skip to Main Content

18/10/1991: Συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη – ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ ΠΑΘΗ, (Passion of the Sadducees)  σε ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού.

Συμμετείχαν Χορωδία της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, Αφηγητής: Νίκος Τζόγιας, Σολίστ: Θάνος Πετράκης, τενόρος, Κώστας Πασχάλης, βαρύτονος, Φραγκίσκος Βουτσίνος, μπάσος, Διεύθυνση : Λουκάς Καρυτινός

Ποίηση: Μιχάλης Κατσαρός(1953)
Σύνθεση:Mίκης Θεοδωράκης 1981-1982, Παρίσι
Ηχογράφηση: 1985 ( πρώτη εκτέλεση στις 23/2/1983 στο Metropol-Theater Berlin, μετάφραση στα Γερμανικά: Dirk Mandel) Joachim Vogt (τενόρος), Herman Christian Polster (μπάσσος), Jurgen Freier (βαρύτονος), Friedrich Wilhelm Junge (αφηγητής) , Rundfunkchor Berlin (διδασκαλία χορωδίας Dietrich Knothe) Berliner Sinfonie Orchester, υπό  τη διεύθυνση του Hans Peter Frank, Μinos (Greece), Eterna (DDR).

 

Μίκη Θεοδωράκη – Μιχάλη Κατσαρού: ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ ΠΑΘΗ

Καντάτα σε ποίηση: Μιχάλη Κατσαρού. Έργο αφιερωμένο στη μνήμη του Δημήτρη Δεσποτίδη. Το Κατά Σαδδουκαίων είναι ένα κοινωνικό, πολιτικό και, πάνω απ’ όλα, ποιητικό μανιφέστο.

Από το σημείωμα του Μίκη Θεοδωράκη στο δίσκο.

Με τον Μιχάλη Κατσαρό συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στιγμιαία στη ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ στα 1944. Τότε ανήκα στον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε τη βάση του στην Άνω Νέα Σμύρνη. Στις 3 του Δεκέμβρη πήρα μέρος στο Συλλαλητήριο στο Σύνταγμα. Με χτύπησαν άγρια οι Εγγλέζοι κι έτσι καθώς ήμουνα μέσα στα αίματα, κατηφόριζα τη λεωφόρο Συγγρού. Μέναμε τότε στη Νέα Σμύρνη, οδός Σμύρνης 39. Η μητέρα μου, πες από ανησυχία, πες από προαίσθηση, ανηφόριζε την ίδια λεωφόρο. Συναντηθήκαμε μπροστά στου ΦΙΞ. Μόλις με είδε, τρόμαξε. Όμως την καθησύχασα. Την πήρα στην αγκαλιά μου – σαν λάβαρο, έλεγα τότε. Στον κήπο μας είχα θαμμένο το όπλο που είχα πάρει από τους Γερμανούς. Λίγο αργότερα ήμουν μπροστά στο Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Σμύρνης. Την άλλη μέρα πήγαμε –ορισμένοι από μας- στην κηδεία των θυμάτων. Γυρίζοντας αρχίσαμε τη μάχη. Σε δύο μέρες όλοι οι αστυνομικοί παραδόθηκαν. Δεν υπήρχε ούτε ένα θύμα. Πολλούς αξιωματικούς τους οδηγήσαμε οι ίδιοι στα σπίτια τους να μην πάθουν κακό. Ένας απ΄αυτούς στα 1948 ήρθε χαράματα στο σπίτι μας για να με πιάσει και να με κλείσει στην απομόνωση. Πολλοί οδηγήθηκαν στην Ικαρία. Το Τάγμα μας πήρε μέρος στις μάχες του Χαροκόπου, στα Παλαιά Σφαγεία. Στο Ιωσηφόγλειο και μετά στου Μακρυγιάννη. Εκεί μείναμε ως τις 20 περίπου του Δεκέμβρη. Γυρίσαμε στην Άνω Νέα Σμύρνη που χτυπούσαν Εγγλέζοι, Ινδοί και Κούρκας. Σε μία από τις τελευταίες μάχες, είναι τότε που συνάντησα τον Κατσαρό που ήταν αξιωματικός του ΕΛΑΣ. (…)  Θυμάμαι ήταν δειλινό και υποχωρούσαμε προς τα υψώματα του Νέου Κόσμου. Εγώ ύστερα από είκοσι πέντε μέρες μάχες νύχτα-μέρα, τις πιο πολλές φορές νηστικός, άπλυτος, με ένα παπούτσι –στο δεξί πόδι που είχα κρυοπαγήματα είχα βάλει κουρέλια- φορούσα γερμανικό κράνος και ήμουν τυλιγμένος με κουβέρτα. Εκείνος με πεντακάθαρη στολή αξιωματικού είχε το δεξί πόδι πάνω σ΄ένα βράχο και με κοίταζε θα ΄λεγα με αποτροπιασμό… Μου λέει:

-Πού πας στρατιώτη;

Τον κοίταξα καλά καλά σα να΄ταν φάντασμα. Δεν του αποκρίθηκα. Εκείνος ξανά επιτακτικά:

-Εκεί είναι η μάχη! και μου δείχνει με το χέρι σαν τον Κολοκοτρώνη κατά τη μεριά του νεκροταφείου όπου όλοι χτυπούσαν τα τανκς.

Τότε δεν βάσταξα και του είπα προσπερνώντας τον:

-Να πάς εσύ!

Σκεφτόμουν , ειλικρινά, πως είναι κανένας παλαβός…

Τρείς μήνες αργότερα, δούλευα σ΄ένα γραφείο στην οδό Φιλελλήνων, τον βλέπω με στολή αξιωματικού της Αεροπορίας να μπαίνει στο γραφείο μου. Στην αρχή τρόμαξα, όμως εκείνος έσκυψε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε.

-Έρχομαι από τον Πέτρο [Σημ.: Πέτρος ήταν το συνομωτικό όνομα του Μίμη Δεσποτίδη]. Μου είπε να σου πω ότι το βράδυ έχουμε συνεδρίαση στο σπίτι του Τούγια (του ζωγράφου) στην Πλάκα.

Έτσι αρχίζει ένας νέος κύκλος φιλίας. Ένα τρίγωνο θα ΄λεγα, Δεσποτίδης (Πέτρος) – Κατσαρός – κι εγώ. Ο Πέτρος είναι ο Διαφωτιστής στην ΕΠΟΝ Αθήνας. Εγώ Β΄Γραμματέας και υπεύθυνος εκπολιτισμού.

Μια μέρα ο Πέτρος μου λέει:

-Έχουμε ένα νέο συνθέτη από το Παγκράτι. Ζητάει να παιχτούν τα έργα του από τη Χορωδία της ΕΠΟΝ (που τη διηύθυνα εγώ), θέλεις να τον συναντήσεις;

Την άλλη μέρα, μεσημεράκι, η Λέσχη της ΕΠΟΝ (Ακαδημίας και Κριεζώτου) είναι σχεδόν άδεια. Στο βάθος, στον πάγκο κάθεται ένα χλωμό, αδύνατο παιδί. Κρατάει κάτι χαρτιά στα χέρια του. Τον πλησιάζουμε και ο Πέτρος μας συστήνει:

– Ο συναγωνιστής Μίκης, ο συναγωνιστής Μάνος.

Λίγο αργότερα διηύθυνα τη Χορωδία της ΕΠΟΝ στα τραγούδια του Χατζιδάκι στο θέατρο «Βρετάνια» στο έργο του Δαμιανού ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΘΑ ΘΕΡΙΣΟΥΜΕ, με σκηνοθεσία του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Όμως το πιο σπουδαίο «επίτευγμα» της συνεργασίας μου με τον Πέτρο ήταν η δημιουργία της ΟΜΑΔΑΣ ΝΕΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, όπου συμμετείχαν πολλοί νέοι ποιητές και λογοτέχνες της εποχής εκείνης. Η βασική μας ιδέα ήταν να τους φέρουμε σε επαφή με τους κορυφαίους μας λογοτέχνες, Βάρναλη, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Νικηφόρο Βρεττάκο, Ρίτσο, Ρώτα κ.α. Μερικοί από αυτούς έγιναν σπουδαίοι, όπως ο Κατσαρός, Λειβαδίτης, Κοτζιάς, Αργυρίου, Περγιάλης και άλλοι που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή τα ονόματά τους.

Ακολούθησε ο Εμφύλιος. Στα 1947 βρεθήκαμε με τον Πέτρο στις Ράχες της Ικαρίας. Στα 1948 σμίξαμε στην παρανομία στην Αθήνα. Μαζί μας και ο Παύλος Παπαμερκουρίου˙ θυμάμαι πως κάμποσες φορές ο πατέρας μου μας έκανε το τραπέζι στα υπόγεια μαγειρεία της οδού Αθηνάς.

Η τελευταία φορά που συναντήθηκα με τον Πέτρο, πριν πιαστούμε (άνοιξη του 1948) ήταν στο Μοναστηράκι. Εκεί βλέπαμε μια ομάδα τσαγκαράδες. Τα ραντεβού μας γίνονταν στα πεταχτά. Συγκεκριμένος δρόμος, ώρα, κατεύθυνση, οι κουβέντες μετρητές, όμως ο Πέτρος δεν άντεχε, τον έτρωγε το σαράκι.

– Λένε ότι ο Σοστακόβιτς είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος συνθέτης.

– Έτσι είναι, του αποκρίνομαι.

– Είμαστε πάντα οι πρώτοι! είπε και έλαμψε το πρόσωπό του.

Η παρανομία την εποχή εκείνη ήταν δύσκολη. Και γιατί η παρακολούθηση ήταν σφιχτή, αλλά προπαντός γιατί οι συνθήκες τροφής και στέγης φριχτές. Μια φορά τη βδομάδα ο Χατζιδάκις με πήγαινε στο Κολωνάκι, σε φίλους του. Έπρεπε να βγάλω τη νύχτα κι αυτός έπιανε τη κουβέντα ως το πρωί. Παράγγελνε και μου ΄φερναν σάντουιτς και μ΄άφηνε να κοιμάμαι στην πολυθρόνα. Κανείς δε με ήξερε. Με παρουσίαζε σα φίλο του. Φεύγαμε τα ξημερώματα κι εγώ πήγαινα κατευθείαν στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί μ΄έκρυβε ο Μούτσης (θείος του συνθέτη).

Άλλος ένας συνθέτης μ΄ε ‘κρυβε τα βράδια μια-δυό φορές τη βδομάδα, ο Γιώργος Σισιλιάνος. Καθόταν τότε σ’ ΄ένα πελώριο παλιό μέγαρο στην οδό Ακαδημίας, που το μισό ήταν το Στρατοδικείο! Ο Κώστας Κοτζιάς είχε αναλάβει από την παράνομη οργάνωση να μου βρίσκει σπίτια, όταν βρισκόμουν σε δυσκολία.

Μια μέρα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου έπεσα πάνω στον Μιχάλη Κατσαρό. Χαιρετηθήκαμε βιαστικά και εμείς πήραμε το τραμ για την Κολοκυνθού. Τη μάνα μου την έβλεπα κάθε Τετάρτη απόγιομα. Περίμενε σ΄ένα καφενεδάκι στην πλατεία Κλαυθμώνος. Μόλις μ΄’έβλεπε, μ΄’έπαιρνε από πίσω. Μπαίναμε σ΄’ ένα σινεμά. Καθόμασταν πλάι πλάι. Μου ‘΄δινε το πακέτο με τα καθαρά ρούχα. Πήγαινα στην τουαλέτα. Άλλαζα, έβαζα στο πακέτο τα βρώμικα και γύριζα στη θέση μου. Εκείνη ήθελε να με πιάσει να με χαϊδέψει, όμως της σταμάταγα το χέρι. Ήταν αφύσικη μια τέτοια στάση κι ο χαφιές, που σίγουρα θα κάθονταν σε κάποια γωνιά, θα καταλάβαινε ότι είμαι παράνομος.

Κάποια Τετάρτη, τον Μάη του ΄48, η μάνα μου περίμενε μάταια στο καφενεδάκι. Μας πιάσανε και τους τρεις χωριστά. Ο Παύλος δικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Ο Πέτρος δικάστηκε σε θάνατο όμως με ψήφους 3-2 κι έτσι τελικά έζησε. Εγώ γλίτωσα κι αυτό το οφείλω στο λάθος που έκανα να πάω ένα βράδυ ξαφνικά στο σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη, όπου και με συνέλαβε η τοπική Ασφάλεια και μ΄’ έστειλε για δεύτερη φορά εξορία.

Δούλευα στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ – έπαιζα αρμόνιο- στο έργο « Το Τραγούδι της Κούνιας» με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη. Το βράδυ το λεωφορείο του θεάτρου μας ανέβαζε στην Αθήνα. Ήταν η εποχή που είχα πλευρίτιδα και την έβγαζα στο πόδι. Τα σπίτια είχαν γίνει σπάνια και πολλά βράδια κοιμόμουνα στα γιαπιά παστωμένος με εφημερίδες για το κρύο. Υπέφερα πολύ από πυρετό και προπαντός από τον αφόρητο πόνο. Όμως δεν έπρεπε να δείχνω τίποτα. Έπαιζα κανονικά στην κουίντα του θεάτρου και μετά έψαχνα για κανένα γιαπί να βγάλω τη νύχτα με ψωμί και τυρί. Έτσι, κάποιο βράδυ δεν άντεξα. Το λεωφορείο ανέβαινε τη λεωφόρο Συγγρού κι όταν φτάνει ξαφνικά στο ύψος του σπιτιού μου, λέω ξαφνικά στο σωφέρ:

-Κάνε σε παρακαλώ, στάση.

Πηδάω έξω. Ψυχή στο δρόμο. Πετάω ένα χαλικάκι στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Οι γονείς μου δεν κοιμόνταν. Κάθε βράδυ είχαν την αγωνία μου. Έκαιγα στον πυρετό. Ο αδερφός μου μου δίνει τον καναπέ που πλάγιαζε. Ήταν ζεστός και αμέσως κοιμήθηκα. Η Ασφάλεια κύκλωσε το σπίτι κατά τα χαράματα, πριν προλάβω ν’ ανοίξω τα μάτια μου ήταν από πάνω μου οι αστυνομικοί με επικεφαλής τον ίδιο αξιωματικό που στα Δεκεμβριανά τον είχα συνοδεύσει στο σπίτι του.

-Με συγχωρείς, μου λέει. Δεν είναι τίποτα. Έλεγχος ταυτοτήτων.

Η μητέρα μου που μ΄’ έβλεπε ξαπλωμένο, ντράπηκε για την αγένειά μου.

-Μίκη, σήκω, δεν είναι σωστό, περιμένουν οι κύριοι…

Η δε θεία μου, η Στάσα, ετοιμάζονταν να τους βγάλει και γλυκό του κουταλιού. Ήσαν κι οι δύο μικρασιάτισσες και γι΄’ αυτές η φιλοξενία είναι φιλοξενία. Ακόμα και για τους διώκτες μας. Μόνο ο αδελφός μου ένιωσε τον τόνο της στιγμής.

-Γειά και χαρά σύντροφε, μου λέει την ώρα που μ΄έπαιρναν κοιτάζοντας επιδειχτικά τους μυστικούς που είχαν πλημμυρίσει το σπίτι.

Στο Τμήμα, στην απομόνωση, βρήκα άλλους 12 Νεοσμυρνιώτες. Συμπτωματικά εκείνο το βράδυ η Νέα Σμύρνη έκανε συλλήψεις για εξορία. Έτσι, δεν γλίτωσα. Ικαρία, και τέλη του 1948 Μακρονήσι. Δ΄Τάγμα. Στις 26 του Μάρτη 1949 μεταφέρομαι στο Α΄Τάγμα (στρατιωτικό), όπου μας χτύπησαν παραδειγματικά!

Αρχές του ΄50 ψάχνω στην Αθήνα για συντρόφους. Βρίσκω μερικούς σ΄ένα καφενεδάκι στη Σόλωνος. Αν δεν κάνω λάθος, ανάμεσά του ο Νικηφόρος Βρεττάκος και ο Τάσος Βουρνάς. Ακούνε προσεκτικά, με δέος θα΄λεγα, για τη Μακρόνησο. Κάποιοι μπαίνουν στο καφενείο, μαζί κι ο Κατσαρός. Κατά το σούρουπο με ρωτάνε «πού θα μείνεις;»

-Δεν ξέρω τους λέω. Δεν έχω σπίτι. Ο πατέρας μου μου έδωσε 300 δρχ. και την ευχή του.

-Έλα στο δικό μου, λέει ο Κατσαρός κι έτσι βρέθηκα στα υπόγεια στο Χαλάνδρι.

Εκεί ο Μιχάλης έγραψε τους ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΟΥΣ. Εγώ δούλευα πάντα πάνω στην ΤΡΕΛΗ ΜΑΝΑ του Σολωμού.

Ζήσαμε μαζί σχεδόν δυό χρόνια. Μαζί μας ήρθε να μείνει και ο αδελφός μου, ο Γιάννης. Πεινάγαμε όμως πολύ. Ο Γιάννης, αφού έφαγε ακόμα και τις σουλφαμίδες, γύρισε στην Κρήτη στο χωριό. Και  ο Μιχάλης έκανε αιμόπτυση. Τον πήγαινα στην Πάρνηθα. Εγώ λίγο αργότερα, το 1953, παντρεύτηκα κι έτσι μπήκα σε μια σειρά. Αργότερα παντρέψαμε με τη γυναίκα μου και τον Κατσαρό με την Κούλα Μαραγκοπούλου. Και τον επόμενο χρόνο βαφτίσαμε το γιό τους τον Στάθη.


Οι Σαδδουκαίοι: ήταν ένα από τα τρία κύρια ιουδαϊκά πολιτικά και θρησκευτικά κινήματα της περιόδου. Ήταν  οι πλούσιοι, οι αριστοκράτες της εποχής, οι συντηρητικοί και οι ελιτιστές. Κατείχαν θέσεις εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων αυτές των επικεφαλής ιερέων και των αρχιερέων. Με το μύθο των Σαδδουκαίων ο Κατσαρός και ο Θεοδωράκης στην συνέχεια μιλά για την εξουσία.

 

Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων (1953)

Μια εισαγωγή

 «Και συ λοιπόν στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις από φωνή από τροφή από άλογο από σπίτι στέκεις απαίσια βουβός σα πεθαμένος: Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν». (Μιχάλης Κατσαρός, ‘Υστερόγραφο’).

Ο Μιχάλης Κατσαρός, στην ποιητική του συλλογή που φέρει τον τίτλο ‘Κατά Σαδδουκαίων’ ανάγει την ποίηση σε ‘εργαλείο’ καταδίκης της κάθε εξουσίας και των εξουσιαστικών σχέσεων, σε γραπτή ‘μορφή’ που προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μίας εν δυνάμει εξέγερσης των λέξεων και των σωμάτων, γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης στο Νόστιμον Ήμαρ και συνεχίζει:

“Η ποιητική του πράξη διακρίνεται για την ευθύτητα και την αμεσότητα της, για  την εν συνόλω συγκρότηση του γίγνεσθαι ως πεδίου μάχης, για την ίδια την εννοιολόγηση  του ως ‘πεδίου’ που διαπερνάται από στάσεις, πράξεις, αφηγήσεις, μύθους και συμβάντα.

Πραγματικά, η ποίηση ή αλλιώς η ‘κατά σαδδουκαίων’ αλλαγή συμπυκνώνει και συμβολίζει όχι τις νόρμες του καθημερινού αλλά τις νόρμες του κατά ποιητή αναγκαίου: αυτού που υποκρύπτεται «υπόγεια» και «χαμηλόφωνα», αυτού του συλλογικού υποκειμένου που ως «σώμα» δύναται να προκαλέσει τεκτονικές αλλαγές…

Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, ο ποιητής που διαμορφώνει την ονειρική του ύλη σε μπαρούτι, δεν απομακρύνεται από την πόλη και τα τείχη της, από τις τάξεις των πολλών στρατιωτών δια τις εις άτοπον απαγωγής. Αντιθέτως, η απομάκρυνση του είναι το αποτέλεσμα της ‘κτήσης’ του συστατικού και ουσιαστικού λόγου, της διαρκούς επιστροφής στην ιστορία όχι ως μύθο αλλά ως βιωμένη, βίαιη και αιματηρή πραγματικότητα: «για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου όπως με γέννησε η Γαλλική επανάσταση όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία ένας σκοτεινός συνωμότης»

…ο Μιχάλης Κατσαρός «ανοίγει το δρόμο», και ως ποιητής αλλά και ως »δηλωμένος σκεπτόμενος»  που απευθύνεται στην ποίηση, στην ποίηση που τη βιώνει ως αίσθηση «αποκάλυψης», αφύπνισης στο ίδιο του το σώμα. Και μόνο μία λέξη που περικλείει πολλές έννοιες θα αρκούσε για να προσδιορίσει το ποιητικό του πράττειν. Η λέξη Αντισταθείτε. Αντισταθείτε στα μικρά και στα μεγάλα, αυτή είναι η διαρκής προτροπή του.

«Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες σ’ όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους». Αυτό είναι το νόημα που προκύπτει από την ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού, από την ‘κατά σαδδουκαίων’ συλλογή.»


 

Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων (1953)

 Τα μελοποιημένα ποιήματα

 

ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΜΟΥ

Θα προσπαθήσω να δώσω το σχήμα μου

όπως συντρίβεται σε δυο λιθάρια.

 

Θέλω να μιλήσω απλά για την αγάπη

και παρεμβαίνουν οι θύελλες

παρεμβαίνει το πλήθος

το τρομερό ηφαίστειο που λειτουργεί

κάτ’ από πέτρες.

Τα φριχτά ερωτήματα παραμένουν επίμoνα

μαύρα υγρά ακατανόητα

ο πύργος μας καίγεται.

Δεν έχομε τίποτα να σας πούμε

έτσι που όλα προδοθήκανε

από πίστη σε πίστη

από υπόγειο σε υπόγειο

από πρόσωπο σε πρόσωπο.

 

Βαθιά στις ρίζες του δέντρου σας

μαζί με τους τυφλοπόντικους

μαζί με τους καταποντισμένους πίθηκους

σε σκοτεινούς υποχθόνιους κρότους

ασθμαίνοντας μετατοπίζομαι

-ανακατωμένοι οι βρόγχοι-

βαθιά στα ξερά λιβάδια σας

πέφτει καινούρια αθόρυβη βροχή.

 

Κάποτε θ’ ανεβούμε καθώς προζύμι

ο σιδερένιος κλοιός θα ραγιστεί

τα όρη σας όπως πυκνά σύννεφα θα χωριστούν

οι κόσμοι θα τρίξουν

στις έντρομες αίθουσες οι ρήτορες θα σωπάσουν

και θ’ ακουστεί η φωνή μου:

«Οι νέοι πρίγκηπες με σάλπιγγες και νέες

στολές

οι νέοι συμβουλάτορες οι νέοι παπάδες

οι νέοι πρόεδροι και τα συμβούλια και οι

επιτροπές

όλοι οι μάγοι προφεσόροι…»

 

Περιμένετε αύτη τη φωνή.

Έτσι θ’ αρχίζει.

 

II

ΤΥΦΛΗ ΕΠΟΧΗ

Άγνωστη μέρα δείξε μας το πρόσωπο σου.

 

Κάτω στο βάθος

τόσα πέλματα βαριά

τόση βουή με καταρράχτες

ακούγονται να σπάζουν επιφάνειες

κατρακυλάν στις φλέβες μας ποτάμια εγώ

με φωτεινό το μέτωπο να χάνομαι

να μην μπορώ να καταλάβω

πως γίνηκε ν’ αναζητάμε δράμα

τώρα που όλα στερεώθηκαν επίσημα

τώρα που ένας πρίγκηπας επέθανε

τώρα που οι δείχτες ύψωσαν τα φέρετρα

κει που βουλιάζουν οι αετοί τις ώρες.

 

Άγνωστη μέρα δείξε μας το πρόσωπο σου.

Δείξε μας δείξε μας το μπόι σου.

Μέρα με τις πληγές ορθές στο βάδισμα σου

εγώ μαζί με το Βλαδίμηρο

θα σε στεγάσουμε

να μη φοβάσαι

οι άλλοι πέτρωσαν δίπλα στους χωροφύλακες

έντρομοι θα σαλπίσουν

θα κλείσουν οι πύλες

θα κλείσουν τα τείχη

θα παρατάξουν τα στρατεύματα

εσύ θα τους διαπερνάς αθόρυβα

θα προβαδίζεις

και πίσω θα σ’ ακολουθάν

οι Ασσύριοι οι Βαβυλώνιοι οι Ιουδαίοι

οι Ισπανοί

πριν προδοθούν τα όνειρα

οι Γάλλοι μεταλλωρύχοι

ο σύντροφός μου Γκαρώ πριν γίνει διευθυντήριο

οι πρόεδροι θ’ αλλάξουν έντρομοί τα διατάγματα

οι άλλοι θα υποκρίνονται τους έμπιστους

εγώ μαζί με την ακολουθία μου

θ’ ανακηρύσσομαι ήρωας

το άργυρο σπαθί των ιπποτών θα λάμπει

ο πρίγκηπας ένα χλωμό παιδί με πορφυροϋν χιτώνα

πάλι θα στερεώνονται οι αυλοκόλακες

κι εγώ θα φεύγω

θ’ αναζητάω έντρομος την όψη σου.

Κάτω

στο βάθος

τόσα πέλματα βαριά.

Ακούω να ’ρχεται καινούριο βήμα.

 

III

ΕΠΡΕΠΕ ΤΩΡΑ

Έπρεπε τώρα να κάνω αυτό το διάβημα.

Ο πύργος χωρίς τους φρουρούς χωρίς

υπαλλήλους

υψώθηκε όλος μπετόν και αδιάτρητά τα

τεράστια τείχη.

Έπρεπε τώρα να βρω τα κλειδιά που πετάξαν

μες στο βαθύ πηγάδι οι υπηρέτες φεύγοντας.

Γύρω τα τείχη πιο ψηλότερα απ’ το μπόι μου

τα άδεια δωμάτια χρόνια τα στόλιζα

με πράσινες λάμπες

έψαχνα στα σκονισμένα υπόγεια

κουβάλαγα σπάνιες πέτρες σπάνια γέλια

σπάνιο θάνατο

όμως ανέβαιναν οι ποταμοί με μουσικές

πλημμύριζαν το μεγάλο σαλόνι

κι εκεί όλα μαρμάρωναν.

 

Χρόνια αναμεσά σε μάρμαρα

οι άγρυπνοι λύχνοι δε φώταγαν

όλο και απουσίαζαν.

Όμως επέμενα.

Τους συνωμότες τους χτύπησα.

Δεν έδινα το λόγο στα πουλιά.

Εγώ εξουσίαζα.

 

Απάντησέ μου εσύ.

Τα σκοινιά δεν κατάλαβες στο λαιμό μας;

Δεν υπάρχει λοιπόν σωτηρία για τούτο το

πλάσμα σου;

Δε βρίσκω το ρήγμα σ’ αυτό το μπετόν

σ’ αυτά τα παλιά τα πηγάδια –

στις ρίζες έψαξα παντού

κλειστές και δε μιλάνε.

 

Κι έτσι απόμεινα με γεμάτα τα χέρια

αυτό το βαρύ δυναμίτη

που ώρα σε ώρα σκάζοντας θα με τινά; ζει-

Γι’ αυτό είναι που γυρίζω τρέχοντας

από σταθμό σε σταθμό

από τοίχο σε τοίχο

γεμάτος με δύναμη άχρηστη

και ξέρω πως σπαταλιέται.

Γι’ αυτό είναι που σκάβω με τα νύχια μου

αυτές τις ξερές ημερομηνίες

μήπως αστράψει κάποτες μια λύση.

 

Αυτό δε λέει πως μπορεί πάντα ν’ απουσιάζει.

 

Το ζήτημα έχει πια τεθεί:

Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε

όπως αυτός ο δραπέτης

η θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο

απέναντί τους.

 

IV

ΔΩΡΙΕΙΣ

Μπορούσα βέβαια να βρίσκομαι πρώτος

αναμεσά στους οπλισμένους Δωριείς

ντυμένος την περιλάλητη αμφίεσή τους

μπορούσα βέβαια

κι όχι τυχαία.

 

Όμως σε τι θα ωφελούσε την υπόθεση μας

όλη μου η μεγαλοπρέπεια

όλες μου οι φωνές μέσα στα τείχη;

 

Οι ποταμοί θα γύριζαν κύκλο στα περιθώριά μου

οι ελπίδες μου φτηνές παλιές πραμάτειες

να υποκρίνομαι τον άθεο και τον καταλυτή

εγώ ο πιο ειλικρινής νέος με τα όνειρα

εγώ ο θερμός ανδαλουσιανός

μέσα σ’ αυτά τα απαίσια σίδερα της πανοπλίας.

Για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου

όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση

όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων

όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία

ένας σκοτεινός συνωμότης.

 

Και τώρα – απ’ έξω απ’ τα στρατεύματα

κοιτάζω την ένδοξη πόλη

οπού ξαπλώνει ράθυμα

πόρνη και δυναμίτης –

κοιτάζω τούτη την πόλη που την περικυκλώσαν τα φρούρια

αύτη που με γέννησε και δεν έχει πια όνομα

δεν έχει αναμμένη φωτιά –

κοιτάζω και υψώνω θεριό τη φωνή μου

μήπως μ’ ακούσουν.

 

Η κίνηση μέσα στα τείχη μας είναι σημαντική .

 

V

ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΔΑΣΟΣ

Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.

Ανάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους

προσπαθώ ν’ αναστήσω.

Τα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές

σε μυστικές συνεδριάσεις

τα ονόματα που οδήγησαν όλα δολοφονούνται.

 

Ώ Ρόζα Λούξεμπουργκ. Λένιν, ποιητές.

Ώ Τέλμαν Τάνεφ

παγωμένοι σε επίσημες τελετές.

 

Πως θα ξαναβαπτίσουμε τις πυρκαγιές

ελευθερία, ισότητα. Σοβιέτ, εξουσία;

 

Εγώ ένδοξος γράφω

σ’ όλα τα όνειρά σας: Ελευθερία.

 

Ω Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές.

Ω Τέλμαν Τάνεφ

δαφνοστεφείς ήρωες

μυθικά πρόσωπα

ελάτε.

Εγώ έχω μέσα στη θύμησή μου

την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις

σκάλες

με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα

Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.

Πως θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές

ελευθερία, ισότητα. Σοβιέτ, εξουσία;

 

ΙV

ΞΑΝΘΟΣ ΟΜΟΡΦΟΣ

Στις έξι και τριάντα στη Ρώμη

να μπαίνεις σαν έμπορος η καμηλιέρης

μεταμορφωμένος σε συνοδό χρυσού

και άσημο επισκέπτη –

κι όμως στον κόρφο σου να φέρνεις μυστικά γράμματα

του Δεκριανοϋ –

κι αμέσως να διαδίδεται στις αγορές

μετά στα ανάκτορα

ότι κατέφθασε ένα πρόσωπο

ν’ ανατινάξει την πόλη.

 

Ο γραμματέας του αυτοκράτορος

έμπιστα να ρωτά

να τερματίζεται η δεξίωσις

η φήμη σου να μεταφέρει το μπόι σου

να μεταφέρει τ’ άλογό σου

ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασιλείου

έχει χιτώνα πράσινο και κάτω το ξίφος

τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία

περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά

οπλοστάσια –

συγκάλεσε εκτάκτως τη Σύνοδο

κλείστε καλά τις εξώπορτες

ν’ ασφαλιστείτε.

 

Κι εσύ πάνω σε ξύλινα τραπέζια και καπηλειά

να προετοιμάζεις την ένδοξη παρουσία –

όμως – να εκφυλίζεσαι σε αγοραίο ρήτορα

να κεραυνώνεις τα πλήθη με λόγους

να ξεχνάς τον προορισμό σου

να ξεχνάς τ’ άλογό σου

να προσπαθείς να φτάσεις με υπομνήματα

τον αυτοκράτορα

να ζητάς πίστωση χρόνου

οι γραμματείς να σου απορρίπτουν την αίτηση –

Πως γίνεται τόσο εσύ να ξεπέσεις;

Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες

σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου

κι εσύ αφομοιώθηκες;

 

Εγώ είχα χαθεί μέσα στο ταραγμένο πλήθος

μόνος μου – σα να ’μουνα η φωνή σου.

Τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία

περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά

οπλοστάσια

συγκάλεσε εκτάκτως τη Σύνοδο

κλείστε καλά τις εξώπορτες ν’ ασφαλιστείτε .

 

Ο δούλος που δραπέτευσε

έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες

γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.

Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.

Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση

δεν διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.

Εγώ πάντως

εξακολουθούσα να βλέπω τον επερχόμενο αιώνα

με φάλαγγες πιστών

με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντας αίμα

με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις

με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους

εικόνες από παλιές εκστρατείες και τυφεκισμούς

ήρωες με αυστηρά βλέμματα.

 

Άμες δε γ’ εσόμεθα

πληρωμένη εκπαίδευση

θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως

κλειδωμένα στην αποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια.

Αν έξαφνα σας γεννηθεί το ερώτημα

πως τα κατάφερε αυτός ο θνητός

μέσα σ’ αυτό το βαρύγδουπο διαπασών των ύμνων

να δραπετεύσει με αληθινό λαμπερό ήλιο

με αληθινές εξαρτύσεις του βίου

αν δεν μπορείτε να καταλάβετε

τι τον οδήγησε σ’ αυτό το τελευταίο διάβημα

που βρήκε την έξοδο αφού γύρω ήταν μπετόν

αφού γύρω τραγούδαγε η φοιτήτρια

ένα τραγούδι ιστορικό παλιών ηρώων

τότε δε θα ’χετε δει κάτι κρυφές μικρές πόρτες

όμως ολοφάνερες στα μάτια των ειδικών

δε θα ’χετε δει το ραγισμένο τοίχο.

Το ζήτημα έχει πια τεθεί:

Η θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε

όπως αυτός ο δραπέτης

η θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο

απέναντί τους.

 

VII

ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ

Θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσουν

οι κήποι με καταρράχτες.

Πάλι σας δίνω όραμα.

Εγώ πάντα σωπαίνω.

 

Πλήθος Σαδδουκαίων

Ρωμαίων υπάλληλων

μάντεις και αστρονόμοι

(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)

περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.

Κραυγές απ’ τον προνάρθηκα του Ναού.

Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις

κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα

φορέσαν πορφυρού ατίθασο ένδυμα

σανδάλια μεταξωτά η πανοπλία

εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου

η θέλησή μου που καταπατήθηκε

τόσους αιώνες.

Τους άλλους απ’ την πέτρα και το τείχος μου

καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει

η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία

τ’ άλογά τους απ’ τον κάμπο μου·

δεν μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα

τους υπάτους δεν άφηναν να πλησιάσω

σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα

τη θέλησή μου την καταπατήσανε

τόσους αιώνες.

 

Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι

η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο

πλήθος

μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου

για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση

μαζεύω.

Η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους

αιώνες.

Απ’ την φατρία των Εβιονιτών κραυγές:

Ο φευδο-Μάρκελος να παριστάνει το

Χριστό.

 

Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι

όλο το πλήθος των αυλοκολάκων

όλους τους ταπεινούς γραμματικούς

τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα

λεγεωνάριους και στρατηλάτες

υποψιάζομαι τις αυλητρίδες, τη γιορτή

τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος

τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς

υποψιάζομαι συνωμοσία

νύχτα θ0α ρεύσει πολύ αίμα

νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία

τους

νέοι πρίγκιπες με νέους στεφάνους·

οι πονηροί Ρωμαίοι υπάλληλοι

του Αυτοκράτορος

ετοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν

να παραδώσουν τα κλειδιά και την υπόκλισή τους.

 

Άξαφνα η πόρτα μας άνοιξε.

Πρώτος κατέβαινε ο Αυτοκράτορας

με καινούρια στολή

ο νέος αρχιεπίσκοπος

ο υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων

(η εργάτρια Ντούμπιοβα παρήγαγε

δεκαπέντε χιλιάδες ποτήρια).

Η θέλησή μου καταπατήθηκε τόσους

αιώνες.

 

Εγώ αντιπροσώπευα τα στρατεύματά της

Κορέας

των Γάλλων πατριωτών.

Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι

η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο

πλήθος

μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου

για την καινούρια άνοιξη.

 

Αντισταθείτε

στα κρατικά εκπαιδευτήρια

στη δουλειά με το κομμάτι

στην ποινή του θανάτου

ως και σε μένα τον αδιάφορο.

 

Είχανε εισχωρήσει Βησιγότθοι.

Υπάρχουνε προϋποθέσεις για μια καινούρια άνοιξη.

Back To Top