skip to Main Content

Τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη έβαλαν φτερά στην ποίηση.

Στην Παγκόσμια Μέρα Ποίησης -21 Μαρτίου-, ένα μπουκέτο ποιήματα-τραγούδια από το mikisguide.

21 Τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση μεγάλων Ποιητών.


ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ Γιώργου Σεφέρη

Κράτησα τη ζωή μου

ταξιδεύοντας ανάμεσα

σε κίτρινα δέντρα

 

κάτω απ’το πλάγιασμα της βροχής

σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες

με τα φύλλα της οξιάς

 

καμιά φωτιά

στην κορυφή τους βραδιάζει.

Τ  ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού

η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ  ασφοδίλια

το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας

και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου

χρυσά· τ  άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ  άστρο ο Αλδεβαράν.

 

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας

ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής

σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,

καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή μου· στ  αριστερό σου χέρι μία γραμμή

μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν

στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα

να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω

γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα

περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.

Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· ο χιονισμένος

κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν

μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε

τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή

δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογισθώ· ψίθυροι

σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη

σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια

σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών

κάτω απ  τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια

ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν

εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος

που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ  αγγίζει

στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου

μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή

βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,

δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

 

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις

να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν

εκείνους

που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,

όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν

κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί

που στάθηκε μία αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη

και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,

ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι

και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.


ΚΑΗΜΟΣ, Δημήτρη Χριστοδούλου

Είναι μεγάλος ο γιαλός

είναι μακρύ το κύμα

είναι μεγάλος ο καημός

κι είναι πικρό το κρίμα

 

Ποτάμι μέσα μου πικρό

το αίμα της πληγής σου

κι από το αίμα πιο πικρό

στο στόμα το φιλί σου

 

Δεν ξέρεις τι ‘ναι παγωνιά

βραδιά χωρίς φεγγάρι

να μη γνωρίζεις ποια στιγμή

ο πόνος θα σε πάρει

 

Ποτάμι μέσα μου πικρό

το αίμα της πληγής σου

κι από το αίμα πιο πικρό

στο στόμα το φιλί σου


ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ Μιχάλη Κατσαρού

Αυτούς που βλέπεις

πάλι θα τους ξαναΐδείς

θα τους γνωρίσεις πάλι

άλλον θα λένε Κωνσταντή

κι άλλον Μιχάλη

 

Αυτούς που βλέπεις

πάλι θα τους ξαναΐδείς

θα τους γνωρίσεις πάλι

σ’αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν

με περηφάνια πιο μεγάλη

 

Αυτούς που βλέπεις

πάλι θα τους ξαναΐδείς

θα τους μισήσεις πάλι

έναν μονάχα δε θα βρεις

τον πιο μικρό, τον πιο πικρό,

τον πιο αγαπημένο

τον μοναχό, τον δυνατό

και τον αντρειωμένο

 

Αυτόν δε θα τον ξανεΐδείς

να τονε βασανίσεις

και την μεγάλη του καρδιά

να τηνε σκίσεις

αυτόν δε θα τον ξαναβρείς

τι τον φυλάνε τ’άστρα

τι τον φυλάει ο ήλιος του,

τονε φυλάει το φεγγάρι

 

Αυτόν που ‘χει τη χάρη

τον πιο μικρό

τον πιο πικρό

και τον αγαπημένο

αυτόν μονάχα εγώ,

μονάχα εγώ,

εγώ προσμένω


ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ Κώστα Βάρναλη

 Mες την υπόγεια την ταβέρνα,

μες σε καπνούς και σε βρισές

απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα

όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·

εψές, σαν όλα τα βραδάκια,

να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

 

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο

και κάπου εφτυούσε καταγής.

Ω! πόσο βάσανο μεγάλο

το βάσανο είναι της ζωής!

Όσο κι ο νους να τυραννιέται,

άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

 

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα

και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!

Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,

γαρούφαλα του δειλινού,

λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,

χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

 

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος, ίδιο στοιχειό·

τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα

στο σπίτι λυώνει από χτικιό·

στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη

κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

 

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!

― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!

― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!

Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα

δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

 

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.

Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα

όπου μας έβρει μας πατεί.

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,

προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ Τάσου Λειβαδίτη

Μ’ αίμα χτισμένο,

κάθε πέτρα και καημός

κάθε καρφί του

πίκρα και λυγμός

 

Μα όταν γυρίζαμε

το βράδυ απ’ τη δουλειά

εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

 

Το ‘δερνε αγέρας κι η βροχή

μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά

και γλυκιά απαντοχή

Αχ, το σπιτάκι μας,

κι αυτό είχε ψυχή.

 

Πάρ’ το στεφάνι μας,

πάρ’ το γεράνι μας

στη Δραπετσώνα πια

δεν έχουμε ζωή

 

Κράτα το χέρι μου

και πάμε αστέρι μου

εμείς θα ζήσουμε

κι ας είμαστε φτωχοί

 

Ένα κρεβάτι

και μια κούνια στη γωνιά

στην τρύπια στέγη του

άστρα και πουλιά

 

Κάθε του πόρτα ιδρώτας

κι αναστεναγμός

κάθε παράθυρό του

κι ουρανός

 

Μα όταν ερχόταν

η βραδιά

μες στο στενό σοκάκι

ξεφαντώναν τα παιδιά

Αχ, το σπιτάκι μας,

κι αυτό είχε καρδιά

 

Πάρ’ το στεφάνι μας,

πάρ’ το γεράνι μας

στη Δραπετσώνα πια

δεν έχουμε ζωή

 

Κράτα το χέρι μου

και πάμε αστέρι μου

εμείς θα ζήσουμε

κι ας είμαστε φτωχοί.


ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ – ΧΑΘΗΚΑ Γιάννη Θεοδωράκη

Χάθηκα, μέσα στους δρόμους

που μ’ έδεσαν για πάντα

μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια

 

Χάθηκα, γιατί δεν είχα τα φτερά

και είχα εσένα Κατινιώ

γιάτ’ είχα όνειρα πολλά

 

Και το λιμάνι και το λιμάνι είναι μικρό

γιάτ’ ήμουν πάντα μόνος

και θα ‘μαι πάντα μόνος.


ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ Κώστα Βίρβου

Κοιμήσου αγγελούδι μου

παιδί μου νάνι – νάνι

να μεγαλώσεις γρήγορα

σαν το ψηλό πλατάνι

Να γίνεις άντρας στο κορμί

και στο μυαλό

για να σε πάντα μες το δρόμο

τον καλό

Κοιμήσου αγγελούδι μου

γλυκά με το τραγούδι μου

 

Κοιμήσου περιστέρι μου

να γίνεις σαν ατσάλι

να γίνει κι η καρδούλα σου

σαν του Χριστού μεγάλη

 

Για να μην πεις μες στην ζωή σου

δεν μπορώ

κι αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις

και σταυρό

Κοιμήσου αγγελούδι μου

γλυκά με το τραγούδι μου

 

Γλυκά με το τραγούδι μου


ΣΤΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ Μίκη Θεοδωράκη

Στα περβόλια,

μες στους ανθισμένους κήπους

σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό

και τον Χάρο θα καλέσουμε

να πιούμε αντάμα

και να τραγουδήσουμε μαζί

 

Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά

κι εγώ θα ‘ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά

Αχ, κι εγώ θα ‘ρθω…

μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες, Χάρε

πάμε στα περβόλια για χορό

 

Στα περβόλια,

μες στους ανθισμένους κήπους

αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί

αν σε πάρω στον χορό και στο τραγούδι

τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή

 

Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκιά

κι εγώ είμ’ ο γιος που γύρισε για μια σου ματιά

Αχ, για μια ματιά…

 

Για το μέτωπο σαν έφυγα, μανούλα

εσύ δεν ήρθες να με δεις

Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τρένο

που με πήγε πέρ’ απ’τη ζωή…


ΕΝΑΣ ΟΜΗΡΟΣ – ΑΝΟΙΞΕ ΛΙΓΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ Brendan Behan – μετάφραση Βασίλη Ρώτα

Άνοιξε σιγά την πόρτα

Κλείσ’ τη για να μην τραβάει

όλη τη ζωή μου χύνω δάκρυα, δάκρυα

το στόμα μου δεν ξέρει να γελάει

Άνοιξε λίγο το παράθυρο

Κι άσ’ το φυρό για το Χριστό,

Έμπα και κάτσε κι ύστερα

θα σου το πω το μυστικό

 

Μόν’ μια φορά σαν έπεσε η εικόνα

κι άφησε τη γριά τη βάβω μου ξερή

κει που ‘λεγε παλιό ιρλανδέζικο τραγούδι

πως πούλησαν προδότες τον οδηγητή

 

Άνοιξε λίγο το παράθυρο

κι άσ’ το φυρό για το Χριστό

Έμπα και κάτσε κι ύστερα

θα σου το πω το μυστικό

 

Από τους μπάσταρδους τους ξένους

κρύψε, καλή μου, το χάλι σου

εμείς λιοντάρι και λυκόρνιο

και ρόδο στο κεφάλι σου

 

Άνοιξε λίγο το παράθυρο

κι άσ’ το φυρό για το Χριστό

Έμπα και κάτσε κι ύστερα

θα σου το πω το μυστικό


ANTONIO TORRES HEREDIA-Ι Federico Garcia Lorca

Κάτου στης ακροποταμιάς

το μονοπάτι περπατάει

κρατώντας βέργα λυγαριάς

και στη Σεβίλλια πάει.

 

Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν

στα μάτια του μπροστά

στην όψη του είναι μελαμψός

από του φεγγαριού το φως.

 

Κάποτε λίγο σταματά,

κόβει λεμόνια στρογγυλά

τα ρίχνει το νερό να στρώσει

και να το χρυσαφώσει.

 

Εκεί στης ακροποταμιάς

το μονοπάτι να, τον φτάνουν

κάτω απ’ τα κλώνια μιας φτελιάς

χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.

 

Αποβραδίς η ώρα οχτώ

τον σέρνουν σε κελί μικρό

απέξω κάθονται φυλάνε

πίνουν ρακί και βλαστημάνε.


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ Οδυσσέα Ελύτη

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!


Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ Ιάκωβου Καμπανέλλη

 Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου

με το καθημερνό της φόρεμα

κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.

Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

 

Κοπέλες του Άουσβιτς,

του Νταχάου κοπέλες,

μην είδατε την αγάπη μου;

 

Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,

δεν είχε πιά το φόρεμά της

ούτε χτενάκι στα μαλλιά.

 

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,

η χαϊδεμένη από τη μάνα της

και τ’ αδελφού της τα φιλιά.

Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

 

Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,

κοπέλες του Μπέλσεν,

μην είδατε την αγάπη μου;

 

Την είδαμε στην παγερή πλατεία

μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,

με κίτρινο άστρο στην καρδιά.

 

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,

η χαϊδεμένη από τη μάνα της

και τ’ αδελφού της τα φιλιά.

Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία


ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΘΑ ΣΗΜΑΝΟΥΝ ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ Γιάννη Ρίτσου

Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα

με τόσα φλάμπουρα λάμπει,

λάμπει ο ουρανός

και τούτοι μέσ’ τα σίδερα

και κείνοι μεσ’ το χώμα.

 

Σώπα όπου να ‘ναι

θα σημάνουν οι καμπάνες.

αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας

 

Κάτω απ’ το χώμα

μες στα σταυρωμένα χέρια τους

κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,

προσμένουνε την ώρα,

προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση

τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας

δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει

 

Σώπα όπου να ‘ναι ….


ΣΗΜΕΡΑ ΒΡΑΔΙΑΣΕ ΝΩΡΙΣ Νίκου Γκάτσου

Σήμερα βράδιασε νωρίς

και μάτι δεν σε βλέπει

να ξαγρυπνήσεις δεν μπορείς

να κοιμηθείς δεν πρέπει

 

ουρανό

θα ‘ρθω να σ’ αναστήσω

 

Είδα στην έρμη ακρογιαλιά

του χωρισμού τα φώτα

μην κατεβαίνεις τα σκαλιά

να σε φιλήσω πρώτα


ΤΟ ΤΡΕΝΟ (ΦΕΥΓΕΙ ΣΤΙΣ ΟΚΤΩ) Μάνου Ελευθερίου

 Το τρένο φεύγει στις οχτώ

Ταξίδι για την Κατερίνη

Νοέμβρης μήνας δεν θα μείνει

Να μην θυμάσαι στις οχτώ

Να μην θυμάσαι στις οχτώ

Το τρένο για την Κατερίνη

Νοέμβρης μήνας δεν θα μείνει

 

Σε βρήκα πάλι ξαφνικά

Να πίνεις ούζο στου Λευτέρη

Νύχτα δεν θα ’ρθεις σ’ άλλα μέρη

Να ‘χεις δικά σου μυστικά

Να ‘χεις δικά σου μυστικά

Και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει

Νύχτα δεν θα ’ρθεις σ’ άλλα μέρη

 

Το τρένο φεύγει στις οχτώ

Μα εσύ μονάχος έχεις μείνει

Σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη

Μες στην ομίχλη πέντε-οχτώ

Μες στην ομίχλη πέντε-οχτώ

Μαχαίρι στην καρδιά σου εγίνη

Σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη


Αρκαδία IV ΑΙ ΕΥΧΑΙ Ανδρέα Κάλβου

Της θαλάσσης καλύτερα

φουσκωμένα τα κύματα

να πνίξουν την πατρίδα μου

ωσάν απελπισμένην

έρημον βάρκα

 

Στη στεριάς τα νησιά

καλύτερα μια φλόγα

να δω παντού χυμένη

τρωούσα πόλεις δάση

λαούς και ελπίδας

 

Καλύτερα καλύτερα

διαρκοπισμένοι οι Έλληνες

να τρέχωσι τον κόσμον

με ξαπλωμένη χείρα

ψώμο ζητούντες

 

Το ξίφος σφίξτε Έλληνες

τα ιμάτια σας σηκώσατε

Ιδού εις τους ουρανούς

προστάτης ο Θεός

μόνος σας είναι

 

Και αν ο Θεός και τ’ άρματα

μας λείψωσι, καλύτερα

πάλιν να χρεμετίσωσι

‘ς τον Κιθαιρώνα Τούρκων

άγριαι φοράδες.

 

Παρά… Αι, όσον είναι

τυφλή και σκληροτέρα

η τυραννίς, τοσούτων

ταχυτέρως ανοίγονται

σωτήριοι θύραι


ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ Μανόλη Αναγνωστάκη

 

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα

και μίσησα ατέλειωτα

κάτω απ’ τους ίσκιους

των σπιτιών να περπατώ

νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες

κι η πόλη νεκρή

 

Την ασήμαντη παρουσία μου

βρίσκω σε κάθε γωνιά

κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα

χαμένο του τόπου μου κι εγώ

 

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ

κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη

στις υγρές μου παλάμες

 

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα

χωρίς να γνωρίζω κανένα

κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας

με γνώριζε με γνώριζε


ΡΑΝΤΑΡ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ Κώστα Τριπολίτη

 Η σκοτεινιά της κάμαρας

θα ρθει μαζί σου, ντύσου ντύσου ντύσου

κι η νύχτα αυτή που κράτησες δική σου

ντύσου ντύσου

 

Ο κόσμος ξημερώνει

ο κόσμος ξημερώνει

 

Με τα φιλιά που κάρφωσα

εδώ βαθιά σου, βιάσου βιάσου βιάσου

κι αυτά που απόψε κέρδισες δικά σου

βιάσου βιάσου

 

Ο κόσμος ξημερώνει

ο κόσμος ξημερώνει


ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ Πρόσφυγας Μιχάλη Μπουρμπούλη

 

Γράφω τραγούδια πάντα λυπημένα

χασάπικα, ζεϊμπέκικα βαριά

γιατί σ’ αυτόν τον προδομένο τόπο

νιώθω σαν πρόσφυγας χωρίς γενιά.

 

Τα τραγούδια μου που κλαίνε

κι έχουν ρεμπέτικους σκοπούς

μιλούν για περιφρονημένους

και καταριώνται δυνατούς.

 

Γράφω τραγούδια πάντα μοιρολόγια

Μανιάτικα, Ηπειρώτικα συρτά

γιατί στους δρόμους έρημη η Ελλάδα

σβήνει, ανασταίνεται και ξεψυχά.


Ασίκικο πουλάκι Μιχάλη Γκανά

Φωτιά στη Σμύρνη και στα μάτια μου καπνός,

κι ώσπου να ρίξει μια βροχή ο ουρανός,

ένα κορίτσι σε παλιά φωτογραφία,

θα κλαίει χρόνια τους νεκρούς του καθενός.

 

Κομμένοι δρόμοι και η θάλασσα θηλιά,

κι ας ήταν κάποτε ανάσα κι αγκαλιά,

γεμάτη τώρα από φράγκικα καράβια,

και ξένους ναύτες, που φυλάνε τα σκαλιά.

 

Ασίκικο πουλάκι με μια φτερούγα,

πού βρήκες δέντρο να κρυφτείς,

τόπο να σταθείς…

Ασίκικο τραγούδι, γαρύφαλλο πληγή,

ένας λυγμός σε γέννησε,

κι έγινες κραυγή.

 

Ζωή που τρέμει σαν το ψάρι στη στεριά,

ποιος θα μαζέψει από τους δρόμους τα παιδιά,

ληστές αρπάζουν και Πιλάτοι τα δικάζουν,

και τρομαγμένα τα πουλάν στην αγορά.

 

Καμένα σπίτια και μια σπίθα στην καρδιά,

μα η Ελλάδα όπως πάντα μακριά,

όποιος γλιτώσει τη φωτιά και το μαχαίρι,

θα βρει μια μάνα που θυμίζει μητριά.


ΟΔΥΣΣΕΙΑ Στον κάτω κόσμο Κώστας Καρτελιάς

Εγώ περπάτησα στον Άδη ζωντανός

Και μες στης νύχτας έχω ζήσει τα σκοτάδια

Με τους αγγέλους τα’ χω πιει κάμποσα βράδια

Με τους δαιμόνους έχω γίνει κολλητός

 

Στον Κάτω Κόσμο, τον απόκληρο που λένε

υπάρχουν άνθρωποι με γνήσια καρδιά

υπάρχουν μάτια που αν βουρκώσουνε σε καίνε

με κάτι δάκρυα που στάζουνε φωτιά

 

Εγώ τυλίχτηκα στου κόσμου τη φωτιά

Της κοινωνίας τη βρομιά έχω χορτάσει

Κι όσοι μ’ αρνήθηκαν και μ’ έχουνε δικάσει

Έχουν σκοτάδι και φαρμάκι στην καρδιά

Back To Top