skip to Main Content

Την Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2023 στην Αίθουσα «Γιάννης Μαρίνος» του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, οι Φίλοι του Μίκη Θεοδωράκη, με τον «Παγκρήτιο Σύλλογο Φίλων Μίκη Θεοδωράκη», τίμησαν τον Zülfü Livaneli σε ειδική εκδήλωση-συμπόσιο που διοργάνωσαν. Στην εκδήλωση μίλησαν:

H Στεφανία Μεράκου

Η Ρένα Παρμενίδου, γραμματέας του Μίκη Θεοδωράκη με θέμα: «Ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Ζουλφύ Λιβανελί»

Ο Γιώργος Αγοραστάκης, Πρόεδρος του Παγκρήτιου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη: για τη ζωή και τους αγώνες του Ζουλφύ Λιβανελί.

Η Άννα Πατάκη, εκδότρια των βιβλίων του Zülfü Livaneli στην Ελλάδα και ο Χρήστος Χωμενίδης, συγγραφέας: για τον συγγραφέα Ζουλφύ Λιβανελί.

Ο Πάρις Κωνσταντινίδης, μουσικολόγος και ο Henning Schmiedt, πιανίστας και συνεργάτης του Zülfü Livaneli και του Μίκη Θεοδωράκη: για τον μουσικό Ζουλφύ Λιβανελί.

Στην αρχή -πριν τις ομιλίες- προβλήθηκε ένα απόσπασμα από φιλμ του Γιώργου Λογοθέτη από την συναυλία Μίκη Θεοδωράκη – Ζουλφί Λιβανελί στο κατάμεστο μεγαλύτερο αρχαίο θέατρο της Εφέσου το 1988.

Την εκδήλωση συντόνισε η Στεφανία Μεράκου, διευθύντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη».


Ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Ζουλφύ Λιβανελί

H Ρένα Παρμενίδου

Πρώτη το λόγο πήρε η Ρένα Παρμενίδου, γραμματέας του Μίκη Θεοδωράκη, και παρουσίασε πως εκφράστηκε μέσα από τα γραπτά του ο Μίκης Θεοδωράκης για το Ζουλφύ Λιβανελί.

Είπε η κ. Παρμενίδου:

Είμαι ευτυχής, όπως και τα μέλη του Παγκρητίου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη, που κατορθώνουμε να πραγματοποιήσουμε σήμερα μια επιθυμία του Μίκη Θεοδωράκη, την σημερινή εκδήλωση προς τιμήν του Ζ. Λιβανελί.

Το κείμενο που θα σας διαβάσω, προέρχεται από κείμενα του Θεοδωράκη για τον Ζ. Λιβανελί και από επιστολές του Θεοδωράκη προς τον Λιβανελί.

«Τι να πρωτοπώ για τον Livaneli…

Εκτός  που τον αγαπώ πολύ σαν αδελφό μου, συγχρόνως τον εκτιμώ και τον θαυμάζω ως συνθέτη, ως συγγραφέα και ως άνθρωπο και εύχομαι τα ίδια αισθήματα να νοιώθουν και οι Έλληνες γι’ αυτόν τον μεγάλο φίλο του Ελληνικού Λαού, που εκπροσωπεί την Τουρκία της προόδου και της Ειρήνης και που παλεύει σκληρά για να γίνει πραγματικότητα το όραμα μιας σταθερής ειρηνικής συμβίωσης και συνεργασίας ανάμεσα στους δυο λαούς μας, όραμα που είναι κοινό για όλους.

Απευθυνόμενος στον ίδιο, θα ήθελα να του πω:

Αγαπητέ μου Zülfü,

Αισθάνομαι πολύ ευτυχής και περήφανος γιατί σε γνώρισα και αξιώθηκα να γίνω φίλος και συνοδοιπόρος σου στους δρόμους της Τέχνης και της Ειρήνης.

Τούρκος εσύ και Έλληνας εγώ, μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες βροχής αποδεικνύοντας ότι οι διαιρέσεις και οι έχθρες επιβάλλονται επάνω σε λαούς και σε ανθρώπους από κάθε λογής εξουσίες που ζούνε από τον πόνο και το αίμα των λαών και των ανθρώπων και γι’ αυτό τους θέλουν χωρισμένους και αδύναμους.

Έχεις κάνει έως τώρα πολλά και ωραία και αξιώθηκες να κερδίσεις την εκτίμηση και την αγάπη μέσα και έξω απ’ τη χώρα σου. Έγραψες υπέροχα τραγούδια που βγαίνουν μέσα από την ψυχή της Τούρκικης παράδοσης, τόσο γνήσια και αληθινά, που συγκινούν όχι μόνο τους Τούρκους αλλά όλους τους λαούς και προ παντός εμάς τους Έλληνες δείχνοντας πόσο κοντά βρίσκονται οι ευαισθησίες και οι παραδόσεις μας.

Ακούγοντας τη μουσική σου νοιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση διαπιστώνοντας πόσο οι αντιλήψεις και οι δρόμοι μας ακολουθούν την ίδια πορεία με ίδιους στόχους και με κοινά αποτελέσματα.

Αργότερα ασχολήθηκες με την λογοτεχνία και πάλι με επίκεντρο την ψυχή και τα προβλήματα της σύγχρονης Τουρκίας, καθώς και την ιστορία της. Κι εδώ τα αποτελέσματα είναι θαυμαστά και ξέρεις ότι είμαι ένας από τους πιο πιστούς θαυμαστές σου και στον τομέα αυτόν.

Υπήρξες βουλευτής, που σημαίνει ότι δεν ξεχωρίζεις τον καλλιτέχνη από τον πολίτη και τις ευθύνες του.

Δυστυχώς σήμερα τα προβλήματα που απασχολούν όλους τους λαούς γίνονται σοβαρότερα, με κορυφαίο το πρόβλημα της Ειρήνης.

Νοιώθουμε καθημερινά την φωτιά του πολέμου, τον πόνο, το αίμα και τον θάνατο. Και να σκεφτείς ότι υπήρχαν -και ίσως υπάρχουν ακόμα- αρρωστημένα μυαλά που ήθελαν τον πόλεμο ανάμεσα στους δυο λαούς μας. Μπορούμε άραγε να ελπίζουμε, ότι μπροστά σ’ αυτή την ανείπωτη δυστυχία που βλέπουμε κάθε μέρα στις τηλεοράσεις μας, θα έχουν καταλάβει πια όλοι την αξία της Ειρήνης; Εγώ πάντως, πιστεύω ότι το κορυφαίο χρέος του κάθε ανθρώπου είναι η πάλη για την Ειρήνη.

Εσύ τώρα κρατάς την σκυτάλη. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ευχή που σου δίνω: Μπροστάρης της παγκόσμιας Ειρήνης στη χώρα σου και σε όλο τον κόσμο, με τη ζωή σου, την σκέψη σου, το έργο σου και την δράση σου, να σηκώσεις ακόμα πιο ψηλά τη φωνή του καλλιτέχνη και του Πολίτη, του Πολίτη όχι μόνο της Τουρκίας αλλά του Πολίτη όλου του κόσμου.

Να ΄σαι πάντα καλά…»

Μίκης Θεοδωράκης


Ο Γιώργος Αγοραστάκης εκφώνησε την κεντρική ομιλία με θέμα τη ζωή και τους αγώνες του Ζουλφύ Λιβανελί.

Η ομιλία του δημοσιεύεται εδώ: Γιώργος Αγοραστάκης: Τιμή στον φίλο μας Zülfü Livaneli


Για τον συγγραφέα Ζουλφύ Λιβανελί μίλησαν η Άννα Πατάκη και ο Χρήστος Χωμενίδης

Τα βιβλία του Livaneli  είναι «μουσικά»

H Άννα Πατάκη

Η Άννα Πατάκη, εκδότρια των βιβλίων του Zülfü Livaneli στην Ελλάδα, μεταξύ των άλλων διάβασε και το λόγο της Φραγκώς Καραογλάν (Frango Karaoglan)  μεταφράστριας των έργων του Livaneli στα Ελληνικά, ως ακολούθως:

«Αν με ρωτούσες, τι θα προτιμούσες, να ακούς τα σάουντ-τρακς των ταινιών, ν’ ακούς τα τραγούδια, να διαβάζεις τα βιβλία, να μεταφράζεις Λιβανελί, θα έλεγα: να κάθομαι μαζί του και να μου λέει ιστορίες, ιστορίες για τα τελευταία εβδομήντα χρόνια της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στην Τουρκία, ιστορίες για τους ανθρώπους που γνώρισε… Έχει εκπληκτικό μνημονικό, φωτογραφικό σχεδόν!

Αλλά, δεν ήθελες να ρωτήσεις αυτό. Οπότε, ας πάρω το σωστό μονοπάτι, να πω τα λίγα που ξέρω για τον Λιβανελί. Στο τελευταίο του βιβλίο, το ο Ψαράς και ο γιος του, μας λέει πώς, κάκιστος μαθητής, χωνόταν κάτω από παπλώματα με ένα φακό και διάβαζε, διάβαζε…και πώς ο πατέρας του τού απαγόρεψε τα εξωσχολικά βιβλία…  Δεν λέει, όμως, ότι την ίδια περίπου εποχή, τον εγγράφουν στο γυμνάσιο –για την ακρίβεια, στο μοναδικό, μέσα δεκαετίας ’50, αγγλικό κολέγιο στην Άγκυρα.  Λίγους μήνες αργότερα, ο πατέρας του τού φέρνει ένα βράδυ δώρο ένα σάζι και του εξηγεί ότι σκέφτηκε να του κάνει αυτό το δώρο για να μην ξεχάσει την κουλτούρα και  τα έθιμα της πατρίδας του. Οι φήμες έλεγαν, βλέπεις, πως τα παιδιά που πήγαιναν σ’ αυτό το κολέγιο φραγκεύανε.

Ήταν 15 χρονών όταν μπήκε στην ουρά μπροστά στο βιβλιοπωλείο της Άγκυρας, που θα διέθετε το πρώτο βιβλίο του Ναζίμ Χικμέτ, που τυπωνόταν στην Τουρκία. Πήρε τρία για να δώσει και στους φίλους του. Ως τότε, τα λίγα ποιήματα του Ναζίμ που είχαν διαβάσει ήταν από πολυγραφημένα αντίγραφα.

Είχε περάσει λίγο τα 20, όταν έγινε το πραξικόπημα της 12ης Μαρτίου του 1971 και άρχισε να μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Και, ήταν λίγο μεγαλύτερος από τους τρεις φοιτητές που απαγχόνισε εκείνη η χούντα, μεταμφιεσμένη σε κυβέρνηση υπό τον Ντεμιρέλ, τον Μάιο του 1972 για «απόπειρα ανατροπής του συνταγματικού πολιτεύματος». Μήνες μετά, αρχές ’73, βγήκε η πρώτη του μουσική δουλειά: o δίσκος Τουρκικά Επαναστατικά Τραγούδια, αφιερωμένος στους τρεις εκτελεσμένους. Ακριβώς 40 χρόνια αργότερα, το 2013, είχε πολλά τραγούδια να πει στη συναυλία μέσα στο Πάρκο Γκεζί, διαρκούντων των διαδηλώσεων.

Στα 1975 γράφει την πρώτη μουσική για σινεμά, για την ταινία Το Λεωφορείο. Αμέσως μετά  συνεργάζεται με τον Γιλμάζ Γκιουνέι, γράφοντας τη μουσική για τις εμβληματικές ταινίες Ο Δρόμος και Το Κοπάδι… Ενδιαμέσως, φευγιό από την Τουρκία, Παρίσι με τον Γιασάρ Κεμάλ, φιλία σαράντα τεσσάρων ετών, ούτε μια μέρα χωρίς να μιλήσουν στο τηλέφωνο. Να μην ξεχάσουμε και την ταινία «Γη από χώμα, ουρανός από μπακίρι» βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του μεγάλου Κούρδου. Έχει γράψει τη μουσική για περίπου 40 ταινίες.

Στη Σουηδία πάνω από 10 χρόνια. Διδάσκει μουσική και, μεταξύ άλλων παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο. Το 1984 γυρίζουν στην Τουρκία με την Ουλκέρ με την οποία είναι παντρεμένοι από το 1964. Η κόρη τους Αϊλίν ασχολείται κι αυτή με τη μουσική.

Ακολουθούν τα επόμενα χρόνια ως τα σήμερα, συνθέσεις, μελοποιήσεις ποιημάτων, τραγούδια, συναυλίες, συγγραφή σεναρίων, βραβεία… Συνεργασίες και συναυλίες με τον Μίκη Θεοδωράκη, τη Μαρία Φαραντούρη, τη Τζοάν Μπαέζ… Η Ραψωδία του για τη Νέα Εποχή εκτελέστηκε από μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες.

Δεν ξέρω πότε ακριβώς άρχισε να γράφει, νομίζω αρχές της δεκαετίας του ’90, σκέφτομαι όμως καμιά φορά, πώς θα μπορούσε να είναι τα βιβλία του αν, όχι, ας το πω έτσι, «μουσικά»; Δεν νομίζω ότι έχει γράψει ούτε ένα βιβλίο που να μην το διαπερνά κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός, να μην το ενοικεί ένας κόσμος χαρακτήρων και παθών… Σίγουρα, όμως, όλα έχουν μουσική… ένα ακόρντο, δεύτερο, αντίστιξη, κοντράλτο, μελωδία, αλλά, νομίζω, κυρίως ρυθμό, που στην περίπτωσή μου, στη μετάφραση δηλαδή, αν τον πιάσεις τον έπιασες και αυτή είναι η πρόκληση…


Χρήστος Χωμενίδης: Βιβλία σαν τα δικά σου θα είναι πάντα εδώ

O Χρήστος Χωμενίδης

«Αποτελεί για μένα μεγάλη χαρά, μεγάλη τιμή να μιλήσω απόψε για τον Ζουλφί Λιβανελί. Και μάλιστα σε μια εκδήλωση που διοργανώνεται από τους φίλους του Μίκη Θεοδωράκη.

Με το Μεγάλο Λιοντάρι είχαμε όλοι μια ιδιαίτερη σχέση. Ο Ζουλφί πολύ πιό μακροχρόνια από όσο εγώ. Ασχέτως όμως πόσο στενή και βαθιά στάθηκε η προσωπική φιλία του καθενός μας μαζί του, ένα είναι βέβαιο: στη σκιά του μεγαλώσαμε. Και στην εδώ, και στην αντίπερα ίσως όχθη του Αιγαίου. Είχα δει κάποτε έναν Τουρκοκρητικό, εγκατεστημένο στη Σμύρνη, ο οποίος έπινε νερό στο όνομα του Μίκη Θεοδωράκη.

Ήταν βαριά εκείνη η σκιά; Ασήκωτη στους ώμους μας; Θα έλεγα το ακριβώς αντίθετο. Ο Μίκης με το έργο του, με τη δημόσια παρουσία του, με τη συντροφιά του όχι απλώς δεν μας πλάκωνε, δεν μας εγκλώβιζε … μα αντιθέτως μας απελευθέρωνε. Μας ενέπνεε. Φεύγοντας από κοντά του ένοιωθα -νοιώθαμε- πιο δυνατοί, πιο αισιόδοξοι, πιο έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε κάθε πρόκληση. Μας μετέγγιζε το πνεύμα, την πνοή του, που ήταν απολλώνεια και διονυσιακή. Μας αφηγούνταν τη ζωή ως περιπέτεια. Τον κόσμο ως έναν ολάνθιστο κήπο που έχουμε χρέος εκ γενετής να μυρίσουμε τα αρώματά του, να δρέψουμε τους ζουμερότατους καρπούς του. Και να τους μοιραστούμε με τους άλλους. Ο Μίκης Θεοδωράκης με τις νότες και με τις φράσεις του συνελάμβανε, ξεδίπλωνε την πραγματικότητα κατά έναν τρόπο συναρπαστικό. Το ίδιο κάνει και ο Ζουλφί Λιβανελί.

Ξαναδιάβασα αυτό το καλοκαίρι, εν μέσω καύσωνος και πυρκαγιών, τα βιβλία του. Όλα -μηδενός εξαιρουμένου- έχουν κάτι το εντελώς ιδιαίτερο. Ο «Μεγάλος Ευνούχος της Κωνσταντινούπολης» είναι ένα πολυεπίπεδο ψυχογράφημα, συνάμα δε και ένα δοκίμιο για την τραγικότητα της εξουσίας, που αλλοτριώνει στον μέγιστο βαθμό εκείνους ακριβώς που εξουσιάζουν. Η «Σερενάτα» μια μελέτη για το παράλογο της Ιστορίας, η οποία σαν αφηνιασμένο τέρας λιώνει, συντρίβει τις ζωές των ανθρώπων. Για το αδυσώπητο του Χρόνου που -όπως το έχει πει πρώτος ο Ηράκλειτος- είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια. Στο «Σπίτι στο Βόσπορο» βλέπουμε πώς το παρελθόν μπορεί να φωτίσει, να νοηματοδοτήσει το παρόν…

Εγώ απόψε θα σταθώ στο πιο φιλόδοξο και πιο μεγαλειώδες -κατά τη γνώμη μου- μυθιστόρημα του Ζουλφί Λιβανελί. Στο «Οτέλ Κονσταντίνιγιε».

Στον πρόλογό του ο Ζουλφί αναφέρει ότι ακολούθησε τον τρόπο των παλιών ανατολίτικων αφηγήσεων. Των «Σεχρενγκίζ». Όπου οι επιμέρους ιστορίες πλέκονται η μια μέσα στην άλλη, οι χαρακτήρες ερωτεύονται, συγκρούονται, μισιούνται και συμφιλιώνονται, ο μέγας όμως πρωταγωνιστής, το κεντρικό πρόσωπο, είναι -από την αρχή μέχρι το τέλος- η ίδια η πόλη. «Σεχίρ» σημαίνει πόλη στα τούρκικα.

Ας με συγχωρέσει ο Ζουλφί την ένσταση. Την πόλη ως λίκνο και ως τάφο, ως ένα απέραντο κρεββάτι, σφαγείο, χρηματιστήριο, ναό, δεν τη συνέλαβαν μόνο οι ανατολίτες. Κάθε συγγραφέας μόλις πιστέψει στις δυνάμεις του, αυτό ακριβώς επιχειρεί. Να πλάσει ένα βιβλίο-καθρέφτη για τον τόπο και την εποχή του. Ο Τολστόι το έκανε με τον «Πόλεμος και Ειρήνη», εν μέρει και με την «Άννα Καρένινα». Ο Ντίκενς με την «Ιστορία των Δύο Πόλεων». Ο Ντάρελ με το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», που βρίσκει την αφετηρία του στην «Πόλη», στο αριστουργηματικό ποίημα, το μοναδικό του Καβάφη που μελοποίησε εν μέρει ο Μίκης… Οι φίλοι μας εκείθεν του Ατλαντικού αναζητούν νευρωτικά σχεδόν κάθε πέντε, κάθε δέκα χρόνια, το «μεγάλο αμερικάνικο μυθιστόρημα». Από μια άποψη όλα ξεκινούν από τον γίγαντα Μπαλζάκ και την «Ανθρώπινη Κωμωδία» του.

Ανάμεσα στο 2012 και στο 2015, ο Ζουλφί Λιβανελί αφοσιώθηκε στο «Οτέλ Κονσταντίνιγιε». Φιλοτέχνησε ένα πανόραμα της Κωνσταντινούπολης των ημερών μας, η οποία περιέχει ζωντανό το μακρύ και ταραχώδες παρελθόν της -ρωμαϊκό, βυζαντινό, οθωμανικό, κεμαλικό-, η οποία αγκαλιάζει ή στραγγαλίζει ανθρώπους φερμένους από άλλα μέρη, από τα βάθη της Ανατολής – ανάθεμα την ανάγκη τους ή ευλογία στην τόλμη τους!

Τα κατάφερε εξαιρετικά. Αξιοθαύμαστα. Μας χάρισε εξακόσιες σελίδες που ρουφιούνται. Που είναι έμπλεες εικόνων και συναισθημάτων. Ενθουσιασμός, αποστροφή, γλύκα, τρόμος, νοσταλγία. Πρόσωπα σάρκινα, αιμάσσοντα – ουδόλως χάρτινα, ουδόλως διανοητικές κατασκευές. Σχέσεις που λουλουδιάζουν και καρπίζουν, σχέσεις που βίαια κόβονται πριν την καλή τους ώρα. Φιλοδοξίες που ευοδώνονται και όνειρα που γκρεμίζονται στην άβυσσο. Ευτράπελες ανατροπές, παιγνιώδη σχόλια, οξυδερκέστατες επισημάνσεις. Ό,τι ακριβώς πρέπει να περιέχει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.

Οφείλω από τη μεριά μου, τη μεριά του συγγραφέα, να σας επισημάνω πόση τέχνη απαιτείται για να πλάσεις ένα «Οτέλ Κονσταντίνιγιε». Είναι σαν να συνθέτεις ένα μουσικό έργο, με μια συμφωνική ορχήστρα και δυό χορωδίες, ενήλικη και παιδική. Τι αίσθηση του μέτρου πρέπει να διαθέτεις ώστε να κρατηθεί η αρμονία, να μην φαλτσάρει κανείς, να μην μπατάρει, να μην ξεχειλώσει η δημιουργία σου… Ο μυθιστοριογράφος είναι πρώτα από όλα μάστορας. Των λέξεων και των νοημάτων. Των εξάρσεων και των υφέσεων. Και των παύσεων. Ο Ζουλφί Λιβανελί αποδεικνύεται μάστορας και μαέστρος μεγάλης περιωπής.

Πώς η παθιασμένη αγάπη σου για την πατρίδα σου καταφέρνει να μην αμβλύνει την κριτική σου για τις κακοδαιμονίες της; Πώς το αδέκαστο, χειρουργικό σου βλέμμα γίνεται να είναι ταυτόχρονα τρυφερό, ενίοτε και χαδιάρικο; Πώς μπορείς να στέκεις απέναντι και στους πιο αρνητικούς και στους πιο απεχθείς ακόμα ήρωές σου και να αναζητάς και να αποκαλύπτεις, το βαθιά θαμμένο δίκιο τους; Ή τουλάχιστον τα ελαφρυντικά τους;

Για να γράψεις ένα μυθιστόρημα σαν το «Οτέλ Κονσταντίνιγιε» προϋποτίθεται απόλυτη διαύγεια. Και ηθική ραχοκοκκαλιά. Προϋποτίθεται επίσης κέφι, μεράκι, οίστρος αστείρευτος. Πολλοί δημιουργοί, από μια ηλικία και ύστερα, συνειδητά ή ασυνείδητα, αρκούνται στο να επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους. Ο Ζουλφί Λιβανελί επανεπινοεί, επανεφευρίσκει τον εαυτό του βιβλίο το βιβλίο. Για αυτό και παραμένει αενάως νέος.

Σε ευγνωμονώ, Ζουλφί Λιβανελί, για την αναγνωστική απόλαυση που μού χάρισες. Σηκώνω το αόρατο πλην κρυστάλλινο ποτήρι μου και πίνω άσπρο πάτο στην υγειά σου. Εύχομαι, μέσα από την καρδιά μου, πάντα τέτοια. Οι άνθρωποι -όπως το λες πολλές φορές στο «Οτέλ Κονσταντίνιγιε»- έρχονται και παρέρχονται για να δώσουν τη θέση τους στους επόμενους. Γίνονται αύρα, αεράκι που δροσίζει ή καίει. Βιβλία σαν τα δικά σου θα είναι πάντα εδώ.

Σας ευχαριστώ που με ακούσατε».


Για τον μουσικό Ζουλφύ Λιβανελί μίλησαν ο Πάρις Κωνσταντινίδης και ο Henning Schmiedt

 Πάρις Κωνσταντινίδης: Ο δικός μας Λιβανελί και η επανάσταση της συμφιλίωσης

«Οι άνθρωποι πιστεύουν στα τραγούδια·

τα τραγούδια ποτέ δεν τους πρόδωσαν.

Πολιτικοί, στρατιωτικοί κι επιχειρηματίες τους είπαν ψέματα·

τα τραγούδια ποτέ δεν είπαν ψέματα».

O Πάρις Κωνσταντινίδης

Με αυτούς τους στίχους υπερασπίστηκε ο Λιβανελί την Αλήθεια του τραγουδιού, προσδίδοντας στη μουσική-με-λόγια μία πολιτική λειτουργία που ταυτόχρονα υπερέβαινε την πολιτική. Αυτή η υπερπολιτική-πολιτική λειτουργία της τέχνης, εντούτοις, δεν είναι και κάτι τόσο καινούργιο. Την ενόραση της Αλήθειας πέραν της τετριμμένης εμπειρίας· την υπέρβαση του κόσμου ως έχει, δεν προσδοκούσαν με την απόλυτη μουσική, τη μουσική-χωρίς-λόγια, κατά την περίοδο του ρομαντισμού;

Οι παραπάνω στίχοι γράφτηκαν στο πρόγραμμα μιας σειράς συναυλιών που απέβλεπαν ακριβώς σε αυτό: στην υπέρβαση του κόσμου ως είχε, στην υπέρβαση της πολιτικής πραγματικότητας. Επρόκειτο για τις κοινές συναυλίες των Θεοδωράκη–Λιβανελί, το 1997, που ήθελαν να προωθήσουν την ελληνοτουρκική φιλία στον απόηχο της κρίσης των Ιμίων. Εδώ βέβαια οι συναυλίες δεν λειτουργούσαν υπερπολιτικά με τον έμμεσο τρόπο της αυτόνομης τέχνης, αλλά με τον άμεσο τρόπο της ίδιας της πολιτικής. Μιας πολιτικής όμως όχι επιστρατευμένης από τρίτους για έναν σκοπό, αλλά εκπορευόμενης από τους ίδιους τους καλλιτέχνες, με τρόπο παρόμοιο του Εμίλ Ζολά, δηλαδή ως μία παρέμβαση από το πεδίο της τέχνης, με τις οικουμενικές της αξίες, στο πεδίο της πολιτικής.

Υπό αυτήν την έννοια δεν φαντάζει παράδοξη η αφετηρία τόσο του Λιβανελί, όσο και του Θεοδωράκη, από το πεδίο της αυτόνομης τέχνης: ο Λιβανελί ήθελε να γίνει συγγραφέας και ο Θεοδωράκης συνθέτης έργων ευρωπαϊκής, έντεχνης μουσικής. Και οι δυο τους παραμέλησαν προσωρινά τον αρχικό τους στόχο, όταν αισθάνθηκαν την ανάγκη να παρέμβουν στο πεδίο της πολιτικής (και) μέσω του τραγουδιού. Και οι δυο τους άλλωστε είχαν υποστεί πολιτικές διώξεις που έφτασαν ως τη φυλάκιση ή/και την εξορία. Και οι δυο τους απάντησαν στα δράματα της εποχής τους περνώντας από την αφηρημένη οικουμενικότητα της αυτόνομης τέχνης, στο τραγούδι ως έκφραση του συλλογικού-Εγώ.

Παρακάτω, επομένως θα δούμε παράλληλα ορισμένες πτυχές της μουσικής ιστορίας των δύο φίλων, του Ζουλφί και του Μίκη. Θα τους δούμε παράλληλα γιατί έτσι θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον καθένα ξεχωριστά. Θα μπορέσουμε επίσης να αναστοχαστούμε τη δική μας πολιτισμική ιστορία υπό μία νέα, ανανεωμένη οπτική. Ταυτοχρόνως θα μπορέσουμε να ανοίξουμε μία νέα θύρα εξοικείωσης με τον μουσικό πολιτισμό της Τουρκίας.

Όταν, λοιπόν, ο Λιβανελί  είχε φυλακιστεί για πολιτικούς λόγους το 1971-1972, άκουγε σε ένα ραδιοφωνάκι τη μουσική του, κατά μία εικοσαετία μεγαλύτερού του, Θεοδωράκη, και έπαιρνε κουράγιο. Όταν βγήκε από τη φυλακή θέλησε να κάνει κάτι ανάλογο με την τούρκικη μουσική.

Ο Θεοδωράκης μελοποίησε σπουδαίους Έλληνες ποιητές, όπως τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Σεφέρη, μα και ―πρώτο πρώτο― τον, Γιάννη Ρίτσο, που είχε περάσει εξορία. Ο Θεοδωράκης επίσης μέσα από τα τραγούδια του έδωσε φωνή στους αγώνες κατά της δικτατορίας. Το 1973 ο Λιβανελί, πολιτικός πρόσφυγας στη Σουηδία, κυκλοφορεί τα Τούρκικα επαναστατικά τραγούδια, που σύντομα αρχίζουν να τραγουδιούνται από τους αντιφρονούντες της Τουρκίας. Το 1975 κυκλοφορεί έναν δίσκο με την ποίηση του σπουδαίου ποιητή, Ναζίμ Χικμέτ. Το έργο του Χικμέτ, που είχε ήδη πεθάνει εξορισμένος από τη χώρα του, αρχικά ήταν απαγορευμένο στην Τουρκία και στη συνέχεια ταμπού. Η μελοποίηση του Χικμέτ υπήρξε επομένως ένα παράτολμο εγχείρημα που τελικά στέφθηκε με επιτυχία.

Παράτολμο εγχείρημα υπήρξε φυσικά και η μελοποίηση ποιητών με μπουζούκι σε ρεμπέτικο ύφος, που είχε αποτολμήσει ο Θεοδωράκης. Μία από τις προβληματικές που συνόδευσαν την κίνηση του ήταν η ασυμβατότητα του ρεμπέτικου με την επίσημη εκδοχή της ελληνικότητας. Το ρεμπέτικο, έλκοντας τις ρίζες του στην ελληνόφωνη εκδοχή της λαϊκής μουσικής των αστικών κέντρων της πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας, είχε κατηγορηθεί ως «τούρκικο», άρα και ως ακατάλληλο να εκφράσει τη «γνήσια» ελληνική, εθνική ταυτότητα.

Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στην Τουρκία, η οποία αρχικά είχε επίσης απορρίψει το πολυεθνικό οθωμανικό της παρελθόν, ως μη γνήσια «τούρκικο». Κατά τα πρώτα χρόνια του νέου κράτους, που είχε ιδρύσει ο Κεμάλ Ατατούρκ, η οθωμανική, «κλασική» μουσική είχε απαγορευτεί από τα ωδεία και το ραδιόφωνο, καθώς κατηγορείτο ως ένα μείγμα βυζαντινών, αραβικών και πέρσικων παραδόσεων. Τη θέση της είχε πάρει η ευρωπαϊκή, «κλασική» μουσική. Τα ίδια περίπου ίσχυαν και για τη λαϊκή μουσική, με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο των χωροφυλάκων που λέγεται ότι είχαν σπάσει τα επτά σάζια του αλεβίτη, ασίκη «τρουβέρου», Âşık Veysel. Κατά τα παιδικά χρόνια του Λιβανελί κανείς δεν έπαιζε πια σάζι στις πόλεις. Μόνο σε φολκλορικές εκπομπές στο ραδιόφωνο μπορούσε κανείς να το ακούσει, αν και «εξωραϊσμένο», με έναν ήχο που άφηνε τον Λιβανελί παγερά αδιάφορο. Όταν το πρωτάκουσε, όμως, από έναν γέροντα της Ανατολίας συγκινήθηκε και θέλησε να μάθει κι ο ίδιος να το παίζει. Όπως, λοιπόν, ο Θεοδωράκης βάσισε τη μουσική του στο άλλοτε περιφρονημένο μπουζούκι και στο εθνικά «αμφιλεγόμενο» ρεμπέτικο, έτσι και ο Λιβανελί έκανε κεντρικό όργανο της μουσικής του το άλλοτε περιφρονημένο σάζι και την εθνικά «αμφιλεγόμενη» παράδοση των ασίκηδων.

Ωστόσο ούτε ο Θεοδωράκης, ούτε ο Λιβανελί περιορίστηκαν στη μίμηση του ύφους της μουσικής, που έκριναν ότι θα μπορούσε να εκφράσει το συλλογικό-Εγώ. Ο Θεοδωράκης βασίστηκε μεν στους ρυθμούς του ρεμπέτικου, αλλά όχι τους λαϊκούς δρόμους (μετά το ’80 ασχολήθηκε τους δρόμους). Κατά βάση χρησιμοποίησε τις οικείες σε ένα ευρωπαϊκά εκπαιδευμένο αυτί, μείζονες και ελάσσονες κλίμακες. Ο Λιβανελί επανέφερε στο σάζι ένα από τα «ξεχασμένα» κουρδίσματα της παράδοσης των ασίκηδων. Εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι αυτή η παράδοση βασίζεται στις πεντατονικές κλίμακες και όχι στα μακάμ. Ταυτόχρονα πρόσθεσε την ευρωπαϊκή αρμονία στο, πρωτύτερα μονοφωνικό, παίξιμό του, είτε με ακκόρντα, είτε αρπέζ. Σταδιακά εμπλούτισε την ενορχήστρωσή του με άλλα δυτικά όργανα, κάνοντάς αυτήν την παράδοση προσβάσιμη στους νεότερους Τούρκους, καθώς και στους δυτικούς, που είχαν γαλουχηθεί με τα ακούσματα της ροκ μουσικής.

Παρότι επεδίωξαν να εκφράσουν το συλλογικό-Εγώ μέσω μουσικών ειδών που ήταν προσβάσιμα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, δεν αποδέχθηκαν οποιαδήποτε δημοφιλή μουσική, ως κατάλληλη γι αυτό τον σκοπό. Ο Θεοδωράκης είχε πει ότι το ελαφρό τραγούδι μας κάνει να ξεχνάμε, ενώ το λαϊκό να θυμόμαστε. Ο Λιβανελί διαχωρίζει το δημοφιλές αραμπέσκ από το «γνήσιο» λαϊκό τραγούδι λέγοντας ότι ο θρήνος του αραμπέσκ είναι της μοιρολατρικής αυτολύπησης που ονειρεύεται τα ματαιόδοξα πλούτη, ενώ ο θρήνος του «γνήσιου» λαϊκού τραγουδιού των λαών της μεσογείου αντανακλά τη θλίψη ενός φιλοσόφου.

Έχοντας και οι δύο ως αφετηρία το ιδεώδες της ευρωπαϊκής, αυτόνομης τέχνης, είχαν υιοθετήσει και τα αντίστοιχα δίπολα που συνεπαγόταν αυτό το σύστημα αξιών, όπως το δίπολο πνεύματος και σώματος, τέχνης και διασκέδασης. Ο Θεοδωράκης μετέφερε αυτές τις αξίες στο έντεχνο-λαϊκό που επινόησε. Στις λαϊκές συναυλίες του για πρώτη φορά είχαμε λαϊκή μουσική, όπου στο επίκεντρο βρισκόταν η ακρόαση της μουσικής και όχι ο χορός, όπως σε μία ταβέρνα. Υπάρχουν μεν οι χοροί του ρεμπέτικου στο έντεχνο-λαϊκό, μα ένας χορός απουσιάζει εντελώς. Πρόκειται για τον πλέον σωματικό και τον πλέον συνδεδεμένο με την εύθυμη διασκέδαση χορό, το τσιφτετέλι. Όσον αφορά τη μουσική του Λιβανελί; Σε προβοκατόρικη ερώτησή μου ο ίδιος απάντησε: «Η μουσική μου ανήκει στο πεδίο του πολιτισμού και όχι της διασκέδασης. Εννοείται ότι δεν μπορείτε να τη χορέψετε! Ειδικά χορό της κοιλιάς… Αδιανόητο! […] Ωστόσο, όπως το συρτάκι χορεύεται με τη μουσική του Μίκη, το halay, ένας λαϊκός χορός, μπορεί να χορευτεί και με κάποιες από τις δικές μου συνθέσεις».

Ο Λιβανελί, λοιπόν, κατόρθωσε να πάρει μία άλλοτε παραγκωνισμένη έως και κυνηγημένη μουσική παράδοση της Τουρκίας και να την κάνει να εκφράσει, όχι απλώς κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, αλλά το συλλογικό-Εγώ, την τούρκικη εθνική ταυτότητα. Κατόρθωσε να φέρει την ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ σε ανθρώπους που, χωρίς τα τραγούδια του, δεν θα είχαν την ευκαιρία να την ακούσουν ποτέ. Κατόρθωσε με τη μουσική του να γίνει η φωνή όσων αγωνίζονταν για την ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε πρώτα μέσω της συνεργασίας του με τη Μαρία Φαραντούρη και στη συνέχεια μέσω της συνεργασίας του με τον Μίκη Θεοδωράκη. Οι κοινές τους εμφανίσεις άνοιξαν τον δρόμο της συνεργασίας και για άλλους Έλληνες και Τούρκους καλλιτέχνες, κάτι που ως τότε φάνταζε αδιανόητο. Οι κοινές τους συναυλίες μάς έδειξαν επίσης ότι η αναζήτηση της εθνικής μας ταυτότητας δεν χρειάζεται να ταυτίζεται με την υποτίμηση μιας άλλης. Πιστοί στα διεθνιστικά τους ιδεώδη, μας έδειξαν ότι μπορούμε παρά τις επιμέρους πολιτισμικές μας διαφορές, να ανακαλύπτουμε όσα έχουμε κοινά, και εν τέλει να συνεργαζόμαστε!


Henning Schmiedt: Η Τέχνη της Ευτυχίας

O Henning Schmiedt

«Καταρχάς, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη μεγάλη τιμή που μου κάνατε, να μιλήσω σε αυτήν την σημαντική εκδήλωση που γιορτάζει την Τέχνη του Ζουλφού Λιβανελί.

Η πολυετής συνεργασία με έναν διεθνώς αναγνωρισμένο καλλιτέχνη και εθνικό θρύλο όπως ο Ζουλφού Λιβανελί ήταν κάτι που απόλαυσα πολύ.

Αλλά συχνά αναρωτιόμουν πώς ένα απόλυτο «αουτσάιντερ» σαν εμένα μπορεί να εισέλθει σε αυτόν τον μουσικό και πολιτιστικό κόσμο.

Ήμουν μέλος της ορχήστρας του, σολίστ σε συμφωνικά έργα, διευθυντής ενορχηστρώσεων άλμπουμ και κινηματογραφικών έργων, και ακόμη και μουσικός διευθυντής σε ζωντανές συναυλίες με τον Ζουλφού Λιβανελί και διεθνείς καλλιτέχνες όπως ενδεικτικά η Μαρία Φαραντούρη, η Τζόσελιν Σμιθ, η Ρόμι Κάμερον.

Καταρχάς, ένιωσα και πάντα νιώθω άνευ όρων φιλοξενία, γενναιοδωρία και φιλία όταν συναντώ τον Ζουλφού Λιβανελί.

Είναι τόσο φυσικό – ένα χαμόγελο και μεγάλη ζεστασιά σε κάθε σχέση. Έγινε ίσως πιο έντονο με την πάροδο των ετών και αποτέλεσε τη βάση για να ξεπεράσουμε τα όρια της γλώσσας και του πολιτισμού.

Γνώρισα για πρώτη φορά τον Ζουλφού πριν 30 χρόνια σε μία συναυλία στο αρχαίο θέατρο της Εφέσου. Είχε προσκαλέσει τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι για μια κοινή συναυλία.

Ήμουν τότε ο πιανίστας στη διεθνή ορχήστρα του Θεοδωράκη και εντυπωσιάστηκα από αυτό το γεγονός της δημιουργίας γεφυρών μεταξύ των δύο λαών και πολιτισμών.

Ίσως επειδή μεγάλωσα στο ανατολικό μέρος μίας διαιρεμένης χώρας, με τους στενότερους συγγενείς μου στην άλλη πλευρά του τείχους, ένιωθα βαθιά συμπάθεια για αυτές τις προσπάθειες να ξεπεραστούν τα εμπόδια του παρελθόντος και να δημιουργηθεί ένα καλύτερο, κοινό μέλλον.

Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία όλων των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων του Λιβανελί, το απλωμένο χέρι, το ότι προσφέρει γιατρειά καθώς και η εναρμόνιση του κόσμου, τόσο μουσικά όσο και κοινωνικά.

Και εκείνο το βράδυ, έμεινα συγκλονισμένος καθώς παρατηρούσα πώς το κοινό βρισκόταν σε τέλεια αρμονία και συντονισμό, τραγουδώντας και ερμηνεύοντας τη μουσική του μαζί, σαν ένα. Η αγάπη, η ελευθερία και η ανεκτικότητα δεν ήταν απλώς συνθήματα, αλλά αντανακλούσαν τον εσωτερικό πυρήνα της προσωπικότητας του Λιβανελί, την καλλιτεχνική του στάση και το κοινό του. Υπήρχε Ευτυχία.

Από τότε, έχουμε συναντηθεί ξανά και ξανά πολλές φορές: Κατ’ αρχάς, κυρίως για κοινές συναυλίες με τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Μαρία Φαραντούρη.

Το 1999 συμμετείχα στις συναυλίες Λιβανελί/Θεοδωράκη  για τα θύματα του μεγάλου σεισμού στην Τουρκία.

Το 2000, στη ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ του Ζουλφού Λιβανελί και της Μαρίας Φαραντούρη στο διάσημο Δημαρχείο της Νέας Υόρκης.

Το 2003 υπήρξε μια αξέχαστη στιγμή∙ μία συναυλία με Λιβανελί και Μαρία Φαραντούρη στην πράσινη γραμμή της κυπριακής πρωτεύουσας. Για τη συναυλία αυτή άνοιξαν για πρώτη φορά για λίγες ώρες τα σύνορα για το τουρκικό τμήμα της Κύπρου. 10.000 Τουρκοκύπριοι βρήκαν την ευκαιρία να επισκεφθούν μια μεγαλειώδη συναυλία με τους δύο καλλιτέχνες.

Ξεκινώντας από το 2006 ακολούθησε μια εποχή πειραμάτων.

Άρχισα να ενορχηστρώνω έργα μουσικής δωματίου για τσέλο, φλάουτο και πιάνο σε μελωδίες του Zülfü. Αργότερα, επέκτεινα το μουσικό σχήμα για μια παραγωγή με την Αμερικανίδα  τραγουδίστρια της τζαζ/ σόουλ Τζόσελιν Σμιθ.

Μια άλλη μορφή ήταν οι ενορχηστρώσεις για φιλαρμονικές συναυλίες με ορχήστρες όπως η Γερμανική Συμφωνική Ορχήστρα, η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Σμύρνης, η Συμφωνική Ορχήστρα Βόλου, η Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Βερολίνου RIAS, η Συμφωνική Ορχήστρα του Εσκισεχίρ.

Το 2010 ο Ζουλφού Λιβανελί σκηνοθέτησε την κινηματογραφική ταινία “Veda” για τη ζωή του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.

Εδώ μπορούσα να παρακολουθήσω την ποιότητα ζωτικής σημασίας του πιο πολυτάλαντου καλλιτέχνη στην Τουρκία, ο οποίος συνδυάζει τη μουσική, τον κινηματογράφο και το συγγραφικό του ταλέντο στην πιο σύγχρονη μορφή τέχνης, την ταινία.

Εκτός από αυτό, ήμασταν σε περιοδεία στην Ευρώπη και τον κόσμο, για παράδειγμα, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στην Κωνσταντινούπολη, στην Πράγα, στο Σικάγο, στο Τορόντο, στην Ουάσιγκτον, στη Μελβούρνη, στο Σίδνεϊ…

Στη Νέα Υόρκη γιορτάσαμε τα 65 του χρόνια με μια μεγάλη υπαίθρια συναυλία στο Summerstage του Σέντραλ Παρκ με τον Al di Meola και τους New York Gypsy Allstars. Το 2014 ήταν η χρονιά του «Rumi Suite – The Eternal Day» σε στίχους του Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί  που ενορχήστρωσα για τραγουδι και μουσική τζαζ. Ανοίξαμε το Διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ της Κωνσταντινούπολης.

Το 2015 ο Ζουλφού με προσκάλεσε στη συναυλία της Κωνσταντινούπολης “Memoriam 24 nisan” όπου ο Erman Imayhan στο τσέλο και εγώ κάναμε πρεμιέρα το Αφιέρωμα στον Κομιτάς και τον Χραντ Ντινκ .

Αυτές ήταν οι κορυφαίες στιγμές στα 30 έτη συναρπαστικής και γόνιμης συνεργασίας.

Όταν είδα για πρώτη φορά μια συναυλία του Ζουλφού Λιβανελί, με γοήτευσε ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνεί με το κοινό του. Δεν έμοιαζε να είναι μια τυπική συναυλία, με καλλιτέχνη και κοινό, αλλά μια ανταλλαγή, ένα τελετουργικό, μια συνομιλία. Το κοινό, ανταποκρινόμενο, τραγούδησε πολλά τραγούδια ή μεγάλα κομμάτια τραγουδιών μόνο του.

Ο κόσμος φαινόταν τόσο χαρούμενος – προσπάθησα να καταλάβω τι είχε συμβεί, ανέλυσα θεματικές, δομές και αρμονίες.

Στο έργο του Λιβανελί, θα βρείτε δυτικά και ανατολικά στοιχεία συνδυασμένα με τον πιο φυσικό τρόπο, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει γιατί ήταν οικείο και για εμένα που είμαι «αουτσάιντερ» αλλά και γιατί κατανοούν το έργο αυτό και το τραγουδούν σε όλο τον κόσμο τόσο πολλοί ερμηνευτές.

Η μουσική του Λιβανελί έχει πολλές ρίζες: παραδόσεις τραγουδιών της τουρκικής πατρίδας του, αλλά επίσης στοιχεία της δυτικής σανσόν, της λαϊκής μουσικής και της κλασικής συμφωνικής μουσικής παράδοσης.

Αυτά τα στοιχεία καθιστούν τη μουσική του μοναδική, πολυεπίπεδη και προσιτή σε ανθρώπους διαφορετικής καταγωγής και ηλικίας.

Ο κόσμος εκτιμά σε μεγάλο βαθμό την κομψότητα και τη δεξιοτεχνία στη μουσική.

Αλλά λατρεύουμε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ικανότητες και χαρίσματα που φαίνεται να μην μαθαίνονται, ακόμα κι αν απαιτούν μόνιμη φροντίδα, ειλικρίνεια και την πιο σοβαρή στάση, αφοσίωση και προσήλωση.

Αυτά είναι, για παράδειγμα, η έμπνευση, η αυθεντικότητα, η αξιοπρέπεια, το χάρισμα, η ομορφιά και το γούστο.

Σε μια συναυλία με έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη, το κοινό καθρεφτίζει το μυαλό του καλλιτέχνη∙ ξεκινά με το να κινείται στον ίδιο ρυθμό, συνεχίζει τραγουδώντας, απολαμβάνοντας στίχους, χτυπώντας παλαμάκια, συγχρονίζοντας τους παλμούς της καρδιάς και αντηχώντας την όλη παράσταση. Μέσα από τον συγχρονισμό, ταλαντευόμαστε μαζί, και βαθιά μέσα μας, συνειδητοποιούμε ότι είμαστε ένα – πιστεύω ότι αυτή η εμπειρία δημιουργεί Ευτυχία.

Η Ευτυχία είναι ένα λαμπρό μυθιστόρημα του Ζουλφού, μια εξαιρετική κινηματογραφική ταινία και ένα όμορφο τραγούδι. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ένα θέμα χαρακτηριστικό της τέχνης του Ζουλφού.

Τώρα κάθε καλός καλλιτέχνης δημιουργεί τις καλύτερες συναυλίες του και διαμορφώνει στιγμές ευτυχίας.

Και πάλι, πρέπει να είσαι ένας χαρισματικός και πολυτάλαντος καλλιτέχνης όπως ο Ζουλφού για να προσφέρεις πολλά στρώματα απήχησης σε διαφορετικά επίπεδα, μια ατομική πρόσκληση ανταπόκρισης σε κάθε άτομο. Πιστεύω ότι είναι το εξαιρετικό ταλέντο και το χάρισμα της τέχνης του Ζουλφού Λιβανελί να δημιουργεί Ευτυχία ως ένα αίσθημα παγκόσμιας αρμονίας και ενότητας. Είμαι τόσο ευγνώμων που είμαι μουσικός σύντροφος για έναν καλλιτέχνη όπως ο Ζουλφού Λιβανελί,

Ευχαριστώ για την προσοχή σας, τους διοργανωτές που κάνατε πραγματικότητα αυτό το Συμπόσιο και τέλος, τον Ζουλφού Λιβανελί».

Το video του Γιώργου Λογοθέτη που προβλήθηκε στην αρχή από την συναυλία Μίκη Θεοδωράκη – Ζουλφί Λιβανελί στο αρχαίο θέατρο της Εφέσου το 1988.


Δείτε ακόμα εδώ: Στιγμιότυπα από την τιμητική εκδήλωση για το Zülfü Livaneli 

Back To Top