skip to Main Content

Στο κλίμα των ημερών, την μεγάλη βδομάδα και στην επέτειο των 200 χρόνων από την εθνεγερσία, η Τρίτη Συμφωνία του Μίκη Θεοδωράκη.

Πρόκειται για μια χορωδιακή συμφωνία, που βασίζεται στο ποίημα «Η τρελή μάνα» ή «Το κοιμητήριο» του Διονύσιου Σολωμού. Μια μάνα οδηγείται στην τρέλα από τον πόνο της, όταν χάνει τους δυο γιους της στην Επανάσταση του 1821.

Η «Τρίτη Συμφωνία» -γράφει ο Θεοδωράκης[1]– είναι η μελοποίηση του μεγαλοφυούς ποιήματος του Διονύσιου Σολωμού «Η τρελή μάνα». Παρεμβάλλω όμως ένα μουσικό μέρος με τις τρεις βασικές βυζαντινές μελωδίες της Μεγάλης Παρασκευής και ένα στίχο του Κωνσταντίνου Καβάφη «Δεν έχει πλοίο δια σε δεν έχει οδό» προηγούμενο από ένα δικό μου, «Είμαστε όλοι μαζί κυκλωμένοι».

Βυζάντιο, Δ. Σολωμός, Κ. Καβάφης, ιδού ένα αληθινό αφιέρωμα σ’ ό,τι υψηλότερο γέννησε ο Ελλαδικός κόσμος, ιδού μια κατάδυση στα άγια των αγίων της πολύπαθης Ρωμιοσύνης.

Και συνεχίζει παρακάτω: “Όταν από τον κήπο μου στο Γαλατά κοιτάζω τα Λευκά Όρη μεγαλόπρεπα — μακρινά — τυραννικά, αυτόματα βρίσκω το στίγμα μου… Μετά στρέφω το βλέμμα μου στο απέραντο Κρητικό πέλαγος που με προκαλεί, με προσκαλεί και με γοητεύει. Κάπου εκεί ανάμεσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας και το πείσμα των βουνών τοποθετείται ηθελημένα η «Τρίτη Συμφωνία». Άλλωστε ο πρώτος στίχος του ποιητή μας τυλίγει καταλυτικά με το απόσπασμα της εωθινής του σκέψης.

«Τώρα που η ξάστερη νύχτα μονάχους

μας ηύρε απάντεχα

και κει στους βράχους

σκίζεται η θάλασσα

σιγαλινά…».


Εδώ το 3o μέρος με τους ύμνους της Μεγάλης Παρασκευής με τη  Μικτή Χορωδία Θεσσαλονίκης και την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, το 2016, υπό τη διεύθυνση του Γεώργιου Βράνου.

Η Τρίτη Συμφωνία συντάχθηκε στην πρώτη της έκδοση μεταξύ 1980 και 1981 κι έκανε πρεμιέρα τον επόμενο χρόνο. Το έργο αναθεωρήθηκε το 1992.

Εδώ όλο το έργο με την Berlin Comic Opera Orchestra και την Berlin Radio Chorus υπό τη διεύθυνση του Heinz Rögner


Εδώ στο mikistheodorakis.gr μια ανάλυση για το έργο του Andreas Brandes


Το ποίημα του Σολωμού

Η τρελή μάνα ή Το κοιμητήριο

 

Τώρα που η ξάστερη

νύχτα μονάχους

μας ηύρε απάντεχα,

και εκεί στους βράχους

σχίζεται η θάλασσα

σιγαλινά.

 

Τώρα που ανοίγεται

κάθε καρδία

στη λύπη, ακούσετε

μίαν ιστορία,

που την αισθάνονται

τα σωθικά.

 

Σε κοιμητήριο

είναι στημένα

δύο κυπαρίσσια

αδελφωμένα

που πρασινίζουνε

μες στους σταυρούς.

 

Όταν μεσάνυχτα

καταβουίζουν

οι ανέμοι, αν τα ’βλεπες

πώς κυματίζουν,

έλεες πως κράζουνε

τους ζωντανούς.

 

Δύο αδέλφια δύστυχα

κοιμούνται κάτου

τον ανεξύπνητον

ύπνον θανάτου,

κι έχασε η μάνα τους

τα λογικά.

 

Τα μαύρα! επαίζανε

εκεί όπου στέκει

ο πύργος, κι έπεσε

τ’ αστροπελέκι,

κι άψυχα τ’ άφησε

τα θλιβερά.

 

Ροδοστεφάνωτα,

ασπροεντυμένα,

τα κατεβάσανε

αγκαλιασμένα

μέσα εις την ύστερη

αλησμονιά.

 

Δεν άκουες βάβισμα

χαμένου σκύλου·

πουλιού δεν άκουες

λάλημα, ή χείλου,

ή κλωνοφλίφλισμα

να πνέει τερπνά.

 

Νερομουρμούρισμα

οπού αναβρύζει

και τσ’ επιτύμβιες

πέτρες δροσίζει

μόλις αντίσκοβε

τη σιγαλιά.

 

Θανής δεν έμνεσκαν

άλλα σημεία

πάρεξ του λίβανου

η μυρωδία

οπού εχυνότουνε

στην ερημιά.

 

(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας) *

 

Στέκει, μυρίζεται

εις τον αέρα,

και συλλογίζεται

—μαύρη μητέρα!—

σαν κάτι να ’θελε

να θυμηθεί.

 

Στον τοίχο σύρριζα

σκύφτει, κοιτάει,

γλυκολυπούμενη

χαμογελάει

κατά τα εντάφια

χόρτα πικρά.

 

Κατά τα σύγνεφα,

κατά τ’ αστέρια,

τρεμομανιάζοντας

ρίχτει τα χέρια,

και κλαίει και ρυάζεται

τρομαχτικά.

 

Της πέφτουν έπειτα

και ληθαργίζει,

και πάλε αρχίναε

να τριγυρίζει

το περιτείχισμα

πασπατευτά.

 

Γύριζε, γύριζε,

τέλος εμπαίνει

στο σημαντρήριο

και τ’ ανεβαίνει

τα ίχνη αλλάζοντας

σπουδαχτικά.

 

Ήτον στην άλαλη

τη μοναξία

στρογγυλοφέγγαρη

φωτοχυσία,

σαν τη λαμπρόπλαστη

πρωτονυχτιά·

 

όμως η δύστυχη,

ξεφρενωμένη,

κοιτάζει ολόγυρα

τετρομασμένη,

πράχνει τα σήμαντρα,

κράζει σφιχτά.

 

«Γλήγορα ας φύγουνε

απ’ τα λαγκάδια

κεια τα φριχτότατα

πυκνά σκοτάδια·

αχ! με πλακώνουνε

μες στην καρδιά.

 

»Γλήγορα ας φύγουνε,

δεν τα πομένω,

μοιάζουνε, μοιάζουνε

με το σχισμένο

ρούχο που σκέπασε

τα δύο παιδιά.»

 

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα

της εκκλησίας,

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

αποκρινόντανε

φριχτά φριχτά.

 

«Από την έρημη

Αναφωνήτρα,

που ’ναι εις τους δύστυχους

παρηγορήτρα,

είχαν δυο ξέμετρα

τα δυο παιδιά·

 

»τα ’χω στον κόρφο μου

και τα φυλάω·

με αυτά τα ξέμετρα

θε να μετράω

τα δυο τους μνήματα

καθημερνά.»

 

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα

της εκκλησίας,

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

αποκρινόντανε

φριχτά, φριχτά.

 

«Βραχνό το ψάλσιμο·

τα κεριά αχνίζουν·

του νεκροκρέβατου

τα ξύλα τρίζουν·

αργά τα σήμαντρα

και τρομερά.

 

«Ναι, ναι, απεθάνανε·

μέσα στο σκότο

τα κατεβάσανε

—ακούω τον κρότο—

τα κατεβάσανε

βαθιά, βαθιά.»

 

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα

της εκκλησίας

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

αποκρινόντανε

φριχτά φριχτά.

 

«Γιατί τινάζετε

πάνω τους χώματα;

Μη, μη σκεπάζετε

τα μικρά σώματα

που αποκοιμήθηκαν

γλυκά, γλυκά.

 

»Αύριο θα κόψουμε

κάτι λουλούδια,

αύριο θα ψάλουμε

κάτι τραγούδια

εις την πολύανθη

Πρωτομαγιά.»

 

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα

της εκκλησίας,

γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας

αποκρινόντανε

φριχτά φριχτά·

 

γκλαν γκλαν παράδερνε

με τα γλωσσίδια,

κι εματαρχίναε,

κι έλεε τα ίδια,

ώς οπού εβράχνιασε

θανατερά.

* * *

Νά, που δροσόβολη

αύρα ξυπνάει,

και ψιθυρίζοντας

μοσχοβολάει

από τα αρώματα

τα αυγερινά·

 

στα φύλλα επέρναε

και της καρδίας,

σαν τα κινήματα

της φαντασίας,

που ζωγραφίζουνε

την ευτυχιά·

 

εκείν’ η δύστυχη

τραβάει την άχνα,

βαθιά τα αισθάνθηκε

μέσα στα σπλάχνα

αχ! κι εκατέβηκε

στην ερημιά.

* * *

Με λύπη εγκάρδια

εθεωρούσε

όλα τα μνήματα

και τα μετρούσε

με τ’ αργό κίνημα

της κεφαλής.

* * *

στ. 29-30

κι έμεινε η μάνα τους

στη συφορά.

στ. 36

ελεεινά.

 

στροφή 7

Κατόπι αυτής της στροφής ευρίσκεται σβημένη η εξής:*

Σιωπή τα σήμαντρα

οπού τα κλάψαν,

σιωπή τα σύνεργα

οπού τα θάψαν,

σιωπή τα ψάλματα

τα λυπηρά.

 

στροφή 14

Νά μπει, αλλά μάταια—

πισθοδρομίζει,

και παίρνει απέξωθε,

και τριγυρίζει

το περιτείχισμα

πασπατευτά.

 

στροφή 17

Και αυτή από λύπηση

Τετυφλωμένη

 

στροφή 24

Βραχνό το ψάλσιμο

του καλογήρου,

αχνά τα εντάφια

κεριά τριγύρου·

αργά τα σήμαντρα

και τρομερά.

 

[1]  Θεοδωράκης Μίκης, Ανατομία της μουσικής, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1983 (β’ έκδοση 1990, Γνώσεις)

Εικόνα τίτλου λεπτομέρεια από τον πίνακα “η αποκαθήλωση” του Ανδρέα Γεωργιάδη του Κρητός

Back To Top