skip to Main Content

Του Ντον Χέκμαν, New York Times, 16 Αυγούστου 1970

Είναι περισσότερο Ζορμπάς από όσο θα μπορούσε να φανταστεί ο Άντονι Κουίν. Περισσότερος Ζορμπάς -πιο ελληνικός- με την πραγματική έννοια και όχι με το φανταστικό ύφος της τουριστικής καρικατούρας του Κουίν.

Ο Μιχαήλ Γεωργίου Θεοδωράκης — ο Μίκης για όλους — ο συνθέτης της μουσικής για τον «Ζορμπά» και το «Z», είναι ένα ζωντανό σύμβολο, του αγώνα για την ελευθερία. Τον περασμένο μήνα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέδωσε κάπως διστακτικά μια προσωρινή βίζα που του επέτρεπε να εισέλθει στις ΗΠΑ, για λίγο, για να συμμετάσχει στη Διάσκεψη Νεολαίας των Ηνωμένων Εθνών.

Καθήμενος ανάμεσα στις αχνές δόξες του ξενοδοχείου Stan hope στο Μανχάταν, περιτριγυρισμένος από ένα πλήθος φίλων, μεταφραστών, τηλεφώνων που χτυπούν και ρεπόρτερ, ένας μεγαλόψυχος άντρας … φαίνεται πρόθυμα, ακόμη και ευχάριστα να ανταποκρίνεται στις ερωτήσεις τους.

Όχι, η απελευθέρωσή του από την πολιτική φυλάκιση δεν συνεπαγόταν, εξ όσων γνωρίζει, μια περίπλοκη πολιτική συμφωνία που επηρέασε τον ρόλο της Γαλλίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Ναι, αισθάνεται καλά, οι καταστροφές της φυματίωσης είναι επιτέλους υπό έλεγχο. Όχι, η υπόσχεση να απόσχει από πολιτικές δραστηριότητες δεν ήταν ένας από τους όρους. «Δεν κάνω συμφωνίες με γκάνγκστερ», εξηγεί.

Ναι, θα συνεχίσει να πολεμά την ελληνική χούντα, «Τους είπα: «Πρώτα παραδώστε την εξουσία, παραδώστε το κράτος στο λαό. Μετά, αφού σας βάλουμε στη φυλακή, μπορούμε να το συζητήσουμε. Ως πρώην βουλευτής και ως εκπρόσωπος του εθνικού πολιτισμού, έχω τη λαϊκή εξουσία μέσα μου. Εγώ είμαι σύμβολο δύναμης, όχι εσείς».

Ο Θεοδωράκης ταυτίζει τον εαυτό του με τον ελληνικό λαό χωρίς φαινομενικά να δείχνει αίσθηση αλαζονείας. Είναι, για αυτόν, ένα απλό γεγονός της ζωής. Υπάρχει όμως η λογική, όσο και η ψυχική, δικαίωση. Στη δεκαετία του 1960, πάνω από το ήμισυ της μουσικής που παρήγαγε η ελληνική δισκογραφική βιομηχανία αποτελούνταν από τραγούδια του Θεοδωράκη – συνολικά περίπου έξι εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων σε μια χώρα που αριθμεί μόνο οκτώ εκατομμύρια. Ταυτόχρονα, ήταν ένα διακεκριμένο μέλος της Βουλής, πολιτικός ακτιβιστής, κατά διαστήματα εξόριστος, πολιτικός κρατούμενος και ακούραστος αγωνιστής του ελληνικού μαρξισμού.

Ωστόσο, όταν περιγράφει την αρχική του συνάντηση με τον κομμουνισμό, είναι σχεδόν με μια αίσθηση πάθους. «Πάντα», εξηγεί, «Έζησα με δύο ήχους, έναν πολιτικό, έναν μουσικό. Όταν ήμουν ακόμη παιδί, υπήρχε το Μεταξικό Φασιστικό Νεανικό Κίνημα στο οποίο όλα τα παιδιά και οι έφηβοι ήταν υποχρεωτικά μέλη του. Εκεί προσπάθησαν να μας εμποτίσουν με δύο ιδανικά – το ​​εθνικό και το Χριστιανικό. Όταν όμως έφτασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα, με τη γερμανική κατοχή, και τα δύο ιδανικά κατέρρευσαν στα μάτια μου, γιατί και τα δύο φαίνονταν υποκριτικά. Όσοι μας είχαν μιλήσει για εθνική υπερηφάνεια και χριστιανική αδελφική αγάπη ήταν οι πρώτοι που συμβιβάστηκαν ή συνεργάστηκαν ενεργά με τους Γερμανούς. Ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για ολόκληρη την πνευματική και συναισθηματική μου ύπαρξη. Όταν είχα την πρώτη μου επαφή με τους μαρξιστές, έκλαψα με δάκρυα αληθινού πάθους γιατί ήξερα ότι είχαν δίκιο – αλλά ταυτόχρονα έσκιζαν ολόκληρο τον κόσμο που είχαν δημιουργήσει μέσα μου, τα ιδανικά της νιότης μου.

«Αλλά αυτό που τελικά με έπεισε δεν ήταν τόσο οι ιδέες, αλλά τα προσωπικά παραδείγματα που έδωσαν οι κομμουνιστές. Έδειξαν με τις πράξεις τους ότι θυσίαζαν τη ζωή τους για τις ιδέες τους. Όταν εκτελούνταν από τους Γερμανούς πέθαιναν τραγουδώντας τη «Διεθνή» και φωνάζοντας συνθήματα για την Ελλάδα και τον λαό. Μπορείτε λοιπόν να πείτε ότι μπήκα στον μαρξισμό από την πόρτα του πατριωτισμού».

Και τι γίνεται με τον άλλο «ήχο» – τη μουσική; Τι γίνεται με τα τραγούδια που τραγουδιούνται, παρά τις αυστηρές κυβερνητικές απαγορεύσεις; Έχει ο Θεοδωράκης την ίδια αίσθηση για τη μουσική που έχει ο Γκοντάρ για τις ταινίες – ότι μια πολιτική ποιότητα δεν είναι μόνο επιθυμητή, αλλά ουσιαστικά αναπόφευκτη σε όλη την τέχνη;

Ο Μίκης κάθεται πίσω στον καναπέ και εξαπολύει έναν χείμαρρο λέξεων στον μεταφραστή του: «Είτε η τέχνη είναι μουσική είτε κινηματογράφος ή οτιδήποτε άλλο, είναι πραγματική τέχνη μόνο όταν είναι σε επαφή με τον λαό και ανταποκρίνεται στις αγωνίες του, τις χαρές και τις φιλοδοξίες του. Και, αν η τέχνη εκφράζει σωστά τα συναισθήματα των ανθρώπων, τότε αναπόφευκτα είναι πολιτική. Εξαιτίας αυτού, η τέχνη πάντα βοηθούσε τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τα προβλήματα και να βρουν λύσεις στις συλλογικές τους δυσκολίες.

«Το έργο μου βασίζεται στη σύγχρονη ελληνική ποίηση – ποίηση που ασχολείται με τα προβλήματα του σημερινού πολιτισμού και, φυσικά, με τα προσωπικά συναισθήματα αγάπης, νοσταλγίας κ.λπ. Αλλά είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η ποίηση, σε γενικές γραμμές, επιτρέπεται στην Ελλάδα ως ποίηση, αλλά απαγορεύεται ως μουσική. Με άλλα λόγια, οι στίχοι, δημοσιευμένοι σε βιβλία και συλλογές, δεν είναι απαγορευμένοι. Αλλά προφανώς η προσθήκη της μουσικής μου, κάνει την ποίηση πολύ προσιτή στις μάζες και έτσι αποκτά έναν πολιτικό χρωματισμό».

Η δυαδικότητα της καριέρας του Θεοδωράκη -ριζοσπαστικός πολιτικός από τη μια πλευρά, επιτυχημένος συνθέτης λαϊκού τραγουδιού από την άλλη- προφανώς τον έχει οδηγήσει σε μια διασταυρούμενη επικονίαση. Στα πιο ειλικρινή του έργα, γοητεύτηκε από την παραδοσιακή κλασική μουσική της Ευρώπης. «Ένιωσα», εξηγεί, «την επείγουσα ανάγκη να μπω στους κολοσσιαίους μουσικούς θεατρικούς ναούς της δυτικής μουσικής για να μάθω πώς κατασκευάστηκαν, ώστε να κάνω το ίδιο είδος δουλειάς και εγώ».

Αλλά καθώς άλλαξε αυτή η πολιτική συνείδηση, ανακάλυψε ότι το πραγματικό του ταλέντο και το πραγματικό του ενδιαφέρον ήταν η δημιουργία μικρών μορφών και απλών μελωδιών – η λαϊκή μουσική κεντρική στην καθημερινή ζωή της ελληνικής εργατικής τάξης. Ακόμη και τα μεγαλύτερα έργα του Θεοδωράκη «Πνευματικό Εμβατήριο», «Κατάσταση πολιορκίας», που πρωτοπαρουσιάστηκαν πρόσφατα- και η κινηματογραφική και θεατρική μουσική του, σπάνια ασχολούνται με τους περίπλοκους ήχους και τις σιωπές των σύγχρονών του, ας πούμε, του Γιάννη Ξενάκη.

Συχνά το ερέθισμα για σύνθεση φαίνεται να προέρχεται περισσότερο από εξωτερικές καταστάσεις παρά από την παρόρμηση μιας εσωτερικής μούσας. Περιγράφει τις συνθήκες που προκάλεσαν τη σύνθεση του έργου «Κατάσταση πολιορκίας», χρησιμοποιώντας ένα μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα που έγραψε μια ανώνυμη φυλακισμένη που ο Θεοδωράκης ονόμασε «Μαρίνα»: «Η ασφάλεια της αστυνομίας της Αθήνας είχε γεμίσει από ένα  πλήθος κρατουμένων μια φορά. Ήταν τόσο πολλοί, που οι διάδρομοι μεταξύ των κελιών γέμισαν, συνήθως με γυναίκες. Η τύχη τους έγραφε να δεθούν με αλυσίδες στο διάδρομο και να βλέπουν τους συντρόφους τους να μπαίνουν και να βγαίνουν στο δωμάτιο που τους βασάνιζαν. Ένα βράδυ ένας νέος φρουρός έκανε εμετό, γιατί δεν άντεχε να παρακολουθεί τα βασανιστήρια, μέθυσε και άνοιξε τα κελιά μας. Και κάπως έτσι γνώρισα τη Μαρίνα. Είχε γράψει κάποιους στίχους που μου άρεσαν πολύ και της είπα να μου στείλει την ποίησή της, όπου κι αν βρισκόταν, γιατί ήθελα να γράψω μουσική γι’ αυτήν.

«Λίγες μέρες αργότερα, για να βγω από εκείνη την Κόλαση, ξεκίνησα μια μαραθώνια απεργία πείνας. Μετά από 13 μέρες λιποθύμησα και μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο. Εν τω μεταξύ, η Μαρίνα δικάστηκε από ένα ειδικό στρατοδικείο, καταδικάστηκε σε 12 χρόνια και στάλθηκε σε μια γυναικεία φυλακή που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το νοσοκομείο Άγιος Παύλος. Κάθε μέρα έρχονταν μερικές γυναίκες για να σκουπίσουν τα πατώματα, να μαγειρέψουν κ.λπ. Μια από αυτές, η κυρία Άννα, που ήταν υπεύθυνη για την παράδοση φαγητού, τον καθαρισμό κ.λπ., είχε δολοφονήσει τον άντρα της με τον στροφαλοφόρο άξονα ενός αυτοκινήτου. Είχε τεράστιο στήθος, και μέσα στο σχίσμα του, μας μετέφερε δώρα από τη γυναικεία φυλακή. Οι φρουροί δεν την έβλεπαν. Καθώς έσκυβε να καθαρίσει το κομοδίνο μου, άδειαζε το ντεκολτέ της και έβγαιναν τσιγάρα, σοκολάτες, εφημερίδες και κάθε λογής μηνύματα. Μια μέρα υπήρχε ένα μεγάλο λυρικό ποίημα από τη Μαρίνα που αποτέλεσε τη βάση για το έργο «Κατάσταση πολιορκίας».

«Αλλά δεν την έχω δει ποτέ από τότε. Δεν ξέρω καν το αληθινό της όνομα. Ωστόσο, το ποίημά της, με τη μουσική μου, είναι έργο δικό μου που κυκλοφορεί περισσότερο από κάθε άλλο στον ελληνικό λαό σήμερα, αφού έχει αντιγραφεί και ηχογραφηθεί σε χιλιάδες αντίτυπα, τόσο με τη φωνή μου όσο και με τις φωνές συναδέλφων κρατούμενων».

Φαίνεται ασυνήθιστο ότι ο Θεοδωράκης έπρεπε να έχει κάνει τόση δουλειά όσο ήταν φυλακισμένος. Πάνω από 100 μουσικά κομμάτια, πολιτικά κομμάτια, διακηρύξεις, δηλώσεις, κύκλοι τραγουδιών, ακόμη και σε συνεντεύξεις με Ευρωπαίους δημοσιογράφους. «Στην Ελλάδα», λέει, «οι μεγάλες μάζες του λαού, καθώς και το 80 με 90% των ίδιων των οργάνων της χούντας –οι φρουροί, η αστυνομία και οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι– είναι στο πλευρό των πολιτικών κρατουμένων…»

Ίσως, προτείνω, δεδομένης της παραγωγικότητας στη φυλακή, ο Μίκης να δημιουργεί καλύτερα σε ένα περιβάλλον έντασης. Χαμογελάει, «Ναι, αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζεται, επιστρέψτε στη φυλακή για να αρχίσετε να γράφετε ξανά τραγούδια!»

Τα τραγούδια του μπορεί να είναι ό,τι καλύτερο έχει για την ώρα. Το σημερινό του σχέδιο όμως είναι να ζήσει στο Παρίσι με την οικογένειά του και να συνεχίσει τον πειρασμό του «… να ανατρέψει τη χούντα και να εδραιώσει πραγματική λαϊκή κυριαρχία στην Ελλάδα». Τα τραγούδια, σαφώς, θα είναι τα καλύτερα όπλα του. Όπλα πολύ πιο ισχυρά από τη ρητορική των δημόσιων μανιφέστων του.

Ενώ βρισκόταν στη φυλακή τον δεχόταν περιστασιακά ένα από τα μέλη της χούντας. «Του είπα», λέει ο Θεοδωράκης, «Μεταξύ εσένα και εμένα υπάρχει μια αντιπαράθεση εξουσίας. Είμαι μόνος. Έχετε τανκς, έχετε αεροπλάνα, έχετε αμερικανική υποστήριξη. Αλλά έχω τα τραγούδια. Η μεγάλη ζημιά που σας έχουν κάνει οι Αμερικανοί φίλοι σας είναι ότι δεν σας έχουν προμηθεύσει τανκς που να είναι εξειδικευμένα για να σκοτώνουν τραγούδια. Επομένως είστε πιο αδύναμοι από μένα, γιατί όταν τα τανκς σας θα γίνουν  σκουριασμένα κομμάτια σιδήρου, τα τραγούδια μου θα λάμπουν πιο έντονα από ποτέ».

Είναι μια δήλωση αντάξια του Ζορμπά.

 

Πηγή: https://www.nytimes.com “Theodorakis: ‘I Am a Symbol Of Power”

Back To Top