skip to Main Content

Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στον Παναγιώτη Κουνάδη

Μ.Θ.: Εγώ ήξερα τους συνθέτες και να σου πω και με τη σειρά που ήρθαν στο σπίτι μου. Διότι ο πρώτος που ήρθε ήταν ο Μαρκόπουλος.

Π.Κ.: Ο Γιάννης.

Μ.Θ.: Ήταν ένα νέο παιδί και μου έφερε μία παρτιτούρα, μαθητής του Σκλάβου εις το Ωδείο Αθηνών. Κι είχε γράψει ένα έργο συμφωνικό, καλομοιρικό ας το πούμε, της σχολής της εθνικής σχολής. Καθίσαμε στο πιάνο, το παίξαμε, μιλήσαμε μαζί, αυτά, κ.λπ. Του είπα εγώ τις παρατηρήσεις μου. Αυτός, λοιπόν… βέβαια, ήρθε σε μένα διότι εκείνη την εποχή που ερχότανε ήτανε τα τραγούδια μου που παιζότανε πολύ κ.λπ. κ.λπ. Και ετοιμάζαμε τότε… υπήρχε μάλιστα ένας άνθρωπος ο οποίος αγάπησε αμέσως τη μουσική μου, θα βρούμε το όνομά του τώρα, Σπυρομήλιος, ο οποίος ήτανε πρόεδρος της ΕΡΤ. Και για να καταλάβουνε και οι άνθρωποι εδώ ποιος ήταν ο Σπυρομήλιος, ο Σπυρομήλιος ήτανε προσωπικός φίλος του Καραμανλή, ήταν πλοίαρχος του ναυτικού, από τη Βόρειο Ήπειρο. Η μάνα του έμενε στη Βόρειο Ήπειρο. Οι Αλβανοί δεν δώσανε άδεια να πάει να δει τη μάνα του όταν πέθανε. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ήταν ένα φανατικός άνθρωπος. Δεξιός κιόλας και φίλος του Καραμανλή, αλλά αυτός ηράσθη [;] της μουσικής μου. Και άρχισε να παίζει τραγούδια μου. Ο ίδιος μου λέει, λοιπόν, ενώ ήταν απαγορευμένα τα τραγούδια μου, μου λέει μια μέρα «με πήρε», λέει, «ο Καραμανλής ο ίδιος και μου λέει “γιατί”, λέει, “παίζεις”, λέει, “τα τραγούδια αυτού του κομμουνιστή αφού είναι απαγορευμένα”;» Και του απαντάω «γιατί έτσι μου γουστάρει», λέει. «Κι αν δεν σ’ αρέσει φεύγω». Κατάλαβες; …

Αυτός ήταν ο Σπυρομήλιος. Ο Σπυρομήλιος, λοιπόν, με όλη την αγάπη που είχε για μένα με καλεί και μου λέει: «Θέλω να κάνω μία συναυλία στο “Κεντρικό” με δικά σου τραγούδια. Και επειδή έχω την ορχήστρα της ελαφράς μουσικής, σ’ ενδιαφέρει; Να ’χεις τη λαϊκή ορχήστρα, τον Χιώτη», κ.λπ., «αλλά θέλω να τραγουδήσει ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα και να παίζει ο Χιώτης κι η Λίντα. Κι αν θέλεις να έχεις κι άλλα όργανα». Εγώ άλλο που δεν ήθελα να κάνω κάποια ενορχήστρωση κ.λπ. Εκεί απάνω, λοιπόν, όταν ετοίμαζα αυτά, ήρθε και ο Μαρκόπουλος. Και του λέω, λέω «Γιάννη, ωραία», λέω, «πολύ καλά κάνεις και πρέπει να έχεις μία στέρεη βάση, καλά σπουδάζεις» κ.λπ. «Αλλά ασφαλώς έχεις ακούσει τραγούδια μου» κ.λπ. «Κι εγώ γράφω συμφωνική μουσική και πρέπει να σου πω ότι γράφοντας τραγούδια με βοηθάει πάρα πολύ η γνώση αυτή που έχω και νομίζω ότι δεν πρέπει να εγκαταλείψεις αυτά. Αν σ’ αρέσουν τα τραγούδια, εγώ εδώ πέρα μέσα, βλέπεις, έχω μία στοίβα από ποιήματα που μου στέλνουνε διάφοροι» κ.λπ. «Πάρε δέκα-είκοσι ποιήματα και γράψ’ τα κι εγώ θα φροντίσω να σε βοηθήσω να τα δώσεις στις εταιρείες». Κι έτσι ήρθε αργότερα… ήταν ο… ήρθε ο Λοΐζος. Ο Λοΐζος μου ’παιξε στην κιθάρα τα τραγούδια του κ.λπ. Μ’ άρεσαν πολύ. Του ’δωσα κι αυτουνού από τα …, γιατί είχα πολλά ποιήματα κι ωραία ποιήματα. Μετά ποιος ήρθε; Ο Λεοντής, οποίος έμενε μαζί με τον Μαρκόπουλο κάπου εδώ. Και όταν εγώ ενορχήστρωσα όλα αυτά τα πράγματα έδωσα τις πάρτες να τις γράψει ο Λεοντής με τον Μαρκόπουλο για να βγάλουν και λίγα λεφτά, γιατί δεν είχαν να φάνε και τίποτα. Και τότε μέσα στο… συμφωνήσαμε με τον Σπυρομήλιο μαζί με όλα αυτά να παρουσιάζω κι ένα νέο σύνθετη. Είχε γράψει ένα ωραίο τραγούδι ο Γιάννης ο Μαρκόπουλος, του το ενορχήστρωσα και βάλαμε ένα νέο τραγουδιστή, τον Τέρη τον Χρυσό. Κι έτσι μέσα σε όλο αυτό το σύνολο, εκτός απ’ αυτούς που σου είπα, είχα τον Τέρη τον Χρυσό μ’ ένα τραγούδι του Μαρκόπουλου και είχα και τον Χατζιδάκι ο οποίος έπαιξε «Με τ’ αστεράκι της αυγής» στο πιάνο. Αυτήν ήταν η πρώτη συναυλία που είχε και το τρακ.

Π.Κ.: Που ηχογραφήθηκε.

Μ.Θ.: .. .ο Μπιθικώτσης πια κι έγινε…

Π.Κ.: Αυτά το ’61 τώρα.

Μ.Θ.: Είχαμε, λοιπόν. μετά, αργότερα, μια μέρα. Δούλευα στο Εθνικό Θέατρο. Το ’60 είχα κάνει τις «Φοίνισσες», είχα συνδεθεί με τις αδερφές Δημοπούλου.

Π.Κ.: Η Έλντα κι η Ζωζώ.

Μ.Θ.: Ναι, ναι. Και είχα και τον φίλο τον Καραχάλιο που τις [;] ήξερε.

Π.Κ.: Τον Δημητράκη.

Μ.Θ.: Και μένανε πίσω από το Μουσείο και μου λένε «έλα σπίτι», είχαν ένα πιάνο «θέλει κάποια κυρία με τον γιο της να σε συναντήσει». Και πάω εκεί και ήρθε η κυρία Ξαρχάκου με τον γιο της με κοντό παντελόνι. Και κάθισε ο Σταύρος κι έπαιξε τον «Επιτάφιο» στο πιάνο. Θέλω να σου πω, δηλαδή, ότι ταλέντα έτσι, σε έξι μήνες, πόσους σου είπα τώρα; Τέσσερις μεγάλους μουσικούς. Φαντάσου τώρα τι γινότανε. Ήταν. Λοιπόν, παράλληλα ήταν κι οι τραγουδιστές. Λέμε ας έχουμε, λοιπόν, τη ΣΦΕΜ σαν ενυδρείο, γιατί δεν μπορούσαμε σε όλους να… εταιρείες δεν μπορούσαμε να τους πάρουμε όλους. Εγώ στη Μαρία, ας πούμε, έκανα τρία χρόνια να της δώσω τραγούδι. Γιατί υπήρχε η Μαίρη Λίντα, γιατί υπήρχε η Ντόρα Γιαννακοπούλου. Ήτανε σειρές και δεν βγάζανε και κάθε μέρα και δίσκους εκεί πέρα όπως τώρα. Θα έβγαζε, ας πούμε, δύο-τρεις δίσκους το χρόνο, μεγάλους δίσκους εννοώ κ.λπ.

Πηγή: Αρχείο Κουνάδη, “Συνέντευξη Μίκη Θεοδωράκη” https://vmrebetiko.aegean.gr/item?id=11253

Από την απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη (Μ.Θ.) στον Παναγιώτη Κουνάδη (Π.Κ.)

Back To Top