skip to Main Content

Η ιστορία ξεκινά το 1971. Ο Μίκης Θεοδωράκης, όπως γράφει στο βιβλίο του «Μελοποιημένη Ποίηση» τόμος Β΄- «Το 1971 επισκέφθηκα τη Χιλή ύστερα από πρόσκληση της κυβέρνησης Aλιέντε. Ήμουν τότε Πρόεδρος του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου. Σε μια συναυλία στην πόλη Βαλπαραΐζο, μια ομάδα νέοι Χιλιανοί συνθέτες παρουσίασαν την εργασία τους πάνω στην ποίηση του Πάμπλο Νερούδα. Μιλώντας μαζί τους στα παρασκήνια, μετά το τέλος της συναυλίας, τους υποσχέθηκα να δώσω κι εγώ στη Χιλή σ’ ένα χρόνο τη δική μου μουσική άποψη για το “CANTO GENERAL”.

Φωτο: Πάμπλο Νερούδα, Σαλβατόρ Αλιέντε  – Πάνω: Μίκης Θεοδωράκης, Πάμπλο Νερούδα Παρίσι 1971

Την άλλη μέρα, σε γεύμα που παρέθεσε στο σπίτι του ο Σαλβατόρ Αλιέντε σε μένα και τον Τάκη Λαμπρία πρόσφερε πανευτυχής τους δύο τόμους του “CANTO GENERAL” και γυρίζοντας στο Παρίσι συνέθεσα τη μουσική για το πρώτο και δεύτερο ποίημα, το “AMOR AMERICA” (“Αγάπη Αμερική”) και τις “VEGETACIONES” (“Βλαστήσεις”) . Το ίδιο καλοκαίρι πήγαμε οικογενειακώς στο Cap d’ Agde πάνω στη Μεσόγειο. Ενα μέρος που μου θύμιζε έντονα την Ελλάδα. Εκεί συνέχισα τη σύνθεση ακολουθώντας τη σειρά του Νερούδα. Έτσι μέσα σε λίγες μέρες είχα σχεδιάσει τα “ALGUNAS BESTIAS” (“Μερικά τέρατα”), “VIEVEN LOS PAJAROS” (“Έρχονται τα πουλιά”), “LIBERTADORES” (“Απελευθερωτές”), “AMERICA INSURRECTA” (“Ανυπότακτη Αμερική”), “VOY A VIVIR” (“Θα ζήσω”) και “A MI PARTIDO” (Αφιερωμένο στο Κόμμα μου). Επιστρέφοντας στο Παρίσι, βρέθηκα και πάλι μπλεγμένος μέσα στην έντονη αντιστασιακή, πολιτική και καλλιτεχνική δράση. Καθαρόγραψα απλώς το μελωδικό υλικό και το άφησα πάνω στο πιάνο.

Εκείνο τον καιρό κάλεσα τον Γιάννη Διδίλη να φύγει από την Ελλάδα και να ‘ρθει κοντά μου για να μπει επικεφαλής στη λαϊκή μου ορχήστρα. Δίναμε τότε τη μια συναυλία μετά την άλλη στην Ευρώπη, στην Αυστραλία, στην Αμερική. Παράλληλα, μπαίναμε κάθε τόσο στα διάφορα στούντιο για δίσκους είτε για τηλεοπτικά φιλμ και εκπομπές. Επρεπε να έχω κάποιον δίπλα μου που να γνωρίζει και να αγαπά τη μουσική μου καλύτερα κι από μένα. Κι αυτός δεν ήταν άλλος παρά ο Διδίλης. Εφτασε, λοιπόν, μια μέρα στο Παρίσι. Το πρώτο κιόλας βράδυ θέλησε ν’ ακούσει όλη την εργασία μου από τον καιρό που χωρίσαμε, δηλαδή από τις 20 Απριλίου του 1967… Όταν κάποτε έφτασα στα σχέδια του “CANTO GENERAL”, με ρώτησε τι σκοπεύω να τα κάνω. “Τίποτα”, του είπα. “Όπως βλέπεις, πνίγομαι στη δουλειά”.

– Τότε θα τα διδάξω εγώ στην ορχήστρα και τους τραγουδιστές. Αυτό είναι το ωραιότερο έργο σου…

Είχαμε τότε στην ορχήστρα μας τρία μπουζούκια, τους Θανάση Σαρέλλα, Αχιλλέα Κωστούλη και Αντώνη Πολεμίτη, δύο κιθάρες, τον Νίκο Μανιάτη και τον Νίκο Μωραΐτη, το κοντραμπάσσο και τα κρουστά – ο Gerard Berlioz – ήταν Γάλλοι και διάβαζαν νότες. Ομως όλοι οι υπόλοιποι δεν ήξεραν σολφέζ. Τραγουδιστές η Μαρία Φαραντούρη, η Αρια Σαϊγιονμάα και ο Πέτρος Πανδής. Κάθισε λοιπόν μπροστά στο πιάνο του ο Διδίλης. Και για τρεις τουλάχιστον μήνες δεν βγήκε από το σπίτι του. Κατάφερε στο τέλος να διδάξει φράση φράση ένα έργο πολυρυθμικό και από μια άποψη “ανώμαλο” για έναν λαϊκό οργανοπαίχτη. Ακόρντα δύσκολα με συνεχείς αλλαγές. Μελωδίες και κόντρα μελωδίες. Κι όλα αυτά οι μουσικοί τα ‘μαθαν με το αυτί. Απ’ έξω.

Το επόμενο καλοκαίρι του 1972, βρισκόμαστε πάλι στο Cap d’ Agde. Σε 15 μέρες θα φεύγαμε για Ισραήλ. Τυνησία και στη συνέχεια για Νότιο Αμερική… Εκεί, λοιπόν, στο μέρος όπου ένα χρόνο πιο πριν είχα σχεδιάσει το έργο. Πήρα στα χέρια μου τους μουσικούς που τόσο καλά είχε προετοιμάσει ο Γιάννης Διδίλης. Ξεκινήσαμε με το “AMOR AMERICA” που έλεγε η Φαραντούρη, το “VOY A VIVIR” ο Πανδής και τις “VEGETACIONES” η Σαϊγιονμάα. Στο Ισραήλ παρουσιάζαμε τα μέρη πειραματικά, ένα ένα. Συγχρόνως δουλεύαμε και άλλα. Τους “LIBERTADORES” με την Μαρία, το “AMERICA INSURRECTA” με τον Πέτρο, το “VIENEN LOS PAJAROS” με την Αρια. Ετσι φτάνοντας στο Μπουένος Αϊρες, μπορέσαμε να δώσουμε μια πρώτη πλήρη σειρά από το “CANTO”. Το χειμώνα του 1972 πάλι στο Παρίσι ένα πρωινό ήρθε η Αρια στο σπίτι. Μου διάβασε τη μετάφραση του “UNITED FRUIT”. Κάθισα αμέσως κι έγραψα τη μουσική και σε λίγο στις συναυλίες, στην Αυστραλία, το τραγουδούσε η Σαϊγιονμάα.

Πάλι στο γυρισμό, στο Παρίσι, καλέσαμε τον Πάμπλο Νερούδα στο στούντιο που δουλεύαμε στη Rue Poliveau να ‘ρθει ν’ ακούσει το έργο του. Ηρθε με τη γυναίκα του. Κάθισαν ήσυχα σε μια γωνιά και παρακολούθησαν κατανυχτικά την πρόβα.

Την άλλη μέρα με κάλεσε στη Χιλιανή πρεσβεία. Ήταν πρεσβευτής. Φάγαμε συζητώντας κυρίως για το “CANTO”. Φαίνεται ότι η δουλειά μου του άρεσε. Γι’ αυτό πήρε έναν τόμο δεμένο πράσινο και με πράσινο μολύβι μου έκανε μια πολύ κολακευτική αφιέρωση. Μετά μου λέει:

– Θα ‘θελα πολύ να μελοποιήσεις αυτό κι αυτό το ποίημα, και πλάι στους τίτλους έβαζε σταυρούς… Για να γίνει ένα έργο ποιητικά ολοκληρωμένο.

Έτσι ξαναστρώθηκα στη δουλειά σχεδιάζοντας τη μουσική στο “EMILIANO ZAPATA” και “LAUTARO και SANDINO”. Όμως έπρεπε να ξαναφύγουμε – θέρος του 1973 – για τη Νότια Αμερική. Στο μεταξύ, η Αφροδίτη Μάνου είχε αντικαταστήσει τη Σαϊγιονμάα και από το “CANTO” έλεγε, εκτός από τα τραγούδια της Άριας, και το “ALGUNAS BESTIAS”. Κάποιο πρωινό μού τηλεφώνησε ο Νερούδα. Πήγα αμέσως στην πρεσβεία.

 

– Πρέπει να φύγω για τη Χιλή. Ο Αλιέντε μού είπε ότι υπάρχουν προβλήματα και ότι η παρουσία μου θεωρείται απαραίτητη… Αποχαιρετιστήκαμε με την υπόσχεση ότι θα ιδωθούμε σε λίγες βδομάδες στη Χιλή. Λίγο αργότερα, ο ιμπρεσάριός μου στο Παρίσι, Norbert Gamsohn, είχε ένα σήμα από τον Νερούδα. Ζητούσε την… άδεια να πάρει μέρος στις συναυλίες μας στη Νότιο Αμερική. Απαντήσαμε αμέσως με ενθουσιασμό και δώσαμε το πρώτο μας ραντεβού στο τεράστιο λούνα παρκ στο Μπουένος Αϊρες. Οταν φτάσαμε, το κλειστό στάδιο είχε πουληθεί για μια βδομάδα. Όμως, ο Νερούδα δεν ήταν εκεί. Δώσαμε στο πρώτο μέρος του προγράμματος τα 7 μέρη από το “CANTO GENERAL” με θριαμβευτική επιτυχία. Αμέσως μετά τον πήρα τηλέφωνο. Βρισκότανε στο σπίτι του στην ISLA NEGRA – Μαύρο Νησί – στις ακτές της Χιλής. Ήταν η τελευταία φορά που άκουγα τη φωνή του.

– Το έργο μας είχε θριαμβευτική επιτυχία.

– Να μου στείλεις την ηχογράφηση.

– Ο κόσμος φώναζε τ’ όνομά σας. Γιατί δεν ήρθατε;

– Με συγχωρείτε πολύ. Ομως οι ρευματισμοί με έχουν ρίξει στο κρεβάτι. Σας υπόσχομαι την άλλη βδομάδα να είμαι στο Στάδιο του Σαντιάγο. Θα απαγγείλω…

Λίγο πριν φύγουμε για τον επόμενο σταθμό μας, στη Χιλή, μου τηλεφώνησε ο Τρέγιες, προσωπικός γραμματέας του Αλιέντε:

– Δεν πρέπει να ‘ρθείτε τώρα. Εχουμε μερικά μικρά προβλήματα που θα τα ξεπεράσουμε. Θα σας περιμένουμε μετά ένα μήνα…

Έτσι φύγαμε για τη Βενεζουέλα και εκεί μας ήρθε η είδηση για τη σφαγή στο Σαντιάγκο».

Πέρασαν λίγες βδομάδες η μέρες, δεν θυμάμαι, και βρισκόμασταν στο Μεξικό, όταν μάθαμε την καινούρια συμφορά: ΠΕΘΑΝΕ Ο ΝΕΡΟΥΝΤΑ.

Την ίδια μέρα πήραμε μέρος στην τε­ράστια πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο της πόλης και από το ίδιο βράδυ εγκαινιάζαμε στο θέατρο της Όπερας μια καινού­ρια σειρά συναυλιών αφιερωμένων τόσο στην Ελλάδα -πού υπήρχε ακόμα η Χούντα- όσο και στη Χιλή. Και πιο ειδικά στη μνήμη του μεγάλου ποιητή και επαναστά­τη.

Είχαμε παίξει έτσι το CANTO GENE­RAL στην πρώτη του μορφή, δηλαδή με συνοδεία λαϊκής ορχήστρας, δεκάδες φο­ρές σε δεκάδες χώρες. Έτσι σιγά σιγά ωρίμασε μέσα μου η ανάγκη να καταπια­στώ κι εγώ σοβαρά μαζί του για να του δώσω την τελική του μορφή. Το χειμώνα του 1973 προς ’74, πάντοτε στο Παρίσι, άρχισα την ενορχήστρωση. Περιέργως, στα πρώτα 7 μέρη που δούλεψα δεν είχα συμπεριλάβει το AMOR AMERICA.

Έχοντας πάντα κατά νου τον εφιάλτη του κόστους που απαιτεί μια μεγάλη ορχήστρα, προσπάθησα να περιοριστώ στον ελαχιστότερο δυνατόν αριθμό μου­σικών και φυσικά στο ίδιο σύνολο οργά­νων για όλα τα μέρη. Κάνοντας όλες τις πιθανές επιλογές κατέληξα στη χορωδία, τα 2 πιάνα, τις 3 κιθάρες, το κοντραμπάσο και στους 6 κρουστούς που ο καθένας παίζει φυσικά πλήθος κρουστών οργάνων. Στην ενορχήστρωση των πρώτων 7 κομματιών μεταχειρίστηκα 3 μπουζούκια. Ενώ στην ενορχήστρωση των υπόλοιπων 6, τα αντικατέστησα με 3 φλάουτα, μιας και στο εξωτερικό δύσκολα βρίσκεται μπουζούκι. Άλλωστε στο δίσκο με τη φωνοληψία που κάναμε στο Μόναχο στα 1981 με τους Σουηδούς, τα 3 φλάουτα παίζουν σε όλο το έργο. Δηλαδή δεν υπάρχουν καθόλου μπουζούκια. Έτσι υπάρχει ένα εντελώς διαφορετικό άκουσμα από τους προηγού­μενους δίσκους. Το περίεργο είναι ότι στη συναυλία αυτή που ηχογραφήθηκε το πλήρες έργο (MINOS) συμμετείχε και ο Λάκης Καρνέζης με το μπουζούκι του. Όμως ο Γερμανός ηχολήπτης ξέχασε ν’ ανοίξει το μικρόφωνό του!..

Τον Σεπτέμβριο του 1974 παίχτηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι στη Γιορτή της Ουμανιτέ τα 4 πρώτα μέρη με σολίστ τη Μαρία Φαραντούρη. τον Πέτρο Πανδή και τον Λάκη Καρνέζη, και με τη συμμετοχή της Εθνικής Χορωδίας της Γαλλίας (διευ­θυντής ο Ζακ Γκριμπέρ) και ορχήστρα από Γάλλους μουσικούς με σολίστ στο πιάνο τον Αλμπέρτο Νιούμαν. Με τους ίδιους μουσικούς και σολίστ, το CANTO GENERAL παίχτηκε το θέρος του 1975 στην Ελλάδα. Στα στάδια Καραϊσκάκη Παναθηναϊκού Καυταντζόγλειο και Πα­ναχαϊκής. Εκεί έγινε και η φωνοληψία άθλος στο ύπαιθρο από τον Γιάννη Σμυρναίο (μόνο τα εφτά πρώτα τραγούδια. MINOS).

Mikis Theodorakis – Maria Farantouri – Premiere Canto General – Paris 1974 – Vegetaciones

Έπρεπε να φτάσουμε στο χειμώνα του 1980 προς ‘81, πάλι στο Παρίσι, για να ολοκληρώσω τη σύνθεση και ενορχήστρωση στα υπόλοιπα πέντε μέρη του CANTO: AMOR AMERICA. SANDINO. LAUTARO, ZAPATA, A MI PARTIDO και φυσικά και το REQUIEM στον PABLO NERUDA, που με τους λίγους στίχους που έγραψα στη μνήμη του μεγάλου ποιητή, νομίζω ότι δί­νω όλη μου τη φιλοσοφία -και πίκρα για την υποβάθμιση και υποταγή των σύγχρο­νων πνευματικών αξιών στις τρομερές εξουσίες.

Είχα την τύχη να βρω την καταπληκτι­κή χορωδία St. Jacobs της Στοκχόλμης με διευθυντή τον Stefan Skold, κι αυτό χάρη στη μεγάλη αγάπη που δείχνει για το έργο μου ο Ingemar Rhedin -μεταφραστής στα σουηδικά του Άξιον Εστί στον όποιο οφείλεται και η προηγούμενη εκτέλεση του CANTO και του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ από την επί­σης σουηδική χορωδία του Collegium Musicum.

Με βοηθό και συν-μαέστρο τον προικι­σμένο ‘Έλληνα διευθυντή ορχήστρας Αλέ­ξανδρο Μυράτ ξεκινήσαμε για τη Στοκ­χόλμη. Εκεί, ύστερα από πρόβες που βά­σταξαν δυο βδομάδες, κάναμε την πρώτη συναυλία στο LUNA PARK και μετά μπή­καμε σε δυο πούλμαν που μας πήγαν στην καρδιά της Ευρώπης. Τα εκατό αγόρια και κορίτσια της χορωδίας, οι 15 μουσικοί, οι 2 σολίστ, οι 3 μαέστροι, τεχνικοί, ηχολήπτες, διοικητικοί… Ήταν τα πούλμαν της μου­σικής, της ειρήνης και της φιλίας, όπως τα ονομάζαμε.

Στοκχόλμη, Μάλμε, Αννόβερο, Αμβούργο, Βερολίνο, Στουτγάρδη, Μόναχο, Μάιντς, Βρυξέλλες, Παρίσι, Λυών…

Σέ μια από αυτές τις συναυλίες, στο Μόναχο, στο Olympia Halle, έγινε και η φω­νοληψία αυτή που κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε δίσκο στην Αθήνα.

Στο μεταξύ, στην ολοκληρωμένη του μορφή, το CANTO δόθηκε από τη χορωδία και ορχήστρα της Ραδιοφωνίας στο Βερο­λίνο (DDR). Καθώς και στην Αβάνα και στη Νικαράγουα, από ένα σύνολο κουβα­νέζικων χορωδιών, και στις αρχές του Δε­κέμβρη στο Ελσίνκι από τη χορωδία και την ορχήστρα της τηλεόρασης με σολίστ την Άρια Σαϊγιονμάα.

Το CANTO GENERAL είναι αφιερωμένο στη μνήμη του μεγάλου φίλου μου και συνεργάτη Γιάννη Διδίλη. Γιατί χωρίς αυτόν ίσως βρισκόταν ακόμα θαμμένο ανάμεσα στις μουσικές σημειώσεις που περιμένουν κάποιο χέρι να τις ανασύρει στο φως.

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

 

CANTO GENERAL

Pablo Neruda) (μετάφραση Δανάης Στρατηγοπουλου)

Σύνθεση: 1972, Γαλλία

Πρώτες Ηχογραφήσεις:

1975, Στάδιο Καραϊσκάκη, Μαρία Φαραντούρη Πέτρος Πανδής, Εθνική Χορωδία Γαλλίας (διευθυντής: Jacques Grimbert). Κρουστά Στρα­σβούργου, Alberto Νewman (πιάνο), Ντόρα Μπακοπούλου (πιάνο), Ευάγγελος Άσημακόπουλος (κλασική κιθάρα), Λίζα Ζώη (δωδεκάχορδη κιθάρα), Λαϊκή Ορχήστρα: Γιάννης Διδίλης, Λάκης Καρνέζης, Χρηστός Κωνσταντίνου, πρόλογος: Μάνος Κατράκης, MINOS.

1975, Μ. Φαραντούρη Π. Πανδής, Estero.

1975, Μ. Φαραντούρη Π. Πανδής, Pathe Marconi, EMI

1975, Μ. Φαραντούρη Π. Πανδής, RCA (Greece)

«Το έργο που ένωσε δύο λαούς»

Δημοσίευμα του ΒΗΜΑτος στις 15 Ιουλίου 2012,

2 Απριλίου 1993. Στο εξοχικό του Πάμπλο Νερούδα στο Ισλα Νέγκρα της Χιλής, τα κύματα του Ειρηνικού που σκάνε στην ακτή μεταφέρουν το βουητό τους στην αυλή. Ο επισκέπτης Μίκης Θεοδωράκης χτυπά την πρώτη από τις έξι καμπάνες που είναι κρεμασμένες σε ξύλινα δοκάρια με φόντο τον Ειρηνικό. Μετά χτυπά τη δεύτερη, την τρίτη, μέχρι που φτάνει στην τελευταία. «Περίεργο, ο ήχος που έβγαλαν οι καμπάνες είναι σε λα ματζόρε, ακριβώς όπως σε λα ματζόρε «ξεσπάει» και η μουσική μου στο κομμάτι του «Canto General»: «Η επιστροφή των πουλιών»» λέει.

Οι τάφοι του ζεύγους Πάμπλο και Ματίλντε Νερούδα βρίσκονται στον υπαίθριο, σχετικά μεγάλης έκτασης, χώρο του σπιτιού. Ο έλληνας συνθέτης και οι τραγουδιστές που τον συνοδεύουν – θα έδινε εκεί συναυλία με το «Canto General» – αποθέτουν λουλούδια σε αυτούς, ενώ από τα μεγάφωνα ακούγεται η «Επιστροφή των πουλιών». Τότε, μια κυρία που παρακολουθεί την εκδήλωση πλησιάζει τον Μίκη και του λέει ότι την ώρα που ακουγόταν η μουσική έπεσε μπροστά στα πόδια της ένα πουλί. Πολλές οι συμπτώσεις μέσα σε μία μόνο ημέρα. «Μόνο με τον Απόλλωνα εξηγούνται αυτά τα πράγματα» σχολιάζει ο Μίκης.

Την ιστορία αυτή τη γνωρίζω τόσο από τον ίδιο τον συνθέτη όσο και από την ανάγνωση του βιβλίου «Μίκης Θεοδωράκης – Ο οικουμενικός» του Κώστα Σερέζη (εκδόσεις Καστανιώτη). Πάντως η σχέση του Θεοδωράκη με τον Νερούδα και τη Χιλή μάς γυρίζει πολύ περισσότερα χρόνια πίσω, στο Παρίσι του 1972, όταν ο νομπελίστας χιλιανός ποιητής έδινε το «παρών» στην πρώτη ηχογράφηση του «Canto General», που έγινε σε παρισινό στούντιο. Εναν χρόνο αργότερα το έργο είχε προγραμματιστεί να παρουσιαστεί στη Χιλή του Σαλβαδόρ Αλιέντε σε μια συναυλία αφιερωμένη στον αγώνα του ελληνικού λαού κατά της δικτατορίας. Μια συναυλία που όμως δεν δόθηκε ποτέ, καθώς την «πρόλαβε» το πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοσέτ.

«Πρωτοσυναντήθηκα με τον Πάμπλο Νερούδα το 1966 στο Παρίσι» διηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης, «όταν εκείνος ήταν εξόριστος από την πατρίδα του και εγώ είχα βρεθεί στη γαλλική πρωτεύουσα για να ευαισθητοποιήσω μια σειρά από προσωπικότητες σε σχέση με τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Η χούντα φαινόταν ήδη στον ορίζοντα. Μόνο που λίγα χρόνια αργότερα οι ρόλοι άλλαξαν. Ξανασυναντηθήκαμε στο Παρίσι, όταν εκείνος ήταν πρέσβης της Χιλής στη Γαλλία και εγώ εξόριστος λόγω της δικτατορίας».

Ο ιστορικός πόνος

Από εκείνη τη δεύτερη συνάντηση η σχέση τού συνθέτη με τον ποιητή γινόταν όλο και στενότερη. «Μας κάλεσε μαζί με τον Τάκη Λαμπρία στη Χιλή το ’71 για να διαπιστώσουμε ότι όλα αυτά που έλεγαν για την ανελευθερία στη χώρα της Λατινικής Αμερικής ήταν ψέματα. Αυτό που έζησα τότε στη Χιλή ήταν ένας λαός απογειωμένος. Μας προσκάλεσαν στο σπίτι του προέδρου Αλιέντε. Ανάμεσα στα άλλα, ο τελευταίος μας είπε ότι ένα μεγάλο πρόβλημα είχε μείνει για να λυθεί: αυτό του στρατού. «Θα το λύσω όμως με τον στρατηγό Πινοσέτ, που τον εμπιστεύομαι» μας είχε πει τότε ο Αλιέντε. «Θα περάσω μια συνταγματική αλλαγή, όπου η διοίκηση του χιλιανού στρατού θα περνά στα χέρια του εκάστοτε προέδρου. Ο Πινοσέτ είναι ο άνθρωπός μου σε αυτό που ετοιμάζω». Και, όπως γνωρίζετε, ο Πινοσέτ ήταν αυτός που πραξικοπηματικά ανέτρεψε τον Αλιέντε».

Σε αυτή την πρώτη επαφή του με τη Χιλή και τον λαό της ο Θεοδωράκης πρωτάκουσε σε μπουάτ του Βαλπαραΐζο μελοποιημένη την ποίηση του Νερούδα. «Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που το κοινό ρουφούσε τα ποιήματα, ενώ παράλληλα γοητεύτηκα από τη μουσικότητα της ποίησης. Αυτό που ενώνει τους λαούς με τραγωδίες είναι ο ιστορικός πόνος. Στο «Canto General» συνάντησα αυτόν τον πόνο. Επέστρεψα στο Παρίσι και, έχοντας στα χέρια μου τους δύο τόμους του ποιήματος που μου είχε δώσει ο Αλιέντε, άρχισα να τα μελοποιώ – παρ’ όλο που δεν γνώριζα ισπανικά. Μπήκα στο νόημα όμως από τη μουσική της γλώσσας». Ισως επειδή συνθέτης και ποιητής έχουν κοινά γνωρίσματα. «Ημασταν αφοσιωμένοι και οι δύο στο εργατικό επαναστατικό κίνημα. Αριστεροί μεν, αλλά χωρίς παρωπίδες. Παράλληλα είχαμε τον ίδιο προβληματισμό για την τέχνη».

Το μελοποιημένο έργο παρουσιάστηκε σε μια σειρά συναυλιών σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Κατά τη διάρκεια μιας από αυτές ο Θεοδωράκης και οι συνεργάτες του πληροφορήθηκαν τους θανάτους των Αλιέντε και Νερούδα. «Στον θάνατο του ποιητή, το ’73», θυμάται ο συνθέτης, «βρισκόμασταν στο Μεξικό. Περισσότερο από ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους. Και σε αυτή τη λαοθάλασσα επικεφαλής ήταν η κόρη μου, η Μαργαρίτα, η οποία φορούσε μια φούστα με σφυροδρέπανα και την εικόνα του Τσε Γκεβάρα».

 

Back To Top