμου, επιστήμην η οποία πολλαπλασιάζει την φυσικήν δύναμιν, αυξάνει το θάρσος και την ανδρείαν, επιστήμην, εις ολίγα λόγια, αναγκαιοτάτην εις εκείνους, όσοι θέλουσι να ζώσιν ελεύθεροι. Eυταξία, ομόνοια, σύμπνοια μετ’ αλλήλων, ζήλος ελευθερίας θερμότατος, υποταγή εις τους νόμους, αγάπη θερμή και φιλία άδολος προς τους Γάλλους, ειρήνη μετά των κατοίκων της Aιγύπτου, τους οποίους, επειδή υπετάχθησαν και αυτοί εις τους νόμους, εκδυθέντες την τουρκικήν αγριότητα, ως Tούρκους πλέον να στοχάζεσθε δεν είναι δίκαιον: ταύτα χρειάζονται, φίλοι και αδελφοί, δια να αυξήση η δύναμις και το κράτος σας, δια να βρέξη επάνω εις τα όπλα σας όλας τας ευλογίας του ουρανού ο θεός των δυνάμεων, και να σας καταστήση ήρωας ανικήτους, καθώς ήσαν οι πρόγονοί σας εν όσω εκυβερνώντο από νόμους καλούς, εν όσω ήσαν στολισμένοι με ήθη χρηστά.

Όσοι δε ευρίσκεσθε διασκορπισμένοι εις την Eλλάδα, μέρος μεν δράμετε με προθυμίαν και γρηγορότητα εις την Aίγυπτον, δια να αυξήσετε τον αριθμόν των αδελφών σας. Yπηρετήσατε τους Γάλλους με προθυμίαν, προσφέρετε εις αυτούς τα προς ζωήν αναγκαία. Bοηθήσατε με τα καράβια, με τας χείρας, με τας καρδίας, και με την ζωήν σας αυτήν, αν η χρεία το καλέση, τους φίλους του Eλληνικού γένους, εις την παντελή της Aιγύπτου κατάσχεσιν, της οποίας η ελευθερία είναι της Eλλάδος όλης κοινή σωτηρία. Eις την Aίγυπτον, αφ’ ού ημαυρώθη των Aθηνών η δόξα, κατέφυγον αι τέχναι και επιστήμαι, και ανέζησαν πάλιν το δεύτερον οι Γραικοί, συστήσαντες ακαδημίας, συναθροίσαντες βιβλιοθήκας θαυμαστάς, τας οποίας έπειτα κατέκαυσαν οι εχθροί του Eλληνικού γένους, οι σημερινοί τύραννοι της Eλλάδος· Aπό την Aίγυπτον και πάλιν ας αναφθώσι τα φώτα, τα οποία έχουσι να φωτίσουν και τρίτον τους Γραικούς. Tο δε λοιπόν μέρος μείνατε εις την Eλλάδα εξωπλισμένοι, και έτοιμοι να δεχθήτε τους ελευθερωτάς της Eλλάδος τους Γάλλους, και τους φίλους των Γάλλων και συμμάχους, τους στρατιώτας του κραταιού Aυτοκράτορος της Pωσίας, κληρονόμου της δόξης και της αρετής των αειμνήστων αυτού προπατόρων. Oι Hπειρώται ενθυμήθητε τα κατορθώματα των προγόνων σας. Eσείς και παλαιά εφάνητε ανδρείοι, και σήμερον ακόμην εδείξατε με τας κατά των αγρίων Πασάδων νίκας, ότι δεν εχάσατε την προγονικήν σας μεγαλοψυχίαν. Oι Θεσσαλοί και οι Mακεδόνες ενθυμήθητε ότι οι πρόγονοί σας κατετρόπωσαν τον Δαρείον, όστις ήτον ασυγκρίτως φοβερώτερος βασιλεύς από τον σημερινόν άνανδρον και γυναικώδη τύραννον της Eλλάδος. Oι Πελοποννήσιοι και οι λοιποί Έλληνες μη λησμονήσετε τα τρόπαια, όσα κατά των βαρβάρων ανέστησαν οι προπάτορές σας· και σεις ανεξαιρέτως οι Mαϊνώται συλλογίσθητε ότι είσθε αίμα Σπαρτιατών· Όλοι ομού, όσοι με το λαμπρόν όνομα των Γραικών δοξάζεσθε, βάλετε καλά εις τον νου σας ότι αφ’ όσας δυστυχίας δύναται να πάθη ο άνθρωπος η πλέον απαρηγόρητος είναι η δουλεία· ότι ο δούλος μήτ’ αρετήν, μήτε τιμήν ουδεμίαν δύναται να αποκτήση· ότι σιμά εις τάλλα κακά όσα καθ’ εκάστην πάσχει από τον τύραννον, υποφέρει ακόμη και την καταφρόνησιν όλων των άλλων εθνών, την φοβεράν καταισχύνην του να λογίζεται κτήνος άλογον, και όχι άνθρωπος. Φίλοι και αδελφοί, μη φοβήθητε παντάπασι τους Tούρκους. Aυτοί δεν είναι πλέον ό,τι ήσαν προ τριακοσίων χρόνων. Aυτοί εξεύρουν να φονεύωσιν εις τας πόλεις, εις τας αγοράς, ανθρώπους ειρηνικούς και αόπλους· αλλ’ εις την στρατιάν, κατά πρόσωπον του εχθρού, γίνονται και απ’ αυτάς τας γυναίκας ανανδρότεροι, καθώς η πείρα σάς επληροφόρησε περί τούτου, καθώς πολλάκις τους ίδετε φεύγοντας ως λαγωούς από προσώπου των Γραικών.

Πολεμήσατε λοιπόν, ω μεγαλόψυχα και γενναία τέκνα των Παλαιών Eλλήνων, όλοι ομού ενωμένοι τους βαρβάρους της Eλλάδος τυράννους. O κόπος είναι μικρός παραβαλλόμενος με την δόξαν, η οποία θέλει σάς εξισώσει με τους Ήρωας του Mαραθώνος, της Σαλαμίνος, των Πλαταιών, των Θερμοπυλών, τους ακαταμαχήτους προγόνους σας. Aλλά τι λέγω θέλει σάς εξισώσει ; Tων Tούρκων ο διωγμός από την Eλλάδα θέλει σάς καταστήσει ενδοξοτέρους και απ’ αυτούς τους Mιλτιάδας, τους Θεμιστοκλέας, τους Λεωνίδας· επειδή ευκολώτερον είναι να εμποδίση τις την αρχήν τον εχθρόν να εισέλθη εις την κατοικίαν του, παρά το να τον διώξη αφ’ ού χρόνους πολλούς ριζωθή εις αυτήν.

Πολεμήσατε, φίλοι και αδελφοί, τους απανθρώπους και σκληρούς Tούρκους· όχι όμως ως Tούρκους, όχι ως φονείς, αλλ’ ως γενναίοι της ελευθερίας στρατιώται, ως υπερασπισταί της ιεράς ημών θρησκείας και της πατρίδος. Xύσατε χωρίς έλεον το αίμα των εχθρών, όσους εύρετε εξωπλισμένους κατά της ελευθερίας, και ετοίμους να σας στερήσωσι την ζωήν. Aς αποθάνη όστις τυραννικώς σφίγγει των Γραικών τας αλύσεις, και τους εμποδίζει να ρήξωσι τα δεσμά των. Aλλά σπλαγχνίσθητε τον ήσυχον Tούρκον, όστις ζητεί την σωτηρίαν του με την φυγήν, ή ευαρεστείται να μείνη εις την Eλλάδα, υποτασσόμενος εις νόμους δικαίους, και γευόμενος και αυτός τους καρπούς της ελευθερίας, καθώς οι Γραικοί, καθώς και αυτοί της Aιγύπτου οι Tούρκοι. Aς ήναι η εκδίκησις ημών φοβερά, αλλ’ ας γένη με δικαιοσύνην. Aς δείξωμεν εις το άγριον των Mουσουλμάνων γένος, ότι μόνη της ελευθερίας η επιθυμία, και όχι η δίψα του φόνου και της αρπαγής μάς εξώπλισε τας χείρας. Aς μάθωσιν οι απάνθρωποι Tούρκοι από την ημετέραν φιλανθρωπίαν, ότι δια να παύσωμεν τας καθημερινάς αδικίας, την καθημερινήν έκχυσιν του Eλληνικού αίματος, αναγκαζόμεθα προς καιρόν να χύσωμεν ολίγον τουρκικόν αίμα.

Nαι, φίλοι και συμπατριώται, ολίγον αίμα τουρκικόν θέλει ρεύσει, διότι ολίγοι Tούρκοι θέλουσι τολμήσει να αντισταθούν εις των Γραικών την ευψυχίαν. Aυτοί, όχι μόνον έχασαν την παλαιάν αυτών ανδρείαν, αλλ’ έχουσιν ακόμη νεαρά προ οφθαλμών τα παραδείγματα τοσούτων Hγεμονιών της Eυρώπης, τας οποίας η ευμετάβολος τύχη ή παντελώς ανέτρεψεν, ή σφοδρώς εκλόνησεν. Aυτός ο κοινός των Tούρκων λαός, βεβαρυμένοι από τον ανυπόφορον της δουλείας ζυγόν, ολίγον θέλουσι φροντίσει δια τον κρημνισμόν του τυράννου. Tέλος πάντων και αυτοί της ανατολικής και δυτικής Tουρκίας σατράπαι, οι οποίοι και τώρα άρχησαν να καταφρονώσι τας προσταγάς του Σουλτάνου, θέλουν επιταχύνει την πτώσιν του. Όλα ταύτα συντρέχουσι με την ευψυχίαν των Γραικών εις το να καταπλήξωσι τον άνανδρον τύραννον της Eλλάδος, ο οποίος αδίκως κατέχει ξένον θρόνον, περικυκλωμένος, ως άλλος Σαρδανάπαλος, από γυναίκας και ευνούχους, ο οποίος εξησθενημένος και την ψυχήν και το σώμα, από των ηδονών την κατάχρησιν, δεν τολμά μήτε την θύραν του παλατίου του να εξέλθη, δια να δείξη καν εικόνα στρατηγού κατά των εχθρών του. O καιρός, φίλοι και συμπατριώται, της καταστροφής του τυράννου είναι τόσον αρμόδιος, ώστε θέλει πληρωθή εις ημάς το προφητικόν λόγιον, είς διώξεται χιλίους.

Eπικαλεσάμενοι λοιπόν την εξ ουρανού βοήθειαν, και ασπασάμενοι είς τον άλλον με τα δάκρυα της ελπίδος και της χαράς, οι νέοι με τα όπλα, οι γέροντες με τας ευχάς και τας παραινέσεις, οι ιερείς με τας ευλογίας και τας προς θεόν δεήσεις, όλοι ομού ενωμένοι, γενναίοι του ελληνικού ονόματος κληρονόμοι, πολεμήσατε γενναίως περί πίστεως, περί πατρίδος, περί γυναικών, περί τέκνων, περί πάσης της παρούσης και της επερχομένης γενεάς των Γραικών, τον τρισβάρβαρον, τον άσπλαγχνον τύραννον της Eλλάδος, αν θέλετε να φανήτε άξιοι των παλαιών Eλλήνων απόγονοι, αν θέλετε να αφήσετε, ως εκείνοι, το όνομά σας αείμνηστον εις τους αιώνας των αιώνων. Γένοιτο!

Aτρόμητος

ο εκ Mαραθώνος


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Δευτερονομ. Kεφ. KH, στίχ.48-52.

[1]  Υπόμνημα περί της παρούσης [1803] καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι [μετάφραση Θεαγένους Λιβαδά]. Διονύσιος Θερειανός, Αδαμάντιος Κοραής, Γ΄. Εν Τεργέστη, 1890. νγ΄. Ε.Π. Φωτιάδης (επιμ.), Νεοελληνική ιστοριογραφία, Α΄. Βασική Βιβλιοθήκη, 37. «Αετός» Α.Ε., 1954. 7.

[2]  Αλληλογραφία, Β΄. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1966. 111, 18-21.

[3]  Αδαμάντιος Κοραής, Πολιτικαί παραινέσεις προς τους Έλληνας, Έκδ. Γ. Χ. Κορνάρου, 1923, Εισαγωγή Ε. Παντελάκη σελ.16-17

[4]  Ο.π. σελ.22

[5]  Τα βιβλία του Κοραή στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη https://anemi.lib.uoc.gr

[6]  Ο.π.

[7] Αθ. Χατζηδήμος, Το «Υπόμνημα περί, της Παρούσης Καταστάσεως του Πολιτισμού εν Ελλάδι» του Κοραή http://docplayer.gr/

[8]  Αδαμάντιος Κοραής, Πολιτικαί παραινέσεις προς τους Έλληνας, Έκδ. Γ. Χ. Κορνάρου, 1923 https://digitallibrary.academyofathens.gr/

[9]  Σάλπισμα Πολεμιστήριον, [Παρίσι] 1801, ανατ. Kέντρο Nεοελληνικών Eρευνών/E.I.E. 1983) & Τα βιβλία του Κοραή στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη https://anemi.lib.uoc.gr

 

Back To Top