skip to Main Content

Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στον Παναγιώτη Κουνάδη, όπου αφηγείται για την σχέση του με το Μανώλη Χιώτη και την μεγάλη εκτίμηση που του είχε.

Μ.Θ.: … με τον Χιώτη λέγονται πολλά για τη συνεργασία μας κ.λπ. απ’ έξω. Εκείνο που έχει σημασία όμως είναι ότι με τον Χιώτη αμέσως είχαμε μία μυστική σχέση. Διότι οι δυνατότητες του Χιώτη ξεπερνούσαν κατά πολύ, ας πούμε, το μπουζούκι και το ρεπερτόριό του. Ο Χιώτης εάν είχε μάθει ένα ευρωπαϊκό όργανο, ένα πιάνο, ένα βιολί, θα ήταν από τα τρία-τέσσερα μεγαλύτερα ονόματα του κόσμου βιολιστές. Γιατί οι δυνατότητες που είχε ο Χιώτης όχι στα δάχτυλά του μόνο, στο μυαλό του, να σκέφτεται μουσική, να σκέφτεται όλα τα ακόρντα, να κάνει μετατροπίες, να κάνει δεύτερη-τρίτη φωνή, να κάνει άλλες φωνές, αυτά ήταν κάτι καταπληκτικό, ήταν φαινόμενο. Κι επειδή εγώ μέσα εις την μουσική που έκανα εκεί έβαζα ορισμένα ακόρντα πέρα των γνωστών I, IV, V, που λέμε, και κάθε φορά που έβαζα κάτι παράξενο εμπνευσμένος από την κλασική μουσική, γινόταν συζήτηση ολόκληρη με τον Χιώτη. «Πώς το κάνεις αυτό και γιατί αυτό; Πώς δικαιολογείται αυτό; Γιατί το κάνεις εκεί, γιατί το κάνεις εκεί;» κ.λπ. Είχαμε μια θαυμάσια ανθρώπινη σχέση με τον Χιώτη. Δηλαδή ήτανε χαρά να δουλεύαμε μαζί. Μπαίναμε στο στούντιο δηλαδή, αφού είχαμε κάνει πολλές πρόβες πρώτ’ από όλα, κ.λπ., διασκεδάζαμε. Δηλαδή το παίζαμε τόσες πολλές φορές το τραγούδι κ.λπ. και είχαμε τέτοια έτσι εσωτερική επικοινωνία, γιατί εγώ διευθύνοντας νιώθω τη μουσική πιο πολύ με τα δάχτυλά μου και τα χέρια μου. Δηλαδή με τα χέρια μου νιώθω τη μουσική και μεταδίδω τη μουσική με τα χέρια μου. Όταν διευθύνω τη μουσική, από τα δάχτυλά μου βγαίνει μουσική και εκείνος που μπορεί να την ακούσει την ακούει. Δηλαδή τα παιδιά που ακούγαν τη μουσική απ’ τα δάχτυλά μου, εάν έκανα τα δάχτυλά μου έτσι ή τα έκανα έτσι ή έτσι, έπαιζαν διαφορετικά χωρίς να το καταλάβουν. Δηλαδή είχαν… γιατί κι ο Λάκης [Καρνέζης] κι ο Κωστάκης [Παπαδόπουλος] κι ο [Γιάννης] Διδίλης είχαμε την ίδια επικοινωνία την ψυχική και την πνευματική όπως ήταν με τον Χιώτη. Και ο Χιώτης στεναχωρήθηκε γιατί πολλές φορές προτίμησα τον Μπιθικώτση από την Μαίρη Λίντα. Π.χ. τα «Επιφάνια» ήταν έτοιμο να το κάνει με τη Μαίρη Λίντα. Ήταν έτοιμη η Λίντα κι ο Χιώτης και ο Τάκης ήθελε. Και λέω «παιδιά, θέλω τον Μπιθικώτση». Μα είναι δυνατόν, είναι δυνατόν; Και να κλαίει η Λίντα και να κλαίει ο Χιώτης. Έπρεπε να κάνω τεράστια θυσία για να το πει αυτό. Και αν θα δεις, δεν παίζει καλά ο Χιώτης εις αυτή. Κι έκανε το τέμπο πιο γρήγορα και πολύ αυτά. Μου ’κανε κακίες μες στη φωνοληψία γιατί ήθελε τη Μαίρη Λίντα αυτός. Το μόνο δηλαδή.

Π.Κ.: Εντάξει, είναι πολύ καλή τραγουδίστρια.

Μ.Θ.: Ε;

Π.Κ.: Ό,τι τραγούδησε δικό σου πάντως το έβγαλε.

Μ.Θ.: Η Μαίρη Λίντα είναι καταπληκτική, αλλά εγώ είχα πει αυτό θα το πει η Λίντα, αυτό θα κάνει εκείνο. Άλλωστε και τον «Επιτάφιο» τον κάναμε με τη Λίντα και με τον Χιώτη κ.λπ.

Π.Κ.: Πολύ ωραίος, ίσως είναι ο καλύτερος αυτός.

Μ.Θ.: Πολύ ωραίο. Κι ακόμη τραγουδάει μαζί μου η Λίντα. Ήταν μεγάλη τραγουδίστρια.

Π.Κ.: Πολύ μεγάλη.

Μ.Θ.: Μεγάλη τραγουδίστρια. Και όπως είπε το «Ροδόσταμο» δεν το ’πε κανείς άνθρωπος, γιατί ήταν κι αυτή γνήσια τραγουδίστρια, λαϊκιά, όμορφη κ.λπ. Μία διαφορά είχαμε με τη Μαίρη Λίντα, καλά να το ξέρεις εσύ σαν ιστορικός του τραγουδιού, ότι μου έκανε μήνυση μια φορά η Λίντα με τον Χιώτη να πάω στο δικαστήριο για δυσφήμιση. Και παρότι βάλαμε δικηγόρους να τα φτιάξουμε πριν πάμε στα δικαστήρια, φτάσαμε μπροστά από την αίθουσα των δικαστηρίων και συμφιλιωθήκαμε πριν μπούμε μέσα. Γιατί μου κάνανε μήνυση; Γιατί εγώ σε μία συνέντευξη που έκανα, γιατί εγώ έγραφα τότε… δεν έγραφα στα καθώς πρέπει περιοδικά εγώ. Εγώ έγραφα στον «Θησαυρό», έγραφα στο «Θεατή». Και μου λένε «μα πώς είναι δυνατόν; Αυτό είναι για τις νοικοκυρούλες, αυτό για τις μοδίστρες». Μα γι’ αυτό γράφω τη μουσική εγώ. Εγώ θέλω αυτοί να με κατανοήσουνε. Δεν με ενδιαφέρουν εμένα οι ιντελεκτουέλ οι οποίοι και τώρα με μισούν κ.λπ. Γιατί κι εγώ δεν τους χωνεύω. Δεν τους θεωρώ. θεωρώ κάτι που είναι φτιαχτό. Ο άλλος είναι γνήσιος ο άλλος. Και σε μία τέτοια συνέντευξη για να επαινέσω τη Λίντα και να πω πόσο σπουδαία είναι, «φανταστείτε», λέω, «αυτή την κοπελίτσα από το Άργος», γιατί μου φαίνετε στο Άργος, μου είχε πει ότι δούλευε στον «Κύκνο», εργοστάσιο «Κύκνο», μες στη μουτζούρα, δούλευε από κει κ.λπ, κ.λπ. «Και το γεγονός ότι πόνεσε πολύ .»

Π.Κ.: Στον Πύργο.

Μ.Θ.: Από τον Πύργο ήταν αυτή;

Π.Κ.: Ναι.

Μ.Θ.: Α. «Επειδή αυτή πόνεσε πολύ, δούλεψε στη ζωή της κ.λπ. γι’ αυτό το λόγο έγινε ώριμη και μπορεί να τραγουδάει τόσο υπέροχα» κ.λπ. Και προσβλήθηκε αυτή γιατί.

Π.Κ.: Παρεξήγηση ήτανε.

Μ.Θ.: Και όταν συμφιλιωθήκαμε, λέω «Μαίρη μου, γιατί το λες αυτό;» Λέει «μ’ έβαλες ξανά στη μουτζούρα», λέει, «εγώ τώρα που τραγουδάω για τις γούνες».

Π.Κ.: Εντάξει, παιδιά ήταν τότε όλοι.

Μ.Θ.: Ωραία δεν είναι;

Π.Κ.: Ναι, ναι.

Μ.Θ.: Μα είναι ωραία αυτά.

Π.Κ.: Ωραία, πολύ ωραία.

Μ.Θ.: …γιατί δείχνει και την πίεση την κοινωνική που είχαν απάνω στα παιδιά αυτά. Είχανε κοινωνική πίεση.


Μ.Θ. έγκλειστος στις φυλακές Ωρωπού. Φωτ. τραβηγμένη με τηλεφακό από ξένο δημοσιογράφο

Στις φυλακές του Ωρωπού το 1970 – Η επίσκεψη του Μ. Χιώτη & ο θάνατός του

Και ερχόμαστε στο ’70 πια, όπου εγώ βρίσκομαι στον Ωρωπό, κρατούμενος. Και είναι Μάρτιος νομίζω του ’70, ανοιξιάτικη μέρα, έτσι αυτή. Εμείς τότε τρώγαμε νωρίς το μεσημέρι, οι κρατούμενοι όλοι στην κουζίνα και κατά τη μία η ώρα πλαγιάζαμε εκεί πέρα. Δεν είχαμε και τι να κάνουμε, τον παίρναμε το μεσημεράκι, ήτανε και λίγο ζέστη και βγαίναμε πάλι το απόγευμα. Μόλις πλαγιάσαμε, ήταν 2 η ώρα εκεί, εκεί ήταν οι φρουροί. Ήτανε σε πυργίσκους γύρω-γύρω, και καθώς κοιμόμαστε κάτω, ο ένας φρουρός από πάνω μ’ έβλεπε εμένα κάτω στο κρεβάτι μου. Ήμουνα εγώ κάτω, ήταν το παράθυρο και ήταν αυτός από πάνω και με έβλεπε. Αυτόν μάλιστα τον είχα στη Ζάτουνα. Εκεί εγώ ήμουνα ψηλά στο μπαλκόνι κι αυτός από κάτω. Και ήταν και Κρητικός και μου λέει «κύριε Μίκη, του κύκλου τα γυρίσματα. Ζάτουνα από κάτω, τώρα είμαι από πάνω, από πάνω σας». Λοιπόν, αυτοί είχαν τόσο διαβρωθεί μαζί μου στη Ζάτουνα με την παρέα που κάναμε, που τους φοβότανε κιόλας και τους αλλάζανε. Ξέρεις ότι είχα 20 φρουρούς και τελικά περάσαν 300 διότι κάθε τόσο αλλάζανε.

Π.Κ.: Κάθε τόσο αλλάζανε, ναι.

Μ.Θ.: Πάω κάτω και μου λέει «αυτός είναι καλός χωροφύλακας», λέει, «είναι Ζατουνίτης»….

Λοιπόν, μου λέει αυτός από πάνω «κύριε Μίκη», λέει, «ακούω ένα τραγούδι», λέει. «Είναι μια παρέα στο μόλο». Όταν το στρατόπεδο, ας πούμε, ήτανε, ας πούμε, έτσι εδώ, η θάλασσα εδώ.

Π.Κ.: Ναι, το ξέρω εκεί ήμουνα.

Μ.Θ.: .το διοικητήριο εδώ, ναι, ο μόλος ήταν εκεί έτσι, κάπως εκεί, στα διακόσια – τριακόσια μέτρα. Και πήγαινε και τα πλοία φεύγαν και πηγαίναν απέναντι. Στο μόλο, λοιπόν, εδώ, το βλέπαμε εμείς από κει, μου λέει «είναι», λέει, «μια παρέα και τραγουδάει ένα τραγούδι. Νομίζω είναι δικό σας τραγούδι». «Για ησύχασε». Ησυχία, ησυχία, ακούω «Το ροδόσταμο». Ντύθηκα λίγο πρόχειρα κ.λπ. και βγαίνω και πάω στο συρματόπλεγμα. Πιάνω το συρματόπλεγμα, δε φαινόταν από μακριά, αλλά ο αέρας έφερνε τις φωνές, τις έπαιρνε. Όταν έρχονταν προς τα δω, άκουγα τριφωνία καταπληκτική «Το ροδόσταμο». Στο μεταξύ, λοιπόν, το παίρνουν χαμπάρι και οι άλλοι, άρχισε ένας – ένας να βγαίνει έξω. Πιάσαν τα συρματοπλέγματα, λοιπόν, όλοι εκεί πέρα. Και αυτό ανέβαινε πάνω, αλλά βάδιζαν αργά, βάδιζαν αργά. Ήταν τρείς ή τέσσερις άντρες, ήταν όλοι μαζί, δεν ξέρω αν κρατάγαν και καμιά κιθάρα έτσι, γιατί ακουγόταν κιθάρα, και καθώς πηγαίναν το κεφάλι τους ήταν γυρισμένο προς εμάς. Μας βλέπανε και πηγαίνανε, μας βλέπανε και πηγαίνανε. Σαν να πηγαίνανε σε κηδεία, έτσι περπατάγαν, (τραγουδάει) «Σε πότισα ροδό.» κι εμείς τους σιγοντάραμε από κει από κάτω, «ω», τραγουδάγαμε κι εμείς. Ξυπνάν οι χωροφύλακες. Οι χωροφύλακες ήταν εδώ, ανάμεσά μας. Βλέπουμε, λοιπόν, τον αρχιφύλακα, ντύνεται κι αυτός, μαχμουρλής, και τον βλέπουμε να πηγαίνει εκεί πάνω και τους πιάνει. Όταν τους έπιασε, λοιπόν, σταματήσαν να τραγουδάνε. Αναγνώρισε τον Χιώτη. Τι να κάνει κι αυτός;

Π.Κ.: Το ’χω ακούσει αυτό.

Μ.Θ.: Ναι. Θα του ’πε μην τραγουδάς κ.λπ. Λέει «ένα τραγούδι θα πω». «Ε, καλά». Γυρίζει πίσω ο. Γυρίζει τώρα προς τα εδώ, κεφάλι δεξιά, «σε πότισα ροδόσταμο» ταραρά. Τραγουδάγαμε κι εμείς μαζί, έτσι, έτσι, έτσι, έτσι, έτσι, έτσι, έτσι.

Π.Κ.: Το ’μαθες τότε ότι ήταν ο Χιώτης ή μετά;

Μ.Θ.: Πάει σπίτι του και πεθαίνει.

Π.Κ.: Μάλιστα.

Μ.Θ.: Πάει σπίτι του και πεθαίνει.

Π.Κ.: Δεν το ’ξερα.

Μ.Θ.: Αυτό δεν είναι καταπληκτικό;

Π.Κ.: Τον Μάρτιο του ’70, 21 Μαρτίου.

Μ.Θ.: Ναι, ναι, ναι. Την άλλη μέρα πήραμε το «Έθνος», γιατί μας φέρνανε μόνο το «Έθνος» μας φέρνανε, την εφημερίδα, και βλέπουμε «εχθές το βράδυ η ώρα τάδε εις τον Ωρωπό στο εξοχικό του σπίτι απεβίωσε λόγω καρδιακής .»

Π.Κ.: Εκεί μένει η γυναίκα του, η γυναίκα του η τελευταία εκεί μένει.

Μ.Θ.: . καρδιακής προσβολής ο Μανώλης Χιώτης».

Π.Κ.: 20 Μαρτίου του ’70 ήταν.


Πηγή: Αρχείο Κουνάδη, “Συνέντευξη Μίκη Θεοδωράκη” https://vmrebetiko.aegean.gr/item?id=11253

Από την απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη (Μ.Θ.) στον Παναγιώτη Κουνάδη (Π.Κ.)

Back To Top