skip to Main Content
Ο Δήμος Κορυδαλλού γιόρτασε τα 60 χρόνια από τη ίδρυση του τιμώντας τον μεγάλο δημιουργό και διοργανώνοντας μια μεγάλη συναυλία με τα έργα του στις 15-9-2006.”Ένα όνομα, μια ιστορία. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο «Μίκης μας», δε χρειάζεται συστάσεις. Ένας άνθρωπος-σύμβολο, ένας συνθέτης, η μουσική του οποίου έχει γίνει παγκοσμίως αποδεκτή ως δήλωση ειρήνης, αγώνα και δημοκρατίας. Ταυτόχρονα ένας πολιτικός με έντονη δράση, που έδωσε το δικό του δυναμικό «παρών» σε όλες τις κρίσιμες στιγμές του τόπου μας.” σημειώνεται στο πρόγραμμα της εκδήλωσης.


ΟΜΙΛΙΑ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΣΤΟΝ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟ (15.9.2006)

Αγαπητέ κύριε Δήμαρχε,Αγαπητοί φίλοι,

Με καλέσατε σήμερα εδώ, για να με τιμήσετε και σας ευχαριστώ.

Πρέπει να πω όμως ότι αυτή σας η απόφαση υπήρξε μια ευχάριστη έκπληξη για μένα, δεδομένου ότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια με έχετε ξεχάσει. Τόσο εσείς όσο και οι υπόλοιποι Δήμοι της Β΄ Πειραιώς πλην του Ρέντη. Οι άλλοτε φτωχικές συνοικίες που στα δύσκολα χρόνια είχαν συνηθίσει να με βλέπουν καθημερινά να αγωνίζομαι χέρι με χέρι μαζί τους, μετά το 1974μου γύρισαν την πλάτη. Από το Πέραμα, το Κερατσίνι και την Δραπετσώνα που τραγούδησα έως το Νέο Φάληρο, την Νίκαια και τον Κορυδαλλό, όλα αυτά τα χρόνια για όλους αυτούς είναι σαν να μην υπήρξα, σαν να μην υπάρχω. Με μοναδική εξαίρεση -όπως είπα- τον Ρέντη και τώρα πρόσφατα το 15ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας που αποφάσισε να πάρει το όνομά μου σαν μια πράξη θύμησης και τιμής. Γιατί η θύμηση, η μνήμη για το παρελθόν, όταν μάλιστα αυτό το παρελθόν πέρασε μέσα από φωτιά και σίδερο όπως στην κατοχή, με φτώχια και διώξεις όπως στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60, με ντροπή και φόβο όπως στην εποχή της Χούντας, αυτό το παρελθόν δεν είναι ένα κουρέλι για να το πετάξεις αλλά το ίδιο σου το αίμα που πόνεσε για να είσαι σήμερα ελεύθερος και να έχουν τα παιδιά σου καλλίτερη ζωή από κείνη των παππούδων και των πατεράδων τους.

Και ελπίζω να μου επιτραπεί να πιστεύω ότι και στις τρεις αυτές μαύρες περιόδους έσμιξα πρόθυμα το αίμα μου με το αίμα σας. Γιατί η σχέση μας δεν ήταν μια απλή σχέση αλλά μια σχέση ζωής.

Οι πιο παλιοί από σας θα με θυμούνται ασφαλώς σε κείνες τις δύσκολες, τις κρίσιμες και τις ιστορικές μέρες που αλώνιζα στους χωμάτινους λασπωμένους δρόμους του Κορυδαλλού και των άλλων συνοικιών παλεύοντας μαζί σας για να αντιμετωπίσουμε βασικά προβλήματα ζωής και αξιοπρέπειας. Δεν θα πάω τόσο μακριά ως την ξένη κατοχή με τις γκεστάπο, τους γερμανοτσολιάδες, τα μπλόκα και τον ένοπλο αγώνα, τότε που ήμουν κι εγώ ένας από τους χιλιάδες ελασίτες που όλοι μαζί συμβάλαμε ώστε να κατακτήσουμε το πιο πολύτιμο για έναν λαό: τη λευτεριά του. Θα αρκεστώ στην εποχή της σκληρής αμερικανοκρατίας, της αστυνομικής τρομοκρατίας, της αυθαιρεσίας του θρόνου και της κυριαρχίας σάπιων και αντιλαϊκών καθεστώτων και πολιτικών. Τότε που η άρχουσα τάξη είχε ξεγράψει από τον χάρτη της τους φτωχούς και τους αδικημένους των υποβαθμισμένων συνοικιών, που προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να χτίσουν τα χαμόσπιτά τους χωρίς δρόμους, συγκοινωνίες, νερό, ηλεκτρικό, αποχέτευση. Και συγχρόνως να τους τρώει η ανεργία, η πείνα, οι αρρώστειες και η αμορφωσιά. Παλεύαμε τότε γιατί σε κάθε βροχή πλημμύριζαν τα σπίτια. Γιατί τη Δραπετσώνα την έπνιγε το τσιμέντο και το Κερατσίνι τα δηλητηριώδη αέρια. Τότε που όταν τολμούσες να διαμαρτυρηθείς συλλογικά, έπεφταν πάνω σου οι πολιτσμάνοι με τα γκλοπ και σε κάνανε μαύρο και μετά σε οδηγούσανε στα αστυνομικά τμήματα δια…τα περαιτέρω.

Πώς ξεχάσατε πως εγώ τότε, Βουλευτής της ΕΔΑ και Πρόεδρος των Λαμπράκηδων έκανα πορείες μόνο με γυναίκες ελπίζοντας πως δεν θα τις χτυπήσουν. Ένας άντρας εγώ και εκατό νοικοκυρές ξαπλώναμε στο δρόμο μπροστά στα δολοφονικά εργοστάσια για να εμποδίσουμε τα καμιόνια να περάσουν. Και στο τέλος, καμμιά φορά, όπως στον Ρέντη στα 1964 με κυβέρνηση Παπανδρέου μας ξαπλώσανε όλους, γυναίκες και μένα κάτω από το ξύλο και στη συνέχεια με κλείσανε στο κρατητήριο -κοτζάμ Βουλευτή- και με κυβέρνηση όπως είπα, δημοκρατική. Γιατί το βαρύ κράτος και το μακρύ του χέρι, οι αστυνομικοί, δεν υπολόγιζαν ούτε κυβερνήσεις ούτε νόμους και φρόντιζαν σαν λύκοι οι φτωχοί να μείνουν φτωχοί και οι πλούσιοι να γίνονται πιο πλούσιοι.

Και τους Λαμπράκηδες; Τους ξεχάσαμε κι αυτούς; Τότε που πήραμε τη νεολαία μέσα απ’ τη μουντζούρα, τα υπόγεια και τα ύποπτα στέκια και τη μεταμορφώσαμε σε ένα φωτεινό ποτάμι – υπερασπιστή του δίκαιου του λαού και φορέα προόδου και πολιτισμού; Μήπως εδώ δεν κάναμε τις πρώτες Λέσχες των Λαμπράκηδων; Μήπως εδώ στο Στάδιο απέναντι απ’ το Νεκροταφείο δεν έγινε η πρώτη μεγάλη συγκέντρωση σε όλη την επικράτεια με 5000 Λαμπράκηδες μέσα και άλλους 5000 αστυφύλακες έξω σπάζοντας οριστικά τον μεγάλο φόβο; Το 1963, τρεις μήνες μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, έγινε αυτή η πρώτη μεγάλη φωτεινή πράξη μέσα σε όλη την Ελλάδα και έτσι βγήκαμε οριστικά από τη μεγάλη Νύχτα της Καραμανλικοκρατίας. Ήταν τότε μαζί μας και ο Μάνος Λοϊζος που έπαιζε στην ορχήστρα και η Μαρία Φαραντούρη, σαν μαγιά της μεγάλης πολιτιστικής επανάστασης που έμελλε τότε να ξεκινήσει με βασικό όχημα το ελληνικό τραγούδι με τους δεκάδες ποιητές, συνθέτες, τραγουδιστές. Ένα τραγούδι από τον λαό για τον λαό, που μέθυσε τον λαό και τον έβγαλε στους δρόμους, σε πόλεις και σε χωριά έως τη νίκη της Δημοκρατίας στα 1964 με το τραγικό τέλος, τη Χούντα τον Απρίλη του 1967.

Και τότε, αγαπητοί μου Κορυδαλλιώτες και σεις όλοι οι άλλοι ψηφοφόροι της ΕΔΑ της εποχής εκείνης, ακούστε κάτι που το λέω για πρώτη φορά. Εγώ ξέφυγα την σύλληψη και κατόρθωσα να βρω καταφύγιο σ’ ένα πλυσταριό σε μια ταράτσα στα Πετράλωνα. Είχαν βγει τα τανκς στους δρόμους. Στον Ιππόδρομο χιλιάδες δημοκράτες περίμεναν να τους πάνε στη Γυάρο. Ο φόβος σαν μαύρη ομίχλη είχε σκεπάσει το λαό. Ήξερα ότι αν με έπιαναν, θα με σκότωναν επί τόπου, γιατί το παρακράτος δεν μισούσε τίποτα πιο πολύ απ’ τους Λαμπράκηδες. Τι να κάνω; Εκείνοι που με έκρυβαν, τρέμανε από το φόβο τους και ξεχνούσαν να μου φέρουν μέσα σε καλάθι ως και νερό. Είχαν δίκιο, γιατί παντού υπήρχαν περιπολίες του στρατού και της αστυνομίας. ‘Ακουγα το τρανζίστορ και περίμενα τους ηγέτες και τα κόμματα να μιλήσουν στο λαό και στη διεθνή κοινή γνώμη εκφράζοντας την αντίθεσή τους στο πραξικόπημα και καλώντας σε αντίσταση. Όμως κανείς δε μιλούσε. Εγώ όπως είπα, ήμουν Βουλευτής. Δεν είχα όμως κανένα λόγο να αντικαταστήσω τους ηγέτες και τα κόμματα. Γλίτωσα. Είχα οικογένεια, πατέρα, μητέρα, αδελφό, γυναίκα και δυο μικρά παιδιά. Το συμφέρον μου ήταν να κρυφτώ, να προφυλαχτώ και να ζήσω, όπως σκέφτονταν τόσοι και τόσοι άλλοι που γλίτωσαν τη σύλληψη. Και τότε ξαφνικά άρχισαν να έρχονται στο νου μου εκείνοι που με φήφισαν, δηλαδή οι πατεράδες σας και οι μανάδες σας. Με έδειχναν με το δάχτυλο σα να μου έλεγαν: «Σε τιμήσαμε με την ψήφο μας. Τώρα σειρά σου να μας τιμήσεις με την στάση σου». Και έτσι ζήτησα χαρτί και μολύβι και με τη σκέψη πρώτα σε σας, δηλαδή στον τόπο που με τίμησε και που με εμπιστεύθηκε και μετά στον υπόλοιπο λαό και στην πατρίδα μας, δυο μέρες μετά το πραξικόπημα, στις 23 του Απρίλη, έκανα την πρώτη και μοναδική Δήλωση κατά της Χούντας, δίνοντας την έναρξη της Αντίστασης. Μια βδομάδα αργότερα κάλεσα όσους Λαμπράκηδες βρήκα και πρότεινα να δημιουργήσουμε την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση, το Πατριωτικό Μέτωπο. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζετε. Η οργανωσή μας πιάστηκε λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο, αφού προηγουμένως με τις πρώτες της ενέργειες προσέφερε ελπίδα και προοπτική στον λαό μας. Μεταφερθήκαμε όλοι στην Γενική Ασφάλεια, στην Μπουμπουλίνας, όπου και εγκαινιάστηκε πάνω μας το μαρτύριο της φάλαγγας και άλλα πολλά…

Η ανταμοιβή μου για όλα αυτά -που ήταν φυσικά το χρέος μου ως πατριώτη και πολίτη- ήταν να με μαυρίσει η Β΄ Πειραιώς στις πρώτες εκλογές στα 1974, αν και ανήκα στην ηγεσία της Ενωμένης Αριστεράς. Αυτό ήταν το πιο ηχηρό και το πιο οδυνηρό χαστούκι που έφαγα στη ζωή μου. Πιο σκληρό ακόμα κι απ΄τη Μακρόνησο. Γιατί είχε το στοιχείο της αχαριστίας. Ναι, τολμώ να πω αυτή τη βαρειά λέξη, γιατί πιστεύω ότι απέναντί σας υπήρξα καθαρός σαν μια σταγόνα κρυστάλλινο νερό. Τα έκανα όλα. Πάλεψα μαζί σας. Οργάνωσα τη Νεολαία σας. Σας γέμισα τραγούδια. Μπήκα πρώτος στην Αντίσταση. Φυλακίστηκα. Εξορίστηκα. Πάλεψα για τη Δημοκρατία αλωνίζοντας την οικουμένη με χιλιάδες συναυλίες διαμαρτυρίας και αντίστασης. Και μετά ήρθα μπροστά σας, όχι για να μου πείτε «ευχαριστώ» αλλά για να μου δώσετε ένα φιλί αγάπης σαν ανταμοιβή για την μεγάλη αγάπη μου για σας, τουλάχιστον για την αντιστασιακή μου δράση, που συγκλόνισε τα θεμέλια της ζωής μου και που πότισε με ανείπωτο πόνο τους γέρους γονείς μου και τη μικρή μου οικογένεια.

Κι από τότε δεν έφτανε το χαστούκι αυτό αλλά όπως είπα, μου γυρίσατε ανεξήγητα την πλάτη αποτελώντας τη μοναδική εξαίρεση μέσα σε όλη την Ελλάδα που δεν έπαψε να με αναγνωρίζει και να με τιμά από τη μια ως την άλλη άκρη της Επικράτειας… Μάταια περίμενα όλα αυτά τα χρόνια μια πράξη όχι αυτοκριτικής αλλά κάποιας εξήγησης. Τίποτα… Απολύτως τίποτα… Το Πέραμα ξέχασε. Το Κερατσίνι ξέχασε. Η Δραπετσώνα ξέχασε. Ας μην προχωρήσω…

Αποφάσισα λοιπόν να αποδεχθώ την πρόσκλησή σας, γιατί σκέφτηκα ότι λόγω των πολλών χρόνων που με βαραίνουν, δεν θα έχω άλλη ευκαιρία να ανοίξω διάπλατα την καρδιά μου και να βγάλω από μέσα μου όσα σας είπα, που όχι μόνο με βαραίνουν, όχι μόνο με πονούν αλλά και με δηλητηριάζουν όταν τα σκέφτομαι. Γιατί και πώς τα πράγματα οδηγήθηκαν σ’ αυτό το σημείο; Υπήρχαν άραγε πραγματικοί λόγοι και ποιοι; Ένα πάντως είναι βέβαιο. Η ζωή προχώρησε. Έχετε τώρα κατακτήσει ένα νέο επίπεδο ζωής και χαίρομαι γι’ αυτό. Απ’ την άλλη μεριά τα δικά μου τα τραγούδια, παρ’ όλες τις απαγορεύσεις και τους αποκλεισμούς, έζησαν και όλες οι βασικές μου απόψεις για τα μεγάλα προβλήματα της Δημοκρατίας, του Πολιτισμού και της Ειρήνης επιβεβαιώθηκαν μέσα στην ίδια τη ζωή.

Παραδέχομαι ότι έγιναν πολλά σε σχέση με το παρελθόν, όμως ένα μεγάλο μέρος από τα ιδανικά για τα οποία παλεύαμε τότε χέρι με χέρι στους λασπωμένους δρόμους, όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκε αλλά κλείστηκε στο χρονοντούλαπο με την επιγραφή ΑΧΡΗΣΤΑ. Δεν φταίω εγώ γι’ αυτό. Αντίθετα σήκωσα πολλούς σταυρούς για την κατάκτησή τους… Είναι όμως πια πολύ αργά για μένα να ξαναπιάσω το νήμα από κει που το κόψανε οι πονηροί και οι επιτήδειοι που μας ξεγέλασαν και μας αφήσανε γυμνούς και έκθετους στην απόλυτη θέληση και διάθεση του Μαύρου Πάνθηρα που ακούει στο όνομα Κοντολίζα Ράϊς. Εγώ, όρθιος όπως πάντα, για την υπεράσπιση των ιδανικών του λαού μας που παραμένουν ζωντανά μέσα στις συνειδήσεις των ζωντανών, θα εξακολουθήσω να χτυπώ το Κακό όπου το βλέπω…

Κι αυτός είναι ο άλλος λόγος που αποφάσισα να βρίσκομαι σήμερα κοντά σας… Για να σας πω ότι πιστεύω ότι ξαναζούμε σε μεγέθυνση τις μέρες που προηγήθηκαν του μεγάλου εγκλήματος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τότε που ο Χίτλερ ισοπέδωνε την Πολωνία και στη συνέχεια όλη την Ευρώπη, χωρίς αντίδραση από πουθενά. Όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με το Κράτος – Τίγρη του Ισραήλ και τον Μαύρο Πάνθηρα, τον μεγάλο του αδελφό. Πάνθηρας και τίγρης, αιμοδιψείς, μεταβάλλουν συστηματικά την ανθρωπότητα σε Ζούγκλα, ενώ η Ευρώπη της οποίας είμαστε μέλος, σφυρίζει αδιάφορα. Κι εγώ δεν είδα ακόμα κανένα ηγέτη μεγάλης παράταξης να καλέσει τον Λαό στο Σύνταγμα και να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Μόνο μισόλογα και χλιαρές ανακοινώσεις. Είναι ή όχι δολοφονικό το χέρι του Ισραήλ που ισοπεδώνει μια χώρα, σκοτώνει αθώους και στέλνει στην εξορία 1.000.000 ανθρώπους; Είναι ή όχι δολοφονική η πολιτική των ΗΠΑ που εξοπλίζει και βοηθά το χέρι των δολοφόνων; Η Ευρώπη με τη στάση της είναι ή όχι τελικά συνένοχη σ’ αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα; Είναι ή όχι ντροπή για την ανθρωπότητα, για την Ευρώπη, για τους Έλληνες να είμαστε απλοί παρατηρητές αυτής της νέας γενοκτονίας;

Και σας ρωτώ: Αυτή την ντροπή ποιος θα την ξεπλύνει; Κι αυτόν τον κίνδυνο όχι μόνο για την Παλαιστίνη, για το Ιράκ, τον Λίβανο, τη Συρία και το Ιράν αλλά για όλους, ακόμα και για μας, ποιος θα τον σταματήσει; Μόνο ο Λαός! Όμως πού είναι ο Λαός; Πού είναι αυτές οι χιλιάδες, οι εκατοντάδες χιλιάδες και τα εκατομμύρια που άλλοτε έβγαιναν στους δρόμους;

Δεν θέλω να σας κουράσω άλλο. Νομίζω πως είπα αυτά που ήθελα να σας πω και μακάρι να τα μάθουν και οι άλλοι. Ίσως μερικοί να αγανακτήσουν κι άλλοι να γελάσουν. Ίσως πάλι μερικοί να προβληματιστούν… Πάντως ένα είναι βέβαιο, ότι αργά ή γρήγορα θα λάμψει η αλήθεια και γι’ αυτό θεώρησα αναγκαίο να φρεσκάρω την ιστορική σας μνήμη. Αν μη τι άλλο, είμαι βέβαιος ότι η μουσική που θα ακούσετε σε λίγο, θα λάβει το ουσιαστικό της περιεχόμενο και τις αληθινές της διαστάσεις.

Σας ευχαριστώ.

Back To Top