Το χρονικό του πραξικοπήματος και των πρώτων αντιστασιακών δράσεων του του Μίκη Θεοδωράκη μέχρι τη ίδρυση του Πατριωτικού Μετώπου και τη σύλληψή του από τη χούντα,
μέσα από το ημερολόγιό του που δημοσιεύεται στο βιβλίο του «ΤΟ ΧΡΕΟΣ» Β’, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, 2011 σελ.3-31, σελ.67-73, σελ.83-86.
Η μαγνητοφωνημένη δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη στις 23-4-1967, προς τη διεθνή κοινή γνώμη, τον ξένο Τύπο και τις ξένες πρεσβείες.
Η Διακήρυξη του Πατριωτικού Μετώπου της πρώτης αντιδικτατορικής αντιστασιακής οργάνωσης, που αποφασίζεται κατά την ίδρυσή του στις 30 Απριλίου 1967, ημέρα του Πάσχα, με πρωτοβουλία του Μίκη Θεοδωράκη. Συμμετείχαν οι: Γιώργος Βότσης, Γιώργος Κουπαρούσος, Χρόνης Μίσσιος, Ανδρέας Λεντάκης, Αριστείδης Μανωλάκος, Θέμης Μπανούσης.
Επίσης τμήματά τους δημοσιεύονται στις ιστοσελίδες του Μίκη Θεοδωράκη και στο βιβλίο: Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη, τομ.Α’ Εκδ. εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 2019, σελ. 293-299
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ Α’
Παρανομία
Παρασκευή 21 Απριλίου 1967 ώρα δύο το πρωί
Κλεισμένος στο γραφείο του σπιτιού μου. Ετοιμάζω τη Δεύτερη Εβδομάδα Έντεχνης Λαϊκής Μουσικής στον Λυκαβηττό. Τηλεφωνήθηκα με τους συνθέτες Χρήστου, Ξαρχάκο, Λοΐζο και Λεοντή. Σκοπός μου, να παρουσιάσω έργα μετασυμφωνικής μουσικής.
ώρα τρεις το πρωί
Μόλις πλάγιασα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Μια φίλη, η Μαρία Μποσταντζόγλου, μου λέει:
«Ο Ρένος Αποστολίδης με πληροφόρησε ότι στην πλατεία Συντάγματος υπάρχουν τανκς. Είναι βέβαιος ότι πρόκειται για στρατιωτικό πραξικόπημα».
Για να επαληθεύσω την πληροφορία, τηλεφωνώ στα γραφεία του κόμματος, καθώς και σε σπίτια γνωστών ηγετών.
Οι γραμμές είναι κομμένες.
Ξυπνώ τη Μυρτώ. Είναι ήρεμη. Μου λέει:
«Ντύσου γρήγορα. Εγώ θα κάψω τα χαρτιά».
Τη ρωτώ:
«Πρέπει να ξυπνήσουμε τα παιδιά;».
«Καλύτερα όχι· θα τους κάνει κακό».
Πριν φύγω, μπαίνω στην κάμαρά τους. Πότε θα τα ξαναδώ;
Στην πόρτα ένα τελευταίο φιλί στη Μυρτώ, και χώνομαι μες στη νύχτα.
Χαράζει. Ο δρόμος είναι έρημος. Λίγα μέτρα από το σπίτι μου κάθεται ο γραμματέας του κόμματος της συνοικίας. Μπαίνω στην αυλή. Ένας σκύλος ρίχνεται επάνω μου. Φωνάζω τ’ όνομα του γραμματέα δυο τρεις φορές.
Πρέπει να κάνω πιο γρήγορα. Πιο μακριά, στον κεντρικό δρόμο, διακρίνω δυο αστυνομικούς. Καταφεύγω στου Στέλιου Αναστασιάδη [σύζυγος της Μιμόζας, αδελφής της Μυρτώς]. Τον ξυπνώ.
«Δικτατορία» του λέω. «Τρέξε να ειδοποιήσεις τον γραμματέα και τον Κατερίνη [μέλος της Εκτελεστικής]. Ο Κατερίνης κατοικεί απέναντι από έναν συνταγματάρχη, γι’ αυτό να είσαι προσεκτικός [ο συνταγματάρχης ήταν ο Παπαδόπουλος]. Πες τους να έλθουν εδώ».
Σκέφτομαι να οργανώσουμε τον πρώτο πυρήνα.
Το ραδιόφωνο αρχίζει να μεταδίδει στρατιωτικά εμβατήρια.
Τηλεφωνώ στο σπίτι μου. Η γυναίκα μου ψιθυρίζει βιαστικά «Είναι εδώ», και κλείνει.
Ο γραμματέας φθάνει.
«Πάω να φέρω τον Κατερίνη» λέει.
Η ώρα περνά. Δεν έρχονται. Τους πιάσανε; (Αργότερα έμαθα ότι πέσανε επάνω σε αστυνομική περίπολο. Τους κυνήγησε. Τα κατάφεραν να διαφύγουν. Σήμερα ο ένας είναι εξόριστος στη Λέρο και ο άλλος μόλις πιάστηκε, ύστερα από τρία χρόνια παρανομίας.)
Το ραδιόφωνο μένει ανοιχτό. Τώρα μεταδίδει το κείμενο του βασιλικού διατάγματος: «Εν ονόματι του άρθρου 91 του Συντάγματος, Ημείς, Κωνσταντίνος Βασιλεύς των Ελλήνων, αποφασίζομεν την αναστολήν των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95, 97 του ισχύοντος Συντάγματος εις ολόκληρον την ελληνικήν επικράτειαν, λόγω κινδύνων οίτινες απειλούν την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν της χώρας».
Άλλα ανακοινωθέντα.
«Κηρύσσεται η κατάστασις πολιορκίας. […] Η σύλληψις και η κράτησις παντός προσώπου επιτρέπεται χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν οι ισχύοντες μέχρι σήμερον νόμοι. Η διάρκεια της συλλήψεως δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό. Κάθε άτομο, ανεξαρτήτως της ιδιότητός του, μπορεί να δικασθεί από τα έκτακτα στρατοδικεία η από μια ειδική στρατιωτική επιτροπή. Απαγορεύονται αι δημόσιαι και ιδιωτικαί συγκεντρώσεις προσώπων. Κάθε συγκέντρωσις θα διαλύεται βιαίως. Στας δημοσίους και ιδιωτικάς υπηρεσίας, καθώς και κατ’ οίκον, η ερευνά μπορεί να γίνεται χωρίς κανένα περιορισμό».
Πρέπει να αντιδράσουμε. Να περάσουμε σε δράση. Παίρνω στο τηλέφωνο τα στελέχη που κατοικούν σε συνοικίες, οπού το τηλέφωνο δεν έχει ακόμα κοπεί. Μαθαίνω ότι οι δρόμοι είναι έρημοι, ότι ο λαός δεν κινήθηκε. Υποθέτω ότι έγιναν μαζικές συλλήψεις. Τους παρακαλώ να μείνουν κοντά στα τηλέφωνά τους.
Μερικές πληροφορίες με αποπροσανατολίζουν. Δεν καταλαβαίνω.
Ο Γιώργος Γάτος μου λέει στο τηλέφωνο:
«Απέναντι από το σπίτι μου κάθεται ο Αρναούτης [υπασπιστής του βασιλιά Κωνσταντίνου]. Αύτη τη στιγμή οι στρατιώτες σπάνε την πόρτα του».
Αρχίζω να συντάσσω την πρώτη έκκληση. Από το τηλέφωνο την μεταδίδουμε σε συναγωνιστές και σε φίλους. Τους ζητάμε να τη μεταδώσουν με όλα τα μέσα στις συνοικίες τους.
Όλη η οικογένεια του Αναστασιάδη την αντιγράφει με το χέρι. Μαζί με άλλους νέους βγαίνουν και τη μοιράζουν στη συνοικία.
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ
Ο φασισμός χτύπησε την πατρίδα. Ο βασιλιάς, οι στρατηγοί του και η CIA πιστεύουν ότι θα φιμώσουν το λαό μας με τη βία και την τρομοκρατία. Κάνουμε έκκληση σε όλους τους τίμιους αξιωματικούς, στους πατριώτες φαντάρους, να σταθούν στο πλευρό του λαού, να πουν όχι στη βία, όχι στη δικτατορία και στο φασισμό. Έλληνες δημοκράτες! Αυτό το έγκλημα είναι η αρχή της ήττας των εχθρών της ελευθερίας. ’Οργανωθείτε, παλέψτε και αντισταθείτε στη δικτατορική χολέρα.
Λαέ της Αθήνας! Έβγα στους δρόμους. Πατριώτες, ας συναντηθούμε όλοι αμέσως στην πλατεία Συντάγματος. Εμπρός! Για να συντρίψουμε τους εχθρούς του λαού και της πατρίδας. Ο φασισμός δεν θα περάσει.
Ζήτω η δημοκρατία! Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω ο ελληνικός λαός!
Αθήνα, 21 Απριλίου 1967
Η απειλή μεγαλώνει. Είναι εύκολο ν’ ανακαλύψουν το σπίτι του Αναστασιάδη. Πρέπει να βρω άλλο κρησφύγετο.
Αργά το απόγευμα το ραδιόφωνο αναγγέλλει ότι ο βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον Κόλλια.
Ο Κόλλιας μιλάει στο ραδιόφωνο: «Η κυβέρνησις είναι αποφασισμένη να ολοκληρώσει το έργον της. Δεν θα ανεχθεί την παραμικράν διατάραξιν της τάξεως. Όσοι θα επιχειρήσουν να την προκαλέσουν θα τιμωρηθούν συμφώνως τω νόμω. Η Ελλάς θα μείνει πιστή εις τους συμμάχους της Δύσεως. Η χώρα ευρίσκετο εις το κατώφλι της καταστροφής και οι προσεχείς εκλογές δεν ήταν δυνατόν να καταλήξουν σε κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα».
Η έκκλησή μου έπεσε στο κενό. Ο λαός κατελήφθη εξ απήνης. Πιστεύω ότι χάσαμε την πρώτη μάχη. Τώρα πρέπει να προχωρήσουμε χωρίς καθυστέρηση στο στάδιο της δημιουργίας των πυρήνων αντίστασης. Μεταφέρομαι στο σπίτι ενός τυπογράφου.
Σάββατο 22 Απριλίου 1967 Μεσάνυχτα
Η αστυνομία είναι στα ίχνη μου. Συντάσσω τις πρώτες οδηγίες για τη δημιουργία ομάδων αντίστασης.
Η γυναίκα του τυπογράφου πάσχει από καρδιακό νόσημα. Αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων συλλήψεων του άνδρα της από την αστυνομία. Καταλαβαίνω ότι οφείλω να εγκαταλείψω αυτό το σπίτι όσο γίνεται πιο γρήγορα. Που; Πως;
Εξακολουθώ να γράφω.
Ο τυπογράφος μου υπόσχεται ότι θα δώσει το κείμενό μου σ’ έναν σύντροφο τυπογράφο που μένει στην πλαϊνή συνοικία.
Αποφασίζω να ξαναγυρίσω στο σπίτι του Αναστασιάδη πριν από την αυγή. Γνωρίζω τη συνοικία μέτρο το μέτρο απ’ τον καιρό της Κατοχής και της παρανομίας. Οι μεγάλοι κήποι που βρίσκονται μπροστά σε όλα τα σπίτια ευκολύνουν την κίνηση για οποίον γνωρίζει καλά τα κατατόπια. Κι εγώ τα ξέρω απέξω κι ανακατωτά! Εδώ είναι που πολέμησα τους ναζί στα 1943-44. Εδώ πολέμησα τους Εγγλέζους τον Δεκέμβρη του 1944 και τους Έλληνες φασίστες πάντοτε. Όταν ξαναβρεθώ στο σπίτι του Αναστασιάδη, πρέπει να βρω ένα μέσο να σπάσω την περικύκλωση. Να βγω από τη Νέα Σμύρνη.
Μεταμφιέζομαι. Κάνω ένα ψεύτικο μουστάκι από βαμβάκι βουτηγμένο σε μαύρο βερνίκι. Αγκαλιαζόμαστε με όλα τα μέλη της οικογένειας του τυπογράφου.
Βγαίνω. Σκοτάδι. Βαδίζω ξυστά στους χαμηλούς τοίχους των κήπων. Στον παραμικρό θόρυβο, πηδώ μέσα στον πιο κοντινό κήπο.
Στου Αναστασιάδη με περιμένουν. Η οικογένεια του τυπογράφου τους είχε ειδοποιήσει. Το απόγευμα θα επιχειρήσω να βγω από τη Νέα Σμύρνη.
Το Σάββατο περνά μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα. Από στιγμή σε στιγμή η αστυνομία μπορεί να χτυπήσει την πόρτα. Μέσα από τα μισόκλειστα παράθυρα βλέπουμε στρατιωτικά και αστυνομικά αυτοκίνητα ν’ αλωνίζουν τους δρόμους.
Προετοιμάζουμε βιαστικά μια πρόχειρη κρύπτη στο υπόγειο. Οι ώρες περνούν. Πέφτει σκοτάδι.
Θα ’ρθει άραγε το αυτοκίνητο να με πάρει; Ο οδηγός πρέπει να έχει μεγάλο θάρρος. Όλοι μας είμαστε βέβαιοι ότι, αν μας πιάσουν, θα μας εκτελέσουν επιτόπου.
ώρα εννέα το βράδυ
Ένα αυτοκίνητο σταματάει μπροστά στην πόρτα. Φίλοι; Εχθροί; Κατεβαίνω στην κρύπτη.
Κουδούνι. Ήρθαν. Έχει μαζί του δυο παιδιά για να καμουφλάρουν τη μεταφορά. Σφίγγουμε τα χέρια άλλη μια φορά.
Ένα βλέμμα βιαστικό στο δρόμο.
Τρέχω προς το αυτοκίνητο.
Διπλωμένος στα δυο, πλαγιάζω ανάμεσα στα καθίσματα. Ρίχνω πάνω μου κουβέρτες. Τα δυο παιδιά, καθισμένα στο πίσω κάθισμα, με πατούν με τα πόδια τους.
Προσπαθώ να μαντέψω τη διαδρομή από τους θορύβους και τις αλλαγές της κατεύθυνσης του αυτοκίνητου.
Ο οδηγός είναι νευρικός. Είναι φυσικό.
Ξαφνικά σταματά απότομα.
«Τι συμβαίνει;» μουρμουρίζω.
«Πέσαμε πάνω σε στρατιωτική περίπολο».
Ακούω φωνές να πλησιάζουν. Το αυτοκίνητο κάνει όπισθεν. Ο δρόμος είναι κλειστός από ένα στρατιωτικό καμιόνι.
Ξαναφεύγουμε. Ο οδηγός βγάζει στεναγμό ανακούφισης.
Το αυτοκίνητο σκαρφαλώνει στο λόφο του Φιλοπάππου. Απότομο σταμάτημα. Ξεφύγαμε ως εκ θαύματος από ένα κοινό αυτοκινητικό δυστύχημα.
Φθάνουμε. Τα δυο παιδιά βγαίνουν για να δουν αν ο δρόμος είναι ελεύθερος.
Η Ρηνιώ Παπανικόλα περιμένει πίσω από την πόρτα.
Ανεβαίνω τη σκάλα.
Από το παράθυρο φαίνονται ο Πειραιάς και το Φάληρο. Κάπου εκεί αριστερά βρίσκεται το σπίτι μου. Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, οι γονείς
Τι να κάνουν άραγες;
Το πρώτο πράγμα που βλέπω μέσα στο δωμάτιο είναι δυο μαγνητόφωνα. Θα τα χρησιμοποιήσω!
Η χαρά μου για το άνετο κρησφύγετο διαρκεί λίγο.
Η Ρηνιώ φοβάται. Μ’ ανέβασε στην ταράτσα οπού υπάρχει ένα μικρό πλυσταριό δίχως πόρτα.
Ένα ξύλινο ντιβάνι, δίχως στρώμα, βρίσκεται στη γωνιά. Ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου, στο λόφο του Φιλοπάππου, διακρίνονται τα στρατιωτικά φυλάκια και οι φρουροί. Σκέπτομαι ότι, αν κάποιο αδιάκριτο βλέμμα με δει και ειδοποιηθούν οι αρχές, τότε θα με σκοτώσουν επιτόπου. Γι’ αυτό μένω ακίνητος, ξαπλωμένος στο ντιβάνι. Σκεπάζομαι μ ένα δέρμα αρκούδας. Στο πλευρό μου έχω ένα κυνηγετικό όπλο, που μου προσφέρει μιαν αυταπάτη σιγουριάς.
Κυριακή 23 Απριλίου 1967
Η Ρηνιώ ανεβαίνει στην ταράτσα. Κρατά ένα πανέρι γεμάτο πλυμένα ρούχα. Από κάτω έχει κρυμμένη την τροφή μου.
Μου φέρνει τα τελευταία νέα. Οι πληροφορίες είναι ανησυχητικές. Όλοι οι γνωστοί πολιτικοί πιάστηκαν. Μιλούν για ομαδικές εκτελέσεις. Για κακοποιήσεις. Για βασανιστήρια.
Πρέπει η παγκόσμια κοινή γνώμη να πληροφορηθεί. Κι όχι μονάχα αυτό. Πρέπει να τεθεί μπροστά στις ευθύνες της για το νέο μεγάλο έγκλημα που συντελείται σε βάρος της χώρας μας.
Ζητώ μολύβι και χαρτί. Συντάσσω την έκκλησή μου προς τη διεθνή κοινή γνώμη:
ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, ΠΡΩΗΝ ΒΟΥΛΕΥΤΟΥ
Προς τη διεθνή κοινή γνώμη, τον ξένο Τύπο και τις ξένες πρεσβείες
Αθήνα, 23.4.1967. ‘Ο βασιλιάς, συνωμότες αξιωματικοί και επίορκοι δικαστικοί, σε συνεργασία με τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές, κατέλυσαν τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Η προδοτική αύτη ενέργεια είναι αποτέλεσμα πανικού και θα οδηγήσει αναπόφευκτα, και σύντομα, στην οριστική εκκαθάριση της εσωτερικής πολιτικής κρίσης, με το ξερίζωμα του θρόνου και όλων των προστατών και παραφυάδων του από τη χώρα μας. Με την πράξη τους αύτη, τα θλιβερά όργανα των ξένων έθεσαν τον εαυτό τους έκτος του ελληνικού έθνους. Ο ελληνικός λαός τους έχει καταδικάσει. Το τέλος τους, που δεν θ’ αργήσει, θα είναι το τέλος που επιφυλάσσουν οι ελεύθεροι λαοί στους τυράννους των.
Η χώρα μας στρατοκρατείται. Σε δεκάδες χιλιάδες έχουν φτάσει οι συλλήψεις. Εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι καταζητούμενοι. Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των θυμάτων. Οι κρατούμενοι, που ανάμεσά τους βρίσκονται ηγετικοί παράγοντες της Αριστεράς, της Ένωσης Κέντρου, ακόμα και της Δεξιάς, βασανίζονται απάνθρωπα. Οι δήμιοί των ελευθεριών του λαού μας ετοιμάζουν καινούργια στρατόπεδα θανάτου και έκτακτα στρατοδικεία.
Ο φασισμός ξαναχτύπησε, ύστερα από τριάντα χρόνια, την Ευρώπη. Χτύπησε το λίκνο του πολιτισμού, την καρδιά της δημοκρατίας. Χτύπησε τη φωτεινή και περήφανη ακρόπολη του ανθρωπισμού. Κάνουμε έκκληση σε όλους τους δημοκράτες του κόσμου, και ιδιαίτερά της Ευρώπης, να σταθούν αποφασιστικά στο πλευρό του μαχόμενου ελληνικού λαού.
Ωστόσο, εμείς οι Έλληνες πατριώτες οργανώνουμε την πατριωτική δημοκρατική αντίσταση με αισιοδοξία και πίστη στις ακατάβλητες δυνάμεις του λαού μας. Μεγάλη και ένδοξη είναι η ιστορία της χώρας μας. Αναμετρήθηκα με δεκάδες φορές με σιδερόφρακτους εχθρούς και νικήσαμε. Γνωρίζουμε ότι η καινούργια ιστορική μάχη θα είναι τόσο δύσκολη και σκληρή όσο αποφασιστική και ωραία. Γιατί θα μας οδηγήσει σε περίλαμπρη νίκη. Στην ελευθερία, στην αβασίλευτη, πραγματική δημοκρατία, στην εθνική ανεξαρτησία, στην πατριωτική ενότητα του λαού μας και στην εθνική αναγέννηση.
Οι Έλληνες εργάτες, αγρότες, υπάλληλοι, επιστήμονες, βιοτέχνες, διανοούμενοι, οι πατριώτες Έλληνες αξιωματικοί, φαντάροι, ναύτες, αεροπόροι, χωροφύλακες, αστυνομικοί, η περήφανη ελληνική νεολαία, άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, όλοι οι Έλληνες πατριώτες σηκώνονται, σαν ένας άνθρωπος, μπροστά στους καταλυτές των ελευθεριών και παραμερίζουν τις πολιτικές διαφορές. Ενώνονται κάτω από τα κοινά λάβαρα που γράφουν: Ελευθερία-Δημοκρατία-Ελλάδα! Ενώνονται μαχητικά μέσα σε ένα Εθνικό Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο. Για μας δεν υπάρχει τώρα παρά ένα κοινό ιδανικό, ένας σκοπός: πως θα βγάλουμε την Ελλάδα από την ντροπή της τυραννίας. Με κάθε θυσία!
Τις καρδιές μας φλογίζει το πύρινο μίσος για τους τυράννους. Οι καταλυτές του Συντάγματος, οι βιαστές της δημοκρατίας, οι εχθροί της ελευθερίας, οι προδότες του έθνους, που πίστεψαν ότι θα γονατίσουν με τη βία τον αδούλωτο λαό μας, ας είναι βέβαιοι πως σε λίγο θα τρέμουν μπροστά στην οργή του γίγαντα ελληνικού λαού. Και τότε δεν θα βρεθεί γωνιά της ελληνικής γης για να τους κρύψει. Στη χώρα που γεννήθηκε η δημοκρατία, πεθαίνουν οι τύραννοι!
Κάτω η βασιλοφασιστική δικτατορία!
Έξω η ξένη ακρίδα! Κάτω ο μπόγιας Κόλλιας!
Ζήτω η δημοκρατία! Ζήτω ο ελληνικός λαός!
Ζήτω η Ελλάδα!
Προσθέτω στην κορυφή της σελίδας μερικές πρακτικές οδηγίες:
Θερμή έκκληση να φτάσει στον προορισμό του. Να αντιγραφεί με το χέρι, με μηχανή, με πολύγραφο, να τυπωθεί. Να μοιραστεί από φίλο σε φίλο, από σπίτι σε σπίτι, από πόλη σε πόλη.
Να πάει με κάθε μέσον στο εξωτερικό. Να δοθεί στα ελληνικά, η μεταφρασμένο, σε ξένους δημοσιογράφους, ξένα πρακτορεία, ξένες εμπορικές αντιπροσωπείες, ξένους διπλωμάτες, ξένες πρεσβείες.
Περνώ όλη τη μέρα και το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας αντιγράφοντας με το χέρι το κείμενο. Μετά κατεβαίνω στο διαμέρισμα και το μαγνητοφωνώ. Κάνουμε πολλές δεκάδες αντίγραφα. Επάνω στις κασέτες γράφω τίτλους φανταστικών τραγουδιών. Όπως, λόγου χάριν, «Love me», «Fox Trot», «Kiss me», «Bouki-Bouki», κ.λπ. Οργανώνω την αποστολή του υλικού στις τέσσερις άκρες της Αθήνας. Από κει θα φύγει για όλες τις γωνιές του κόσμου!
Είχα την αίσθηση τότε ότι η «Δήλωσή» μου αύτη θα ήταν μια ακόμα φωνή ανάμεσα στις δεκάδες εκκλήσεις για αγώνα που θα έκαναν τα κόμματα και οι προσωπικότητες της χώρας.
Λίγο αργότερα διαπίστωσα, με μεγάλη μου έκπληξη, ότι η δήλωσή μου ήταν η μοναδική φωνή που μπόρεσε να περάσει τα σύνορά της χώρας και να μεταφέρει έτσι σε όλον τον κόσμο τη θέληση της Ελλάδας ν’ αντισταθεί κατά της τυραννίας.
24-25 Απριλίου 1967
Μένω μονάχος στην κρύπτη της ταράτσας. Απομονωμένος. Αποκομμένος από όλους. Έχω χαρτί και μολύβι. Προσπαθώ ν’ αναλύσω την κατάσταση με τις ελάχιστες, κι αυτές συγκεχυμένες, πληροφορίες που διαθέτω.
Σκοπός μου να κάνω ένα κείμενο που να χρησιμεύσει ως βάση για την πολιτική ανάλυση από μέρους των πρώτων ομάδων της Νέας Αντίστασης που θα πρέπει αμέσως να φτιάξουμε:
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
(προς τα μέλη της Νέας Αντίστασης)
Αθήνα, 25 Απριλίου 1967
Ο εχθρός των δημοκρατικών δυνάμεων του λαού μας μεταχειρίσθηκε υπέρ αυτού το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Προπαρασκεύασε μαστορικά την αποκοίμιση των δημοκρατικών μαζών, έχοντας μαζί του τη γνωστή παπανδρεϊκη πολιτική της διάσπασης, σύγχυσης και αυταπάτης. Έτσι μας βρήκε κυριολεκτικά στον ύπνο. Όπως φάνηκε, οι δικτάτορες είχαν πάρει την απόφασή τους πριν από πολύν καιρό και εφάρμοσαν μεθοδικά όλα τα στάδια του σχεδίου τους, έως ότου φθάσαμε στις 21 του Απρίλη.
Ποιοι βρίσκονται πίσω από τους δικτάτορες; Καταρχήν οι Αμερικανοί με την πλούσια πείρα τους σ’ αυτές τις δουλειές. Ο προτέκτορας Τάλμποτ [Πρέσβης των ΗΠΑ] έπαιξε δραστήρια το ρόλο του. Άφησε να φανεί ότι είναι τάχα μεσολαβητής, ότι νοιάζεται για την ηρεμία της χώρας, ότι ο Τζόνσον έστειλε καθησυχαστικό μήνυμα στον βασιλιά, κ.λπ. κ.λπ.
Πάντως ένα είναι βέβαιο: οι στρατοκράτες δεν θα μπορούσαν και δεν θα μπορέσουν να κάνουν ούτε ένα βήμα χωρίς έγκριση, χωρίς διαταγή από τους Αμερικανούς. Που έκτος από την πολιτική ευθύνη κρατούν τα κλειδιά όλων των μηχανισμών. Δηλαδή ακόμα και τις βενζίνες, τα πυρομαχικά των τανκς και των αεροπλάνων, τα έχουν στον απόλυτο έλεγχό τους. Οι ιμπεριαλιστές, βέβαια, θα προτιμούσαν να έχουν στην Ελλάδα ένα καθεστώς με επίφαση κοινοβουλευτική. Όμως μέτρησαν καλά και πείσθηκαν ότι ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας έχει χαθεί οριστικά για την υποτέλεια, ότι τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα, έγιναν βαθιές αλλαγές και ότι το δημοκρατικό στρατόπεδο εκπροσωπεί το 70% του ελληνικού λαού. Και ότι μέσα σ’ αυτό το στρατόπεδο γίνονται βαθιές ζυμώσεις κάτω από τη ζωογόνο επίδραση των ιδανικών της Αριστεράς. Είδανε, δηλαδή, ότι η Ένωση Κέντρου δεν θα μπορούσε να παίξει στο ακέραιο το ρόλο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ότι ο λαός κερδίζεται και προχωρεί με αποφασιστικά βήματα στο δρόμο που χαράζει η Αριστερά.
Έτσι αποφάσισαν να διασφαλίσουν δυναμικά τη στρατιωτική και οικονομική παρουσία τους στην Ελλάδα. Μπροστά στην παγκόσμια κατακραυγή για την πολιτική τους στο Βιετνάμ, νιώθουν την ανάγκη να δημιουργούν στρατιωτικά οχυρά πατώντας κυνικά πάνω στους λαούς. Τη χώρα μας τη βλέπουν σαν ένα πελώριο στρατιωτικό φρούριο, κάτω από την κοιλιά των σοσιαλιστικών χωρών και πάνω από τους επαναστατημένους λαούς της Μέσης Ανατολής. Προσεχής στόχος τους θα είναι η Κύπρος, και αυτό εμείς θα πρέπει να το επισημάνουμε με κάθε μέσον. Η λαϊκή εξουσία στη Συρία τους έχει μπει καρφί στο μάτι. Τώρα, πατώντας γερά στην Ελλάδα, θα ξεκαθαρίσουν τους παλιούς λογαριασμούς τους με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των αραβικών χωρών. Δεν είναι όμως μονάχα οι Αμερικανοί στρατοκράτες που οδήγησαν στη λύση της δικτατορίας, είναι και οι εκπρόσωποί των ξένων μονοπωλίων του τύπου Τομ Πάππας και Σία. Ας μην ξεχνάμε πως στη χώρα μας υπάρχουν μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα που θέλουν πρώτα να διασφαλίσουν τα προνομιακά τους δικαιώματα και δεύτερον να βαθύνουν πιο πολύ την εκμετάλλευση του λαού μας, να αποκομίσουν μεγαλύτερα κέρδη.
Κοντά σ’ αυτούς τους ξένους σιγοντάρει και η ελληνική ξενόδουλη ολιγαρχία τύπου Ωνάση, Νιάρχου, Μποδοσάκη και Σίας, που τα συμφέροντά τους είναι δεμένα με τα συμφέροντα των ξένων, γιατί κι αυτοί αντιμετωπίζουν τη χώρα μας σαν αποικία. Θέλουν έτσι να καθηλώσουν τα μεροκάματα και τους μισθούς, να ανακόψουν κάθε διεκδικητική κίνηση μέσα στους εργαζομένους, ώστε να φτάσουν στο μάξιμουμ της αποικιακής εκμετάλλευσης. Ονειρεύονται τη χώρα μας σαν ένα πελώριο στρατόπεδο, όπου ο κάθε εργαζόμενος θα παίρνει σαν αμοιβή του το τελευταίο όριο που θα του επιτρέπει να στέκεται όρθιος στα πόδια του για να μπορεί να εργάζεται. Χέρι χέρι με τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές και την ντόπια και ξένη οικονομική ολιγαρχία, είναι μέσα στο βρόμικο παιχνίδι και το Παλάτι. Όσα λέγονται περί Κωνσταντίνου, ότι τάχα τον υποχρέωσαν να υπογράψει το διάταγμα για την κατάλυση του Συντάγματος κ.λπ., είναι για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου, για να φυλάξουν και μια πισινή.
Από κει και πέρα πρέπει να δούμε το ρόλο της ελληνικής Δεξιάς. Αν είναι αλήθεια τα όσα διαδίδονται για τη σύλληψη των Παπαληγούρα, Κανελλόπουλου, Μητσοτάκη κ.λπ., αυτό δείχνει ως ένα βαθμό ότι έγιναν κι αυτοί άβουλα όργανα στα χέρια των δικτατόρων. Τους μεταχειρίστηκαν, και τώρα που δεν τους έχουν πλέον ανάγκη τους πετούν έξω από την εξουσία, έξω από τη δημόσια ζωή! Τους στερούν ακόμα και την προσωπική τους ελευθερία! Όμως, αν τα πράγματα είναι έτσι, το γεγονός αυτό δεν τους ξεπλένει, γιατί ο ρόλος τους στην προπαρασκευή της δικτατορίας υπήρξε αποφασιστικός. Χωρίς την πολιτική βοήθεια της Δεξιάς δεν θα μπορούσαν να περάσουν οι δικτάτορες στην εξουσία. Δηλαδή ο Κόλλιας πάτησε επάνω στον Κανελλόπουλο, στην ΕΡΕ για να ανεβεί. Χωρίς αυτό το σκαλοπάτι το καθοριστικό, ο δρόμος κοβότανε για τους δικτάτορες.
Επομένως, από τον πολιτικό κόσμο, τη μεγαλύτερη ιστορική ευθύνη την φέρουν η ΕΡΕ και η ηγεσία της, που δέχτηκαν να παίξουν το ρόλο του μπόγια της δημοκρατίας, να φέρουν στην εξουσία τον μεγάλο μπόγια, τον Κόλλια. Εάν στη συνέχεια έγιναν και αυτοί θύματα, έκτος βέβαιά του ότι η περίπτωση αύτη αποτελεί ένα μέγιστο και σκληρό ιστορικό μάθημα, αυτό δείχνει τους βαθείς ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις που συγκλονίζουν τη Δεξιά και αποδείχνει ότι πίσω από τη δικτατορία βρίσκεται ο σκληρότερος πυρήνας της ολιγαρχίας, τα πιο μαύρα συμφέροντα, η φασιστική Δεξιά.
Την επόμενη ευθύνη την φέρει η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου. Ο αντικομουνισμός του Γεωργίου Παπανδρέου, η άρνησή του να συνεργαστεί, έστω και ανεπίσημα, με την Αριστερά, δηλαδή στοιχεία που δεν επέτρεψαν σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες να πραγματοποιηθεί η αγωνιστική ενότητα των δημοκρατικών μαζών. Που ίσα ίσα έσπειραν τη σύγχυση, ανέτρεψαν το ορμητικό λαϊκό ρεύμα, γέμισαν τον κόσμο με αυταπάτες. Αποκοίμισαν το λαό-φρουρό της δημοκρατίας με τα τραγικά εκείνα «ήλθεν η ώρα» και «την 29ην Μαΐου θα είμεθα κυβέρνησις» κ.λπ. κ.λπ. Έτσι, το μοναδικό όπλο που υπολόγιζε ο εχθρός, δηλαδή η μαχητική ενότητα του δημοκρατικού στρατοπέδου, αφαιρέθηκε, με την επιμονή και το πείσμα της ηγεσίας της Ενώσεως Κέντρου, από τα χέρια του λαού. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι ο εχθρός χτύπησε με το στιλέτο του τη δημοκρατία σε μια στιγμή που έκρινε ότι είχε ολοκληρωθεί -χάρη στις αυταπάτες που έσπερνε η Ένωση Κέντρου ο αγωνιστικός αφιονισμός του λαού. Και έτσι εξηγείται και ο αιφνιδιασμός, άλλα και το μούδιασμα των λαϊκών μαζών. Τους έπεισαν ότι θα βάλουν τα καλά τους και με την ψήφο τους θα ρίξουν το φρούριο της υποτέλειας, και ενώ πήγαιναν στον περίπατο μιας αλλοπρόσαλλης εκλογικής αναμέτρησης, οι πράκτορες των ξένων τους έριξαν στο ψαχνό μέσα από το φρούριο της υποτέλειας. Και εδώ υπάρχει μια τραγική επαλήθευση όλων των προειδοποιήσεων της Αριστεράς. Και άλλοτε η πολιτική της επιβεβαιώθηκε από τη ζωή. Όμως, ποιος θα περίμενε ποτέ μια τόσο σκληρή και επώδυνη για το έθνος και το λαό μας επαλήθευσή των φόβων και των προβλέψεών της! Όμως η ηγεσία της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) χαρίστηκε πολύ παραπάνω από ό,τι έπρεπε στην αντιφατική πολιτική του Παπανδρέου. Ήταν δυνατόν μια διαφορετική στάση της Αριστεράς, δηλαδή η θαρραλέα πολεμική σε κάθε πισωγύρισμα της παπανδρεϊκης κυβέρνησης, να βοηθήσει την Ένωση Κέντρου να σταματήσει τις ολέθριες υποχωρήσεις και να πάρει, τελικά, τον σωστό και αναγκαίο δρόμο προς τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας ζωής, με την ικανοποίηση των πολιτικών και οικονομικών αιτημάτων των μεγάλων μαζών της χώρας. Μια τέτοια πολιτική θα στερέωνε τη δημοκρατική κυβέρνηση στις μάζες και, κοντά σ’ αυτό, ολόκληρό το δημοκρατικό κίνημα. Θα έκανε αδύνατο το Ιουλιανό πραξικόπημα, που ήτανε ο πρόλογος της δικτατορίας. Η ενότητα των δημοκρατικών δυνάμεων υπήρξε το κλειδί του προβλήματος. Χάσαμε το παιχνίδι, γιατί δεν μπορέσαμε να ανακαλύψουμε το μηχανισμό της κλειδαριάς. Είναι φανερό ότι, όταν ο ένας από τους δυο αντίπαλους έχει μαζί του τους δυναμικούς μηχανισμούς και ο άλλος διαθέτει τις λαϊκές μάζες, το καθοριστικό στοιχείο που θα κρίνει την έκβαση της αναμέτρησης είναι η δυναμικότητα, η ετοιμότητα, η αποφασιστικότητα και η μαχητικότητα των μαζών. Εκείνος που θα τις διασπάσει η εκείνος που θα τις χαλυβδώσει θα είναι ο νικητής. Στις 21 του Απρίλη, νίκησε η υποτέλεια, γιατί μπόρεσε να διασπάσει το δημοκρατικό κίνημα η, αντίστροφα, εμείς ηττηθήκαμε γιατί δεν μπορέσαμε να χαλυβδώσουμε το δημοκρατικό μέτωπο, προσφέροντας μια ενιαία και καθαρή πολιτική. Όμως, τουλάχιστον, από το κακό ας βγει κάτι καλό. Δηλαδή θα πρέπει να γίνει συνείδηση στους κεντρώους κυρίους ότι το κλειδί της καταστροφής ονομάζεται διμέτωπος.[Πολιτική της Ένωσης Κέντρου εναντίον της Δεξιάς και της Αριστεράς.] Τελικά αυτοί που αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί μας κάθονται τώρα στον ίδιο πάγκο με την Αριστερά. Στη φυλακή και στην εξορία βάζουνε τώρα όλους τους δημοκράτες, πλάι πλάι, γιατί γνωρίζουν, και γνώριζαν καλά, ότι αν η δημοκρατική ηγεσία, η Αριστερά και το Κέντρο, πετύχαιναν να ενωθούν και να τεθούν επικεφαλής των δημοκρατικών μαζών, τότε αυτοί, οι συνωμότες, θα ’παιρναν τη σημερινή θέση τους μέσα στις φυλακές.
Όπως γίνεται συνήθως, η Ιστορία δημιουργεί τρομακτικά σύμβολα. Χρέος μας είναι να τα φυτέψουμε, για να βλαστήσουν και να καρποφορήσουν μέσα στο λαό. Όμως ό,τι έγινε έγινε. Η κριτική του παρελθόντος δεν πρέπει να γίνεται με γκρίνια, πρέπει να είναι θετική και εποικοδομητική. Να οδηγεί στο ξεπέρασμα των σφαλμάτων, στο φώτισμα του δρόμου που πρέπει ν’ ακολουθήσει ο λαός. Είναι βέβαιο ότι σιγά σιγά θα υψώνεται ένα μεγάλο κύμα αγανάκτησης, όχι μόνον ενάντια στους τυράννους, άλλα και ενάντια στη διασπαστική πολιτική της Ένωσης Κέντρου. Εμείς, βεβαίως, θα πρέπει να είμαστε καθαροί, σαφείς, αμείλικτοι σε ό,τι άφορα την ιστορική αλήθεια· όμως αποβλέποντας σε ένα θετικό αποτέλεσμα, σ’ ένα πολιτικό καταστάλαγμα. Δηλαδή τα σφυριά μας θα πρέπει να κτυπούν προς την κατεύθυνση της ενότητας μέσα στο λαό. Να μην ξαναπέσουμε στα παλιά λάθη, γιατί έστω και τώρα δεν είναι αργά, γιατί υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις να ανατραπεί η δικτατορία.
Που στηρίζεται αύτη η άποψη; Στηρίζεται στην ανάλυση του συσχετισμού των δυνάμεων. Είναι φανερό ότι αν, όπως είπαμε, η υποτέλεια προετοίμαζε από καιρό τη δικτατορία, εντούτοις η εκλογή της στιγμής και οι τελευταίοι χειρισμοί υπήρξαν αποτέλεσμα πανικού. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι η δικτατορία δεν διαθέτει καθόλου λαϊκή βάση. Κι αυτό είναι κάτι καινούργιο, ακόμα και για τη δικτατορία. Όπως ο Μουσσολίνι, ο Χίτλερ, ο Φράνκο, ο Περόν, ακόμα κι ο δικός μας Μεταξάς, στηρίζονταν, έκτος από το στρατό, και σε μια κάποια λαϊκή βάση. Ο μπόγιας Κόλλιας στηρίζεται στο κενό. Τι διαθέτει; Εκτός από τους Αμερικανούς, μονάχα ορισμένες διαλεγμένες μονάδες του στρατού. Δεν έχει το λαό, δηλαδή ούτε ένα δέκα τα εκατό. Δεν έχει όλο το στρατό, δεν έχει όλα τα σώματα ασφάλειας, δεν έχει όλο τον κρατικό μηχανισμό, και τώρα τουλάχιστον δεν έχει ούτε -έστω μια μικρή μερίδα του πολιτικού μας κόσμου. Ίσα ίσα μπορούμε να πούμε ότι η πλειοψηφία του στρατού και των κρατικών οργάνων είναι εναντίον του. Από την άλλη μεριά, την πλευρά του λαού, δημιουργούνται αύτη τη στιγμή προϋποθέσεις όχι μόνο για να απαλλαγεί η χώρα μας από τη δικτατορία, άλλα και για να περάσει σε βαθύτερους πολιτικοκοινωνικούς μετασχηματισμούς. Δεν πρέπει, καταρχήν, να κρίνουμε την έκταση, το βάθος και τη δύναμη του δημοκρατικού κινήματος από τις ειδικές συνθήκες που το χαρακτήριζαν τη στιγμή του αιφνιδιασμού της 21ης του Απρίλη. Το δημοκρατικό κίνημα χτυπήθηκε σε μια στιγμή που ήταν πανίσχυρο, και εκλογικά άλλα και πολιτικοϊδεολογικά, μαχητικά. Όπως αναλυτικά εξηγήσαμε, σ’ αυτόν τον γίγαντα, τον δημοκράτη λαό, έδωσαν «ναρκωτικά», τον χτύπησαν στον ύπνο· έτσι, λοιπόν, εφόσον καθημερινά θα συνέρχεται από αυτά τα «ναρκωτικά» και από το χτύπημα, θα ξαναπαίρνει τη δύναμή του, που είναι κολοσσιαία.
Είναι γεγονός ότι ο στρατός αντανακλά πιστά, στη μεγάλη του μάζα, την κατάσταση του λαού. Δηλαδή, όσο θα δυναμώνει ο λαός, τόσο οι αξιωματικοί, οι φαντάροι και τα άλλα όργανα θα παίρνουν και αυτοί θάρρος και δύναμη. Στο κορύφωμα αυτού του προτσές, λαός και στρατός θα χτυπήσουν από κοινού τους δικτάτορες και θα τους σαρώσουν.
Ποια θα πρέπει να είναι η άμεση τακτική μας. Η δικτατορία θα οξύνει σε μέγα βαθμό όλες τις βασικές αντιθέσεις ανάμεσα στην ολιγαρχία, από τη μια μεριά, και την εργατική τάξη και όλους τους εργαζομένους, από την άλλη, γιατί η εκμετάλλευση θα γίνει ακόμα βαθύτερη. Ανάμεσα στο κεφάλαιο και την αγροτιά, γιατί εκεί, επιπροσθέτως, θέλουν να τσακίσουν το δημοκρατικό φρόνημα του ελληνικού χωριού. Ανάμεσα στους επιστήμονες, διανοούμενους, καλλιτέχνες και την υποτέλεια, γιατί η επαγγελματική ανάπτυξη θα σταματήσει και γιατί θα υπάρξει μεσαιωνικό καθεστώς απαγορεύσεως και ελέγχου σκέψης. Ανάμεσα στη νεολαία και τη δικτατορία, γιατί ένας από τους κύριους στόχους της τελευταίας είναι να τσακίσει το δημοκρατικό κίνημα της περήφανης ελληνικής νεολαίας. Να φασιστικοποιήσει την εκπαίδευση, τη σκέψη, το φρόνημα. Να δημιουργήσει φασιστικά τμήματα τύπου ΕΟΝ, να ρίξει τους νέους στην αμορφωσιά, στην ανεργία, στη μετανάστευση, στον ηθικό ξεπεσμό.
Τέλος, η δικτατορία θα βαθύνει και θα οξύνει ακόμα πιο πολύ τη βασική αντίθεση της Ελληνικής κοινωνίας. Δηλαδή αυτήν που βρίσκεται ανάμεσα στους Έλληνες πατριώτες, από τη μια μεριά, και τους πράκτορες του μονοπωλιακού κεφαλαίου και των Αμερικανών ιμπεριαλιστών, από την άλλη. Όπως βλέπουμε, σ’ αύτη την κορυφαία αντίθεση μπαίνουν όλες οι άλλες. Και αύτη η διαπίστωση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο χαρακτήρας της πάλης του ελληνικού λαού, με κεντρικό στόχο τον μπόγια Κόλλια, πρέπει να είναι πατριωτικός, δημοκρατικός, αντιδικτατορικός, αντιιμπεριαλιστικός. Βλέπουμε δηλαδή ότι υπάρχει ένα βασικό μέτωπο, που είναι το κορύφωμα όλων των άλλων μετώπων. Δηλαδή ο αγώνας για την απελευθέρωσή των κρατουμένων, για τα οικονομικά αιτήματα των εργαζομένων, κατά της φίμωσης της σκέψης, ενάντια στους εχθρούς της νεολαίας, ενάντια στα μέτρα βίας και τρομοκρατίας κ.λπ. κ.λπ. Δηλαδή, να φύγουν οι δικτάτορες, να αποκατασταθεί η δημοκρατία, να ισχύσει το Σύνταγμα, να φύγουν οι ξένοι. Γύρω από μια τέτοια σημαία ενώνεται σήμερα τουλάχιστον το 90% των Ελλήνων. Εμείς θα βρίσκουμε κάθε φορά το σύνθημα, την πολιτική και την τακτική, που θα συσπειρώνουν γύρω στο Πατριωτικό Μέτωπο το μάξιμουμ των πατριωτικών λαϊκών δυνάμεων του λαού μας.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει να οικοδομήσουμε λιθαράκι λιθαράκι το Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο του ελληνικού λαού. Όλα τα στελέχη μας, όλα τα μέλη του δημοκρατικού κινήματος της χώρας μας, πρέπει να διαποτισθούν μ’ αυτό το πνεύμα και να επωμισθούν συνειδητά αύτη την ευθύνη. Οικοδομήστε παντού, σε κάθε χώρο, το Πατριωτικό Μέτωπο. Με βάση το μέτωπο του λαού, οργανώστε δραστήρια δημοκρατική αντίσταση. Σ’ αυτό το σύνθημα περικλείεται όλη η στρατηγική και η τακτική μας.
Τετάρτη 26 Απριλίου 1967
Η Ρηνιώ φέρνει στο σπίτι μαζί της τον Γιώργο Βότση, δημοσιογράφο, που με πληροφορεί ότι βρίσκεται σε επαφή με τα περισσότερα ηγετικά στελέχη της ΔΝΛ που διέφυγαν τη σύλληψη. Όλοι ξέρουν πως κρύβομαι και προσπαθούν να έρθουν σε επαφή μαζί μου.
Προτείνω να οργανώσουμε σύσκεψη αμέσως.
Γνωρίζω καλά σε πόσο μεγάλους κινδύνους θα μπούμε. Όμως είμαι βέβαιος ότι όχι μόνο η χώρα και ο λαός άλλα και το προοδευτικό μας κίνημα μπήκε σε κρίσιμη στροφή. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να παρθούν κρίσιμες αποφάσεις. Ποιος θα τις πάρει; Μόνο ένα συλλογικό και υπεύθυνο όργανο!
Τι πληροφορίες έχουμε για τα στελέχη του κόμματος; Οι περισσότεροι πιάστηκαν στις πρώτες ώρες της δικτατορίας. Ίσως πέντε-δέκα ηγετικά στελέχη να έχουν διαφύγει. Προς το παρόν κρύβονται. Είναι φανερό ότι ολόκληρη η αστυνομική δύναμη θα έχει πέσει επάνω τους.
Από τα άλλα κόμματα μάλλον πιάστηκαν όλοι. Εν πάση περιπτώσει δεν ακούστηκε ακόμα καμιά υπεύθυνη φωνή που να καταγγέλλει το πραξικόπημα και να καλεί σε αγώνα.
Ώστε μένουμε μόνοι μας; Τι σκέφτονται τα παιδιά; Φλέγονται για αγώνα! Έχουν ήδη σχηματίσει τους πρώτους πυρήνες. Άλλοι μέσα στο πανεπιστήμιο κι άλλοι στις συνοικίες. Ποια είναι η κυρίαρχη σκέψη; Ότι προδοθήκαμε. Ότι όλα θα πρέπει ν’ αλλάξουν.
Συναντιόμαστε τακτικά με στελέχη της νεολαίας του Κέντρου και της Δεξιάς. Όλοι μας συμφωνούμε σ’ ένα σημείο: κοινός αγώνας με κοινή άρνηση όλων των ηγετών. Ένας αντιηγετικός άνεμος συγκλονίζει τη νεολαία.
Πόσοι μπορούμε να μαζευτούμε; Πότε; Που; Πως;
Ο Βότσης αναλαμβάνει να μιλήσει με τους άλλους.
Του δίνω αντίγραφα της «Δήλωσης» και της «Ανάλυσης».
Υπόσχεται πως θα έχει απάντηση όσο γίνεται πιο σύντομα.
27 Απριλίου 1967 Μεγάλη Πέμπτη
Με ειδοποιούν ότι η συνάντηση ορίσθηκε για το Πάσχα. Να είμαι έτοιμος για μεταφορά.
28 Απριλίου 1967 Μεγάλη Παρασκευή
Είμαι έτοιμος. Ψεύτικο μουστάκι. Ρεπούμπλικα, μαύρα γυαλιά. Ο κλασικός τύπος του παράνομου! Όμως τι να κάνω; Τα χαρακτηριστικά μου είναι δυστυχώς πασίγνωστα. Και πρέπει να τα εξαφανίσω όπως όπως.
Στις εννιά το βράδυ, ο Γιώργος Βότσης και ο Γιώργος Κουπαρούσος έρχονται στο ραντεβού.
Κάθομαι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Η διαδρομή είναι επικίνδυνη.
Όλοι οι δρόμοι της Αθήνας είναι γεμάτοι από τον κόσμο που παρακολουθεί τους Επιταφίους. Σε κάθε στιγμή μπορεί να μπλοκαριστούμε.
Ο σοφέρ στρίβει συνεχώς δεξιά αριστερά. Τέλος, στην Κυψέλη βρεθήκαμε, χωρίς να το καταλάβουμε, στο κέντρο του πλήθους! Ανάμεσά τους πολλοί αστυνομικοί με στολή μας κοιτούν αδιάφορα!
Φτάνουμε μπροστά στο σπίτι.[ Παξών 5, Κυψέλη. Ήταν το φοιτητικό διαμέρισμα του μετέπειτα υφυπουργού της Νέας Δημοκρατίας Παναγιώτη Δελημήτσου.] Μόλις δυο μέτρα με χωρίζουν από την είσοδο. Κι όμως, έχω την εντύπωση ότι πρόκειται να πηδήσω στο κενό.
Ο δρόμος είναι πλημμυρισμένος στο φως. Λίγα μέτρα πιο μακριά είναι η είσοδος στρατιωτικού καταυλισμού με σκοπιές και κίνηση πεζών και αυτοκινήτων.
Με καλύπτουν. Περνώ το κατώφλι. Ασανσέρ. Κανείς. Έβδομος όροφος. Κανείς. Καθώς η πόρτα κλείνει πίσω μας, ανακούφιση βαθιά.
Το διαμέρισμα είναι μικρό. Καταλαβαίνει αμέσως κανείς ότι κατοικείται από εργένηδες. Δεν υπάρχει τίποτα για φαΐ!
Ξαπλώνουμε πλάι πλάι με τον Βότση. Πεινασμένοι, όμως γεμάτοι όνειρα!
29 Απριλίου 1967 Μεγάλο Σάββατο
Ώρα δέκα το πρωί. Φτάνει ο πρώτος συναγωνιστής. Είναι ο Χρόνης Μίσσιος, μέλος του προεδρείου της ΔΝΛ. Πεθαίνει κυριολεκτικά από την πείνα. Από τη νύχτα του πραξικοπήματος έμεινε εντελώς απομονωμένος μέσα σ ένα άδειο δωμάτιο.
Στις έντεκα καταφθάνει ο Αριστείδης Μανωλάκος, μέλος του προεδρείου της ΔΝΛ, που εκπροσωπεί άλλα τρία μέλη της ηγεσίας της ΔΝΛ, που είναι εντελώς αδύνατο να σπάσουν τον κλοιό και να παρευρεθούν.
Όλοι τους είναι εξαντλημένοι από τις ταλαιπωρίες. Όμως όλοι τους γιομάτοι με μια ανεξήγητη, παιδική θα ’λεγα, χαρά και μεγάλη αισιοδοξία. Καθένας τους εκπροσωπεί και έναν κύκλο, μια η περισσότερες ομάδες. Η δουλειά άρχισε από την πρώτη κιόλας νύχτα του πραξικοπήματος. Όλοι μας φλεγόμαστε να μπούμε όσο γίνεται πιο γρήγορα, αποφασιστικά και καλύτερα οργανωμένοι στη Νέα Αντίσταση.
Πρώτη απόφαση: πρέπει να φάμε!
Ο Βότσης μπαίνει θριαμβευτικά γιομάτος κονσέρβες, που τις καταβροχθίζουμε με ταχύτητα διαστημική. Διηγούμαστε τις περιπέτειές μας, ανταλλάσσουμε πληροφορίες και απόψεις.
Αργά μετά τα μεσάνυχτα, αποφασίζουμε να ξεκουραστούμε. Η αυριανή μέρα, Πάσχα, πρέπει να γίνει η αρχή για την ανάσταση του Ελληνικού λαού. Το πιστεύουμε όλοι μας ακράδαντα, γι’ αυτό μας βαραίνει όλους η μεγάλη ευθύνη.
Πλαγιάζουμε όπως όπως. Άλλοι στο ντιβάνι, άλλοι κατάχαμα. Σιγά σιγά οι τελευταίες κουβέντες σταματούν. Ένας ένας παραδινόμαστε στον ύπνο. Πριν βυθιστώ κι εγώ με τη σειρά μου, ξαναπερνώ στο νου μου τις μεγάλες γραμμές της εισήγησης που πρόκειται να κάνω αύριο το πρωί. Νιώθω γύρω τους συντρόφους μου να με ζώνουν, κι αυτό μου δίνει μια βαθιά αίσθηση ευτυχίας και δύναμης.
Κυριακή 30 Απριλίου Πάσχα
Από το μισόκλειστο παράθυρο βλέπουμε μπροστά μας την αυλή του στρατιωτικού καταυλισμού.[ Συγκρότημα εξυπηρέτησης προσωπικού αεροπορίας στην Κυψέλη.] Σκηνές τυπικές από το Πάσχα των Ελλήνων. Μόνο που λείπει η ψυχή. Όλα είναι νεκρά. Οι άνθρωποι λες και είναι σκιές. Ο ουρανός γκρίζος. Δακρυσμένος. Συμπάσχει μαζί μας.
Στο μικρό μας δωμάτιο η ένταση μεγαλώνει. Παίρνουμε θέση γύρω από ένα μικρό τραπέζι.[Στη σύσκεψη του Πάσχα συμμετείχε και ο μετέπειτα έκδοτης Θέμης Μπανούσης]
Θα ’θελα να πω «Χριστός Ανέστη». Όμως σκέφθηκα πως εμείς βρισκόμαστε ακόμα στη σταύρωση.
Με βαριά φωνή αρχίζω την εισήγηση. Αναφέρομαι στη «Δήλωση» και στην «Ανάλυση». Μετά συνεχίζω. Πρώτη μεγάλη ευθύνη: πως φτάσαμε στη δικτατορία. Δεύτερη μεγάλη ευθύνη: πως και γιατί δεν προβλέψαμε, πως και γιατί δεν αντιδράσαμε στο στρατιωτικό πραξικόπημα.
Πέσαμε χωρίς μάχη. Κυκλωθήκαμε και πιαστήκαμε όλοι -κίνημα, κόμμα και λαός στον ύπνο!
Όταν συμβεί κάτι τέτοιο σε μια στρατιά, τότε οι ’ίδιοι οι φαντάροι και οι αξιωματικοί καθαιρούν τους στρατηγούς! Το ίδιο προτείνω να κάνουμε κι εμείς. Να καθαιρέσουμε τους δικούς μας στρατηγούς και να αναλάβουμε εμείς υπεύθυνα την αναδιοργάνωση των δυνάμεών μας και την καθοδήγηση της Νέας Αντίστασης.
Ουσιαστικά είμαστε εμείς που παίρνουμε σήμερα αυτή την ιστορική πρωτοβουλία. Όσοι ηγέτες δεν πιάστηκαν εξαφανίστηκαν. Δεν έδωσαν ακόμα κανένα σημάδι ζωής. «Όπως μου λέτε, όλα μας τα κομματικά στελέχη τα κατάπιε η γης. Εσείς είσθε μέλη της καθοδήγησης της νεολαίας. Εγώ πρόεδρός σας, βουλευτής και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ».
Όμως προτείνω να ακολουθήσουμε έναν κανόνα σχετικά με τα ηγετικά στελέχη που αυτή τη στιγμή κρύβονται και που ασφαλώς αύριο θα θελήσουν να πάρουν μέρος στον αγώνα. Κύριο μέλημά μας είναι η αντίσταση. Έχουμε ανάγκη από ικανούς οργανωτές και καθοδηγητές.
Γι’ αυτό προτείνω να κρίνουμε τον καθένα όχι με βάση τις παλιές του ευθύνες, άλλα τις σημερινές επείγουσες ανάγκες. Ο καθένας θα παίρνει τη θέση ανάλογα με τις ικανότητες που διαθέτει και, προπαντός, τη θέληση και τη φλόγα για αγώνα. Αργότερα, όταν ελευθερωθούμε, τότε θα τα βάλουμε όλα κάτω κι όλοι, ανεξαιρέτως, θα λογοδοτήσουμε μπροστά στο κίνημα και στο λαό.
Σε σχέση με το Πολιτικό Γραφείο (ΠΓ) που βρίσκεται στο εξωτερικό: έχει, κατά τη γνώμη μου, τις πιο βαριές ευθύνες. Εμείς όμως θα πρέπει να το δούμε μαζί με όλους τους συντρόφους μας που βρίσκονται στο εξωτερικό σαν μια πολύτιμη δύναμη για τον νέο αγώνα μας. Πρέπει να διατηρήσουμε τις πιο καλές συντροφικές σχέσεις. Να ζητήσουμε μόνιμη συνεργασία στα προβλήματα της στρατηγικής και να τους δώσουμε σιγά σιγά να καταλάβουν ότι οι υπεύθυνοι εδώ θα είμαστε εμείς. Όχι διάσπαση. Γιατί κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή θα ήταν καταστροφικό για το λαό μας. Όμως χρειάζεται από μέρους μας επαγρύπνηση και αποφασιστικότητα. Έπειτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αγώνας θα ’ναι σκληρός και μακροχρόνιος.
Που θα στηριχθούμε;
Η Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ) και το ΠΓ που βρίσκονται στο εξωτερικό μπορούν να οργανώσουν πολύτιμες εφεδρείες σε άψυχο και ίσως σε έμψυχο υλικό. Μπορούν να οργανώσουν τη διεθνή αλληλεγγύη και συμπαράσταση· την τροφοδότηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης με τα ντοκουμέντα, τη δράση και τα αιτήματα του αγώνα μας· την οργάνωση, προπαντός, της συγκεκριμένης βοήθειας προς την Αντίσταση από τις χώρες του σοσιαλισμού και από το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.
Πως θα λύσουμε το κομματικό πρόβλημα; Όπως ήδη είπα, οι ηγεσίες για μας είναι έκπτωτες. Υπάρχει βαθιά κρίση. Γι’ αυτό και το κίνημά μας πιάστηκε στον ύπνο.
Τι πρέπει να κάνουν οι κομμουνιστές για να σώσουν την τιμή του κόμματος και του λαού; Ποιο είναι το κορυφαίο καθήκον της στιγμής; Η οργάνωση του αγώνα! Να ξαναμπούμε και πάλι επικεφαλής στη μάχη που θα δώσει ο λαός μας για το γκρέμισμα της τυραννίας.
Αυτό κάνουμε αύτη τη στιγμή. Γι’ αυτό είμαστε ντε φάκτο η ηγετική δύναμη των κομμουνιστών, όλων των αριστερών. Γιατί το αποφασίσαμε και γιατί το κάνουμε.
Επομένως, θα πρέπει να σκεφθούμε υπεύθυνα, καθοδηγητικά, με τη βεβαιότητα ότι οι αποφάσεις μας μπορεί να έχουν ιστορικό χαρακτήρα. Προχωρώ τώρα στις προτάσεις μου.
Προτείνω να ιδρύσουμε Πατριωτικό Μέτωπο (ΠΜ) [* Ύστερα από έναν περίπου χρόνο, τον Μάρτιο του 1968, αλλοιώνεται ο τίτλος του ΠΜ. Γίνεται ΠΑΜ, με την -σκόπιμη, κατά τη γνώμη μου προσθήκη του «Αντιδικτατορικού». Επιδιώκεται έτσι να στενέψουν οι ορίζοντες και η πολιτική του ΠΜ. Να περιοριστεί, δηλαδή, στα πλαίσια της «αντιδικτατορικής» οργάνωσης, χωρίς φιλοδοξίες για έναν πλατύτερο πολιτικό αναγεννητικό ρόλο.] στην πιο πλατιά βάση. Από μας ως την αντιδικτατορική Δεξιά. Όλοι οι κομμουνιστές, οι εδαϊτες, οι Λαμπράκηδες πρέπει να αποτελέσουν τη σπονδυλική στήλη του ΠΜ.
Όμως, δεν θα σταθούμε μόνο στις δικές μας δυνάμεις. Πιστεύω πως μια καινούργια ιστορική ευκαιρία παρουσιάζεται μπροστά μας για τη δημιουργία ενός καινούργιου πανεθνικού-παλλαϊκού αντιχουντικού κινήματος, μέσα στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η ενότητα του λαού και η δημοκρατική και, ακόμα παραπέρα, ριζοσπαστική και σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση των μαζών.
Το ΠΜ δεν το φαντάζομαι μόνο σαν δύναμη κρούσης για το γκρέμισμα της δικτατορίας, άλλα επίσης σαν το πολιτικό αναγεννητικό κίνημα του ελληνικού λαού που θα εμπεδώσει τις δημοκρατικές ελευθερίες και θα οδηγήσει σταθερά τη χώρα προς την εθνική της αναγέννηση.
Γι’ αυτό, παλεύοντας μέσα στην Αντίσταση, θα πρέπει παράλληλα να ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα τα δικά μας ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά προβλήματα, να οικοδομήσουμε το κόμμα κατ’ εικόνα και ομοίωσιν των σημερινών απαιτήσεων του λαού και της εποχής.
Να επεξεργαζόμαστε τα προγράμματά μας, τόσο τα βραχυπρόθεσμα όσο και τα μακροπρόθεσμα.
Να δημιουργήσουμε γι’ αυτό ειδικές αντιστασιακές Ομάδες μελετητών και να τους πούμε: «Σκύψτε υπεύθυνα επάνω στην ελληνική πραγματικότητα και επεξεργασθείτε οικονομικά, θεωρητικά και άλλα προγραμματικά σχέδια. Αύτη θα είναι η καλύτερη προσφορά σας στην Αντίσταση».
Έχει σημασία να εξετάσουμε προσεκτικά τα σημεία της σύγκρουσης, ώστε να καθορίσουμε σωστά το χαρακτήρα της πάλης. Γιατί, με βάση τα συμπεράσματα που θα βγουν, θα δούμε σε ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να απευθυνθούμε. Από ποιες δυνάμεις θα πρέπει να οικοδομηθεί το Μέτωπο.
Αύτη τη στιγμή φαίνεται καθαρά ότι μαζί μας βρίσκονται, εκτός από τις δυνάμεις του Κέντρου, και οι δυνάμεις της αντιδικτατορικής Δεξιάς. Προτείνω να ’ρθουμε σε επαφή αμέσως με εκπροσώπους των άλλων κομμάτων, προκειμένου να οικοδομήσουμε μαζί το Μέτωπο.
Πρέπει, καταρχήν, εμείς οι ίδιοι να αποφασίσουμε ότι επιδιώκουμε μια ουσιαστική και ισότιμη συνεργασία· ότι το Μέτωπο θα ανήκει σε όλους· και ότι το μόνο προνόμιο που θα πρέπει να διατηρήσουμε για τον εαυτό μας θα είναι η πρωτοπορία στην προσφορά και στις θυσίες.
Πιστεύω ότι η δικτατορία δεν πρόκειται να πέσει γρήγορα. Ότι Ο αγώνας θα είναι σκληρός και δύσκολος.
Γι’ αυτό χρειάζεται η μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων μέσα σ’ ένα κοινό αντιστασιακό Μέτωπο. Τα συνθήματά μας θα πρέπει να είναι: «Ενότητα Οργάνωση Αγώνας».
Να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στη νεολαία. Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι έγιναν κιόλας οι πρώτες οργανώσεις μέσα στο πανεπιστήμιο…
Αυτά ήταν μερικά χαρακτηριστικά σημεία από την εισήγησή μου.
Στη συνέχεια, αφού μίλησαν όλοι οι σύντροφοι, περάσαμε στην εξέταση των οργανωτικών μέτρων· και στον καταμερισμό της δουλειάς.
Δουλεύαμε μέσα σ’ ένα κλίμα αγωνιστικής έξαρσης και πίστης. Για να είμαι πιο σαφής, θα πρέπει να πω ότι η εισήγησή μου απηχούσε απόλυτα τις ιδέες των συντρόφων που έπαιρναν μέρος στη συνεδρίαση, καθώς και αυτών που βρίσκονταν σ’ επαφή μαζί τους. Στις πολύωρες συζητήσεις που προηγήθηκαν φάνηκαν καθαρά οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους ήμαστε όλοι μας διατεθειμένοι να χτίσουμε τη Νέα Αντίσταση και, παράλληλα, την αναγέννηση του Κινήματός μας.
Τελειώσαμε αργά το βράδυ.
Ο καθένας μας είχε τώρα μπροστά του έναν συγκεκριμένο τομέα δουλειάς.
Οι σύντροφοί μου ανέθεσαν την ευθύνη του συντονισμού.
Τακτοποιήσαμε τις επόμενες επαφές. Ορίσαμε νέα σύσκεψή μας για τις 3 Μαΐου. Εγώ θα έφερνα σχέδιο της ιδρυτικής μας διακήρυξης. Καθένας από τους άλλους, προγραμματική εισήγηση για τη δουλειά στον τομέα που είχε αναλάβει.
Μια πρωτόγνωρη χαρά έκαιγε μέσα στις καρδιές μας. Το μόνο που θέλαμε ήταν να μπούμε όσο γινόταν πιο γρήγορα στην άμεση δράση.
Αρχίζουν τα πρακτικά προβλήματα.
Που θα μείνω;
Οι σύντροφοι με χαιρετούν. Αγκαλιαζόμαστε.
Εκείνοι μπορούν να κυκλοφορούν με προφύλαξη, ενώ εγώ δεν μπορώ να κάνω ούτε δυο βήματα, ακόμα και στο πιο σκοτεινό δρομάκι της πιο απόμακρης συνοικίας. Η μεταφορά μου είναι τρομερά επικίνδυνη.
Ανεβαίνουν δυο φίλοι υπεύθυνοι για παράνομα σπίτια. Προτείνουν τρεις λύσεις. Απορρίπτονται. Τέλος, ο Δάνος [Ανδρέας Δάνος, γιος του δημοσιογράφου Λούη Δάνου] μου προσφέρει το δικό του κρησφύγετο. Συμφωνώ.
Φεύγει για να φροντίσει για τη μεταφορά. Σε λίγο γυρίζει.
Κατεβαίνω τα επτά πατώματα με το ασανσέρ. Στην είσοδο κανείς. Σκύβω και μπαίνω στο αυτοκίνητο. Βρέχει.
Οδηγεί ο Κουπαρούσος. Πλάι του ο Βότσης, που με φανερή συγκίνησή μου λέει:
«Το μήνυμά σου μεταδόθηκε από τους ξένους σταθμούς. Μπορείς να υπολογίζεις πάντα σε μένα. Για οποιαδήποτε υπηρεσία και για αποστολή».
Κατηφορίζουμε τη λεωφόρο Συγγρού. Καθώς περνάμε σχεδόν μπροστά από το σπίτι μου και το σπίτι των γονιών μου, γυρίζω ασυναίσθητα το κεφάλι. Που να φαντασθούν ότι τώρα, αύτη τη στιγμή, περνώ δίπλα τους!
Μπαίνουμε σε μια συνοικία με κήπους. Οι δρόμοι είναι έρημοι. Χωνόμαστε στο σπίτι.
«Αυτό είναι το δωμάτιό σου» μου λέει ο νοικοκύρης.[Αλέξης Μίχας]
«Σε παρακαλώ, δώσε μου χαρτιά και μολύβι» του λέω και ρίχνομαι στη δουλειά.
Την επόμενη έχω την πρώτη μου συνεργασία με τον Βότση, υπεύθυνο για τον Τύπο. Αποφασίζουμε να ονομάσουμε την εφημερίδα μας Νέα Ελλάδα. Ο Βότσης έχει ετοιμάσει πλήρη έκθεση για τη σύνταξη, το τύπωμα και τη διανομή της. Σκεφτόμαστε να κυκλοφορήσουμε και ένα σατιρικό περιοδικό. Επίσης άλλα έντυπα, προκηρύξεις κ.λπ.
Την άλλη μέρα συνεργασία με τον Μανωλάκο, υπεύθυνο για το πολιτικό τμήμα της οργάνωσης.
Υπάρχει μεγάλη προθυμία από παντού για κοινή δράση. Πρέπει να ετοιμάσουμε ένα σχέδιο διακήρυξης που να χρησιμεύσει ως βάση για τις επαφές μας.
Που βρίσκονται οι οργανώσεις; Τα στελέχη; Ο Μπριλλάκης έπαθε γαστρορραγία και βρίσκεται παράνομος σε νοσοκομείο. Οι Δρακόπουλος, Καρράς, Μπενάς, Φιλίνης, Εφραιμίδης, Ηλιόπουλος, Αμπατιέλος, Βέττας, Καθαροσπόρης και άλλοι κρύβονται. Να προσπαθήσουμε με κάθε μέσον να πάρουμε επαφή μαζί τους.
Περνούν άλλες δύο μέρες.
Ο νοικοκύρης αγοράζει ξυλεία και καρφιά για να με… εντοιχίσει.
Μένω κλεισμένος στο ημιυπόγειο δωμάτιο. Τις πιο πολλές ώρες, γράφω. Όταν κουραστώ, διαβάζω.
Ο Μανωλάκος περνά απ’ έξω από τον κήπο. Τον βλέπω μέσα από τις χαραμάδες. Όμως προσπερνά δίχως να χτυπήσει. Κακό σημάδι. Υπάρχει παρακολούθηση; Πραγματικά, η περιοχή φαίνεται κυκλωμένη.
Αποφασίζω να φύγω. Ειδοποιώ τον Κουπαρούσο και μεταφέρομαι προσωρινά σε μια μικρή αποθήκη στο πίσω μέρος του κήπου.
Δεν μπορώ να εξηγήσω την παρουσία της αστυνομίας.
(Τρία χρόνια αργότερα συνάντησα στο Λονδίνο έναν φίλο μου Ολλανδό δημοσιογράφο, που μου έδωσε τη λύση. Τον είχαν πιάσει εκείνες τις μέρες και τον οδήγησαν στην ΚΥΠ. Τον ρώτησαν να τους πει που κρυβόμουν. Αυτός δεν ήξερε. Τον χτύπησαν. Του βρήκαν ένα σημείωμα με κάποια διεύθυνση. «Τι είναι αυτό;» «Δεν θυμάμαι». Τον ξαναχτύπησαν. Την άλλη μέρα θυμήθηκε. «Είναι η διεύθυνση μιας ταβέρνας. Μου την έδωσε κάποιος φίλος γιατί έχει καλό μεζέ και κρασί». Η ταβέρνα βρισκόταν κοντά στο σπίτι οπού κρυβόμουν…)
Σκοτάδι, γλιστρώ προς την έξοδο του κήπου.
Μπαίνω και πάλι βιαστικά στο αυτοκίνητο. Φορώ βαθιά τη ρεπούμπλικα του πατέρα μου.
Ο Κουπαρούσος με πηγαίνει στο σπίτι του. Φτάνουμε τη στιγμή ακριβώς που η αστυνομία στρίβει στη γωνία του δρόμου. Είχε κάνει αιφνιδιαστική επίσκεψη στην πολυκατοικία του.
Το δωμάτιο είναι μισοσκότεινο, γεμάτο χαλιά, βιβλία, δίσκους και ανατολίτικα αντικείμενα.
Πέφτω επάνω σ’ έναν γνωστό [Ο δημοσιογράφος Τάσος Δήμου] που είχε βρει εκεί μέσα το προσωρινό του κρησφύγετο.
Ενημερώνουμε γρήγορα ο ένας τον άλλο.
Εγώ πρέπει να φύγω.
Ο Κουπαρούσος και η Μαργαρίτα Μπακοπούλου [μετέπειτα σύζυγος του Σταύρου Ξαρχάκου] γυρνούν ύστερα από δύο ωρών αναζήτηση.
«Βρήκαμε σίγουρο μέρος. Πάμε».
Ο Κουπαρούσος επιμένει να περάσουμε από κεντρικούς δρόμους. Διαμαρτύρομαι. Επιμένει. Έχει τη θεωρία του. Η αστυνομία και ο στρατός κάνουν μπλόκα στις παρόδους.
Διασχίζουμε την πλατεία Κολωνακίου.
Όπως έμαθα αργότερα, πολύς κόσμος με αναγνώρισε.
Ραντεβού με άλλο αυτοκίνητο σε δρόμο. Μεταφέρομαι βιαστικά από το ένα στο άλλο.
«Γεια σου. Με λένε Ντόρα».[Ντόρα Λελούδα]
«Εμένα Ίασονα». [Ιάσων Παπαηλιόπουλος, αδελφός της Ντόρας Λελούδα]
Το πίσω μέρος πολυκατοικίας. Διπλώνομαι για να βγω από το μίνι αμάξι. Περπατώ όσο μπορώ πιο φυσικά τα είκοσι μέτρα. Ένα αυτοκίνητο περνά και με φωτίζει. Πρώτη πόρτα. Κανείς. Δεύτερη πόρτα. Σαλόνι. Φώτα. Άνεση.
Πέφτω επάνω στον Κώστα Φιλίνη.
«Ήρθα κι εγώ μόλις πριν από μισή ώρα».
«Με λένε Γιάννη» λέει ο τέταρτός της συντροφιάς.
Έτσι μπαίνω σε μια καινούργια, αποφασιστική φάση της ζωής μου.
Πόσες χιλιάδες σπίτια έχει η Αθήνα; Κι όμως, βρεθήκαμε με τον Φιλίνη μαζί στο ίδιο σπίτι σχεδόν την ίδια ώρα. Και ψάχναμε να βρούμε ο ένας τον άλλο!
Τρώμε όλοι μαζί. Η ατμόσφαιρα είναι γιορταστική.
«Όλος ο κόσμος θέλει να παλέψει» μας λένε. «Οι φίλοι μας είναι μάλλον συντηρητικοί. Κι όμως, φλέγονται να κάνουν όλοι κάτι».
Μετά το γεύμα αποσυρόμαστε στο δωμάτιό μας για να κουβεντιάσουμε. Η πρωτοβουλία και η δράση μας ενθουσιάζουν τον Φιλίνη. Όταν περνώ στη θέση μας για το ΠΓ και γενικά για την ηγεσία, τον βλέπω να γίνεται σκυθρωπός. Ξέρω πως έχει δώσει ολόκληρη τη ζωή του στο κόμμα. Τον εκτιμώ και τον αγαπώ απεριόριστα. Πρέπει να παλέψουμε μαζί.
«Θα πάμε προσεκτικά» του λέω. «Θα φροντίσουμε, όσο το δυνατόν, να μην υπάρχουν διαφωνίες στα θέματα στρατηγικής. Όμως στο θέμα της διεύθυνσης του αγώνα θα πρέπει να είμαστε αποφασιστικοί και αταλάντευτοι. Εμείς είμαστε οι ηγέτες. Και κανείς άλλος. Θα πάρουμε επαφή και με τα άλλα στελέχη. Έχουμε ανάγκη από υψηλό επίπεδο καθοδήγησης. Γι’ αυτό οφείλουμε να δημιουργήσουμε ένα δυνατό καθοδηγητικό κέντρο, που να περιλαμβάνει τους παλιούς και τους Λαμπράκηδες. Προς το παρόν οι τελευταίοι είναι αύτη τη στιγμή η καθοδήγηση. Έλα μαζί μας».
Τον άφησα να σκεφτεί ως την άλλη μέρα το βράδυ.
«Συμφωνώ» μου λέει. «Προτείνω να κρατάς εσύ τη δουλειά. Θα συζητάμε μαζί τα θέματα και στη συνέχεια εγώ θα τα κουβεντιάζω με τα παιδιά. Εδώ δεν θα πρέπει να ’ρθει πια κανείς. Ούτε εσύ θα βγαίνεις από δω. Ο μοναδικός σύνδεσμός σου με τους έξω θα ’μαι εγώ».
Αποφασίσαμε ν’ αρχίσουμε τη σύνταξη της «Διακήρυξης». Μελετήσαμε όλα τα τρέχοντα οργανωτικά προβλήματα. Καταλήξαμε, τέλος, σε μια σειρά προτάσεις για άμεση δράση. Του έδωσα όλες τις επαφές και, όταν πια ήταν έτοιμος, μας αποχαιρέτησε για την πρώτη του έξοδο.
Τον παρακολουθώ από τη χαραμάδα να περνά με σταθερό βήμα το δρόμο. Άραγες θα ξαναγυρίσει;
Ξαναγύρισε, όπως συμφωνήσαμε, ύστερα από δυο μέρες. Το σχέδιο της «Διακήρυξης» είναι έτοιμο. Πρέπει να το δουν τα υπόλοιπα μέλη της νέας καθοδήγησης καθώς και οι σύμμαχοι. Ο Φιλίνης είχε επαφές μαζί τους. Οι περισσότεροι είναι πρόθυμοι να μπουν στο ΠΜ.
Στη δεύτερη έξοδο του Φιλίνη εγώ συντάσσω έναν «Μικρό οδηγό για τον καλό αντιστασιακό», με πρακτικές οδηγίες που απευθύνονται σε όλον τον κόσμο. Η Ντόρα φτιάχνει έγχρωμες μικρές στάμπες για τη συλλογή χρημάτων.
Μαζεύουμε τα υλικά για τον πρώτο πολύγραφο. Η «Διακήρυξη» διορθώθηκε, συμπληρώθηκε, εγκρίθηκε από όλους. Ο Ιάσων την χτυπά σε μια παμπάλαια γραφομηχανή. Ο Λελούδας τη μεταφράζει στα γαλλικά και στα αγγλικά. Ο Φιλίνης με τον Ιάσωνα φτιάχνουν τον πολύγραφο. Ένα ορθογώνιο πλαίσιο, ένα τουλουπάνι, ένας κύλινδρος και χαρτί πολυγράφου. Βάζουμε το στένσιλ και παρακολουθούμε όλοι με αγωνιά το τύπωμα του πρώτου έντυπού της Αντίστασης.
Νέα Ελλάδα
Δελτίο Πληροφοριών τον Πατριωτικού Μετώπου, Αθήνα, Μάιος 1967, αρ. φυλλ. 1
Στις αρχές του Μαΐου συγκροτήθηκε στην Αθήνα το Πατριωτικό Μέτωπο εναντίον της φασιστικής δικτατορίας. Το Μέτωπο ιδρύθηκε με την πρωτοβουλία πολιτικών παραγόντων που ανήκουν στην Αριστερά, στο Κέντρο και στη Δεξιά, εκφράζοντας έτσι τις πατριωτικές, αντιδικτατορικές, αγωνιστικές διαθέσεις ολόκληρού του ελληνικού λαού.
Το Πατριωτικό Μέτωπο, του οποίου οι οργανώσεις άρχισαν ήδη να συγκροτούνται και να δρουν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα μέρη της χώρας μας, εξέδωσε την παρακάτω διακήρυξη προς τον ελληνικό λαό:
Διακήρυξη του Πατριωτικού Μετώπου
Έλληνες και Ελληνίδες,
Στις 21 Απριλίου ο φασισμός χτύπησε την Πατρίδα. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας οι δολοφόνοι της Δημοκρατίας κατέλυσαν τις συνταγματικές ελευθερίες και τα κατακτημένα με θυσίες και αίμα δημοκρατικά δικαιώματα του ελληνικού Λαού. Καθοδηγημένοι και στηριγμένοι από την αμερικανική ΚΥΠ, τα Ανάκτορα και τους πιο αντιδραστικούς φασιστικούς πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους της χώρας.
Oι συνωμότες αξιωματικοί και οι επίορκοι δικαστικοί καταχράστηκαν την εμπιστοσύνη της Πολιτείας, χρησιμοποίησαν τις δυνάμεις του εθνικού μας στρατού για να υποδουλώσουν τον ελληνικό λαό.
Εξαπέλυσαν ένα χωρίς προηγούμενο κύμα τρομοκρατίας και βίας, διενήργησαν χιλιάδες συλλήψεις, ίδρυσαν καινούργια χιτλερικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως και στρατοδικεία και απειλούν να δολοφονήσουν τους δημοκρατικούς ηγέτες.
Επέβαλαν τον νόμο της ζούγκλας -τον νόμο των τανκς- και μετέβαλαν την Ελλάδα σ’ ένα απέραντο στρατόπεδο, όπου κυριαρχεί η τυραννία.
Πατριώτες, δημοκράτες,
Η δικτατορία χτύπησε λίγες μέρες πριν από τις εκλογές της 28ης Μαΐου, γιατί οι δυνάμεις που την εγκατέστησαν δεν ήθελαν να βγει η χώρα από την πολιτική κρίση και να οδηγηθεί προς τη δημοκρατική ομαλότητα, δεν ήθελαν να υπάρχει στην Ελλάδα ομόνοια, αδελφοσύνη, δημοκρατία, δημιουργική ανάπτυξη.
Κύριος υπεύθυνος και οργανωτής της φασιστικής δικτατορίας είναι το πιο αντιδραστικό και φιλοπόλεμο τμήμα των Αμερικανών, η αμερικάνικη ΚΥΠ, αυτοί που δολοφόνησαν τον Κένεντι, αυτοί που σκορπούν τον θάνατο στον λαό του Βιετνάμ, αυτοί που έχουν προκαλέσει την κατακραυγή ακόμη και συντηρητικών ηγετών της Δυτικής Ευρώπης, ακόμη και χωρών του ΝΑΤΟ, όπως της Γαλλίας, Δανίας, Σουηδίας, Ιταλίας, Ολλανδίας, Βελγίου κ.ά.
Όργανα τυφλά της αμερικανικής ΚΥΠ είναι και οι δικτάτορες Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος, Κόλλιας και Σία. Όργανα και συνένοχοι της αμερικανικής ΚΥΠ είναι και οι κύκλοι των ανακτόρων που μαζί με τον Κωνσταντίνο πήραν μέρος στην επιβολή της φασιστικής δικτατορίας.
Σκοπός της αμερικανικής ΚΥΠ και του Πενταγώνου είναι να μετατρέψουν την Ελλάδα σε πυρηνική βάση, σε ορμητήριο εναντίον των δημοκρατιών της Δυτικής Ευρώπης, που αρχίζουν και αντιδρούν στα φασιστικά και φιλοπόλεμα αμερικανικά σχέδια, σε βάση εξορμήσεως εναντίον των ουδετέρων χωρών της Μέσης Ανατολής και εναντίον των σοσιαλιστικών χωρών.
Αυτός είναι ο λόγος που η αμερικανικής έμπνευσης φασιστική δικτατορία αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και θέλει μέσω της διχοτόμησης να μετατρέψει την Κύπρο σε προτεκτοράτο και βάση του ΝΑΤΟ.
Εσωτερικά η φασιστική δικτατορία έχει την εντολή να διευκολύνει τα ξένα μονοπώλια να ληστεύουν σε συνεργασία με την εγχώρια οικονομική ολιγαρχία τον εθνικό πλούτο της χώρας, να εμποδίσουν κάθε οικονομική της ανάπτυξη, να καθηλώσουν με βία τα ημερομίσθια και τους μισθούς, να καταληστέψουν τους αγρότες, να ανακόψουν κάθε διεκδικητική κίνηση μέσα στους εργαζόμενους, να συντρίψουν οικονομικά τα μεσαία στρώματα – επαγγελματίες, εμπόρους και άλλους επιχειρηματίες-, να εξασφαλίσουν την αποικιακή εκμετάλλευση του ελληνικού λαού.
Οι τύραννοι της Ελλάδας οδηγούν τη χώρα στην οικονομική καταβαράθρωση, και όλα δείχνουν ότι θα προχωρούν όλο και περισσότερο στο χιτλερικό σύστημα της αθρόας εκδόσεως χαρτονομίσματος. Παρά τις φασιστικές δημοκοπίες τους, ονειρεύονται τη χώρα μας σαν ένα τεράστιο στρατόπεδο «πειθαρχημένης διαβιώσεως και εργασίας» και τους Έλληνες ανδράποδα, χωρίς ελευθερίες και δικαιώματα, δίχως φρόνημα και σκέψη, να δουλεύουν όσο γίνεται πιο σκληρά, να αμείβονται όσο γίνεται πιο λίγο και, όταν χρειαστεί, να πολεμούν στο πλευρό των ιμπεριαλιστών τους λαούς που μάχονται για τη λευτεριά τους, όπως συμβαίνει σήμερα με τον λαό του Βιετνάμ.
Κανένας δεν ξεγιελιέται από τις προσπάθειες να παρουσιαστούν οι Αμερικανοί και ο Κωνσταντίνος πως δεν ήξεραν τάχα τη φασιστική συνομωσία και μόνον εκ των υστέρων την ανέχτηκαν. Είναι εξακριβωμένο ότι αυτοί ακριβώς οργάνωσαν και καθοδήγησαν το φασιστικό πραξικόπημα. Κι αν δημιουργήθηκε κάποια ολιγόωρη διαφωνία με τους συνταγματάρχες δικτάτορες, είναι γιατί αυτοί πρόλαβαν χρονικά το ανώτερο απ’ αυτούς κλιμάκιο της Χούντας και άρπαξαν την ανώτερη ηγεσία. Όσο για τις υποσχέσεις περί Συντάγματος, γίνονται για την αντιμετώπιση της κατακραυγής της ελληνικής και διεθνούς κοινής γνώμης και αποτελούν φασιστική παρωδία ενός ελεγχόμενου από τη Χούντα «κοινοβουλευτισμού».
Πρέπει όλοι να διδαχτούμε από τα τελευταία γεγονότα. Τα 95% του λαού ήταν και είναι αντίθετα προς τη φασιστική δικτατορία. Οι δημοκρατικές δυνάμεις βρίσκονται σε πλήρη άνοδο. Πώς μπόρεσε λοιπόν να επιβληθεί η φασιστική συνωμοσία; Επιβλήθηκε πρώτα απ’ όλα γιατί δεν συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο όλες οι πατριωτικές, δημοκρατικές, αντιδικτατορικές δυνάμεις. Επιβλήθηκε, δεύτερο, γιατί σημαντικό μέρος της ηγεσίας υποτίμησε τον κίνδυνο της φασιστικής δικτατορίας, επικράτησε ένα κλίμα αισιοδοξίας ότι τάχα όλα θα εξελίσσονταν ομαλά κι έτσι ο λαός αιφνιδιάστηκε χωρίς να προλάβει να αντιδράσει. Έλληνες και Ελληνίδες! Η δικτατορία θα συντριβεί. Ο ελληνικός λαός θα νικήσει και πάλι θα προχωρήσει. Το 1967 δεν είναι 1936. Από τότε πάρα πολλά συνέβησαν σε όλο τον κόσμο και την Ελλάδα, ώστε ν’ αλλάξει ριζικά παντού ο συσχετισμός των δυνάμεων εναντίον του φασισμού. Ο ελληνικός λαός, χαλυβδωμένος μέσα στα καμίνια των μεγάλων εθνικών, δημοκρατικών και κοινωνικών αγώνων των τελευταίων 30 ετών, κρύβει μέσα του τόσες και τέτοιες δυνάμεις, ώστε να δημιουργούνται αυτή τη στιγμή οι προϋποθέσεις όχι μόνο για να απαλλαγούμε από τη δικτατορία, αλλά και να περάσουμε σε βαθύτερες και δημοκρατικότερες αλλαγές. Το δικτατορικό καθεστώς είναι καταδικασμένο να πέσει. Γιατί αντιμετωπίζει το μίσος ολόκληρου του λαού. Γιατί όλος ο πολιτικός κόσμος, από την Αριστερά, το Κέντρο και ένα σημαντικό αντιδικτατορικό τμήμα της Δεξιάς, είναι εναντίον του. Γιατί ένα σημαντικό τμήμα των ενόπλων δυνάμεων-και δεν εννοούμε μονάχα τα απλά στρατευμένα παιδιά του λαού- είτε είναι αντίθετο στη φασιστική δικτατορία είτε είναι απρόθυμο να τη βοηθήσει. Γιατί το ίδιο συμβαίνει με τμήμα των σωμάτων ασφαλείας, και ακόμη περισσότερο με τον υπόλοιπο κρατικό μηχανισμό. Γιατί το φασιστικό καθεστώς συναντάει ταυτόχρονα την κατασκευή της παγκόσμιας κοινής γνώμης, ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής, και η διεθνής συμπαράσταση θα γίνεται όλο και πιο έντονη και αποτελεσματική στο βαθμό που δυναμώνει η εσωτερική πατριωτική, δημοκρατική αντίσταση του ελληνικού λαού.
Το αποφασιστικό στοιχείο για την πτώση της τυραννίας είναι η πατριωτική πάλη και η Δημοκρατική Αντίσταση του Λαού. Όμως για να επιτευχθεί χρειάζεται να ενωθούν και να συντονίσουν τους αγώνες τους οι πατριωτικές δυνάμεις της χώρας μέσα σ’ ένα ενιαίο Πατριωτικό Μέτωπο.
Χρειάζεται το Πατριωτικό Μέτωπο του ελληνικού λαού κατά της δικτατορίας να γίνει η μεγάλη ελπίδα για το Σήμερα και το Αύριο, να γίνει ο μεγάλος Ελευθερωτής, ο μεγάλος Αναγεννητής στη χώρα μας.
Το Πατριωτικό Μέτωπο θα αγωνιστεί εναντίον της παράδοσης της Κύπρου στους επιθετικούς αμερικανικούς κύκλους. Θα αγωνιστεί εναντίον της συμμετοχής της χώρας μας στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Θα αντισταθεί στην καταλήστευση του εθνικού μας πλούτου από τα ξένα και εγχώρια μονοπώλια. Θα παλέψει εναντίον της καταβαραθρώσεως του βιοτικού επιπέδου των εργατών, των αγροτών και όλων των εργαζομένων, καθώς και των μεσαίων στρωμάτων.
Θα αντιδράσει με όλα τα μέσα εναντίον της φασιστικής διαπαιδαγώγησης της νεολαίας και δεν θ, ανεχτεί τη μετατροπή των ελληνικών σχολείων σε αντεθνικά και χιτλερικά προπαγανδιστικά κέντρα. Το Πατριωτικό Μέτωπο θα αγωνιστεί για τη σωτηρία της ζωής των δημοκρατικών ηγετών και των άλλων κρατουμένων αγωνιστών, που απειλείται άμεσα. Θα συμπαρασταθεί στους πολιτικούς κρατουμένους, τους καταδιωκόμενους και τις οικογένειές τους. Το Πατριωτικό Μέτωπο καλεί όλους τους πατριώτες: Καμιά συνεργασία, κανενός είδους συναλλαγή με τους λεπρούς παράνομους σφετεριστές της εξουσίας. Κανένας Έλληνας δωσίλογος. Αδιάλλακτη αντίσταση στο ετοιμαζόμενο φασιστικό Σύνταγμα. Το Πατριωτικό Μέτωπο θα αγωνιστεί για μια Ελλάδα πραγματικά ανεξάρτητη και φιλειρηνική που θα επιδιώκει φιλικές σχέσεις με όλες τις χώρες και δεν θα επιτρέπει σε καμιά ξένη δύναμη να καθορίζει την πολιτική της πατρίδας μας. Θα αγωνιστεί για την ανατροπή της φασιστικής δικτατορίας και τη δημιουργία κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα με αποστολή την άμεση αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας και πραγματικών δημοκρατικών ελευθεριών, την εξουδετέρωση των φασιστών κινηματιών και την προσφυγή στην ψήφο του κυρίαρχου Λαού.
Έλληνες και Ελληνίδες!
Μέσα στη θέλησή μας βρίσκεται το Σήμερα και το Αύριο της Ελλάδας. Εμπρός να συντρίψουμε την τυραννία. Εμπρός να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα.
Ζήτω η Δημοκρατία, η Ελλάδα, ο περήφανος Ελληνικός Λαός.
Το Εθνικό Συμβούλιο του Πατριωτικού Μετώπου
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ Α΄ – ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ & ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ
Θεοδωράκης Μίκης, Χρέος, τομ.1, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2011, σελ.67-73
(…)
Σάββατο 19 Αυγούστου 1967
Ημέρα κρίσιμη για την Αντίσταση.
Έχουμε αποφασίσει να περάσουμε σε μια καινούρια μορφή δράσης: τη διαδήλωση!
Αρχίζοντας από την πεταχτή -όπως λέμε- διαδήλωση, τη διαδήλωση-αστραπή. Έως σήμερα οι ομάδες κρούσης -ομάδες προπαγάνδας, όπως τις λέγαμε- είχαν μια σειρά θεαματικές επιτυχίες, κυρίως στο κέντρο της Αθήνας.
Μια μορφή δράσης ήταν τα πανό με συνθήματα της Αντίστασης.
Έπρεπε πρώτα απ’ όλα να επισημανθεί το κτίριο και να μελετηθεί σε όλες του τις λεπτομέρειες. Το πανό φτιαχνότανε κατά τμήματα, που τα συναρμολογούσαν επί τόπου. Κάρφωναν ή έδεναν τη μια του άκρη στο παραπέτο της ταράτσας και, όπως ήταν ρολό, το έδεναν με ένα σπάγκο. Μέσα στο ρολό έμπαιναν εκατοντάδες προκηρύξεις. Άναβαν ένα τσιγάρο, το περνούσαν μέσα στο σπάγκο και μετά κατέβαιναν στο δρόμο. Ύστερα από πέντε-έξι λεπτά η φωτιά του τσιγάρου έκαιγε τον σπάγκο και το πανό που συνήθως είχε μήκος περίπου πέντε μέτρα και πλάτος ενάμισι, έπεφτε και κάλυπτε την πρόσοψη της πολυκατοικίας. Ταυτόχρονα οι προκηρύξεις έκαναν τον κόσμο να σηκώνει τα μάτια του και να δει!
Η άλλη μορφή ήταν τα μαγνητόφωνα. Μια ομάδα, λόγου χάριν, ανακάλυψε ένα γραφείο άδειο απέναντι από τα Χαυτεία. Μπήκε μέσα, εγκατέστησε το μαγνητόφωνο και έβαλε το μεγάφωνο στο παράθυρο. Έτσι, επί ένα τέταρτο η συγκοινωνία είχε σταματήσει και ο κόσμος άκουγε το μήνυμα της Αντίστασης.
Τέλος, είχαμε αποφασίσει να περάσουμε σε μαζική παραγωγή εκρηκτικών, με σκοπό να μην αφήσουμε σε χλωρό κλαρί τη χούντα. Στον τομέα αυτό ήμαστε πολύ πίσω, γι’ αυτό θελήσαμε να οικοδομήσουμε επάνω σε γερές βάσεις.
Όμως η διαδήλωση αποτελεί πάντα μια προχωρημένη μορφή πάλης, γιατί σε εκθέτει άμεσα στα χτυπήματα του εχθρού. Εδώ οι πιθανότητες διαφυγής είναι μικρές. Πηγαίνεις για να συγκρουσθείς, και ίσως και να μείνεις επί τόπου.
Δώδεκα Λαμπράκηδες διαλέχτηκαν γι’ αυτή την πρώτη ξεχωριστή εκδήλωση. Το σχέδιο ήταν να κατεβούν σε δύο στοίχους την οδό Ερμού ακριβώς στις δώδεκα το μεσημέρι του Σαββάτου, δηλαδή την ώρα της πιο μεγάλης κίνησης.
Έτσι κι έγινε!
Στις δώδεκα ακριβώς οι δώδεκα Λαμπράκηδες κατεβαίνουν την οδό Ερμού. Ξαφνικά και οι δώδεκα μαζί αρχίζουν να φωνάζουν: «Κάτω η χούντα! Ζήτω η δημοκρατία!». Και μοιράζουν δεξιά και αριστερά προκηρύξεις.
Αυτή η εκδήλωση έπρεπε να κρατήσει ακριβώς δύο λεπτά. Όχι περισσότερο. Μετά ο καθένας θα προσπαθούσε να χαθεί μέσα στο πλήθος και στις παρόδους.
Έτσι κι έγινε!
Μονάχα που την τελευταία στιγμή κάποιος χαφιές έπιασε έναν Λαμπράκη. Αυτός άρχισε να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια. Έγινε κύκλος γύρω τους. Και ξαφνικά όλοι μαζί, ανάμεσά τους κι ένας φαντάρος, έπεσαν πάνω στον χαφιέ και ο Λαμπράκης ξεγλίστρησε!
Κυριακή 20 Αυγούστου 1967
Χθες το βράδυ δεν ήρθαν ο Λελούδας και ο Ιάσων.
Είμαι βέβαιος ότι ο αγώνας χρόνου με την Ασφάλεια έχει μπει στο τελικό στάδιο.
Ο Φιλίνης δεν εμφανίστηκε.
Όμως τώρα άλλαξα γνώμη: θα μείνω εδώ έως ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση σχετικά με τη δημιουργία της Νέας Αριστεράς.
Νιώθω ότι ο κίνδυνος με κυκλώνει.
Λοιπόν; Γιατί δεν ήρθαν τα παιδιά; Τι τους συνέβη; Μήπως πιάστηκαν; Και τώρα τους βασανίζουν;
Δεύτερον: γιατί δεν ήρθε ο Φιλίνης, αφού πήρε το μήνυμά μου και ξέρει ότι κινδυνεύω;
(Αργότερα έμαθα ότι, την ώρα που κατευθύνονταν προς το σπίτι μου τα παιδιά, ανακάλυψαν ξαφνικά ότι παρακολουθούνται. Όμως το ανακάλυψαν αργά, γιατί το αυτοκίνητό τους είχε πλησιάσει στην περιοχή μου. Όσον αφορά τον Φιλίνη, μου είπε, όταν βρεθήκαμε για λίγο μαζί στη φυλακή, ότι διαπίστωσε πως ήμουν κυκλωμένος και πως δεν είχε τρόπο ούτε νά ‘ρθει ούτε να με ειδοποιήσει.)
Κατά το απόγιομα η Σούλα με παρακαλεί να εγκατασταθώ στην πρόχειρη κρυψώνα μου, πίσω από το πιάνο.
«Γιατί έτσι ξαφνικά;» τη ρωτώ.
«Έρχεται σε λίγο ο Λάκης».
Πήρα το μαξιλάρι μου, μπήκα πίσω από το πιάνο, κάθισα σταυροπόδι κι άρχισα, όπως έκανα πάντα, να γράφω.
Ο Λάκης χαριεντίζεται στη βεράντα. Είναι δημοσιογράφος. Ο μπαμπάς του ευκατάστατος. Έχουν ωραίο σπίτι. Ο Λάκης παίζει πιάνο. Αγαπά την κλασική μουσική. Θέλει να συζήσουν με την κόρη της Μαρίας. Ο γάμος αργότερα. Βρήκαν κάποιο μικρό διαμέρισμα προς την πλατεία Κολιάτσου. Το βάφουν. Πότε θα είναι έτοιμο; Ο Λάκης επιμένει να εγκατασταθούν αμέσως. Το αργότερο αύριο! Πολύ περίεργος αυτός ο Λάκης.
Ακριβώς την ώρα που εγώ κρυβόμουν πίσω από το πιάνο, η Ασφάλεια χτυπούσε αλλού.
Από όσα έμαθα αργότερα, χτύπησαν συγχρόνως το σπίτι του Δρακόπουλου και της Σύλβας, καθώς και την Άννα Παπανικόλα με την ομάδα της.
Η Άννα Παπανικόλα βασανίστηκε πρώτη.
Δευτέρα 21 Αυγούστου 1967
Δουλεύω στο τυπογραφείο.
Στα διαλείμματα προσπαθώ να συντάξω την ύλη για το πρώτο τυπωμένο φύλλο της Νέας Ελλάδας. Συγχρόνως γράφω σε μικρές μαγνητοταινίες τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου μου Εμείς οι Έλληνες.
Νιώθω ότι η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Κι αν έρθει ο Φιλίνης; Τι θα κάνω; Θα φύγω μαζί του; Ή θα περιμένω για τη σύσκεψη; Υπάρχει και η άλλη λύση! Να ξεφύγουμε τώρα και αργότερα κάνουμε τη σύσκεψη.
Στέλνω τη γυναίκα του Τσούρμα να ειδοποιήσει τον Φιλίνη: «SOS».
Τίποτε άλλο. Αυτός θα καταλάβει.
Την ίδια ώρα η Ασφάλεια χτυπά το σπίτι του Λελούδα. Κλείνουν τη γυναίκα του μέσα στο σπίτι και βάζουν φρουρά. Αυτόν τον παίρνουν.
Η Ντόρα Λελούδα, ξαπλωμένη, έφαγε μπροστά στα μάτια του φρουρού της ένα ολόκληρο σημειωματάριό μου. Και με τα χέρια της έσπασε ένα-ένα τα στοιχεία της γραφομηχανής και τα πέταξε ένα-ένα στη λεκάνη του αποχωρητηρίου.
Στο μεταξύ, στην άλλη άκρη της Αθήνας, στα Νταμάρια, βασανίζουν τον άντρα της.
Η γυναίκα του Τάκη Τσούρμα γυρίζει άπρακτη. Δεν είναι βέβαιη αν ο Φιλίνης λάβει το μήνυμά μου. Η Μαρία ανεβαίνει με κόπο τις σκάλες. Είναι φοβερά κουρασμένη.
Σε λίγο η κόρη της με τον Λάκη θα ‘ρθουν να πάρουν τα πράγματά της. Θα κοιμηθούν για πρώτη φορά απόψε στο καινούριο τους διαμέρισμα.
Ξαναμπαίνω πίσω από το πιάνο. Νιώθω την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη.
Το αυτοκίνητο του Λάκη έστριψε τη γωνία.
«Μπορείς να βγεις» μου λέει η Μαρία.
Δεν έχω όρεξη για φαγητό. Κρύβω προσεκτικά τις μαγνητοταινίες. Ανεβάζω όλα τα τυπογραφικά στοιχεί στο πατάρι. Σχίζω κάθε χαρτί ενοχοποιητικό.
«Μήπως είχες κανένα μήνυμα από τον Λελούδα ή τον Ιάσονα;»
«Τίποτα. Φαίνεται πως τους κατάπιε η γης».
Βάζω πίσω από το πιάνο τα χειρόγραφα του βιβλίου μου και το σημείωμα για τη Νέα Αριστερά (τώρα βρίσκονται σε κάποιο ντουλάπι της Ασφάλειας).
Για μια στιγμή σκέφτομαι να φύγω μόνος. Όμως, πού να πάω; Και με τι μέσο; Όχι, είναι αδύνατο!
«Λες να έρθει ο Φιλίνης;» λέω στη Μαρία.
«Τόσο αργά; Δεν το συνηθίζει».
«Μαρία, αν έρθει η αστυνομία για καμιά ξαφνική έρευνα, μην ξεχάσεις να μπεις μέσα και να πλαγιάσεις στο κρεβάτι μου. Δεν πρέπει να βρουν δυο κρεβάτια, γιατί τότε χαθήκαμε».
Η Μαρία πλάγιαζε συνήθως σ’ έναν καναπέ έξω στη βεράντα, χωρίς σκεπάσματα.
Περασμένα μεσάνυχτα.
Χτυπήματα στην πόρτα. Πετάγομαι. Στο τζάμι σχηματίζονται πελώριες εφιαλτικές σκιές. Ανοίγω προσεκτικά την πόρτα της βεράντας. Η Μαρία κοιμάται. Της φωνάζω. Τίποτα. Κλείνω την πόρτα, μαζεύω όλα τα αντικείμενά μου και τρέχω πίσω από το πιάνο. Χτυπούν. Φωνάζουν. Ξαναβγαίνω. Ανοίγω την πόρτα της βεράντας. Ψιθυρίζω: «Σήκω, Μαρία». Εκείνη κοιμάται βαθιά. Βήματα γρήγορα στη σκάλα της βεράντας. Μόλις προφταίνω να κρυφτώ. Βρίσκουν τη Μαρία να κοιμάται στο ντιβάνι και μετά βλέπουν το κρεβάτι μου. «Ζεστάθηκα και βγήκα λίγο έξω» ακούω τη φωνή της. Γυρνούν σαν θηρία που διψούν για τροφή. Ψάχνουν παντού. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. «Παιδιά, τυπογραφείο…». «Τίνος είναι αυτή η στολή;» Ψάχνουν, ψάχνουν. Μετά σιωπή. Έφυγαν; Ή είναι παγίδα; Διπλωμένος, προσπαθώ να σκεπάσω το στήθος με τα χέρια για να μην ακουστούν οι χτύποι της καρδιάς μου. Η πόρτα ανοίγει. Βήματα ξανά. Κάποιος πλησιάζει σταθερά προς το πιάνο. «Να τος!» Σκύβει από πάνω μου. Τα μάτια του γουρλώνουν. «Παιδιά, ο Μίκης! Σήκω πάνω! Ψηλά τα χέρια!» Με το ‘να χέρι το πιστόλι, με το άλλο μου ξεσκίζει και κατεβάζει το πανταλόνι της πιτζάμας. Γυμνός. «Γονάτισε!» Δεν γονατίζω. «Χτύπα τον! Δέστε τον! Όχι, όχι. Τα χέρια πάνω. Τα χέρια μπρος. Όχι, πίσω. Δέστε τα πίσω! Σφιχτά. Να πονέσει. Έτσι. Σκύψε!». Όχι, δεν σκύβω. «Δεν υπάρχει υπεύθυνος εδώ;» λέω. «Εγώ είμαι, αστυνόμος Κολώνιας». «Τι άλλο θέλετε; Με πιάσατε. Συγχαρητήρια! Πέστε τους να ηρεμήσουν». Φέρνουν τη Μαρία. «Παρακαλώ, βάλτε μου το πανταλόνι». Μου βάζουν το χακί. «Ώστε ήσουν αξιωματικός, ε; Και μάλιστα συνταγματάρχης!». «Από μετριοφροσύνη» τους απαντώ. «Βάλτε του τα παπούτσια!» «Τι τα θέλει τα παπούτσια;» Η Μαρία σκύβει και μου δένει τα παπούτσια. Μου χαϊδεύει τα πόδια. «Λεβέντη μου» μου ψιθυρίζει. «Σ’ ευχαριστώ, Μαρία» της ψιθυρίζω και σκέφτομαι το μαρτύριό της. Φεύγουμε. «Μπείτε μπροστά! Όχι, πίσω. Πλάι. Μη μας φύγει. Πώς θα φύγει;» Γελούν. Πειράζονται. Κάνουν σαν μικρά παιδιά. Σκύβω. Πονώ. Μου κρατούν ψηλά τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα από τους καρπούς. Ένας με κλωτσά. Άλλος μου μπήγει το κλομπ στα πλευρά, στο στομάχι. «Θα δεις, θα γλεντήσουμε». Έξω ερημιά. Όχι. Αυτοκίνητο από κάτω. Ομάδα πιο κει. Απέναντι στο λόφο. Κίνηση. Ένας προβολέας. Στην Ιερά Οδό καμιόνια. Ο μανάβης έχει τα παντζούρια μισόκλειστα. Να με δει! Άραγε, με είδε κανείς; Τα σπίτια σιωπηλά, φοβισμένα, συμπάσχοντα. Ο δρόμος κατηφορίζει. Στο βάθος αυτοκίνητο. Όχι από δω. Αριστερά. Στα δέντρα. Δεξιά η Αθήνα. Η ιερή Αθήνα. Ψηλά ο Υμηττός. Πιο ψηλά ο μαύρος ουρανός. Τ’ αστέρια. Το φεγγάρι. «Μίκη, θα πεθάνεις». «Μίκη, ζεις τις τελευταίες σου στιγμές». «Μίκη, τι νιώθεις;» «Αηδία», τους λέω. «Μιλάτε ελληνικά. Έχετε έναν Θεοδωράκη και τον πάτε στο θάνατο».
Αναπνέω τον καθαρό αέρα. Δεν σκέφτομαι τίποτε πλην της ομορφιάς του έναστρου ουρανού. Το ασημένιο φως της σελήνης. Χαμογελώ. Είμαι περήφανος. Το τέλος είναι τέτοιο όπως το έζησα, όπως το ήθελα. Είμαι πάνω από την Αθήνα. Οι άλλοι τώρα κοιμούνται. Εγώ θα πεθάνω γι’ αυτούς. Μια μουσική τρελή μπαίνει με μιας σαν ξαφνικός βοριάς μέσα στη σκέψη μου. Είναι η τελευταία μου μουσική πάνω στο ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα! «Στην άκρη εκεί του ποταμού, τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του». Όπως κι εκείνος. Νύχτα. Οι άλλοι κοιμούνταν. Εκείνος μετρούσε τ’ αστέρια. Και πέθανε. «Εδώ θα πεθάνεις. Εδώ. Όχι, πάρτε τον από δω!» Αλλού. Κατηφορίζουμε. Το αυτοκίνητο. Το κόκκινο Έμ Τζι. Σημαδιακό. Με μετέφερε από σπίτι σε σπίτι. Τώρα με μεταφέρει στο θάνατο. Άραγε, πιάστηκε ο Ιάσων;
«Βάλ’ του μια κουκούλα!» Με πιέζουν με τα κλομπ στο στομάχι, στην κοιλιά, στα αχαμνά. Τα χέρια πίσω στρίβουν. Τα κόκαλα πάνε να βγουν. Εγώ σκέφτομαι. «Κρίμα» λέω μέσα μου. «Το τέλος δεν θα ‘ναι τόσο ρομαντικό! Τόσο απλό. Θα σε χτυπήσουν, θα σε γδάρουν, θα σε κάψουν, θα σε κάνουν κομματάκια. Κι όταν παραδώσεις την ψυχή, η μορφή σου θα ‘χει χαθεί για πάντα από τους βασανιστές. Ίσως σου βγάλουν τα μάτια. Θα πεθάνεις στο σκοτάδι. Ίσως σε πνίξουν μέσα σε περιττώματα. Σαν αρουραίο. Θα σου βγάλουν τα νύχια. Θα πονέσεις. Θα πονέσεις φριχτά. Δίχως τέλος. Δίχως έλεος. Θα παρακαλείς το θάνατο να ρθει. Λυτρωτής». Στάση. Ξεκίνημα. Νέα στάση. Μουρμουρίσματα. Γελάκια. Φεύγουμε. Άλλη στάση. Διαταγή. Φεύγουμε. Στάση. «Κατέβα!» Με κατεβάζουν. Δεν βλέπω. Πονώ τρομερά. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια. Τώρα ξέρω. Θα με ρίξουν από ταράτσα. Το κενό. Και μετά… Να το κενό. Όχι ακόμα. Με σπρώχνουν. Κενό; Όχι. Ανεβαίνω. Ανεβαίνω. Μου κόβεται η ανάσα. Θέλουν να με ρίξουν από ψηλά. Να διαλυθώ. Θα γίνω συντρίμμια. Η μορφή μου θα χαθεί. Για πάντα. Τότε ήρθαν σαν αστραπή η Μαργαρίτα, ο Γιώργος, η Μυρτώ. Η μάνα μου δεν θα ξαναδεί το πρόσωπό μου. Κενό. Όχι. Ανεβαίνω. Δεν θα με πλύνουν. Δεν θα με χαϊδέψουν. Δεν θα με φιλήσουν νεκρό. Έστω νεκρό. Σκαλοπάτια. Κενό; Όχι, πλατύσκαλο. Θα μείνει η θύμηση. «Αντίο, μάνα. Αντίο, πατέρα. Γυναίκα. Παιδιά». Με σπρώχνουν. Είμαι ήρεμος. Σταματούν. Μαντεύουν τη σκέψη μου. Γελούν. «Κάτσε» μου λένε. Μου βγάζουν την κουκούλα. Ανασαίνω. Μπαίνει ο Λάμπρου.
«Γεια σου, Μίκη. Μας κούρασες. Βρίσκεσαι στη Γενική Ασφάλεια. Τώρα θα ξεκουραστείς. Το Κουκουέ σ’ έδωσε».
Αρχίζει η γνωστή ασφαλίτικη μεθοδολογία…
Στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών οδός Μπουμπουλίνας
Θεοδωράκης Μίκης, Χρέος, τομ.1, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2011, σελ.83-86
(…)
21 Αυγούστου 1967 ώρα έξι το πρωί
Ανοίγει το κελί. Ο Λάμπρου. Φρουροί.
«Ακολουθήστε» μου λένε.
Οι διάδρομοι είναι γεμάτοι αστυνομικούς. Είμαι ημίγυμνος. Φορώ μονάχα ένα στρατιωτικό πανταλόνι και παπούτσια. Με οδηγούν στο βάθος του διαδρόμου. Στο κελί αριθμός 4. Είναι αρκετά ευρύχωρο (πρώην γραφείο), με μεγάλο παράθυρο που βλέπει στο φωταγωγό. Έξω από τα κλειστά χρωματισμένα τζάμια διακρίνω σίδερα. Στην πόρτα ο «ιούδας» (η τρύπα της πόρτας του κελιού, απ’ όπου παρακολουθούσαν τους κρατούμενους) είναι σκεπασμένος μ’ ένα ξύλο. Κάτω μωσαϊκό. Στη μέση μια καρέκλα. Δυο φρουροί μένουν μπροστά στη μισανοιγμένη πόρτα. Άλλοι δυο μένουν μαζί μου. Ο Λάμπρου τους λέει:
«Δεν μιλάμε στον κρατούμενο. Ο κρατούμενος μπορεί να κάθεται στην καρέκλα ή να περπατά. Αν ζητήσει νερό, του δίνετε. Αν θέλει να πάει στο μέρος, τότε τον συνοδεύετε, μπαίνετε μαζί του μέσα. Δεν τον αφήνουμε ούτε στιγμή από τα μάτια μας».
Οι φρουροί διαφέρουν μεταξύ τους. Μερικοί είναι άγριοι ή σκληροί. Εν τούτοις οι περισσότεροι με αντιμετωπίζουν μάλλον με συμπάθεια. Όσο περνάνε οι μέρες, γίνονται περισσότερο ευγενικοί. Ωστόσο, η απομόνωση είναι τέλεια. Προσπαθώ να βρω τις αιτίες που οδήγησαν στη σύλληψή μου. Τα λάθη. Τις παραλείψεις. Πώς φτάσανε; Από πού φτάσανε; Ποιους πιάσανε; Η Μαρία πιάστηκε μαζί μου. Με μεταφέρανε με το αυτοκίνητο του Ιάσονα. Άρα πιάστηκε κι αυτός. Όμως πιάστηκαν τάχα οι άμεσοι φίλοι και συνεργάτες του; Ένα βράδυ ακούω στην τουαλέτα γυναικείες φωνές. Κάποια μιλάει για την κόρη της που βρίσκεται στη Φιλοθέη. Ρωτάω τον φρουρό. Μου λέει πως πρόκειται για πορτοφολούδες.
«Κι όμως, μιλάνε πολύ ευγενικά» παρατηρώ.
«Έτσι είναι όλες αυτές. Αν τις δεις, νομίζεις ότι είναι της αριστοκρατίας».
Τον πίστεψα, γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ από πού θα μπορούσαν να φτάσουν στης Σύλβας Ακρίτα. Άλλωστε, είχαμε έγκαιρα φροντίσει να τη βγάλουμε από τον κύκλο μας στέλνοντάς την για μπάνια στη Βουλιαγμένη. Αυτό πιστεύαμε.
Μετά από τέσσαρες-πέντε μέρες ήρθε ο Λάμπρου. Κάθισε σταυροπόδι στο πλευρό μου.
«Σήμερα όλοι μας είμαστε σοσιαλιστές» μου λέει. «Πάντως ομολογώ ότι μας παίδεψες, Λάμπρο» -έκανε πως του ξέφυγε-, «Μίκη, θέλω να πω».
Το «Λάμπρος» ήταν ένα από τα ψευδώνυμά μου. Σε ποιο σπίτι το είχα πει; Α, ναι! Εκεί! Άρα, τους έχουν πιασμένους κι αυτούς. Όμως, πώς; Έκανα πως δεν κατάλαβα. Ωστόσο, το μάτι μου άστραψε. Και εκείνος διέκρινε την αστραπή. Βεβαιώθηκε.
Μια άλλη μέρα ξανάφτασε με έναν γραμματέα.
Στην ερώτηση «τι γνωρίζεις για το Μέτωπο», απάντησα ότι είμαι ένας από τους ηγέτες του. Ότι σκοπός του είναι να ανατρέψει την τυραννία και να επαναφέρει τη χώρα στη συνταγματική τάξη. Και επανέλαβα τους βασικούς στόχους του αγώνα.
Στην ερώτηση «με ποιους συνεργάζεσαι και πώς βρέθηκες στο σπίτι όπου σε συλλάβαμε», απάντησα ότι γνώριζα το σπίτι αυτό. Μου είχε μιλήσει κάποτε κάποιος φίλος μου εδαϊτης και το είχα επισκεφθεί πριν από το πραξικόπημα. Το πρωί της δικτατορίας πήρα ταξί και πήγα εκεί κατ’ ευθείαν. Οι γυναίκες (της οικογένειας Τσούρμα) φοβήθηκαν, όμως τις φοβέρισα και τις πλήρωσα καλά. Μετά ήρθα σε επαφή με τους ανθρώπους μου.
«Ποιους;»
«Αυτό δεν μπορεί να σας ενδιαφέρει».
Αυτή περίπου ήταν η πρώτη μου κατάθεση.
Τότε ο Λάμπρου μου μίλησε ξαφνικά για τη Ρηνιώ Παπανικόλα, δηλαδή για ένα από τα πρώτα κρησφύγετά μου, με τα οποία είχα κόψει κάθε επαφή. Άρα, το μαχαίρι είχε φτάσει πολύ βαθιά.
Μετά από είκοσι μέρες περίπου, μου άνοιξαν το παράθυρο. Τότε διέκρινα στην απέναντι τζαμαρία τις σκιές των γυναικών που βρίσκονταν στο διπλανό κελί. Άκουσα τις φωνές τους. Μερικές φορές τραγουδούσαν. Από τα κάτω κελιά άκουγα γνωστές ανδρικές φωνές. Τέλος, μια μέρα που έβγαινα από κάποιο γραφείο, είδα στο βάθος του διαδρόμου τη Σύλβα. Βεβαιώθηκα έτσι ότι δεν έμεινε κανείς.
Επάνω στο μήνα νέα ανάκριση. Τη φορά αυτή είναι ένας λοχαγός της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Κατηγορητήριο, η «Δήλωσή» μου της 23.4.1967. Παραπομπή με το νόμο 509. Υπαγορεύω στον γραμματέα την κατάθεσή μου και αυτός, καθώς την γράφει, τρέμει.
«Πας κατ’ ευθείαν για τουφέκι» μου λέει ο λοχαγός. «Κρίμα, γιατί είσαι μεγάλος μουσικός».
Πάντα το ίδιο τροπάριο.
Προηγείται η επίσκεψη του Σάββα Κωνσταντόπουλου. Τον συνοδεύει ο Παπασπυρόπουλος, διοικητής της Ασφάλειας.
«Θα ‘σαι ευχαριστημένος που έγινε η Ελλάδα φυλακή» του λέω.
Ανασαίνει βαθιά και μου απαντά:
«Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος και πρέπει να δούμε πώς θα ξεμπλέξουμε χωρίς να υποστούμε εθνική καταστροφή».
«Μιλάς σωστά» του απαντώ, «και χαίρομαι μονάχα για ένα πράγμα: που δεν χύθηκε ακόμη αίμα».
«Αυτό πρέπει να το αποφύγουμε με κάθε θυσία κι εδώ η συμβολή σου μπορεί να είναι μεγάλη».
«Νομίζω πως ό,τι έγινε έγινε. Ας γυρίσουν με το μαλακό στους στρατώνες τους, πριν να είναι πολύ αργά.
«Θα ρθω να τα πούμε ξανά».
Κατεβήκαμε μαζί στο γραφείο του διοικητή. Στους διαδρόμους κόσμος. Μέσα στο δωμάτιο φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφοι.
Ήθελαν να δουν αν είμαι ζωντανός! Είμαι στο πόστο μου! Στην πρώτη γραμμή της μάχης! Μέσα στη φοβερή Μπουμπουλίνας. Παλεύω. Πιστεύω. Είμαι αισιόδοξος. Είμαι χαρούμενος. Γιατί η αγάπη σου, ελληνικέ λαέ, με γεμίζει πάνω απ’ όλα με ΧΡΕΟΣ. Τα κατάφερα! Έκανα, κάνω και θα κάνω το Χρέος μου. Για σένα. Αυτά σκεφτόμουν καθώς κατέβαινα τις σκάλες και περνούσα τους διαδρόμους της Ασφάλειας. Αυτά σκεφτόμουν όσο χαμογελούσα μπροστά στο φακό.
Και σκέψου πόσοι βρέθηκαν να με κατηγορήσουν γι’ αυτό το χαμόγελο!
Θεέ μου, και τι να πρωτοσκεφθεί κανείς μέσα σ’ αυτόν τον παραμορφωμένο κόσμο όπου μας κατάντησε ο θερμοκαυστήρας της δικτατορίας!